Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ
ΤΡΙΑΔΟΣ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
EDITH STEIN [Πεπερασμένο και αιώνιο]
ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ
ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ
ΥΠΟΣΤΑΣΗ
Εάν ο Δημιουργός
είναι το Αρχέτυπο της Δημιουργίας, δεν θα πρέπει να βρίσκεται μέσα στην
δημιουργία μία εικόνα, έστω και μακρυνή, της Τριαδικής ενότητος του Πρωταρχικού
Είναι; Και δεν θα ήταν δυνατόν,
ξεκινώντας από αυτό να φτάσουμε σε μία βαθύτερη κατανόηση του πεπερασμένου
Είναι;
Είναι δυνατόν να
αποδειχθεί Ιστορικά, πως η προσπάθεια να ερμηνευθεί λογικά το δόγμα της αποκεκαλυμμένης
Αγίας Τριάδος οδήγησε στην μορφοποίηση των φιλοσοφικών εννοιών τής υποστάσεως
και του προσώπου. Με αυτές τις έννοιες φτάσαμε σε κάτι ουσιώδες, όχι μόνον στην
κατανόηση του Τριαδικού Θεού, αλλά επίσης και του ανθρωπίνου Είναι και του
κόσμου τής πραγματικότητος. Ξεκινώντας από αυτό το σημείο, προσπαθούμε να
χρησιμοποιήσουμε την Αποκάλυψη για να γνωρίσουμε το πεπερασμένο Είναι.
Τα δεκαπέντε βιβλία «Περι Τριάδος» του Αυγουστίνου μπορούν να υπολογισθούν θεμελιώδη για όλη
την υπόλοιπη Τριαδολογική θεολογία. Σ’αυτό το έργο, ο Αυγουστίνος προσπαθεί
κατ’αρχάς να εμβαθύνει και να ξεκαθαρίσει το περιεχόμενο της αποκαλύψεως, και
κατ’επέκτασιν να ανοίξει στον Νού δρόμους και τρόπους για την κατανόησή της! Η
δογματική τονίζει την ενότητα της ουσίας στα τρία πρόσωπα: είναι απολύτως ίσα και συστήνουν έναν μόνο Θεό. Αυτό
που τα διαφοροποιεί είναι οι σχέσεις: ο Πατήρ γεννά τον Υιό και το Άγιο πνεύμα εκπορεύεται
από την πνοή τού Πατρός και του Υιού. Σ’αυτό το γεγονός προστίθεται η διαφορά,
στην εμφάνιση μέσα στον χρόνο, του Δευτέρου και Τρίτου προσώπου. Μόνον ο Υιός
εγεννήθη εκ της Παρθένου, σταυρώθηκε, πέθανε και θάφτηκε, μόνον το Άγιο Πνεύμα
εμφανίστηκε με την μορφή της περιστεράς και της φλόγας. Αυτές οι φανερώσεις δεν
πρέπει νά ταυτίζονται με τα πρόσωπα, οι διαφορές τους επομένως δεν είναι και
διαφορές των προσώπων, αλλά σημεία της διαφορετικότητός των. Συγκεκριμένα, η
πρόσληψη της ανθρώπινης φύσεως στην ενότητα του προσώπου του Χριστού
προϋποθέτει την διάκριση στα ίδια τα Θεία πρόσωπα. Είναι πάρα πολύ δύσκολο για
μας να κατανοήσουμε τις διαφορές ανάμεσα στα πρόσωπα, και θα μπορούσαμε μάλιστα
να πούμε χωρίς φόβο, πως είναι για μας ακατανόητες.
Εάν τοποθετήσουμε
την διαφορά των προσώπων στις σχέσεις, πρέπει νά’χουμε υπ’όψιν πως ο όρος σχέση
δεν έχει το ίδιο νόημα που έχει για τα πεπερασμένα πράγματα. Ο Αυγουστίνος
προσπαθεί να το ξεκαθαρίσει, αποδεικνύοντας πως σ’αυτήν την περίπτωση οι σχέσεις
δεν είναι ούτε ουσία, ούτε συμβεβηκότητα. Δεν είναι ουσιώδεις, διότι όλα όσα
είναι ουσιώδη στον Θεό (δηλ. ανήκουν στην ουσία) είναι της ουσίας, δηλ. όλα εκτός από τις σχέσεις, ισχύουν και για τα
τρία πρόσωπα και για το καθένα χωρίς καμμία προσοχή πρός τα άλλα, ενώ αυτό δεν
είναι δυνατόν να ειπωθεί για τα ονόματα των Θείων προσώπων. [Καθ’εαυτό μπορούμε
να ονομάσουμε «Πατέρα» κάθε Θείο πρόσωπο, στην σχέση Του με όλους τους Υιούς
του Θεού. Καθένα από τα τρία πρόσωπα θα μπορούσε να ονομασθεί Άγιο Πνεύμα,
διότι καθένα είναι πνεύμα και καθένα είναι Άγιο. Αλλά «Υιός» μπορεί να
ονομασθεί μόνον το δεύτερο πρόσωπο, και «Δώρο» μόνον το Τρίτο.]
Οι σχέσεις δεν
μπορούν να είναι ούτε συμβεβηκότητα, διότι δεν υφίστανται, όπως συμβαίνει στα
πεπερασμένα πράγματα, όλες εκείνες τις αλλαγές που είναι χαρακτηριστικές των
συμβεβηκότων καθ’εαυτών. Είναι λοιπόν αναγκαίο να διακρίνουμε από την ουσία,
την Υπόσταση, την οποία εννοούμε σαν υπόβαθρο της ουσίας (Περί Τριάδος V,8). Στην ενότητα της ουσίας αντιτίθεται μία Τριάδα
υποστηριγμάτων. Τα ονομάζουμε πρόσωπα, και αυτός είναι μόνον ένας τρόπος
εκφράσεως ανθρώπινος, για να πούμε το άρρητο (Περί Τριάδος V 9). Ο,τιδήποτε ονομάζουμε πρόσωπο άλλες
φορές -ανθρώπους και αγγέλους- είναι rationalis naturae individua substantia (φύσει λογική ατομική υπόστασις) [θεολογική summa του Ακινάτη Iq 29, a 3 corp]. Με την έννοια πως περιέχει στο είναι του κάτι που
είναι «ακοινώνητο», που δεν το μοιράζεται με κανέναν άλλον. Εδώ όμως βρισκόμαστε
απέναντι από τρία πρόσωπα που έχουν κοινό Είναι και από τα οποία κανένα δεν
είναι δυνατόν να υπάρχει χωρίς το άλλο. Επιπλέον αυτά τα τρία πρόσωπα δεν είναι
παρά Ένα: η άπειρη τελειότητα, καθενός από αυτά, δεν είναι δυνατόν να αυξηθεί.
Στην ερώτηση εάν
παρ’όλα αυτά ο όρος πρόσωπο μπορεί να εφαρμοστεί στον Θεό, ο Ακινάτης απαντά
μ’αυτόν τον τροπο: «το πρόσωπο σημαίνει ό,τι πιο αριστοκρατικό, ευγενές υπάρχει
σε όλο το Σύμπαν, δηλ. το υφιστάμενο λογικής φύσεως (subsistens in rationali natura). Γι’αυτό, υποχρεωμένοι να αποδώσουμε στον Θεό όλο αυτό
που φέρει τελειότητα, διότι στην ουσία του περιέχει όλες τις τελειότητες, είναι
συμφέρον να του αποδώσουμε και το όνομα πρόσωπο. Όχι με τον τρόπο όμως που τον
αποδίδουμε στα κτίσματα, αλλά με τρόπο πιο θαυμαστό». Αποδείξαμε ήδη
προηγουμένως, πως ο όρος χρησιμοποιείται αναλογικώς. Η σχέση ανάμεσα στο «Εγώ
είμαι» του Θεού και την πολλαπλότητα των πεπερασμένων όντων είναι η analogia entis, η πιο πρωτογενής αναλογία. Μόνο επειδή κάθε πεπερασμένο όν έχει
το αρχέτυπό του στο «Εγώ είμαι», έχει κάθε πράγμα μία κοινή σημασία. Επειδή όμως το Είναι «διαιρείται» στην Δημιουργία, το Είναι δεν έχει το ίδιο νόημα,
με απόλυτη συνέπεια, σε κάθε όν, αλλά έχει, πέραν του κοινού, και ένα διαφορετικό
(νόημα). Η διαίρεση δεν κατανοείται σαν ένα σχίσιμο, δηλ. σαν να έσπαζε το Ένα Είναι, το
Θείο, σαν να ήταν ένα μέγεθος -μία ποσότητα ή κάτι στον χωρόχρονο-, σε μέρη
τα οποία χωρίζονται στο πεπερασμένο είναι. Αυτό θα σήμαινε να μειώσουμε τον
Δημιουργό στην δημιουργία, και επομένως να τον αρνηθούμε, όπως συμβαίνει στον
Πανθεϊσμό. Η αναλογία, καθότι σχέση μιμήσεως, προϋποθέτει μία αντιπαράθεση
ανάμεσα στο αιώνιο και στο πεπερασμένο Είναι. Η σημασία της δημιουργίας, καθότι
κλήση στην ύπαρξη, προϋποθέτει και ένα Είναι που δεν ήταν πρίν, που έχει αρχή.
Μ’αυτό όμως φαίνεται σαν να καταστρέφεται η ενότης του Είναι. Εάν ο Θεός καλεί
στην ύπαρξη κάτι που δεν είναι ο εαυτός του, που διαθέτει ένα «αυτόνομο» Είναι,
είναι φανερό πως θα υπάρχει ένα άλλο Είναι, πέραν του Θείου. Τότε όμως, πώς θα
μπορούμε να βεβαιώνουμε πως κάθε πεπερασμένο Είναι μετέχει του Ενός και κάθε
Είναι είναι Ένα; Αυτή η διαβεβαίωση ισχύει μόνον εάν εννοούμε πως οτιδήποτε δέν εκλήθη στην ύπαρξη από τον Θεό, είναι Μηδέν. Ο,τιδήποτε δεν προετοιμάσθη από
Αυτόν, ο,τιδήποτε δεν συγκρατείται από Αυτόν στο Είναι. Η αυτονομία της κτίσεως
δεν πρέπει να παρομοιάζεται με εκείνη του Πορτραίτου σε σχέση με το πρόσωπο που
αναπαριστά ή της όπερας σε σχέση με τον
καλλιτέχνη. Είναι όμοια μάλλον με την σχέση της εικόνος στον καθρέφτη με το
αντικείμενο που καθρεφτίζεται, ή με την ακτίνα σε σχέση με το Φως. Και αυτές
όμως είναι εικόνες ατελείς για κάτι που
δεν έχει το ίσο του.
Είναι δε ακριβώς η
σημασία της ίδιας της δημιουργίας, το γεγονός πως το κτίσμα δεν μπορεί να είναι
ούτε μία τέλεια εικόνα, αλλά μόνον μία «μερική», μία ακτίνα «αντικατοπτρισμού»:
Ο Θεός, ο Αιώνιος, ο Άκτιστος και Άπειρος δεν μπορεί να δημιουργήσει ένα
πράγμα ταυτόσημο με τον ίδιο, διότι δεν μπορεί να υπάρξει ένα δεύτερο Αιώνιο
Είναι, Άκτιστο και Άπειρο. [Πόσο τραγική είναι η απουσία στην Δυτική θεολογία, της
πραγματικότητος των ακτίστων ενεργειών, λόγω ελλείψεως εμπειρίας. Λόγω τού ότι
η θεολογία τους είναι ένας στοχασμός πάνω στις Αρχές του Πλωτίνου.]
Σύμφωνα με τον
Ακινάτη λοιπόν, αυτή η αναλογική χρήση επεκτείνεται και στο πρωταρχικό νόημα
της λέξης ΠΡΟΣΩΠΟ, με την οποία δείχνονται οι ρόλοι μίας θεατρικής παραστάσεως.
Σ’αυτή την σημασία το όνομα πρόσωπο δεν ανήκει στον Θεό σύμφωνα με την
ετυμολογία του, αλλά σύμφωνα με την σχέση με κείνο που πρέπει να εκφράσει.
«Επειδή στις κωμωδίες και στις τραγωδίες αναπαριστώντο διάσημες προσωπικότητες,
το όνομα 'πρόσωπο' επιβλήθηκε για να σημάνει υποκείμενα με αξιοπρέπεια... Γι’αυτό
μερικοί ορίζουν το πρόσωπο σαν μία «υπόσταση σημαδεμένη από μία ποιότητα
και συνδεδεμένη με την αξιοπρέπεια» (proprietate distincta ad dignitatem pertinente). Και επειδή είναι αξιοπρεπέστατο να υπάρχεις σαν
υποκείμενο μίας λογικής φύσεως, γι’αυτό, όπως ελέχθη, κάθε άτομο μία τέτοιας
φύσεως ονομάσθηκε πρόσωπο. Αλλά η αξιοπρέπεια της Θείας Φύσεως υπερβαίνει κάθε
αξιοπρέπεια, και γι’αυτό στον Θεό ανήκει σε ανώτατο βαθμό το όνομα ΠΡΟΣΩΠΟ.
Ο Ακινάτης
χρησιμοποιεί επίσης και τον όρο υπόσταση για τον Θεό, χωρίς να τον ταυτίζει με
το πρόσωπο. Η διαφορά για μας είναι σημαντική. Ο ορισμός της έννοιας της υποστάσεως δίνεται από
την σχέση με την έννοια της ουσίας. Έτσι η ερμηνεία της ουσίας σαν ουσιώδες,
που υπάρχει στο μικρό έργο De ente et essentia, απορρίπτεται υπέρ της άλλης: subiectum vel suppositum quod subsistit in genere substantiae (το υποκείμενο ή υποτιθέμενο που υφίσταται στο γένος της
ουσίας). «Διαγράφεται επίσης με τρία ονόματα που εκφράζουν την συγκεκριμένη
πραγματικότητα, δηλ. res naturae, sussistenca e ipostasi, συμφωνα με τρεις διαφορετικές πλευρές της ουσίας,
εννοημένης μ’αυτή την τελευταία σημασία. Καθότι υπάρχει δηλ. εις εαυτή, και όχι
σε άλλο (υποκείμενο), λέγεται ύπαρξη : πραγματικά λέμε υπάρχοντα εκείνα τα
πράγματα που υφίστανται εις εαυτά και όχι σε άλλα. Καθώς είναι υποθετικό σε μία
φύση στην καθολικότητά της, ονομάζεται res naturae. Με αυτήν την σημασία, αυτός ο άνθρωπος είναι res naturae της ανθρωπίνης φύσεως. Καθότι είναι υποθετικό στα
συμβεβηκότα, λέγεται υπόσταση ή ουσία. Εκείνο δε που αυτά τα τρία ονόματα
σημαίνουν καθολικώς για όλα τα γένη των ουσιών, ο όρος πρόσωπο το σημαίνει στο
γένος των λογικών ουσιών.
(Summa Theol I q 29,a 2 corp)
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου