Συνέχεια από:Tρίτη 2 Απριλίου 2019
ΠΕΡΙ ΕΥΤΥΧΙΑΣ
Του Werner Beierwaltes.
Η επιστροφή της σκέψης στον εαυτό της δεν συνίσταται αποκλειστικώς στην αυτό-συναίσθηση και αυτογνωσία της λογικής ψυχής. Και πράγματι για να αποκτήσουμε την αυθεντική συνείδηση είναι αναγκαίο να υπερβεί η ψυχή το πλαίσιο της σκέψης και να ενωθεί με το θεμέλιο της σκέψης, μ’ αυτό από το οποίο προέρχεται η κατανόηση, σ’ αυτό από το οποίο ανάβει το Φως της νοήσεως! Αυτή είναι η καθαυτή αλήθεια η οποία φανερώνεται στην σκέψη στην άχρονη πράξη της επιστροφής στον Εαυτό. Αυτή υπάρχει στην σκέψη και είναι παρούσα σ’ αυτή σαν μια συνθήκη εν δυνάμει, αλλά είναι ταυτοχρόνως και πέραν της σκέψεως. Δεν αποτελεί λοιπόν μόνον την καθολική αιτία συγκεκριμένων ενεργειών της σκέψης, αλλά είναι το θεμέλιο που υπερβαίνει την σκέψη και ταυτόχρονα υπάρχει στο εσωτερικό της σκέψης, και είναι a priori θεμέλιο και η ενέργεια της συνειδήσεως, της σκέψης και της γνώσεως. Επιστρέφοντας στον εαυτό της η σκέψη συνειδητοποιεί την αλήθεια στην διαλεκτική της δομή, δηλαδή σαν «εμμένεια» και «υπέρβαση».
Παρότι το ξεκίνημα και η ανάβαση της σκέψης πραγματοποιούνται στο εσωτερικό του ανθρώπου, το «διαφορετικό» και το «έτερο» της αλήθειας, που βιώνεται μ’ έναν a priori τρόπο σκέψης, αναδύεται συνεχώς: το αμετάβλητο Φως (lux incommutabilis) που αντιλαμβάνεται η σκέψη «πάνω από αυτή» δεν είναι του «ιδίου γένους» αλλά είναι ανώτερο του αισθητού. Μάλλον δε είναι παντελώς διαφορετικό! (Εξομολογήσεις , VII 10,16). Το «υπερβατικό – Είναι» του Φωτός της αλήθειας και του Είναι εξαρτάται από το γεγονός πως αυτή η αλήθεια, η οποία βιώνεται στην σκέψη, είναι καθαρά η θεία αλήθεια, η απόλυτη αλήθεια και έτσι γίνεται φανερή η διαφορά ανάμεσα στον δημιουργό και στο δημιούργημα: «Αυτό είναι ανώτερο διότι με δημιούργησε, και εγώ είμαι κατώτερος διότι δημιουργήθηκα από αυτό». Η κατανόηση της αλήθειας, η οποία υπερβαίνει την σκέψη και παρ’ όλα αυτά είναι παρούσα ενεργώς σ’ αυτήν, αποτελώντας την συνθήκη της δυνατότητος, κατανοείται σαν «συμφωνία» μ’ αυτή. Εάν η αλήθεια, όπως σημειώσαμε λίγο πριν, είναι η υπέρτατη συμφωνία με τον εαυτό της, ο αποκλεισμός κάθε διαφοράς κατανοημένης σαν μη-αλήθεια, ψευδαίσθηση και μη-ον και σκοπός της επιστροφής στο εσωτερικό του εαυτού μέσω της σκέψης είναι η ενοποίηση με την «απόλυτη συμφωνία» με τον εαυτό, με ανάλογο τρόπο.
Η αλήθεια (συμφωνία) λοιπόν, η υψηλότερη που μπορεί να κατακτηθεί από τον άνθρωπο, είναι η ταύτιση με την απόλυτη αλήθεια: ο άνθρωπος βιώνει στον εαυτό του την υπερβατικότητα της απολύτου αληθείας η οποία μπορεί να γίνει ξεκίνημα και κριτήριο κάθε άλλης σκέψης και κάθε άλλης σίγουρης γνώσεως.
Όταν γίνεται λόγος για Φως που ανάβει στην νόηση, που την φωτίζει, δεν εννοούμε μια εμπειρία απλώς ψυχολογική της βεβαιότητος, διότι ο όρος «Φως αμετάβλητο» δείχνει την a priori σύσταση της ανθρώπινης γνώσεως: αιτία και κριτήριο της γνώσεως της αλήθειας η οποία ξεδιπλώνει στον χώρο είναι το Φως που φωτίζει, αμετάβλητο και άχρονο, της απολύτου αληθείας.
Το μέσον μέσω του οποίου κάθε ανθρώπινη γνώση επιτυγχάνεται και πληρούται, η συνθήκη της δυνατότητος της γνώσεως, είναι επομένως η παρουσία του Φωτός των Ιδεών σαν αληθινού Είναι (rationes aeternae) στο εσωτερικό του ανθρώπινου πνεύματος, ο δεσμός δηλαδή της σκέψης με την αλήθεια. Με θεολογικούς όρους, ο Φωτισμός είναι η μετοχή στον λόγο, σ’ εκείνη την ζωή που είναι το Φως των ανθρώπων. (περί Τριάδος IV 2,4). Ο λόγος που φωτίζει τον άνθρωπο και στρέφεται σ’ αυτόν προσλαμβάνει το εσωτερικό Φως που δομεί τον άνθρωπο σαν εσωτερικός λόγος και έτσι μπορεί να προκαλέσει την επιστροφή (conversio) της imago Dei (της persona Dei ή της εικόνος του Θεού) στο Φωτεινό αρχέτυπο. Και έτσι ο Φωτισμός γίνεται τελικώς το γεγονός της κατανοήσεως που έχει την αιτία του στην συνέργεια της ανθρώπινης ενέργειας (η επιστροφή στον εαυτό της τής σκέψης) με την θεία ενέργεια η οποία αποτελεί την παρουσία της απολύτου αληθείας στην σκέψη!
Στην συμφωνία με την υπέρτατη «αυτο-συμφωνία» η σκέψη αποκτά, γνωρίζει «αυτό που είναι», μέσα «σε μια αστραπή σε τρεμάμενα μάτια» (Εξομολ. VII 17, 23). Η κατάκτηση «αυτού που είναι», μέσω της επιστροφής της νοήσεως στον εαυτό της, σημαίνει να προσθέσουμε στην σειρά αλήθεια – αιωνιότης – αγάπη, την έννοια του «καθαυτού Είναι». «Αυτό που είναι» μπορεί να γίνει κατανοητό αποκλειστικά σαν το απόλυτο Είναι, το καθαρό, το Είναι το οποίο είναι αμετάβλητα ο εαυτός του και το οποίο φανερώνεται στην αυτό-βεβαίωση: Εγώ είμαι αυτός που είναι, «Εγώ ειμί ο Ων». Το καθαυτό Είναι είναι η πιο βέβαιη πραγματικότης και ο Αυγουστίνος δηλώνει πως έχει περισσότερες αμφιβολίες σχετικά με την ύπαρξή του, παρά σχετικά με την ύπαρξη της αλήθειας η οποία θεωρείται και κατανοείται στην κτίση. (Έξομολ. VII 10, 16). Αυτή η πεποίθηση διατηρεί την αξία της ακόμη και αν ο νοών πρέπει να αναγνωρίσει πως μετά το άμεσο συμβάν αυτής της κάθαρσης ξαναεπιστρέφει, λόγω της αδυναμίας του, στην συνηθισμένη του υπαρξιακή κατάσταση, μια κατάσταση η οποία κυριαρχείται από την εικόνα, από την σκιά και από το αίνιγμα: Μόνο που παραμένει σ’ αυτόν, η «αγαπημένη ανάμνηση» και η τάση να διατηρήσει αυτή την φανέρωση σαν συστατική για το Είναι, την γνώση και την πράξη. Αυτή η φανέρωση της αλήθειας αποτελεί, τρόπον τινά, το ιδιαίτερο όραμα εκείνου που είναι μακάριος στην ελπίδα και διαφοροποιείται από την μελλοντική και εσχατολογική μακαριότητα, η οποία συμπίπτει με το όραμα, την θεωρία και την σταθερή απόκτηση της απολύτου αληθείας.
Η πρόσκαιρη ευτυχία λοιπόν συνίσταται στην αφαίρεση από την πολλαπλότητα, από την αίσθηση, από την χρονικότητα, από τον κατακερματισμό και στην επιστροφή της σκέψης στην εσωτερικότητα, στην ενότητα και στην αλήθεια που την θεμελιώνουν. Στην ωρίμαση και στην ανάπτυξη του κάθε ξεχωριστού Είναι που καθορίζεται από το πνεύμα, που είναι καθαυτό ταυτόσημο με την αλήθεια. Η ελευθερία του Είναι του ανθρώπου συνίσταται στο άνοιγμα στο καθαυτό Είναι και στον υπέρτατο τρόπο του νοήματος «αυτή είναι η ελευθερία μας: να υποταχθούμε σ’ αυτήν την αλήθεια». Αυτό είναι το υπέρτατο κριτήριο της Ευτυχίας η οποία πρέπει να κατανοηθεί ήδη από εδώ.
Το πρόβλημα σχετικά με την δυνατότητά μου να ψάξω αυτό που δεν γνωρίζω ακόμη, τουλάχιστον με άμεση εμπειρία, παρουσιάζεται τόσο στην έρευνα της αλήθειας, όσο και στην έρευνα του Θεού, καθότι και οι δύο συνάδουν ουσιωδώς: «Ψάχνοντας Εσένα, Θεέ μου, ψάχνω την Ευτυχία». Όσον αφορά την Ευτυχία, ο Αυγουστίνος στρέφεται προς την πλατωνική εκδοχή της αναμνήσεως, η οποία περιλαμβάνει την λήθη της μακαριότητος που ήδη γνωρίσαμε ή αποκτήσαμε, χωρίς όμως να αποφασίσουμε ξεκάθαρα γι’ αυτήν την θεωρία σαν μια διαλεύκανση της έρευνας. Όλοι όσοι θέλουν να είναι ευτυχείς, και είναι ευτυχείς στην ελπίδα, γνωρίζουν αυτό που αγαπούν.
Το ξεκίνημα όμως της έρευνας είναι σκοτεινό! Το πρόβλημα εάν η ευτυχισμένη ζωή βρίσκεται στην μνήμη διαθέτει μόνον μια γενική απάντηση: Εμείς γνωρίζουμε την ευτυχισμένη ζωή κατά κάποιο τρόπο. Έχουμε μια κάποια ιδέα η οποία πρέπει να πραγματοποιηθεί. Αυτή η ιδέα είναι το θεμέλιο της έρευνας. Με παρόμοιο τρόπο η παρουσία της αλήθειας και της σοφίας στο εσωτερικό του ανθρώπου προκαλεί το ψάξιμο του Θεού. Την υπέρβαση της εσωτερικότητος με κατεύθυνση προς το υπέρ-Είναι, όπως μας έδειξαν τα χωρία των Εξομολογήσεων.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου