Τετάρτη 10 Απριλίου 2019

ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ (2)

Συνέχεια από Τετάρτη, 3 Απριλίου 2019

Ralph-Rainer Wuthenow
                          
                                   ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΟΦΥΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

( Πρόλογος στη μονότομη έκδοση τού έργου τού Jacob Burckhardt «Ιστορία τού ελληνικού πολιτισμού» )

                                                          ΙΙ.

     Μαζί με τις «Παρατηρήσεις στην παγκόσμια ιστορία» και ορισμένες παραδόσεις που αφορούν στην παλαιά Ελλάδα (Hellas), κάποιες επιστολές τού Μπούρκχαρντ εξηγούν επίσης μερικές φορές το μεγάλο εγχείρημα μιας ιστορίας τού ελληνικού πολιτισμού, επιστολές στις οποίες εστιάζει ακριβώς στον πολιτισμό ως την κινητικώτερη, πιο πολύπλευρη και εμφανώς πιο παραγωγική απ’ τις τρεις δυνάμεις (δίπλα στην πολιτεία και τη θρησκεία), χωρίς να παραμελή γι’ αυτόν τον λόγο την πολιτεία και τη θρησκεία στις συζητήσεις του. Η πολιτεία και η θρησκεία απ’ την πλευρά τους, λόγω τής εξαρτήσεως και του αμοιβαίου καθορισμού, πρέπει να ερμηνευτούν επίσης απ’ τη σκοπιά τού πολιτισμού, στον οποίον άλλωστε ανήκουν κατά έναν συγκεκριμένο τρόπο και οι ίδιες. Πέρα απ’ αυτό, η γλώσσα που διαπερνά όλα τα πεδία αποτελεί την ουσία (το άρωμα!...) τρόπον τινά ενός πολιτισμού, διαφυλάσσοντας κατά έναν ορισμένον τρόπο την κινητικότητα, την πολυμορφία και τη διάρκειά του. Οι Έλληνες  ήταν ευνοημένοι, παρατηρεί ο Μπούρκχαρντ, απ’ την τόσο πλούσια όσο και ευλύγιστη και μετρικά πανέτοιμη γλώσσα τους, η οποία και κατέστη βάση τής ποίησης, αλλά εξίσου και της φιλοσοφικής σκέψης. Σε μια διάλεξη για το επιστημονικό κέρδος τών Ελλήνων λέγονται εν συντομία τα εξής: «Φαίνονται να κατέχουν δυνάμει ήδη απ’ την αρχή την ποίηση, τη φιλοσοφία, τη ρητορική και την επιστήμη». Ένας λαός, που του ανήκει μια τέτοια γλώσσα, θα έχη επίσης σε όλες τις περιστάσεις αναλυτικό και ευκίνητο πνεύμα. «Έχουμε να κάνουμε μ’ έναν πλήρως αποσπασμένο απ’ τα μεμονωμένα πράγματα γλωσσικό κόσμο, με μια γλώσσα η οποία είναι, όπως σωστά λέγεται, καθ’ εαυτή ήδη μια πρακτική διαλεκτική και γι’ αυτό καθ’ υπερβολήν ήδη δημιουργική σε φιλοσοφικούς χαρακτηρισμούς», παρατηρεί στην «Ιστορία τού ελληνικού πολιτισμού». Η μόρφωση στον λόγο και τη γραφή έχαιρε όμως επίσης υψηλής εκτίμησης  – ακόμα κι απ’ αυτήν την άποψη θα είχαμε βέβαια και σήμερα να μάθουμε κάποια πράγματα απ’ τους Έλληνες, αν μόνο γνωρίζαμε, τί μάς λείπει.
      Τα καθαρά αρχαιολογικά γεγονότα δεν ήταν εξάλλου ούτε για τον νεαρό Μπούρκχαρντ  αποφασιστικά. Πότε «θα έρθη τελικά ο Οδυσσέας, να απελευθερώση την αρχαία ιστορία απ’ τη ‘μάνδρα’ τών φιλολόγων;» ρωτάει σ’ ένα του γράμμα (2.10.1842)· για να συμπληρώση την επόμενη μέρα αυτό το ερώτημα με μιαν αξιοπρόσεκτη σκέψη: «Δεν είναι αξιοθρήνητο, ότι ύστερα από τρεις δεκαετίες μιας αποδεδειγμένα τυραννικής κλασσικής μόρφωσης, δεν υπάρχει ακόμα καμμιά συνετή ελληνική ιστορία; Ρώτησα κάποτε έναν διάσημο φιλόλογο γι’ αυτό και πήρα την εξής απάντηση:  Οι όψεις τού μύθου δεν έχουν ακόμα εδώ και καιρό διευκρινιστή ικανοποιητικά».
      Η θετικιστική ασημαντότητα τού φαίνεται ήδη νωρίς τόσο αξιοκαταφρόνητη όσο και η πεισματική πίστη στη σημασία μηδαμινοτήτων. Υποψιάζεται ωστόσο και το ιστορικο-φιλοσοφικό αίτημα, εκεί όπου το αίτημα αυτό απομακρύνεται ασυλλόγιστα απ’ το μόνο πραγματικό. Εφ’ όσον θεωρεί το ‘ιδανικό’ ως αληθινό (και δεν εννοεί την ανιαρή δόξα, αλλά τον συμβολισμό, που κατανοείται με τη συγκέντρωση), είναι και ο μύθος ‘αληθινός’· τα ξεχωριστά περιστατικά χάνουν εδώ γρήγορα σε ενδιαφέρον, σημασία και βαρύτητα. Διαφεύγουν έτσι ακόμα και οι σημαντικότερες εργασίες τού Μπούρκχαρντ την ειδική επιστημονική (ακόμα και δικαιολογημένη συμπτωματικά) διόρθωση. Σ’ ένα όψιμο μάλιστα γράμμα του στον Friedrich von Preen παραδέχεται, ότι το μυθικό στοιχείο τον ελκύει όλο και περισσότερο, αποξενώνοντάς τον απ’ το ιστορικό (24.8.1889).
     Με έμφαση επισημαίνει ο Μπούρκχαρντ, ότι ο μεγαλοφυής λαός τών Ελλήνων, με όλα του τα λάθη, τις αδυναμίες και τους ενδοιασμούς του, έθεσε όρια, «που δεν θα επιτρεπόταν να μείνουμε πίσω απ’ αυτά. Αναφέρονταν όμως μόνιμα σε μορφές και απόψεις τής αρχαιότερης εποχής, κυρίως στην ποίηση, και ειδικά στην τραγωδία. Στον Μύθο οι Έλληνες (Hellenen) διαφύλαξαν και ‘υπερασπίστηκαν’ τρόπον τινά την πρώιμη νεότητά τους».
     Έλαβε έτσι στα σοβαρά τον Μύθο ο Μπούρκχαρντ και δεν τον ‘αποκήρυξε’ ως αποτέλεσμα προ-λογικής μυθολόγησης, οπότε θα λυπόμασταν που δεν ζήτησε να απελευθερωθή νωρίτερα απ’ αυτήν ένας τόσο προικισμένος λαός.
     « Όσο κι αν οριζόταν ως αμφίβολη η πραγματική γνώση τών πανάρχαιων χρόνων, ο Μύθος κυριάρχησε σαν μια ισχυρή δύναμη, την ελληνική ζωή, και αιωρούνταν πάνω απ’ αυτήν σαν ένα κοντινό, εξαίσιο φαινόμενο· το οποίο έφεγγε μέσα στο ελληνικό παρόν, παντού και μέχρι τούς όψιμους χρόνους, σαν να μην ήταν ακόμα ένα μακρινό παρελθόν, ενώ περιέγραφε κατά βάση τη θεωρία και την πράξη τού έθνους σε μιαν υψηλότερη απεικόνιση».
       Καθίσταται φυσικά ύποπτος όποιος  εξυμνεί μ’ αυτόν τον τρόπο τον Μύθο, όποιος τολμά να θέση τις απόψεις πάνω απ’ τα  συμβάντα, αυτός για τον οποίον έχουν μεγαλύτερη σημασία οι θεωρίες και οι τρόποι σκέψης τών Ελλήνων απ’ τις μακρές συζητήσεις τής ιστορικής εξέλιξης με όλα της τα γεγονότα.
       Σε τί διαφέρουν λοιπόν οι Έλληνες απ’ τους λαούς τής αρχαίας Ανατολής και από εκείνους τών εποχών που ακολούθησαν;  Ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση κατέλαβαν μιαν παγκοσμίως ιστορική θέση· εμφανίζονται «γνήσιοι, αυθόρμητοι και συνειδητοί, εκεί όπου σε άλλους λαούς φαίνεται να κυριαρχή ακόμα ένα πνιγηρό ‘πρέπει΄». Μ’ αυτό που πέτυχαν οι Έλληνες, κατάφεραν να επιβάλουν σε όλον τον επόμενο κόσμο τη σπουδή αυτών τών επιτευγμάτων. Όπου πραγματεύεται κάτι το μεμονωμένο ο συγγραφέας μας, το δικαιώνει ως παράδειγμα, και όχι ως απλό ενδιαφέρον για ένα απομονωμένο γεγονός· το μόνιμο θριαμβεύει πάνω στο στιγμιαίο. «Είμαστε ανεπιστημονικοί», ομολογεί, «και δεν έχουμε καμμιά μέθοδο, τουλάχιστον κάποια μέθοδο που έχουν οι άλλοι». Δεν υπερασπίζεται την πολυμάθεια συναναστρεφόμενος με τους Έλληνες, αλλά τούς Έλληνες ως ένα «μέσον μόρφωσης και απόλαυσης που κρατά για όλη μας την ζωή». 
    Και ο Φρίντριχ Νίτσε έβλεπε τους Έλληνες διαφορετικά απ’ ό,τι οι διάσημοι φιλόλογοι μαζί και μετά τον Wilamowitz-Moelendorff, προπαντός επειδή γνώριζε ότι μπορεί να είναι κανείς, και χωρίς πολύ πνεύμα, ένας σπουδαίος πολυμαθής (κάτι που δεν επιτρέπεται ασφαλώς να ισχύη για τον πολυ-αμφισβητημένο Wilamowitz). Στο «Λυκαυγές τών ειδώλων» ο Νίτσε εξυμνεί τον Μπούρκχαρντ, τον «σεβαστό φίλο» του, ως σπάνια εξαίρεση και ως έναν απ’ τους λίγους μεγάλους παιδαγωγούς, στον οποίον και οφείλει η πόλη τής Βασιλείας την υπεροχή της σε ανθρωπισμό. Σ’ ένα άλλο δε σημείο τού βιβλίου λέγεται, χωρίς μετριοφροσύνη: «Ήμουν ο πρώτος που πήρα στα σοβαρά, για να κατανοήσω το αρχαιότερο, πλούσιο ακόμα, και επερχόμενο σαν πλημμύρα ελληνικό ένστικτο, εκείνο το θαυμαστό φαινόμενο, που φέρει το όνομα Διόνυσος: το οποίο μπορεί να εξηγηθή μόνον από μιαν υπερβολή δυνάμεως. Όποιος ερευνά τούς Έλληνες όπως εκείνος ο βαθύτατος γνώστης τού πολιτισμού τους, που ζη στις μέρες μας, όπως δηλ. ο Γιάκομπ Μπούρκχαρντ στη Βασιλεία, αυτός γνώριζε πως επρόκειτο για κάτι σημαντικό: ο Μπούρκχαρντ πρόσθεσε στον «Πολιτισμό τών Ελλήνων» ένα ιδιαίτερο τμήμα για το παραπάνω φαινόμενο». Μια συμπλήρωση στο μεγάλο έργο που πρέπει βέβαια κατ’ αρχάς να αποδειχτή.
       Μπορούμε να εξηγήσουμε αυτό που ισχυρίζεται ο Νίτσε σαν μια επιθυμητή μάλλον ιδέα, γιατί ακόμα και η αναφορά τού Διόνυσου στη διάλεξη του Μπούρκχαρντ για τον Πυθαγόρα δεν επαρκεί ως εξήγηση. Ο Νίτσε τίμησε στον υψηλότατο βαθμό, μέχρι τις μέρες τής κατάρρευσής του, τον Μπούρκχαρντ και προσπάθησε να συνάψη μια στενώτερη φιλική σχέση προς τον παλαιότερο, συνεσταλμένο σύντροφό του, όταν ήταν κι εκείνος έτοιμος να του την προσφέρη. Έτσι θαύμαζε ο Νίτσε αυτόν που τιμούσε, χωρίς να παρατηρή όμως, με πόση λεπτή ειρωνία αντιδρούσε εκείνος, περισσότερο υπεκφεύγοντας γεμάτος σεβασμό παρά θαυμάζοντας τα κείμενά του. Ακόμα και το κείμενο «Η γένεση της τραγωδίας απ’ το πνεύμα τής μουσικής» δεν εγκωμιάστηκε ποτέ απ’ τον Μπούρκχαρντ, όπως θεωρούσε ο Νίτσε.
     Στις σημειώσεις του ωστόσο για μια περαιτέρω σχεδιασμένη «Αναχρονιστική θεώρηση» υπάρχουν υπό τον τίτλο «Εμείς οι φιλόλογοι» παρατηρήσεις, απόψεις και κρίσεις, που συμφωνούν απολύτως με κείνες τού Μπούρκχαρντ, ιδίως όσον αφορά στη λανθασμένη πλέον τοποθέτηση των φιλολόγων απέναντι στην κλασσική αρχαιότητα. Οι «σκιές τού Άδη», όπως τους ονομάζει ο Νίτσε, δεν μπορούν να αντιληφθούν το συμβολικό στοιχείο. Διαφορετικά όμως επιθετικός απ’ τον Μπούρκχαρντ, ο Νίτσε θέλει να εγκαθιδρύση εχθρότητα ανάμεσα στον σύγχρονο πολιτισμό  και τον πολιτισμό τής ελληνικής αρχαιότητας – το ότι δεν υπάρχει σύνδεσμος ανάμεσα στους δυό πολιτισμούς, αυτό πρέπει να γίνη σαφές. Στην ‘αποτελεσματική’ και ‘επιτυχημένη’ ιστορία τής κλασσικής φιλολογίας δεν βρίσκει παρά νοθεία και πλάνη, και μόνον ένας κατ’ αυτόν έχει δη σωστά: ο Γιάκομπ Μπούρκχαρντ. Ακόμα και ο Γκαίτε και ο Βίνκελμαν δεν ήταν σε θέση να δουν και να διαπραγματευτούν σωστά την αρχαιότητα, ενώ ο Φρίντριχ Σλέγκελ  παραλείπεται εντελώς.  Προπάντων όμως σ’ αυτό το σημείο δεν αναφέρεται το όνομα Μπαχόφεν. Ο ίδιος ο Μπούρκχαρντ  εκφράζεται λιγότερο ‘πολεμικά’, διαπιστώνοντας στην εισαγωγή του στην «Ιστορία τού ελληνικού πολιτισμού» ότι «έχει διαμορφωθή σταδιακά απ’ το σύστημα διδασκαλίας μια δυσαναλογία ανάμεσα στο Γυμνάσιο και την πραγματική πνευματική μετέπειτα κατεύθυνση», η οποία δυσαναλογία «θα μπορούσε να καταλήξη άλλη μια φορά», όπως συμπεραίνει και προειδοποιεί, «σε μιαν καταστροφή».
       Όπως ακριβώς για τον Μπούρκχαρντ, οι ‘Ελληνες ήταν και για τον Νίτσε ικανοί να επινοούν και να στιχουργούν περαιτέρω την πραγματικότητα, ήταν ο μοναδικός μεγαλοφυής λαός στην παγκόσμια ιστορία, μεγαλοφυείς ακόμα και στο να παραλαμβάνουν, να μαθαίνουν, να αφομοιώνουν. Όμως ο φθόνος και η ζήλεια, απ’ τα οποία γνωρίζουμε εμείς ως θετική πλευρά τη φιλοδοξία στους αγώνες (Agon), επενεργούσαν επίσης στην καθημερινότητά τους και στην πολιτική τους ύπαρξη.
      Η μυθική συνάφεια και το βάθος διαλύθηκαν απ’ τον Σωκράτη, όπως διαβάζουμε ήδη στο κείμενο για την τραγωδία, ένα σημαντικό γεγονός, αν μπορή να εννοήση κανείς τη σημασία τού Μύθου, όπως αναγνωρίζεται άλλωστε κι απ’ την εκτενή περιγραφή τού Μπούρκχαρντ. Ο λόγος για τους ‘ευκολοζώητους’ θεούς σημαίνει κατά τον Νίτσε για τους Έλληνες, για τη γνώση τής αθλιότητας και του θρήνου τής ύπαρξης και του ανθρώπινου πόνου, το να ‘κερδίσουν’ μια μεγαλειώδη όσο και λεπτή φαιδρότητα, έτσι όπως λαμπρύνεται η δυστυχία τών θνητών τραγουδώντας για τους θεούς. Οι θεοί είναι όμως για τους Έλληνες κατά κάποιον τρόπο κοντινοί και παρόντες, έτσι όπως δεν μπορεί καν να το φανταστή ο σύγχρονος άνθρωπος: Δεν επρόκειτο λοιπόν για κάποιαν αξιαγάπητη «ποιητικότητα», αλλά μάλλον για ένα είδος παραίσθησης με εντελώς πραγματική επίδραση. Ακόμα και η λέξη ‘παραίσθηση’ που χρησιμοποιεί εδώ ο Νίτσε, δεν συμπίπτει ακριβώς μ’ αυτό που συμβαίνει, το οποίο δεν μπορεί να το αντιληφθή τρόπον τινά ο μοντέρνος άνθρωπος. Η κλασσική φιλολογία είναι απ’ την πλευρά της ιστορική, η αρχαιότητα όμως, με την οποία και ασχολείται, είναι κλασσική, κι εδώ βρίσκεται, όπως εiχε υποδείξει κάποτε ο Karl Reinhardt, το ασυμβίβαστο των δύο εποχών.
     Οχτώ, εννιά χρόνια αργότερα, προσπαθώντας να αποκτήση ως ανθρωπογνώστης μια σαφή εικόνα για τους Έλληνες, ο Νίτσε συνειδητοποιεί ότι μετατοπίζονται σε ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση, όσο περισσότερο τους παρατηρούμε· θεωρεί μάλιστα πως μαθαίνει απ’  αυτήν την αντίθεση, «ότι η απογοήτευσή μας είναι πιο διδακτική απ’ το αίσθημά μας τής οικειότητας».
      Στο εγχείρημά μας να ‘εξιχνιάσουμε’ ψυχολογικά τον άνθρωπο, θα αισθανόταν ένας Έλληνας κατά τη γνώμη του «μιαν ασέβεια απέναντι στη φύση, μιαν έλλειψη ντροπής, αιδούς και αισχύνης· αντίθετα εμείς ξαφνιαζόμαστε όταν ακούμε τη λέξη γνώση· όταν υπάρχη η γνώση, πρέπει να ακολουθή και η πράξη· και το ότι οφείλει να είναι ευδαιμονία και μακαριότητα η αρετή, αυτό ηχεί στ’ αυτιά μας τόσο ξένο και αναξιόπιστο (…)».

     ( συνεχίζεται )

ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΟΤΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ  ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΕΙ ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ ΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΑ ΑΖΗΤΗΤΑ. ΠΝΙΓΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΑΥΤΙΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ. ΔΕΝ ΑΠΟΚΑΘΙΣΤΑ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: