Συνέχεια από Παρασκευή, 18 Μαΐου 2012
Ορισμένες πλευρές της ιστορίας των επιρροών του Πλωτίνου.
Werner Beierwaltes.
Αυτή η «ανάμνηση γεμάτη αγάπη» της επαφής με την απόλυτη αλήθεια ή με το ίδιο το θείο Είναι, στην εσωτερική ανάβαση είναι κατά κάποιο τρόπο,για όποιον ζεί στην ελπίδα να φτάσει την ευτυχία, την πρόγευση της μελλοντικής ευτυχίας. Η οποία θα είναι η διαρκής απόκτηση της απολύτου αλήθειας στην θεά του ίδιου του Θεού. Η παρούσα ευτυχία λοιπόν συνίσταται στην αφαίρεση απο την πολλαπλότητα, δηλ, στην αφαίρεση απο το αισθητό, απο το χρονικό, απο την διάλυση, συνίσταται στην στροφή πρός την εσωτερικότητα της σκέψης στην ενότητα και στην αλήθεια που το στηρίζουν και να καταστήσει μ’αυτόν τον τρόπο πιό έντονο το, ιδικό τού καθενός Είναι, απο την στιγμή δέ που μ’αυτόν τον τρόπο αυτό το Είναι καθορίζεται απο το πνεύμα που είναι ταυτόσημο με την Αλήθεια. Εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται ή ελευθερία του ανθρώπου, στο γεγονός δηλ, του ανοίγματος του στο «ίδιο το Είναι» και στην υπέρτατη νοητή σφαίρα. Αυτή είναι η ελευθερία μας, όταν υποτασσόμεθα σ’αυτή την αλήθεια.
Ας επιστρέψουμε όμως ξανά στον Πλωτίνο. Αυτός πράγματι ανέπτυξε το φιλοσοφικό μοντέλλο της σκέψης του Αυγουστίνου σαν θεμελιώδη κίνηση των φιλοσοφημάτων του. Αυτή η φιλοσοφία συνδέει πραγματικώς, αναλογικώς με την φιλοσοφία του Αυγουστίνου το όραμα της καταγωγής με την υπέρτατη μορφή Ευτυχίας.
Ας υπογραμμίσουμε λοιπόν μερικές αναλογίες ανάμεσα στους δύο στοχαστές: (ανάλογες βεβαίως δομές σκέψης θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε ξεκινώντας επίσης απο το «Αφορμαί προς τα νοητά» του Πορφυρίου) .
Για τον Πλωτίνο είναι θεμελιώδης η ιδέα απο την οποία ξεκινήσαμε επίσης να ομιλούμε για τον Αυγουστίνο : η σκέψη, επιστρέφονται στον εαυτό της και επομένως γνωρίζοντας τον εαυτό της γνωρίζει τέλος την Καταγωγή της. Αυτή, όπως και στην σύλληψη του Αυγουστίνου, υπολογίζεται σαν εσωτερική και ανώτερη μαζί απο την σκέψη και μπορεί να γίνη γνωστή κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Αυτή καθ’εαυτή είναι το Ένα το ίδιο χωρίς καμμία σχέση, το οποίο είναι ταυτοχρόνως καταγωγή κάθε μορφής ενότητος και σκέψης. Παρότι όμως το Ένα πρέπει να ταυτιστεί με τον «Θεό», το γεγονός πώς αυτό δέν διαθέτει καμμία σχέση και επομένως κάθε σκέψη, αποτελεί μία ουσιώδη διαφορά απέναντι στον Θεό του Αυγουστίνου ο οποίος είναι ένας θεός που στοχάζεται πάνω στον εαυτό του στην Τριαδική πρόοδο. Αυτό που μπορούμε να βεβαιώσουμε για τον Θεό δέν είναι εδώ, όπως για τον Αυγουστίνο, ότι αυτός είναι «το ίδιο το Είναι, αλλά πώς είναι το ίδιο το Ένα, το οποίο είναι υπέρ όν.
Η πρόοδος της γνώσεως του εαυτού αρχίζει για τον Πλωτίνο με μία επιτακτική ηθική η οποία ομοιάζει με του Αυγουστίνου : ο άνθρωπος πρέπει να ελευθερωθεί απο την εμπλοκή του στην αίσθηση και στην πολλαπλότητα. Αυτό εκφράζεται στην πρόσκληση σε μία ριζική εγκατάλειψη: ξεφορτώσου τα πάντα (άφελε πάντα Εν 13,17,18). Αυτή η επιστροφή είναι ταυτοχρόνως-και αυτό αναλόγως του Αυγουστίνου-ανάβαση μέσω διαφορετικών σταδίων εντάσεως της ψυχής και του πνεύματος κατά την διάρκεια της και επομένως της σκέψεως στην ολότητα της. Στην επιστροφή τής σκέψης στον εαυτό της φτάνει επιτέλους στον αληθινό εαυτό (il vero se) του ανθρώπου στον «Εσωτερικό άνθρωπο» (ο έσω άνθρωπος) στο αυθεντικό εμείς ή Εγώ. Το αληθινό Εγώ έχει το θεμέλιο του στο πλαίσιο του καθαρού νοητού Είναι, αλλά ενεργεί και στην χρονική ύπαρξη του ανθρώπου σαν ο κανόνας του. Επιστρέφοντας στον εαυτό της η σκέψη όχι μόνον αποκτά συνείδηση της καταγωγής της, αλλά γίνεται αυτή η ίδια καταγωγή, μεταμορφώνεται σ’αυτό που την προσδιορίζει ολοκληρωτικώς στο πνεύμα, στον Νού.
Καθώς το σημείο εκκινήσεως είναι η πολλαπλότης, η επιστροφή της σκέψης σημαίνει και μία αυξανόμενη απλότητα, ένα γίγνεσθαι όλο και πιό έντονα Ένα, Μία, καθότι η σκέψη αφήνεται να επηρεαστεί όλο και πιό σταθερά απο το θεμέλιο της. Το τέλος αυτής της προόδου μεταμορφώσεως συνίσταται στο να γίνει ένα μόνον πράγμα με το ίδιο το ΕΝΑ. Αυτό βεβαίως δέν είναι δυνατόν να γίνει γνωστό ούτε είναι δυνατός κάποιος διαλογισμός περί αυτού, καθότι είναι πάνω και πρίν απο κάθε καθορισμό ή μορφή, ενώ η μορφή είναι προσιτή μόνον στην διαλογική σκέψη. Αντιθέτως σκέψη και γνώση μπορεί να γίνει μόνον σαν «το Ένα μέσα μας» σαν το θεμέλιο της ενότητος της σκέψης μας, και το οποίο μέσω αυτού του ιδίου παραπέμπει πάνω απο τον εαυτό του, στο υπερβατικό του θεμέλιο.
Το Ένα, το οποίο είναι ήδη κατά κάποιο τρόπο παρόν και λειτουργεί στην σκέψη σαν θεμέλιο της ενότητος του με τον εαυτό του, είναι λοιπόν η προϋπόθεση μίας εμπειρίας του Ενός τού ιδίου που δέν είναι στοχαστική, μίας εκστάσεως της σκέψεως υπεράνω του εαυτού της. Αλλά ενόψει αυτής της εμπειρίας το Ένα του Πλωτίνου, αντιθέτως απο του Αυγουστίνου, που επιτυγχάνεται με την βοήθεια και την καθοδήγηση της Χάριτος του Θεού, δέν βοηθά απευθείας την σκέψη να βγεί απο τον εαυτό της. Η σκέψη υπερβαίνει τον εαυτό της αποκλειστικά λόγω της οντολογικής παρουσίας του Ενός στην σκέψη, δηλ, είναι απο το Ένα που δέχεται η σκέψη την δομή της, διότι ενεγεί μέσα στην σκέψη η ενοποιός δύναμις του Ενός. Στην ένωση με το ίδιο το Είναι η σκέψη αλλάζει σε μή-σκέψη, η θεωρία, το βλέπειν γίνεται εκείνο το ίδιο που εθεάθη. Σ’αυτή την συνθήκη ξεπερνιέται η διαφορά σκέψης και αντικειμένου τής σκέψης που είναι ιδιαιτερότητα της σκέψεως, αναλόγως με το πώς είναι χωρίς καμμία διαφορά το υπέρ-είναι του Ενός. Απο την άποψη της ελπίδος της Σωτηρίας, τής θρησκευτικής απόψεως που διαθέτει επίσης αυτή η φιλοσοφία, η κίνηση την οποία περιγράψαμε φαίνεται σαν μία μορφή αυτολύτρωσης, η οποία είναι δυνατή αποκλειστικώς καθόσον η δομή του ανθρώπου έχει το θεμέλιο της στον ίδιο το Ένα, αλλά απαιτεί επίσης την έντονη διανοητική προσπάθεια του ανθρώπου, ώστε αυτός, προοδεύοντας στην λογική σκέψη, να φθάση πάνω απο αυτή, στην ένωση με το ίδιο το Ένα. Σ’αυτή την μορφή σκέψης και ζωής, μία λύτρωση που επιτυγχάνεται με την παρέμβαση του ιδίου του Θεού, δέν είναι ούτε απαραίτητη ούτε αναγκαία : μία Θεία παρέμβαση, πράγματι, δέν απαιτείται ούτε πρίν απο την ανθρώπινη δραστηριότητα μέσω της παρουσίας στον κόσμο ενός Θεού, ούτε μετά απο αυτή σαν εσχατολογική ολοκλήρωση χάρη στην ενέργεια της Θείας Χάριτος.
Με όλα όσα προηγήθηκαν φανερώσαμε μία πλευρά μόνον του Φιλοσοφικού προσώπου αυτής της σκέψεως. Η οποία είναι στοχασμός πάνω στην πίστη, που χρησιμεύει στην πρόθεση να γίνει κατανοητός ο Χριστιανισμός απέναντι σ’έναν κόσμο που δέν είναι Χριστιανικός.
Δέν είναι ετούτη η σωστή ευκαιρία να εξετάσουμε με αναλυτικό τρόπο τον δεσμό περιεχομένου (και όχι μόνον μορφής) του θεολογικού στοχασμού του Αυγουστίνου με τις θεωρίες και τις φιλοσοφικές έννοιες. Μ’αυτή την σημασία θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να φωτίσουμε τις ουσιώδεις διαφορές της νέας Χριστιανικής προοπτικής, η οποία εξαρτάται απο την Αγία Γραφή και απο την ιστορία των δογματικών της ερμηνειών, σε σχέση με την πρωτογενή πρόθεση της φιλοσοφίας. Στο δικό μας πλαίσιο μας ενδιαφέρει μόνον να δείξουμε πώς η σύλληψη του Αυγουστίνου της εσωτερικής αναβάσεως δέν πρέπει να μελετηθεί χωρίς τις φιλοσοφικές συνέπειες οι οποίες είναι καθοριστικές γι’αυτόν. Αυτό ισχύει με ανάλογο τρόπο, έτσι για να δούμε μόνον μερικές πλευρές, με τους στοχασμούς του για την Τριάδα, για το απόλυτο και άχρονο «είναι» του Θεού, γύρω απο την πράξη του της δημιουργικής έκφρασης και θεμελίωσης του κόσμου μοναδικώς στην οντολογική δομή του, και ιδίως για τους στοχασμούς του στον χρόνο και στην μνήμη.
Παρότι για τον Αυγουστίνο ο Χριστιανισμός είναι η αληθινή
σοφία, η ολοκλήρωση της φιλοσφίας εάν υπολογισθούν η σύλληψη του της γνώσεως
(αίσθηση-φαντασία-λογική-νούς-θεωρία) και η έρευνα του στην αυτοσυνειδησία,
είναι πάντοτε ικανός, στην ιστορία της αναπτύξεως μίας υπεύθυνης έννοιας της
νοήσεως,να τραβήξει πάνω του τον φιλοσοφικό στοχασμό.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Ορισμένες πλευρές της ιστορίας των επιρροών του Πλωτίνου.
Werner Beierwaltes.
2 Αυγουστίνος. (συνέχεια)
Μέσα σε μία συμφωνία που πραγματοποιείται στον χρόνο με
την απόλυτη αρμονία (την αλήθεια) ή σκέψη φτάνει σ’αυτό που είναι, στο
ανοιγοκλείσιμο ενός τρεμάμενου βλέμματος. Εάν λοιπόν στην επιστροφή τής σκέψης
στον εαυτό της αποκτάται αυτό που είναι, στην σειρά όπου ταυτίζονται αλήθεια,
αωνιότης και αγάπη πρέπει να προσθέσουμε τότε και το ίδιο το Είναι. Αυτό που
είναι μπορεί να κατανοηθεί μόνον σαν το απόλυτο Είναι, το αγνό, το οποίο είναι
πάντοτε αναλλοίωτα ο εαυτός του και το οποίο εκφράζεται στην φράση: «Εγώ είμαι
αυτός που είμαι». Αυτό το ίδιο το Είναι, το τέλος που κατευθύνει την εσωτερική
ανάβαση υφίσταται έξω απο τον χρόνο και είναι ταυτοχρόνως αυτό που υπάρχει ποιό
βέβαιο, διότι είναι ταυτόσημο με την απόλυτη στοχαστική αλήθεια. Ο Αυγουστίνος
θα μπορούσε να αμφιβάλλει για την ζωή του επομένως, παρά για την μή-ύπαρξη
εκείνης της αλήθειας, η οποία κατά την πρός Ρωμαίους 1,20 «απο κτίσεως κόσμου
τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται». Και αυτό ακόμη το σκεπτόμενο υποκείμενο
πρέπει να ομολογήσει πώς μετά απο το γεγονός αυτής της οράσεως-λόγω της
αδυναμίας του-επιστρέφει βίαια στην συνηθισμένη του κατάσταση. Αλλά είναι
επίσης αλήθεια πώς του απομένει «η ανάμνηση γεμάτη αγάπη» σαν μία ώθηση, που
προέρχεται απο αυτή την ενέργεια της νοήσεως, ώστε εκείνο το νοούμενο να
συνεχίσει να καθορίζει το είναι του και την γνώση του, την συνειδητή του ζωή. Αυτή η «ανάμνηση γεμάτη αγάπη» της επαφής με την απόλυτη αλήθεια ή με το ίδιο το θείο Είναι, στην εσωτερική ανάβαση είναι κατά κάποιο τρόπο,για όποιον ζεί στην ελπίδα να φτάσει την ευτυχία, την πρόγευση της μελλοντικής ευτυχίας. Η οποία θα είναι η διαρκής απόκτηση της απολύτου αλήθειας στην θεά του ίδιου του Θεού. Η παρούσα ευτυχία λοιπόν συνίσταται στην αφαίρεση απο την πολλαπλότητα, δηλ, στην αφαίρεση απο το αισθητό, απο το χρονικό, απο την διάλυση, συνίσταται στην στροφή πρός την εσωτερικότητα της σκέψης στην ενότητα και στην αλήθεια που το στηρίζουν και να καταστήσει μ’αυτόν τον τρόπο πιό έντονο το, ιδικό τού καθενός Είναι, απο την στιγμή δέ που μ’αυτόν τον τρόπο αυτό το Είναι καθορίζεται απο το πνεύμα που είναι ταυτόσημο με την Αλήθεια. Εδώ ακριβώς αποκαλύπτεται ή ελευθερία του ανθρώπου, στο γεγονός δηλ, του ανοίγματος του στο «ίδιο το Είναι» και στην υπέρτατη νοητή σφαίρα. Αυτή είναι η ελευθερία μας, όταν υποτασσόμεθα σ’αυτή την αλήθεια.
Ας επιστρέψουμε όμως ξανά στον Πλωτίνο. Αυτός πράγματι ανέπτυξε το φιλοσοφικό μοντέλλο της σκέψης του Αυγουστίνου σαν θεμελιώδη κίνηση των φιλοσοφημάτων του. Αυτή η φιλοσοφία συνδέει πραγματικώς, αναλογικώς με την φιλοσοφία του Αυγουστίνου το όραμα της καταγωγής με την υπέρτατη μορφή Ευτυχίας.
Ας υπογραμμίσουμε λοιπόν μερικές αναλογίες ανάμεσα στους δύο στοχαστές: (ανάλογες βεβαίως δομές σκέψης θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε ξεκινώντας επίσης απο το «Αφορμαί προς τα νοητά» του Πορφυρίου) .
Για τον Πλωτίνο είναι θεμελιώδης η ιδέα απο την οποία ξεκινήσαμε επίσης να ομιλούμε για τον Αυγουστίνο : η σκέψη, επιστρέφονται στον εαυτό της και επομένως γνωρίζοντας τον εαυτό της γνωρίζει τέλος την Καταγωγή της. Αυτή, όπως και στην σύλληψη του Αυγουστίνου, υπολογίζεται σαν εσωτερική και ανώτερη μαζί απο την σκέψη και μπορεί να γίνη γνωστή κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο. Αυτή καθ’εαυτή είναι το Ένα το ίδιο χωρίς καμμία σχέση, το οποίο είναι ταυτοχρόνως καταγωγή κάθε μορφής ενότητος και σκέψης. Παρότι όμως το Ένα πρέπει να ταυτιστεί με τον «Θεό», το γεγονός πώς αυτό δέν διαθέτει καμμία σχέση και επομένως κάθε σκέψη, αποτελεί μία ουσιώδη διαφορά απέναντι στον Θεό του Αυγουστίνου ο οποίος είναι ένας θεός που στοχάζεται πάνω στον εαυτό του στην Τριαδική πρόοδο. Αυτό που μπορούμε να βεβαιώσουμε για τον Θεό δέν είναι εδώ, όπως για τον Αυγουστίνο, ότι αυτός είναι «το ίδιο το Είναι, αλλά πώς είναι το ίδιο το Ένα, το οποίο είναι υπέρ όν.
Η πρόοδος της γνώσεως του εαυτού αρχίζει για τον Πλωτίνο με μία επιτακτική ηθική η οποία ομοιάζει με του Αυγουστίνου : ο άνθρωπος πρέπει να ελευθερωθεί απο την εμπλοκή του στην αίσθηση και στην πολλαπλότητα. Αυτό εκφράζεται στην πρόσκληση σε μία ριζική εγκατάλειψη: ξεφορτώσου τα πάντα (άφελε πάντα Εν 13,17,18). Αυτή η επιστροφή είναι ταυτοχρόνως-και αυτό αναλόγως του Αυγουστίνου-ανάβαση μέσω διαφορετικών σταδίων εντάσεως της ψυχής και του πνεύματος κατά την διάρκεια της και επομένως της σκέψεως στην ολότητα της. Στην επιστροφή τής σκέψης στον εαυτό της φτάνει επιτέλους στον αληθινό εαυτό (il vero se) του ανθρώπου στον «Εσωτερικό άνθρωπο» (ο έσω άνθρωπος) στο αυθεντικό εμείς ή Εγώ. Το αληθινό Εγώ έχει το θεμέλιο του στο πλαίσιο του καθαρού νοητού Είναι, αλλά ενεργεί και στην χρονική ύπαρξη του ανθρώπου σαν ο κανόνας του. Επιστρέφοντας στον εαυτό της η σκέψη όχι μόνον αποκτά συνείδηση της καταγωγής της, αλλά γίνεται αυτή η ίδια καταγωγή, μεταμορφώνεται σ’αυτό που την προσδιορίζει ολοκληρωτικώς στο πνεύμα, στον Νού.
Καθώς το σημείο εκκινήσεως είναι η πολλαπλότης, η επιστροφή της σκέψης σημαίνει και μία αυξανόμενη απλότητα, ένα γίγνεσθαι όλο και πιό έντονα Ένα, Μία, καθότι η σκέψη αφήνεται να επηρεαστεί όλο και πιό σταθερά απο το θεμέλιο της. Το τέλος αυτής της προόδου μεταμορφώσεως συνίσταται στο να γίνει ένα μόνον πράγμα με το ίδιο το ΕΝΑ. Αυτό βεβαίως δέν είναι δυνατόν να γίνει γνωστό ούτε είναι δυνατός κάποιος διαλογισμός περί αυτού, καθότι είναι πάνω και πρίν απο κάθε καθορισμό ή μορφή, ενώ η μορφή είναι προσιτή μόνον στην διαλογική σκέψη. Αντιθέτως σκέψη και γνώση μπορεί να γίνει μόνον σαν «το Ένα μέσα μας» σαν το θεμέλιο της ενότητος της σκέψης μας, και το οποίο μέσω αυτού του ιδίου παραπέμπει πάνω απο τον εαυτό του, στο υπερβατικό του θεμέλιο.
Το Ένα, το οποίο είναι ήδη κατά κάποιο τρόπο παρόν και λειτουργεί στην σκέψη σαν θεμέλιο της ενότητος του με τον εαυτό του, είναι λοιπόν η προϋπόθεση μίας εμπειρίας του Ενός τού ιδίου που δέν είναι στοχαστική, μίας εκστάσεως της σκέψεως υπεράνω του εαυτού της. Αλλά ενόψει αυτής της εμπειρίας το Ένα του Πλωτίνου, αντιθέτως απο του Αυγουστίνου, που επιτυγχάνεται με την βοήθεια και την καθοδήγηση της Χάριτος του Θεού, δέν βοηθά απευθείας την σκέψη να βγεί απο τον εαυτό της. Η σκέψη υπερβαίνει τον εαυτό της αποκλειστικά λόγω της οντολογικής παρουσίας του Ενός στην σκέψη, δηλ, είναι απο το Ένα που δέχεται η σκέψη την δομή της, διότι ενεγεί μέσα στην σκέψη η ενοποιός δύναμις του Ενός. Στην ένωση με το ίδιο το Είναι η σκέψη αλλάζει σε μή-σκέψη, η θεωρία, το βλέπειν γίνεται εκείνο το ίδιο που εθεάθη. Σ’αυτή την συνθήκη ξεπερνιέται η διαφορά σκέψης και αντικειμένου τής σκέψης που είναι ιδιαιτερότητα της σκέψεως, αναλόγως με το πώς είναι χωρίς καμμία διαφορά το υπέρ-είναι του Ενός. Απο την άποψη της ελπίδος της Σωτηρίας, τής θρησκευτικής απόψεως που διαθέτει επίσης αυτή η φιλοσοφία, η κίνηση την οποία περιγράψαμε φαίνεται σαν μία μορφή αυτολύτρωσης, η οποία είναι δυνατή αποκλειστικώς καθόσον η δομή του ανθρώπου έχει το θεμέλιο της στον ίδιο το Ένα, αλλά απαιτεί επίσης την έντονη διανοητική προσπάθεια του ανθρώπου, ώστε αυτός, προοδεύοντας στην λογική σκέψη, να φθάση πάνω απο αυτή, στην ένωση με το ίδιο το Ένα. Σ’αυτή την μορφή σκέψης και ζωής, μία λύτρωση που επιτυγχάνεται με την παρέμβαση του ιδίου του Θεού, δέν είναι ούτε απαραίτητη ούτε αναγκαία : μία Θεία παρέμβαση, πράγματι, δέν απαιτείται ούτε πρίν απο την ανθρώπινη δραστηριότητα μέσω της παρουσίας στον κόσμο ενός Θεού, ούτε μετά απο αυτή σαν εσχατολογική ολοκλήρωση χάρη στην ενέργεια της Θείας Χάριτος.
Με όλα όσα προηγήθηκαν φανερώσαμε μία πλευρά μόνον του Φιλοσοφικού προσώπου αυτής της σκέψεως. Η οποία είναι στοχασμός πάνω στην πίστη, που χρησιμεύει στην πρόθεση να γίνει κατανοητός ο Χριστιανισμός απέναντι σ’έναν κόσμο που δέν είναι Χριστιανικός.
Δέν είναι ετούτη η σωστή ευκαιρία να εξετάσουμε με αναλυτικό τρόπο τον δεσμό περιεχομένου (και όχι μόνον μορφής) του θεολογικού στοχασμού του Αυγουστίνου με τις θεωρίες και τις φιλοσοφικές έννοιες. Μ’αυτή την σημασία θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να φωτίσουμε τις ουσιώδεις διαφορές της νέας Χριστιανικής προοπτικής, η οποία εξαρτάται απο την Αγία Γραφή και απο την ιστορία των δογματικών της ερμηνειών, σε σχέση με την πρωτογενή πρόθεση της φιλοσοφίας. Στο δικό μας πλαίσιο μας ενδιαφέρει μόνον να δείξουμε πώς η σύλληψη του Αυγουστίνου της εσωτερικής αναβάσεως δέν πρέπει να μελετηθεί χωρίς τις φιλοσοφικές συνέπειες οι οποίες είναι καθοριστικές γι’αυτόν. Αυτό ισχύει με ανάλογο τρόπο, έτσι για να δούμε μόνον μερικές πλευρές, με τους στοχασμούς του για την Τριάδα, για το απόλυτο και άχρονο «είναι» του Θεού, γύρω απο την πράξη του της δημιουργικής έκφρασης και θεμελίωσης του κόσμου μοναδικώς στην οντολογική δομή του, και ιδίως για τους στοχασμούς του στον χρόνο και στην μνήμη.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
2 σχόλια:
Για να γίνει κατανοητό το κείμενο σε μένα χρειάζομαι ένα βιωματικό παράδειγμα που να αποσαφηνίζει το νόημα που έχει η φράση "επιστροφή της σκέψης στον εαυτό της". Πότε, δηλαδή, η σκέψη επιστρέφει στον εαυτό της;
Οταν αφήσει τόν αισθητό κόσμο, τόν κόσμο πού προσλαμβάνεται μέ τίς αισθήσεις, καί τήν υποχρεώνουν νά αφοσιώνεται στήν επιθυμία.
Δημοσίευση σχολίου