Συνέχεια από Σάββατο, 8 Μαρτίου 2014
342. Αυτός που νομίζει λοιπόν τη θεία θέληση θεία ουσία συναριθμεί με τα κτίσματα κατά την πρόοδο τον Υιό ˙ και ή νομίζει άναρχα τα κτίσματα κατά τον Υιό, ή να έχη αρχή ( ηργμένον ) ο Υιός κατά τα κτίσματα, που είναι ακριβώς εξαιρετικά άτοπο και αιρετικό. Δεν είναι άρα ουσία η θέληση, αλλά δύναμη φυσική περί την ουσία. « Αν μπορούσαμε να γνωρίζουμε την ίδια τη θεία ουσία καθώς ( έτσι όπως ) είναι και να της προσάπτουμε το δικό της όνομα, θα την φανερώναμε με ένα μόνον όνομα».
343. Ιδού, που ομολογεί και χωρίς να το θέλη την αλήθεια και αναιρώντας, όπως το συνηθίζει, τα δικά του, και λέει˙ « αυτό είναι υποσχεμένο σε κείνους, που θα τον δουν κατ’ ουσίαν ». Αν και είναι ψέμμα αυτό το «κατ’ ουσίαν», λέει πάντως αληθινά, ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τώρα τη θεία ουσία˙ γι’ αυτό και δεν της προσάπτουμε δικό της όνομα, και δεν την φανερώνουμε με ένα και μόνο όνομα, αλλά με πολλά, όπως δυνατή, σοφή, αγαθή και όσα λέγονται γι’ αυτήν. Είναι φανερό λοιπόν ότι, ομολογώντας πως είναι ενιαία η ουσία, κι είναι πολλά αυτά, απ’ τα οποία φανερώνεται η ουσία, πως θέλει να είναι άλλο αυτά, απ’ την ουσία.
344. Και θέλει ο ίδιος να είναι όλα ουσία του Θεού, λέγοντας πως «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Και ονομάζει και τη δύναμη και τη σοφία και την αγαθότητα και κάθε τι, με το οποίο ονομάζεται ο Θεός, ουσία, όπως προαναφέραμε, του Θεού. Και γίνεται έτσι αντίπαλος σε όλα τα δικά του και βαδίζει σε αιρετικές έννοιες και τίθεται μαζί με τους Έλληνες. «Έχει την ίδια φύση, που έχει και ο Πατέρας, και επομένως και την ίδια δύναμη ο Υιός ». Και λέει με αναίσχυντο πρόσωπο και σκοτεινή διάνοια μετά˙ «δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό»˙ «δεν συναντάται καμμιά δύναμη στον Θεό ». Πώς δεν ευλαβείται αυτούς που τον συναντούν; ποιός ανέγνωσε ποτέ τέτοια θεολογία ή μάλλον αστάθεια και μέθη από οίηση χωρίς οίνο; Αλλίμονό σου, Θωμά˙ πώς απώλεσες, με τη θέλησή σου ( ώσπερ εκών είναι ), την ιερή αλήθεια;
345. «Δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Κι αυτός που το λέει αυτό, λέει πάλι αλλάζοντας˙ «υπάρχει το αυτεξούσιο στον Θεό»˙ «υπάρχει ευφροσύνη και χαρά στον Θεό»˙ «υπάρχει αγάπη στον Θεό»˙ «υπάρχει ιδιαιτέρως τέχνη στον Θεό˙ υπάρχει φρόνηση στον Θεό ˙ υπάρχει δικαιοσύνη στον Θεό ˙ υπάρχει γενναιοδωρία στον Θεό ˙ υπάρχει αρετή αλήθειας στον Θεό »˙ «οφείλει να επιγράφεται κατ’ εξοχήν η σοφία στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « είναι φανερό πως υπάρχει ιδιαιτέρως η σοφία στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « κι είναι παραδειγματικές των δικών μας αυτές οι αρετές στον Θεό, όπως ακριβώς το τέλειο του ατελούς ». Είναι άραγες κάποιου που σωφρονεί και υγιαίνει αυτά τα ρήματα; Ποιος μπόρεσε ποτέ να καταργήση τα του Θωμά έτσι, όπως ο ίδιος; «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Κι ενώ υπάρχουν τόσα πολλά και διαφορετικά και σχεδόν άπειρα στον Θεό.
346. Γιατί λέει, αν και απαίδευτα, αλλού˙ «έχει συμπεριλάβει σ’ αυτήν τις αξίες όλων των όντων η θεία ουσία». Κι ακόμα˙ «είναι φανερό ότι μπορεί να λαμβάνεται, καθόσον είναι απολύτως ( απολελυμένως ) τέλεια, ως ιδιαίτερος λόγος τού καθενός η θεία ουσία˙ γι’ αυτό και μπορεί να έχη σύμφωνα μ’ αυτήν ιδιαίτερη γνώση για όλα ο Θεός. Κι επειδή διακρίνεται ο ιδιαίτερος λόγος του ενός απ’ τον ιδιαίτερο λόγο του άλλου, και είναι αρχή πλήθους η διάκριση, είναι αναγκαίο να νοούμε κάποια διάκριση και πλήθος των λόγων στον θείο νου. Απομένει λοιπόν να μην είναι περισσότεροι ή διακεκριμένοι οι λόγοι των πραγμάτων στον θείο νου, παρά καθόσον γνωρίζει ο Θεός τα πράγματα, που μπορούν να εξομοιωθούν με περισσότερους και διαφορετικούς τρόπους μ’ αυτόν˙ και γι’ αυτό λέει ο Αυγουστίνος, ότι έχει ποιήσει με διαφορετικό λόγο τον άνθρωπο και με διαφορετικό τον ίππο ο Θεός˙ και λέει πως υπάρχουν ως πλήθος οι λόγοι των πραγμάτων στον θείο νου» (Αυγουστίνου, Lib. Octaginta trium).
347. Αλλά νομίζω ότι, όπως ακριβώς κακώς αντιστάθηκε ο Ευνόμιος στην κακή αίρεση του Σαβέλλιου και αποφεύγοντας την άθεη συγχώνευση ( συναλοιφή ) στην Τριάδα έπεσε από απροσεξία στην κακόδοξη διάκριση των προσώπων της Αγίας Τριάδος, έτσι αποφεύγοντας τις ανυπόστατες ιδέες της πλατωνικής πλάνης, μεταπίπτει σε άλλο κακό κι ο Θωμάς, νομίζοντας τις ιδέες όλων των όντων στον Θεό ουσία του Θεού και διακηρύττοντας πως «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό»˙ και ονομάζει κάθε μετοχή των όντων ουσία του Θεού. Και αποφαίνεται ( διακηρύττει ) σύμφωνα μ’ αυτό και όλα τα όντα μέτοχα της θείας ουσίας και λέει φανερά πως «είναι μεθεκτή καθ’ ομοιότητα η θεία φύση»˙ Και πάλι˙ « δεν θα εισρεύση καμμιά ουσία στον νου, παρά μόνον ο Θεός, που υπάρχει σε όλα κατ’ ουσίαν». Και νομίζει έτσι ρευστή και μεθεκτή την ουσία του Θεού και μπλέκεται σε μύριες κακίες αιρέσεων και δεν το κατανοεί, επειδή δεν ακολουθεί την Εκκλησία του Θεού σε όλα. «Είναι αναγκαίο να χορηγή ο Θεός, που είναι τέλειος στον εαυτό του, απ’ τη δική του δύναμη το είναι σε όλα τα όντα». Ξέχασε, που είπε προηγουμένως, ότι δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό. Γιατί αν τα θυμόταν εκείνα, δεν θα τά ’λεγε τώρα αυτά, που είναι άκρως αντίθετα σε κείνα.
348. Αλλά δεν ασεβεί κι αλλιώς καθόλου λιγότερο˙ γιατί λέει κάπου πως « είναι η θεία δύναμη η ουσία του Θεού ». Επειδή δε χορηγεί σύμφωνα μ’ αυτόν σε όλα τα όντα απ’ τη δική του δύναμη το είναι ο Θεός, είναι το ίδιο να πούμε κι απ’ τη δική του ουσία˙ γιατί ταυτίζεται η θεία δύναμη και η ουσία σύμφωνα μ’ αυτόν, κι είναι έτσι μεθεκτή σε όλα τα όντα η θεία ουσία, που ξεπερνά ακριβώς κάθε αιρετική κακία. Λέει πως « δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό ». Και λέει μετά, πως « δεν υπάρχει κάτι, που να μην παίρνη μέρος ( μεταλαγχάνει ) απ’ τον ίδιον τον Θεό», απ’ την ίδια την ουσία του Θεού δηλαδή. Γιατί δεν αφήνει απολύτως τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό, ο δυστυχής, και νομίζει έτσι φανερά μεθεκτή σε όλα τα όντα την ουσία του Θεού. «Συνάπτεται κάτι οικειότερα με τον Θεό, καθόσον αγγίζει ( άπτεται ) κατά κάποιον τρόπο την ουσία του, που γίνεται όταν γνωρίζη κάτι για τη θεία ουσία».
349. Αισχύνομαι ( ντρέπομαι ) με μάρτυρά μου τον Θεό κατανοώντας τις αποφάσεις ( διακηρύξεις ) του τυφλού αυτού φιλοσόφου˙ γιατί οικεία συναφή ( σύνδεση ) του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η θεία έλλαμψη του αγίου Πνεύματος στην καρδιά, άρρητη ενέργεια στην ψυχή, που ενώνει αληθινά και οικεία την ψυχή με τον Θεό. Και μοιάζει με κάποιον που ονειρεύεται ο Θωμάς νομίζοντας πως γίνεται η άρρητη εκείνη και υπερφυής συναφή ( σύνδεση ) της ψυχής προς τον Θεό, «όταν γνωρίζη κάποιος κάτι για τη θεία ουσία». «Όταν» λέει απλώς «κάτι», και το « τί » δεν το αποκαλύπτει.
350. Γιατί είναι βαθύς ( σφοδρός ), αλλά στο να λέη ψέμματα, και ολισθαίνοντας σ’ αυτό αμαρτάνει περισσότερο, λέγοντας˙ «καθόσον αγγίζει ( άπτεται) την ουσία του κατά κάποιον τρόπο». Λέει πάλι κατά κάποιον, και δεν διευκρινίζει τον τρόπο, γιατί δεν έχει και τίποτα να πη ούτε και κανέναν τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο θα άγγιζε κανείς την παντελώς αναφή θεία ουσία, για την οποία λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ « οι μεν ενέργειες του Θεού κατεβαίνουν σε μας, η δε ουσία του μένει απρόσιτη » (Επιστολή 234, Προς Αμφιλόχιον)˙ για την οποία λέν οι θεόσοφοι πατέρες πως είναι απειράκις απείρως υπερεξαιρεμένη (Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου), και δεν έχει ούτε θέση ούτε αφαίρεση ούτε φαντασία ή δόξα ή λόγο ή νόηση, όπως λέει ο μέγας Διονύσιος˙ « δεν είναι ούτε ουσία ως υπερούσιος, κι ούτε υπάρχει επαφή της νοητή ούτε επιστήμη, ούτε και κάτι άλλο απ’ όσα έχουν γίνει γνωστά σε μας ή σε κάποιο άλλο απ’ τα όντα, κι ούτε υπάρχει καθόλου θέση της ούτε αφαίρεση, αλλά ποιώντας τις θέσεις και αφαιρέσεις αυτών που είναι μαζί της ( των μετ’ αυτήν ), αυτήν ούτε την θέτουμε ούτε την αφαιρούμε, επειδή είναι και πάνω από κάθε θέση η παντελής και ενιαία αιτία των πάντων και πάνω από κάθε αφαίρεση η υπεροχή αυτού που είναι απλώς απολελυμένος απ’ όλα και επέκεινα όλων » ( Περί μυστικής Θεολογίας ). Και καθίσταται έτσι πάνω από κάθε ένωση η αναφής ουσία του Θεού. Αν έδινε πίστη στον απόστολο και είχε ένωση πνευματική ο Θωμάς, θα γνώριζε σαφώς, ότι η γνώση χωρίς τη χάρη φυσιοί (Α΄ Κορινθ. η΄ 1), και δεν θα είχε εννοήσει τα παράλογα και θα έγραφε αυτά τα αιρετικά.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη |
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας
341. Κι αν επιλέξη κανείς να λέη τ’ αληθινά, θα πή τα αντίθετα απ’ τα λεγόμενά του˙ όπως, ότι δεν φθάνει η νοερή κτίση στο έσχατο τέλος, αν δεν κινείται η έφεσή της με τόνο σφοδρό ˙ γιατί θα είναι έτσι, έχοντας φτάσει στον απερίληπτο Θεό, αεικίνητη και ευδαίμων και μακάρια, έχοντας αναπτερούμενες και αναζέουσες τις εφέσεις προς τον Θεό, τον οποίον είναι αδύνατο να περιλάβη, ως άπειρο, σύμφωνα και με τον Θωμά. «Υπάρχει με τη θέληση ( δια θελήσεως ) η νοητή ηδονή. Υπάρχει άρα θέληση στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « αρμόζει κατ’ εξοχήν να έχη θέληση σ’ αυτόν που πρωταρχικά ( πρώτως ) κινεί, δηλαδή στον Θεό». Κι ακόμα˙ « αρμόζει κατ’ εξοχήν να ποιή με τη θέληση σ’ αυτόν που πρωταρχικά ποιεί ». Κι ακόμα˙ « είναι η ουσία του η θέληση του Θεού ». Κι ακόμα˙ « δεν είναι κάτι άλλο απ’ την ουσία του η θέληση του Θεού ». Κι ακόμα˙ « είναι μιά ενέργεια του Θεού το να θέλη { το θέλειν ). Είναι ανάγκη λοιπόν να θέλη σύμφωνα με τη δική του ( ιδίαν ) ουσία ο Θεός ˙ είναι λοιπόν η ουσία του η θέλησή του ». Βλέπετε, σε τί κακό αιρέσεων εμπλέκεται φανερά ; γιατί αν ποιή με τη ( διά ) θέληση ο Θεός, κι είναι ουσία του Θεού η θέλησή του, είναι φανερό, ότι είναι έργο της θείας ουσίας τα κτίσματα. Κι είναι ανυπέρβλητη βλασφημία αυτό και ανταρσία των ιερών αποφάσεων, που λένε, πως είναι έργο της θείας φύσης η προαιώνια ύπαρξη του Θεού, και έργο της θείας θέλησης η πρόοδος ( η εμφάνιση ) των κτισμάτων.342. Αυτός που νομίζει λοιπόν τη θεία θέληση θεία ουσία συναριθμεί με τα κτίσματα κατά την πρόοδο τον Υιό ˙ και ή νομίζει άναρχα τα κτίσματα κατά τον Υιό, ή να έχη αρχή ( ηργμένον ) ο Υιός κατά τα κτίσματα, που είναι ακριβώς εξαιρετικά άτοπο και αιρετικό. Δεν είναι άρα ουσία η θέληση, αλλά δύναμη φυσική περί την ουσία. « Αν μπορούσαμε να γνωρίζουμε την ίδια τη θεία ουσία καθώς ( έτσι όπως ) είναι και να της προσάπτουμε το δικό της όνομα, θα την φανερώναμε με ένα μόνον όνομα».
343. Ιδού, που ομολογεί και χωρίς να το θέλη την αλήθεια και αναιρώντας, όπως το συνηθίζει, τα δικά του, και λέει˙ « αυτό είναι υποσχεμένο σε κείνους, που θα τον δουν κατ’ ουσίαν ». Αν και είναι ψέμμα αυτό το «κατ’ ουσίαν», λέει πάντως αληθινά, ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τώρα τη θεία ουσία˙ γι’ αυτό και δεν της προσάπτουμε δικό της όνομα, και δεν την φανερώνουμε με ένα και μόνο όνομα, αλλά με πολλά, όπως δυνατή, σοφή, αγαθή και όσα λέγονται γι’ αυτήν. Είναι φανερό λοιπόν ότι, ομολογώντας πως είναι ενιαία η ουσία, κι είναι πολλά αυτά, απ’ τα οποία φανερώνεται η ουσία, πως θέλει να είναι άλλο αυτά, απ’ την ουσία.
344. Και θέλει ο ίδιος να είναι όλα ουσία του Θεού, λέγοντας πως «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Και ονομάζει και τη δύναμη και τη σοφία και την αγαθότητα και κάθε τι, με το οποίο ονομάζεται ο Θεός, ουσία, όπως προαναφέραμε, του Θεού. Και γίνεται έτσι αντίπαλος σε όλα τα δικά του και βαδίζει σε αιρετικές έννοιες και τίθεται μαζί με τους Έλληνες. «Έχει την ίδια φύση, που έχει και ο Πατέρας, και επομένως και την ίδια δύναμη ο Υιός ». Και λέει με αναίσχυντο πρόσωπο και σκοτεινή διάνοια μετά˙ «δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό»˙ «δεν συναντάται καμμιά δύναμη στον Θεό ». Πώς δεν ευλαβείται αυτούς που τον συναντούν; ποιός ανέγνωσε ποτέ τέτοια θεολογία ή μάλλον αστάθεια και μέθη από οίηση χωρίς οίνο; Αλλίμονό σου, Θωμά˙ πώς απώλεσες, με τη θέλησή σου ( ώσπερ εκών είναι ), την ιερή αλήθεια;
345. «Δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Κι αυτός που το λέει αυτό, λέει πάλι αλλάζοντας˙ «υπάρχει το αυτεξούσιο στον Θεό»˙ «υπάρχει ευφροσύνη και χαρά στον Θεό»˙ «υπάρχει αγάπη στον Θεό»˙ «υπάρχει ιδιαιτέρως τέχνη στον Θεό˙ υπάρχει φρόνηση στον Θεό ˙ υπάρχει δικαιοσύνη στον Θεό ˙ υπάρχει γενναιοδωρία στον Θεό ˙ υπάρχει αρετή αλήθειας στον Θεό »˙ «οφείλει να επιγράφεται κατ’ εξοχήν η σοφία στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « είναι φανερό πως υπάρχει ιδιαιτέρως η σοφία στον Θεό ». Κι ακόμα˙ « κι είναι παραδειγματικές των δικών μας αυτές οι αρετές στον Θεό, όπως ακριβώς το τέλειο του ατελούς ». Είναι άραγες κάποιου που σωφρονεί και υγιαίνει αυτά τα ρήματα; Ποιος μπόρεσε ποτέ να καταργήση τα του Θωμά έτσι, όπως ο ίδιος; «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό». Κι ενώ υπάρχουν τόσα πολλά και διαφορετικά και σχεδόν άπειρα στον Θεό.
346. Γιατί λέει, αν και απαίδευτα, αλλού˙ «έχει συμπεριλάβει σ’ αυτήν τις αξίες όλων των όντων η θεία ουσία». Κι ακόμα˙ «είναι φανερό ότι μπορεί να λαμβάνεται, καθόσον είναι απολύτως ( απολελυμένως ) τέλεια, ως ιδιαίτερος λόγος τού καθενός η θεία ουσία˙ γι’ αυτό και μπορεί να έχη σύμφωνα μ’ αυτήν ιδιαίτερη γνώση για όλα ο Θεός. Κι επειδή διακρίνεται ο ιδιαίτερος λόγος του ενός απ’ τον ιδιαίτερο λόγο του άλλου, και είναι αρχή πλήθους η διάκριση, είναι αναγκαίο να νοούμε κάποια διάκριση και πλήθος των λόγων στον θείο νου. Απομένει λοιπόν να μην είναι περισσότεροι ή διακεκριμένοι οι λόγοι των πραγμάτων στον θείο νου, παρά καθόσον γνωρίζει ο Θεός τα πράγματα, που μπορούν να εξομοιωθούν με περισσότερους και διαφορετικούς τρόπους μ’ αυτόν˙ και γι’ αυτό λέει ο Αυγουστίνος, ότι έχει ποιήσει με διαφορετικό λόγο τον άνθρωπο και με διαφορετικό τον ίππο ο Θεός˙ και λέει πως υπάρχουν ως πλήθος οι λόγοι των πραγμάτων στον θείο νου» (Αυγουστίνου, Lib. Octaginta trium).
347. Αλλά νομίζω ότι, όπως ακριβώς κακώς αντιστάθηκε ο Ευνόμιος στην κακή αίρεση του Σαβέλλιου και αποφεύγοντας την άθεη συγχώνευση ( συναλοιφή ) στην Τριάδα έπεσε από απροσεξία στην κακόδοξη διάκριση των προσώπων της Αγίας Τριάδος, έτσι αποφεύγοντας τις ανυπόστατες ιδέες της πλατωνικής πλάνης, μεταπίπτει σε άλλο κακό κι ο Θωμάς, νομίζοντας τις ιδέες όλων των όντων στον Θεό ουσία του Θεού και διακηρύττοντας πως «δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό»˙ και ονομάζει κάθε μετοχή των όντων ουσία του Θεού. Και αποφαίνεται ( διακηρύττει ) σύμφωνα μ’ αυτό και όλα τα όντα μέτοχα της θείας ουσίας και λέει φανερά πως «είναι μεθεκτή καθ’ ομοιότητα η θεία φύση»˙ Και πάλι˙ « δεν θα εισρεύση καμμιά ουσία στον νου, παρά μόνον ο Θεός, που υπάρχει σε όλα κατ’ ουσίαν». Και νομίζει έτσι ρευστή και μεθεκτή την ουσία του Θεού και μπλέκεται σε μύριες κακίες αιρέσεων και δεν το κατανοεί, επειδή δεν ακολουθεί την Εκκλησία του Θεού σε όλα. «Είναι αναγκαίο να χορηγή ο Θεός, που είναι τέλειος στον εαυτό του, απ’ τη δική του δύναμη το είναι σε όλα τα όντα». Ξέχασε, που είπε προηγουμένως, ότι δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό. Γιατί αν τα θυμόταν εκείνα, δεν θα τά ’λεγε τώρα αυτά, που είναι άκρως αντίθετα σε κείνα.
348. Αλλά δεν ασεβεί κι αλλιώς καθόλου λιγότερο˙ γιατί λέει κάπου πως « είναι η θεία δύναμη η ουσία του Θεού ». Επειδή δε χορηγεί σύμφωνα μ’ αυτόν σε όλα τα όντα απ’ τη δική του δύναμη το είναι ο Θεός, είναι το ίδιο να πούμε κι απ’ τη δική του ουσία˙ γιατί ταυτίζεται η θεία δύναμη και η ουσία σύμφωνα μ’ αυτόν, κι είναι έτσι μεθεκτή σε όλα τα όντα η θεία ουσία, που ξεπερνά ακριβώς κάθε αιρετική κακία. Λέει πως « δεν υπάρχει τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό ». Και λέει μετά, πως « δεν υπάρχει κάτι, που να μην παίρνη μέρος ( μεταλαγχάνει ) απ’ τον ίδιον τον Θεό», απ’ την ίδια την ουσία του Θεού δηλαδή. Γιατί δεν αφήνει απολύτως τίποτα εκτός απ’ την ουσία του στον Θεό, ο δυστυχής, και νομίζει έτσι φανερά μεθεκτή σε όλα τα όντα την ουσία του Θεού. «Συνάπτεται κάτι οικειότερα με τον Θεό, καθόσον αγγίζει ( άπτεται ) κατά κάποιον τρόπο την ουσία του, που γίνεται όταν γνωρίζη κάτι για τη θεία ουσία».
349. Αισχύνομαι ( ντρέπομαι ) με μάρτυρά μου τον Θεό κατανοώντας τις αποφάσεις ( διακηρύξεις ) του τυφλού αυτού φιλοσόφου˙ γιατί οικεία συναφή ( σύνδεση ) του Θεού προς τον άνθρωπο είναι η θεία έλλαμψη του αγίου Πνεύματος στην καρδιά, άρρητη ενέργεια στην ψυχή, που ενώνει αληθινά και οικεία την ψυχή με τον Θεό. Και μοιάζει με κάποιον που ονειρεύεται ο Θωμάς νομίζοντας πως γίνεται η άρρητη εκείνη και υπερφυής συναφή ( σύνδεση ) της ψυχής προς τον Θεό, «όταν γνωρίζη κάποιος κάτι για τη θεία ουσία». «Όταν» λέει απλώς «κάτι», και το « τί » δεν το αποκαλύπτει.
350. Γιατί είναι βαθύς ( σφοδρός ), αλλά στο να λέη ψέμματα, και ολισθαίνοντας σ’ αυτό αμαρτάνει περισσότερο, λέγοντας˙ «καθόσον αγγίζει ( άπτεται) την ουσία του κατά κάποιον τρόπο». Λέει πάλι κατά κάποιον, και δεν διευκρινίζει τον τρόπο, γιατί δεν έχει και τίποτα να πη ούτε και κανέναν τρόπο, σύμφωνα με τον οποίο θα άγγιζε κανείς την παντελώς αναφή θεία ουσία, για την οποία λέει ο Μέγας Βασίλειος˙ « οι μεν ενέργειες του Θεού κατεβαίνουν σε μας, η δε ουσία του μένει απρόσιτη » (Επιστολή 234, Προς Αμφιλόχιον)˙ για την οποία λέν οι θεόσοφοι πατέρες πως είναι απειράκις απείρως υπερεξαιρεμένη (Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου), και δεν έχει ούτε θέση ούτε αφαίρεση ούτε φαντασία ή δόξα ή λόγο ή νόηση, όπως λέει ο μέγας Διονύσιος˙ « δεν είναι ούτε ουσία ως υπερούσιος, κι ούτε υπάρχει επαφή της νοητή ούτε επιστήμη, ούτε και κάτι άλλο απ’ όσα έχουν γίνει γνωστά σε μας ή σε κάποιο άλλο απ’ τα όντα, κι ούτε υπάρχει καθόλου θέση της ούτε αφαίρεση, αλλά ποιώντας τις θέσεις και αφαιρέσεις αυτών που είναι μαζί της ( των μετ’ αυτήν ), αυτήν ούτε την θέτουμε ούτε την αφαιρούμε, επειδή είναι και πάνω από κάθε θέση η παντελής και ενιαία αιτία των πάντων και πάνω από κάθε αφαίρεση η υπεροχή αυτού που είναι απλώς απολελυμένος απ’ όλα και επέκεινα όλων » ( Περί μυστικής Θεολογίας ). Και καθίσταται έτσι πάνω από κάθε ένωση η αναφής ουσία του Θεού. Αν έδινε πίστη στον απόστολο και είχε ένωση πνευματική ο Θωμάς, θα γνώριζε σαφώς, ότι η γνώση χωρίς τη χάρη φυσιοί (Α΄ Κορινθ. η΄ 1), και δεν θα είχε εννοήσει τα παράλογα και θα έγραφε αυτά τα αιρετικά.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου