ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ
του Franz Courth
Συνέχεια από Τετάρτη, 5 Μαρτίου 2014
3. «Τρόπος ζωής» του Χριστιανού (Joseph Ratzinger)
Η θεολογική διαμεσολάβηση του Ράτζινγκερ είναι υπαρξιακή παρομοίως. Έχει όμως κάτι επιπλέον, προσθέτει την σημασία της Εκκλησιαστικής κοινωνίας. Στην ερώτηση, τι πράγμα ακριβώς είναι συστατικό σήμερα για την χριστιανική πίστη, απαντά: «η ομολογία πίστεως στον Θεό Μονάδα εν Τριάδι, βιωμένη στην Εκκλησιαστική κοινωνία» [Μας τέλειωσε ο Κύριος, ακόμη και η πίστη σαν αοράτων υπόσταση, έγινε κάτι σαν Δημοκρατία, Εκκλησία του Δήμου,τό μυστήριο τής ενώσεως όλων,τής ενότητος, όπου κυριαρχούν ξανά οι Σοφιστές και οι Ρήτορες]. Σε μια άλλη συγκυρία έγραψε: «η ομολογία πίστεως στον Τριαδικό Θεό και στην αποκάλυψή Του, στον σταυρό και στην ανάσταση του Ιησού της Ναζαρέτ, είναι η πιο καθολική από τις ομολογίες πίστεως, με την οποία εξ’ αρχής χαράσσεται το όριο ανάμεσα στην αποδοχή και στην άρνηση της πίστεως».
Για να προχωρήσει σε μια θεολογική κατανόηση της Τριαδικής
ομολογίας, ο Ράτζινγκερ χρησιμοποιεί τον στοχασμό πάνω στις δομές του
χριστιανικού γεγονότος. Ένα από αυτά τα δομικά στοιχεία είναι η αρχή του ΓΙΑ:
«στην λέξη κλειδί για εκφράζεται ο θεμελιώδης νόμος της χριστιανικής
υπάρξεως, δεδομένου ότι η χριστιανική πίστη απαιτεί μια απάντηση εκ μέρους του
ατόμου, διότι η χριστιανική πίστη πλησιάζει το άτομο για το ΟΛΟΝ και όχι μόνο
για το πρόσωπό του, υπολογισμένο καθαυτό. Κατά μία έννοια δεν γινόμαστε
Χριστιανοί για τους εαυτούς μας, αλλά για το ΟΛΟΝ, για τους άλλους, για όλους.
Γίνομαι Χριστιανός λοιπόν δεν σημαίνει κατακτώ κάτι για μένα, αλλά σημαίνει
αντιθέτως βγαίνω από τον εγωισμό μου, ο οποίος γνωρίζει μόνον τον εαυτό του,
εκλαμβανόμενος σαν το τέρμα κάθε του σκέψης, και εισέρχομαι στην νέα μορφή
υπάρξεως Αυτού που ζει για την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ανθρώπους».
Αυτή η βασική δομή της χριστιανικής υπάρξεως πρέπει να
εμβαθύνει το περισσότερο δυνατόν, για να μην περιπέσει σ’ εκείνη την δικαιοσύνη
για τα έργα που τόσο αμφισβητήθηκε από τον Παύλο και για να μην γονατίσει τους
πιστούς κάτω από το βάρος σχεδόν υπεράνθρωπων απαιτήσεων. Ξεκινώντας από αυτή
την προϋπόθεση ο Ράτζινγκερ αρχίζει την συστηματική έκθεση της πίστεως που
είναι γι’ αυτόν «μια έκφραση της γενικής ανάγκης του ανθρώπου να αποδεχτεί κάτι,
διότι χωρίς μια περιεκτική πίστη η αγάπη θα ήταν μια θεληματική πράξη».
Η εσωτερική πραγματοποίηση αυτών των δύο βασικών στάσεων του
χριστιανού –δέχομαι και δίνω– επιτυγχάνεται κατ’ αρχάς με την ενσωμάτωση του
βαπτισμένου στην σωτηριώδη ενέργεια του θεού, η οποία έλαβε χώρα μέσω της
ενσαρκώσεως. Έτσι όπως ο Υιός απεστάλλη από τον Πατέρα, παρομοίως έτσι όπως το
Είναι του Ιησού είναι μια κίνηση από – προς, έτσι ώστε να μην κλείνεται ποτέ
στον εαυτό του και να μην βασίζεται μόνον στις δικές του δυνάμεις, καθίσταται
δυνατόν μέσω της μυστηριακής και οντολογικής ενότητος μια ύπαρξη με Αυτόν «στην
οποία παύει η απαίτηση γι’ αυτό που μας ανήκει και εμφανίζεται στην θέση της,
ανεξάρτητη και καθαρή, η κίνηση από – προς».
Ο συγγραφέας εμβαθύνει αυτή την προσέγγιση η οποία λαμβάνει
την έμπνευση από την θεολογία της ενσαρκώσεως στηριζόμενος στην πνευματολογική
έννοια της παραμονής σε μια στάση αγάπης. Το Άγιο πνεύμα είναι αυτό που ενώνει,
αυτό που μας είναι κοινό, ο δεσμός της αγάπης ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό και
η ενέργεια του προς τα έξω επομένως είναι η αγάπη που ενώνει μόνιμα. Το ΓΙΑ
κατανοημένο χριστολογικά γίνεται ένα εκκλησιολογικό εμείς: «Ένα από τα
χριστιανικά χαρακτηριστικά είναι η αποδοχή από μέρους του ατόμου όλης της
κοινωνίας των πιστών, η ταπεινότης της αγάπης, η αμοιβαία ανοχή – διότι
διαφορετικά είναι σημείο πως απουσιάζει το Άγιο πνεύμα, που είναι το ενοποιό
στοιχείο της Εκκλησίας».
Επειδή λοιπόν η Τριαδική πίστη είναι γι’ αυτόν το σημείο
εκκίνησης για να κατανοήσει αυτό που είναι ιδιαίτερο στην χριστιανική ζωή, ο
Ράτζινγκερ προσπαθεί επίσης να την γλιτώσει από έναν ανάποδο συλλογισμό που θα
μπορούσε να την περικλείσει σε έναν λανθασμένο θεοκεντρισμό και σε έναν
παραμορφωμένο ανθρωποκεντρισμό. Και αποφεύγει επιπλέον και το άλλο άκρο, να
αποδυναμωθεί στην στενωπό του υποκειμενισμού και του ατομικισμού. Η χριστιανική
ταυτότης και μ’ αυτή η εκκλησιαστική κοινωνία, βιωμένη σε μια ύπαρξη που
στοχεύει θεμελιωδώς σε μια εξωτερική πραγματικότητα από το ξεχωριστό πρόσωπο, δεν
μπορούν να διαχωριστούν σε μια θεολογική – τριαδική προοπτική, η οποία
αποφεύγει αυτές τις απορίες. Αυτό σημαίνει πως ακριβώς στην τριαδική θεολογία,
«μέσα στο πλαίσιο εκείνης που μόνον φαινομενικώς είναι μια απόλυτη θεωρία»
εμφανίζεται στην πρώτη σειρά, υπολογίζοντας τον άνθρωπο, «αυτό που είναι το πιο
πρακτικό». [Και εξασφαλίζουμε την θεωρία και την πράξη του μακαρίτη του Καντ,
με την “θεολογία” όμως, τρομάρα της].
Σ’ αυτή την υπογράμμιση, που είναι ταυτόχρονα πνευματολογική
και εκκλησιολογική, αναγνωρίζεται στον συγγραφέα η κληρονομιά του Αυγουστίνου,
εμφανής επίσης και εκεί που αναρωτιέται για τα όρια της γλώσσας και του
εννοιολογικού δικτύου, που χρησιμοποιεί η τριαδική θεολογία. Το δόγμα της
Τριάδος είναι πάνω απ’ όλα μια αρνητική θεολογία: είναι «η απόδειξη της
αδυναμίας όλων των άλλων οδών. Και ίσως είναι όλο όσο μπορούμε να κάνουμε.
Πρέπει να την κατανοήσουμε σαν τον μοναδικό πραγματοποιήσιμο τρόπο ώστε να
απορρίψουμε την στάση που μας πιέζει να επιθυμούμε να κατανοήσουμε τα πάντα,
σαν το ξεχωριστό σημείο του άρρητου μυστηρίου του θεού. Αυτή η ίδια θα κατέληγε
στην αμφιβολία, εάν προσπαθούσε να φτάσει μια θετική γνώση. Η τριαδική θεολογία
λοιπόν δεν αντιστοιχεί στην απαίτηση του ανθρώπου να κατανοήσει τον θεό. Είναι
μια διδασκαλία που σταματά στο όριο του μυστηρίου, μια αόριστη χειρονομία που
δείχνει το άρρητο, δεν είναι ένας καθορισμός που καταχωρεί ένα αντικείμενο στα
συρτάρια της ανθρώπινης γνώσης. Δεν είναι μια ανθρώπινη έννοια που θα επέτρεπε
στην ανθρώπινη νόηση να την αποκτήσει. Οι βασικές έννοιες του δόγματος για την
Τριάδα (πρόσωπο, ουσία, σχέση) ισχύουν μόνον εάν έχουν γίνει κατανοητές σαν
άχρηστα όργανα, έχουν γίνει αποδεκτές σαν ένα μίζερο ψέλλισμα και τίποτε
παραπάνω. [Ο Χριστός δεν είναι ανάμεσά μας. Μας έχει αφήσει μόνον τον πάπα].
Μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνον εάν έχουμε διασχίσει την άρνηση (αποφατικά)
και μόνον μέσα στη συνειδητοποίηση της εμμέσου χρησιμότητός των. Η τριαδική
θεολογία είναι δυνατή μόνον σαν παρεμποδισμένη θεολογία»!
Οι έννοιες, από την στιγμή που έχει κατανοηθεί αυτός ο
περιορισμός, είναι μια βοήθεια διότι αναφέρονται στο άρρητο χωρίς να το
μειώνουν στο επίπεδο της δικής μας ικανότητος για κατανόηση και αντίληψη.
Χρησιμεύουν σαν γέφυρα, καθώς πλησιάζουν το μυστήριο του ζωντανού θεού στις
ερωτήσεις μας και μας επιτρέπουν να ζήσουμε την ύπαρξή μας σαν μια σχέση που
βασίζεται σε μια πραγματική αγάπη και μας προσκαλούν να είμαστε εμείς οι ίδιοι
μια απάντηση [μέσα στα πλαίσια της νοοτροπίας της “ενσαρκώσεως”, στα οποία
ανήκει και η τεχνολογία όσον αφορά την επιστήμη. Ενσάρκωση της πίστης λοιπόν.
Αλλά πόσο διαφέρει από την “Μίμηση Χριστού”;] και να κατευθυνόμαστε, μέσα στην
κοινωνία της καθημερινής ζωής ανάμεσα στους ανθρώπους [σαν άτομα], στον θεό,
ένα τέρμα που προστατεύει τα πάντα στον εαυτό του. Η πραγματική μυστηριακή
κοινωνία, καρπός της πίστεως, για την οποία ο άνθρωπος εξαγνίζεται στον θάνατο
και στην ανάσταση της μεταστροφής του [όχι της μετάνοιάς του, δεν είναι το
ίδιο. Σήμερα είναι διάσημη π.χ. η Στροφή του Χάιντεγκερ], πού αντιστοιχεί
[αναλογεί] στην Τριαδική κοινωνία.Μιά στροφή στήν καθημερινότητα καί τόν χρόνο.]
(συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου