ΓΕΝΕΣΙΣ ΚΑΙ ΕΞΕΛΙΞΙΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΟΜΑΧΙΚΗΣ
ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ (1ον)
Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου
π. Θεοδώρου Ζήση
ΠρολεγόμεναΤό κείμενο πού ἀκολουθεῖ ἀποτελεῖ τήν ἐκτενῆ μορφή..
τῆς εἰσηγήσεως πού ἑτοιμάσαμε να ἀνακοινώσουμε στήν ἐπιστημονική
θεολογική ἡμερίδα πού ὀργάνωσε ἡ Ἱερά Μητρόπολη
Πειραιῶς στίς 15 Φεβρουαρίου τρέχοντος ἔτους (2012) στό
Στάδιο Εἰρήνης καί Φιλίας μέ θέμα: «Πατερική Θεολογία καί
μεταπατερικη αἵρεση». Ἡ ἡμερίδα ἔτυχε ἐνθουσιώδους ὑποδοχῆς ἀπό ἕνα πλῆθος δύο χιλιάδων
περίπου (2.000) πιστῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖοι
καταχειροκρότησαν καί ἐπευφήμησαν ἐν πρώτοις τόν
σχόντα τήν ἰδέα καί τήν πρωτοβουλία τῆς ὀργανώσεως, νέο ὁμολογητή τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως,
σεβασμιώτατο μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, ὡς και τούς πέντε εἰσηγητάς τῆς ἡμερίδος καί τούς
δύο προέδρους τῶν ἐπί μέρους συνεδριῶν. Ἡ ἰδική μας εἰσήγηση κατά τό
πρόγραμμα ἔπρεπε νά ἀναπτύξει τό θέμα: «Ἡ σημασία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ πατρομαχική ἄρνησή της».
Διαπιστώθηκε ὅμως, ἐνῶ ὁδεύαμε πρός τήν ἡμερίδα, ἀπό τίς ἀποσταλεῖσες περιλήψεις τῶν εἰσηγήσεων, ὅτι ἐχρειάζετο νά γίνει
ἐμφανέστερα σαφής ἡ προέλευση καί ἡ ἐξέλιξη τῆς «μεταπατερικότητας», τῆς ὑπέρβασης δηλαδή τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὡς ἀχρήστων πλέον καί
μή ὠφελίμων γιά τήν σύγχρονη ἐποχή, κατά τήν
βλάσφημη καί αἱρετική θεωρία, πού ἀναπτύχθηκε σέ
συνέδριο τῆς Ἀκαδημίας Θεολογικῶν Σπουδῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως
Δημητριάδος τόν Ἰούνιο τοῦ 2010. Γιά τόν λόγο
αὐτό προσαρμόσαμε τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεώς μας στήν
νέα αὐτή ἀναγκαιότητα, τήν ὁποία καί ἐμεῖς κρίναμε ὡς ὀρθή. Ἄλλωστε γιά τήν
σημασία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, με ἀφορμή καί πάλι
τούς πατρομάχους τοῦ Βόλου, εἴχαμε ὁμιλήσει ἐνωρίτερα σέ ἐκδήλωση πού
συνδιοργάνωσαν στήν Κατερίνη στις 28-3-2011 ἡ Ἱερά Μητρόπολη
Κίτρους καί Κατερίνης διά τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου ὁ «Ἅγιος Φώτιος» καί
τό Ἀνοικτό Πανεπιστήμιο τῆς Σχολῆς Γονέων τοῦ Δήμου Κατερίνης
στό συνεδριακό κέντρο τοῦ Δήμου Κατερίνης, ὅπου ὁμιλήσαμε μέ θέμα
«Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ σημασία τους». Ἡ ὁμιλία αὐτή ἤδη κυκλοφορεῖ σε διαδικτυακούς
τόπους, ὅπως και σέ δισκέτες ὀπτικές καί ἀκουστικές, σύντομα
δέ θά τήν ἑτοιμάσουμε, Θεοῦ θέλοντος, πρός ἐκτύπωση.
Τό νέο λοιπόν περιεχόμενο τοῦ κειμένου τῆς εἰσηγήσεως πού ἀκολουθεῖ φέρει τόν πιό
κατάλληλο τίτλο «Γένεση καί ἐξέλιξη τῆς πατρομαχικῆς
Μεταπατερικότητας».
Α. Ὁ Σχολαστικισμός τῆς Φραγκοπαπικῆς Δύσεως ἐναντίον τῆς πατερικῆς Ἀνατολῆς
Στήν Δύση μέχρι καί τόν 8ο αἰώνα ἡ Θεολογία καί ἡ πνευματικότητα ἀκολουθοῦσαν βασικῶς τον δρόμο πού ἐχάρασσε ἡ Ἀνατολή. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ G. Dumont οἱ πηγές καί οἱ ἀρχές τῆς θεολογικῆς σκέψεως, τῆς λειτουργίας καί
τῆς πνευματικότητος τῶν Δυτικῶν, πού
χαρακτηρίζουν τήν ἀνθούσα ἐποχή τοῦ λατινικοῦ Καθολικισμοῦ βρίσκονται στήν Ἀνατολή, ὅσο καί ἄν αὐτό ἐκπλήσσει πολλούς
Δυτικούς Χριστιανούς. Στήν Ἀνατολή ὀφείλει ἡ Δύση τήν
μορφοποίηση σέ δόγματα τῶν μεγάλων
μυστηρίων τοῦ Χριστιανισμοῦ περί τῆς Ἁγίας Τριάδος, περί
τῆς ἑνώσεως τῆς θείας και ἀνθρωπίνης φύσεως
στό ἕνα πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μεγάλο ἀριθμό ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, ἰδιαίτερα πρός
τιμήν τῆς Θεοτόκου, ὅπως καί τήν ἵδρυση καί ὀργάνωση τοῦ Μοναχισμοῦ. Ἡ ἀποξένωση μεταξύ Ἀνατολῆς καί Δύσεως ἀρχίζει σέ
συγκεκριμένη ἱστορική ἐποχή• ἡ δυναμική ἐμφάνιση στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας τῶν Φράγκων-Γερμανῶν τοῦ Μ. Καρόλου
προσέφερε εἰς τόν θρόνο τῆς Ρώμης ἰσχυρό σύμμαχο γιά
νά ἀντιμετωπίσει τις πιέσεις τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος καί εἰς τόν Γερμανό ἡγεμόνα καί τούς
διαδόχους του τήν εὐκαιρία νά θεμελιώσουν καί οἰκοδομήσουν τήνἉγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία τοῦ γερμανικοῦ ἔθνους καί να ὑποκαταστήσουν τήν
Ρωμανία, πού ὀνομάσθηκε μεταγενέστερα Βυζάντιο. Ὁ Κάρολος ὁ Μέγας, ὅπως ἀναλύει ὁ Le Guillu, ἐφιλοδόξησε να
δημιουργήσει νέα θεολογική παράδοση, ἀνεξάρτητη ἀπό τήν Πατερική Παράδοση τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ἐπί λέξει λέγει: «Εἰς τά Καρολίνεια
βιβλία γιά πρώτη φορά γίνεται ἡ προσπάθεια νά
προσδιορίσει ἡ Δύση τόν ἑαυτό της σέ ἀντίθεση με τήν ᾽Ανατολή»1.
Στήν ἀποξένωση αὐτή συνετέλεσε
περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο παράγοντα ἡ ἐγκατάλειψη τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καί ἡ οἰκοδόμηση τῆς νέας θεολογίας ἐπάνω στην ἀριστοτελική
συλλογιστική, ἡ διαμόρφωση δηλαδή τῆς Σχολαστικῆς Θεολογίας. Στήν
σύγκρουση τοῦ 14ου αἰ. μεταξύ τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ καί τοῦ Βαρλαάμ Καλαβροῦ ἔχουμε σύγκρουση τῆς νέας θεολογίας
τοῦ Σχολαστικισμοῦ με τήν Ἁγιοπνευματική
Πατερική Παράδοση τῆς Ἀνατολῆς, τήν ὁποία μέχρι τότε ἀκολουθοῦσε καί ἡ Δύση.
α) Σύγκρουση Ὀρθοδόξου Φωτισμοῦ καί Δυτικοῦ Διαφωτισμοῦ τόν 14ο αἰώνα
Ὑπῆρξε ὄντως σφοδρή
σύγκρουση τῆς σχολαστικῆς μεταπατερικῆς Θεολογίας τῶν Δυτικῶν μέ τήν ἁγιοπνευματική καί ἐμπειρική Θεολογία
τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Την
πρώτη ἐξέφραζε ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός, ἐκ τῶν πρωτεργατῶν τῆς δυτικῆς Ἀναγεννήσεως, καί
τήν δεύτερη ὁ μέγας θεοφόρος καί θεοφάντωρ θεολόγος Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος τόν 14ο αἰώνα ἐπέτυχε ὅ,τι καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τόν 8ο
αἰώνα• να ἐκφράσει δηλαδή καί
νά κωδικοποιήσει τήν διδασκαλία τῶν πρό αὐτοῦ Ἁγίων Πατέρων γιά
πολλά θέματα, σημαντικώτερα τῶν ὁποίων εἶναι α) ἄν ἡ Θεολογία πρέπει νά εἶναι διαλεκτική ἤ ἀποδεικτική, νά
στηρίζεται δηλαδή στήν φιλοσοφική ἀνάλυση καί
συζήτηση, ὅπως ἤθελε ὁ Βαρλαάμ
μεταφέροντας τόν Σχολαστικισμό ἀπό τήν Δύση στήν Ἀνατολή ἤ στή βεβαιότητα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, ὅπως ἐδίδασκε ὁ Ἅγιος Γρηγόριος
Παλαμᾶς, β) ἄν ἡ ἀνθρώπινη σοφία ὁδηγεῖ στήν τελείωση καί
στήν θέωση, ὅπως ἰσχυριζόταν ὁ Βαρλαάμ ἤ αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο
μέ την θεία σοφία, ἡ ὁποία χορηγεῖται σε ὅσους τηροῦν τίς ἐν τολές τοῦ Θεοῦ καί καθαίρονται ἀπό τά πάθη, ὁπότε μετά τήν
κάθαρ ση δέχονται τον θεῖο φωτισμό καί στή
συνέχεια φθάνουν καί στήν θεοπτία, κατά τον Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ καί γ) ἄν αὐτός ὁ φωτισμός εἶναι καρπός τῆς κτιστῆς ἐνεργείας τοῦ νοῦ, κατά τον Βαρλαάμ
ἤ τῆς ἄκτιστης ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο, ἡ ὁποία θεώνει τόν ἄνθρωπο πραγματικά
κατ’ ἐνέργειαν, κατά Χάριν, ὄχι ὅμως κατά φύσιν καί
οὐσίαν, διό τι διακρίνονται οἱ ἄκτιστες ἐνέργειες ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι συντριπτική ἡ ἐπιχειρηματολογία
τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου καί
περιφανής ἡ νίκη τῆς Ἁγιοπνευματικῆς καί Πατερικῆς Ἀνατολῆς ἐπί τῆς σχολαστικῆς καί μεταπατερικῆς Δύσεως. Δέν θά
τήν ἀναλύσουμε ἐδῶ•2 ἁπλῶς θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι χωρίς τήν
τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀσκητική βιοτή και
προσπάθεια γιά τήν κάθαρση ἀπό τίς κακίες καί τά
πάθη, ὅπως ἔπραξαν καί ἐδίδαξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ θεολόγοι τῆς πείρας, τῆς ἐμπειρίας, δέν
μπορεῖ κανείς νά γίνει σοφός εἰς τά θεῖα, καί ἑπομένως ἡ μόνη δυνατότητα
νά θεολογεῖ κάποιος μή φωτισμένος καί θεούμενος εἶναι νά ἀκολουθεῖ τούς φωτισμένους και
θεωμένους ἀπό τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Χωρίς αὐτήν τήν προϋπόθεση δέν ἔχουμε θεολογία και
σοφία, ἀλλά μωρία καί ἀνοησία.
Ἀπευθυνόμενος πρός τόν Βαρλαάμ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἀλλά καί προς τούς
μεταπατερικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, τούς στοχαστάς,
τούς φιλοσόφους,
τούς ἀκαδημαϊκούς θεολόγους λέγει ἀξιωματικά ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ: «Καθαρότητος ἄνευ, κἄν μάθῃς τήν ἀπό τοῦ Ἀδάμ μέχρι
συντελείας φυσικήν φιλοσοφίαν, μωρός οὐδέν ἧττον, ὅτι μή και μᾶλλον, ἔσῃ ἤ σοφός»3.
Διέτρεξα αὐτές τίς ἡμέρες πολλά ἀπό τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, γιά να ἐπαναβεβαιώσω ὅσα ἐδῶ θά ἔλεγα «ἑπόμενος τοῖς θείοις πατράσι
και τῷ θεοφάντορι τούτῳ καί θεόπτῃ πατρί». Θά
χρειαζόταν πολύς χρόνος, γιά νά παρουσιάσω τήν πατερικότητα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, τήν ἐκτίμηση καί ἀξία πού δίδει
στούς Ἁγίους Πατέρες. Ἀπό τά πολλά πού ἐσταχολόγησα ἐλάχιστα μόνο θά
παρουσιάσω ἐνδεικτικά, γιά νά φανῆ πόσο λάθος κάνουν
καί πόσο ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου
Παραδόσεως εὑρίσκονται ὅσοι, κληρικοί καί
θεολόγοι, ἀντί νά καθιστοῦν ἀντικείμενο σπουδῆς στίς ἀκαδημίες, στίς
θεολογικές σχολές καί στά σχολεῖα τούς
πνευματοκινήτους καί θεοφωτίστους Ἁγίους Πατέρες, πού
μᾶς καθιστοῦν προσιτό τόν ἀπέραντο ἄκτιστο κόσμο τῆς θείας
μεγαλειότητος, μᾶς κατεβάζουν στά κτιστά καί μικρά τῶν ἀνθρωπίνων στοχασμῶν και φιλοσοφιῶν, καί πολλές
φορές μᾶς μυοῦν στά βαθέα τοῦ Σατανᾶ, ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος• ἐξοβελίζουν π.χ. ἀπό τά σχολεῖα το ὁμολογιακό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τήν κατήχηση,
τήν δογματική, τήν λειτουργική, τήν ἱστορία, τίς ἀναφορές στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί στούς Ἁγίους, αὐτήν την Ἁγία Γραφή, τήν
Παλαιά καί Καινή Διαθήκη, καί εἰσάγουν τόν
μασωνικό σατανικό συγκρητισμό μέ τό μάθημα τῆς Θρησκειολογίας.
Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἐπιβεβαιώνοντας τήν
θαυμαστή πράγματι διά τῶν αἰώνων συμφωνία τῶν Πατέρων λέγει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά μη
συμφωνοῦν μεταξύ τους οἱ θεοφόροι Πατέρες,
διότι τούς καθοδηγεῖ ἡ ἐπίπνοια τοῦ ἑνός Ἁγίου Πνεύματος4. Οἱ Πατέρες εἶναι ἀ σφαλεῖς προστάται τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Θεολογίας, διότι
εἰς τό πνεῦμα τους «ἐφιζάνει», ἐπικάθηται, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθινῆς σοφίας καί ἔτσι ὅσοι μαθητεύουν
στούς Ἁγίους Πατέρες γίνονται διδακτοί Θεοῦ5. Μέ αὐθεντία καί κῦρος τονίζει ὅτι «τοῦτο τελειότης ἐστί σωτήριος ἔν τε γνώσει καί
δόγμασι, τό ταὐτά φρονεῖν προφήταις, ἀποστόλοις,
πατράσιν, πᾶσιν ἁπλῶς, δι᾽ ὧν τό Ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆ σαν περί τε Θεοῦ καί τῶν κτισμάτων αὐτοῦ»6. Ὁ Βαρλαάμ δέν θά
κατέληγε στήν αἵρεση, καί μαζί μ’ αὐτόν καί οἱ σύγχρονοι
μεταπατερικοί Νεοβαρλααμίτες, ἄν πίστευε ὅτι τά θεῖα δέν
προσεγγίζονται μέ λογισμούς ἀνθρώπινους, ἀλλά μέ εὐλαβῆ πίστη καί δεχόταν
μέ ἁπλότητα τίς παραδόσεις τῶν Ἁγίων Πατέρων, γιά
τίς ὁποῖες γνωρίζουμε ὅτι εἶναι καλύτερες καί
σοφώτερες ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἐπινοήσεις, γιατί
προέρχονται ἀπό το Ἅγιον Πνεῦμα καί ἀποδεικνύονται μέ ἔργα καί ὄχι μέ λόγια7.
Φωτογραφίζοντας δέ ἀκόμη καί τήν
βαρλααμική ὁρολογία τῶν συγχρόνων
Μεταπατερικῶν ἐρωτᾶ τόν Βαρλαάμ ἄν κατάλαβε ποῦ ὁδηγεῖ αὐτή ἡ «ὑπέρ τούς Πατέρας εὐσέβεια»8. Ὁδηγήθηκε ἐκεῖ, σέ τέτοιο βόθρο ἀσεβείας, γιατί ἐξερεύνησε μέ τη
λογική καί τή φιλοσοφία αὐτά πού εἶναι «ὑπέρ λόγον καί φύσιν»
και δέν πίστευσε στούς Πατέρες πού λέγουν, ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος
ὅτι «οὐ δυνατόν ἑρμηνευθῆναι λόγῳ τόν τρόπον τῆς προφητικῆς ὄψεως, ἀλλ’ ἐκεῖνος μόνον οἶδε σαφῶς ὁ τῇ πείρᾳ μαθών• εἰ γάρ φύσεως ἔργα καί πάθη
πολλάκις οὐδείς ἄν παραστήσειε λόγος,
πολλῷ μάλλον τάς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας»9. πηγή ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ
ΣΧΟΛΙΟ
O πρ Ζήσης
εξελίσσεται σέ ένα ιδιαιτέρως προβληματικό πρόσωπο, τουλάχιστον όσο προβληματικός
είναι καί ο κληρικαλισμός στον οποίο ανήκει.
Στο βιβλίο του «Οι λαϊκοί στην
Ορθόδοξη Εκκλησία» των εκδόσεων "Βρυέννιος", όπως έχουμε ήδη
καταγγείλλει βρίσκουμε τα εξής, γραμμένα απο τον π.Ζήση.
«Η Εκκλησία κατά το σύστημα
διοικήσεως και οργανώσεως, έχει θεϊκή αρχή και δεν υπόκειται σε αλλαγές και
ρυθμίσεις ανθρώπων νομοθετών. Η ιερωσύνη έχει την αρχή της όχι σε άνθρωπο
νομοθέτη, αλλά στον Θεό, ο οποίος καθόρισε με ακρίβεια και τον τρόπο
λειτουργίας του θεσμού ώστε να εξασφαλιστεί εις το διηνεκές στη ζωή της
Εκκλησίας η μετάδοση και η οικείωση της σωτηρίας».
«Η ισότητα
αυτή και ομοτιμία στην προσφερόμενη χάρη και στη σωτηρία δεν αποκλείει την
διαφορότητα λειτουργιών και χαρισμάτων, την ιεραρχική δομή και οργάνωση της
Εκκλησίας, την διασφάλιση της αρμονίας και της τάξεως στη λειτουργία του
εκκλησιαστικού οργανισμού. Ακόμη και στον υπερβατικό χώρο της θεότητος, μεταξύ
των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, που αποτελούν και το αρχέτυπο κάθε
αληθινής κοινωνίας, υπάρχουν η Αρχή του Πατρός και η σειρά στην αρίθμηση των
Προσώπων, που δεν λυμαίνονται την ενότητα και ομοτιμία.
«Οι
ιερείς είναι όργανα και λειτουργοί της Χάριτος, είναι οικονόμοι της
Χάριτος. Δέν ενεργούν καν οι ίδιοι κατά την μεταβίβαση της Χάριτος στους
πιστούς, ενεργεί δι’ αυτών ο ίδιος ο Θεός, (και η αποθέωση της λογικής
λατρείας, του ορθολογισμού) ώστε να μήν εξαρτάται και παρεμποδίζεται η προσφορά
της χάριτος από την αμαρτωλότητα και αναξιότητα του Ιερέως (υπάρχει εξήγηση.
Όλα γίνονται γιά τόν ιερέα)".
Ας δούμε λοιπόν επι τροχάδην
πού και πώς συμφωνεί με τους Πατέρες. Εκτός και άν σαν Πατέρες της Εκκλησίας
εννοεί τον Βαβούτσο, τον Ανδρούτσο ή τον Καρμίρη. Ο Μέγας Βασίλειος σχετικά με
την αρίθμηση και την ιεράρχηση της Αγίας Τριάδος γράφει:
Και όσον αφορά τη φοβερή
χειροτονία με την οποία όλος ο Κλήρος εξοπλίζεται με το Άγιο Πνεύμα και με το
χάρισμα του δεσμείν και λυείν ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας γράφει:
Αυτό τό
πράγμα μπορεί νά ονομαστεί πατερικότης; Ο άνθρωπος είναι πιό παράλογος από τόν
Ζηζιούλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου