Συνέχεια από Παρασκευή, 27 Ιουνίου 2014
GERHARD KRȔGER
ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΑΘΟΣ
Η ουσία (η φύση) τής πλατωνικής σκέψης
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Η ΦΥΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΣΤΟ
«ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ»
( Κεφάλαιο: ΩΡΑΙΕΣ ΨΥΧΕΣ : Η ΤΕΛΕΟΛΟΓΙΑ – συνέχεια )
Όπως το ωραίο σώμα, έτσι υπερτερεί και η ωραία ψυχή απ’ τις περιστάσεις, αποκτώντας με την εξομοίωσή της προς το Αιώνιο μια συνέπεια του τρόπου σκέψης, οξύτατα αντίθετη προς κάθε αστάθεια και μεταβολή κάθε «χρονικά» προσανατολισμένης σκέψης. Όποιος τρέφεται, όπως όλοι μέχρι τώρα οι «σοφοί» εκτός απ’ τον Παρμενίδη, μόνον απ’ τη θεωρία τού χρονικού κόσμου, δεν μπορεί και να παραδεχτή την ύπαρξη ενός «αυτού καθ’ εαυτού Ενός» (Θεαίτ. 152d – e)· είναι μάλιστα υποχρεωμένος να χαρακτηρίση, αν σκεφθή μέχρι τέλους, για λόγους αρχής ως ένα «Είναι για κάτι ή ένα κατευθυνόμενο προς κάτι Είναι ή ένα που βρίσκεται σε σχέση προς κάτι (τινί είναι ή τινός ή πρός τι)» το Είναι (ό.π. 160b). Καθιστάμενος όμως έτσι και ο ίδιος «σχετικός» ως προς τις περιστάσεις, καθώς «υφίσταται» σ’ αυτόν «η παραμονή σε μιαν έκφραση και ερώτηση και η ήσυχη εναλλαγή απαντήσεων και ερωτήσεων ακόμα λιγότερο κι απ’ το Τίποτα» (( ! )) (ό.π. 179e)· «προσέχουν μάλιστα, να μην επιτρέψουν τίποτα το σταθερό, ούτε στον λόγο (Logos) ούτε στην ίδιαν τους την ψυχή» οι συνειδητοί σχετικιστές (ό.π. 180). Μας δείχνει όμως η αντιπαράθεση τής απλώς χρονικο-πολιτικής και της φιλοσοφικής ζωής στον «Θεαίτητο», πόσο σκλαβώνει το ένα, και πόσο ελεύθερο είναι το άλλο στην επιφανή του ‘σχόλη’ (( «Σχολάσατε και γνώτε, ότι εγώ ειμι ο Θεός»… )) . Επενεργεί με υπεροχή στην ήσυχην παρουσία της η ωραία ψυχή, «κυριαρχώντας» την κατάσταση. Και «ομοιάζει», με το να «κυβερνά και να είναι κυρία», «στο Θεϊκό» (Φαίδ. 80a). Καταφέρνοντας μάλιστα, «να εξυμνή σωστά, με την αρμονία τών λόγων, την αληθινή ζωή τών θεών και των μακαρίων, τετελειωμένων ανθρώπων», αλλά και να «ανατρέπη» επίσης «διακριτικά το ‘ένδυμα’» (την πλάνη και το ψεύδος…) (Θεαίτ. 175/76). Καθίσταται έτσι ξανά προφανής και στην εξωτερική συμπεριφορά η ωραία ανεξαρτησία τής ψυχής, ενώ είναι πάλι παράδοξη (paradox) αυτή η ‘εμφάνιση’, καθώς επενεργεί ταυτόχρονα ‘γελοία’, με το να είναι ξένος προς τον κόσμο, πάνω στο πλήθος ο φιλόσοφος (174c κ.ε.).
‘Ταιριάζει’ (όμως…) και ως προς την «αυτοτέλεια» του σώματος ως οργανισμού, με τον δικό της βέβαια τρόπο η ψυχή. Λέγεται κατηγορηματικά στον «Φαίδωνα», ότι διαβλέπει και αντιλαμβάνεται «η ίδια στον εαυτό της» αυτό που υπάρχει «το ίδιο στον εαυτό του» η ψυχή (83b). Φανερώνεται όμως η αυτοτέλειά της στο ότι δεν το οφείλει αυτό στο πέρασμα του χρόνου, στη γέννηση και την ανάπτυξή της, αλλά στον εαυτό της: πρέπει «να συναθροισθή και να συγκεντρωθή η ίδια στον εαυτό της (αυτήν…εις αυτήν συλλέγεσθαι καί αθροίζεσθαι)», και «να μην πιστεύη σε κανέναν άλλον παρά στον εαυτό της» (ό.π. 83a – πρβλ. και 66a, 67a, c, 70a κ.α.). Ανήκει ουσιωδώς στην ωραιότητα της ‘μονότροπης’ ψυχής αυτή η επιστροφή στον εαυτό της, όπως το γνωρίσαμε να μας έλκει ήδη παράξενα στη στραμμένη προς τον εαυτό της παρουσία τού Σωκράτη. Διαθέτει δε, όπως κι ο οργανισμός (Organismus), μια σταθερή μορφή η συναθροισμένη στον εαυτό της ψυχή, με την οποία μορφή και ‘αναιρείται’ από κάθε τι έξω απ’ αυτήν, κι όπου έχει πάλι την έννοια μιας αυτοτελούς απελευθέρωσης αυτή η αναίρεση, απ’ αυτό που θα επιθυμούσε να διαλύση την ψυχή. Αποδεικνύεται λοιπόν ως η φυλακή εκείνη το σώμα, στην οποίαν και εγκλείστηκε αυτή η ίδια η ψυχή, καθώς «παρέδωσε» ο ίδιος ο άνθρωπος τον εαυτό του στις επιθυμίες και έγινε «αυτός ο ίδιος ο διώκτης που την αιχμαλώτισε» (Φαίδ. 82c, e)· όντας όμως ο ίδιος και τα δεσμά, απ’ τα οποία και ελευθερώνεται ξανά, με τη φιλοσοφική «φροντίδα τού θανάτου», η ίδια η ψυχή (ό.π. 64a κ.ε.). Και όπως ‘κερδίζει’ (αποκτά…) το περίγραμμά του με βάση την εσωτερική του διάρθρωση ο ωραίος οργανισμός, έτσι το ‘κερδίζει’ με βάση την εσωτερική τάξη τών τριών ‘μερών» της και η ψυχή. Κι εδώ είναι που φανερώνεται η φύση ή η ουσία τής δικαιοσύνης στην «Πολιτεία»: «δεν το ανέχεται, να κάνη κάτι στον εαυτό του, που να μην τον αφορά καθόλου» ο άνθρωπος, «και να υπερβαίνουν τα είδη τής ψυχής (του…) το ένα το άλλο, αλλά έχει τακτοποιήσει πραγματικά καλώς τον οίκο του, κυριαρχεί στον εαυτό του, έχει στολιστή, έγινε φίλος με τον εαυτό του και εναρμόνισε, όπως ακριβώς τρεις όρους μιας αρμονίας – τον βαθύτερο, τον πιο υψηλό και τον μεσαίο που βρίσκεται κάπως ανάμεσά τους -, ένα Τριμερές, τα συνέδεσε όλα αυτά και έγινε από Πολλά ένας ολόκληρος Ένας, γεμάτος τάξη και ευπρέπεια, και αρμονικός» (Πολιτεία 443d – e). Εδώ βασίζεται η «δίκαιη και ωραία πράξη» (ό.π.). Καθώς έχει όμως παραχθή απ’ τον ίδιον τον άνθρωπο κι αυτή η αρμονία, διακρίνεται σ’ αυτήν ένα απ’ τα στοιχεία (της…) ως το κυρίαρχο: το λογικό μέρος τής ψυχής. Αυτό που κατ’ εξοχήν κυριαρχείται ωστόσο, το μέρος δηλ. που επιθυμεί, διαθέτει τη χαρακτηριστική γι’ αυτό αρετή τής ‘πειθαρχίας’ ή ‘ευπρέπειας’, «ομοφωνώντας για την αρμονία τού εκ φύσεως ευτελούς και διακεκριμένου (ότι χρειάζεται να υπάρχη δηλ. μια τέτοια αρμονία…), όποιο κι αν κυριαρχή απ’ τα δυό, τόσο στην πόλη (Polis) όσο και στον καθέναν ξεχωριστά (432a – πρβλ. και 430e). Όπου το αντίθετο σ’ αυτήν την ‘παραχθείσαν’ ειρήνη είναι η εσωτερική επανάσταση (στάσις) (Πολιτεία 444a κ.ε., κ.α.). Αναπτύσσονται δε και στον «Γοργία» η τάξη (τάξις) και ο «κόσμος (το στόλισμα…)» ως αποφασιστικοί για την αρετή (Arete) (και σε ιδιαίτερη μάλιστα αναφορά προς την ‘πειθαρχία’) προσδιορισμοί (506d έως 508a). – Και καθίσταται αμέσως πάλι σαφές, ότι εκφράζεται, παρ’ όλην την ιδιαιτερότητά του, ‘σωματικά δημόσιο’ το εσωτερικό (τού ανθρώπου…), καθώς απεικονίζεται και αναγνωρίζεται ευκολώτερα στην Πόλη και στο «ωραίο πολίτευμά» της ο άνθρωπος και η ‘τακτοποιημένη’ του ψυχή (Πολιτεία 369a και Τίμ. 23c) (( Σημ. τ. μετ.: Καταλαβαίνουμε κι απ’ αυτό εδώ το ‘σημείο’, τί τρέλλα και ύβρη κουβαλούν άνθρωποι σαν τον Ζηζιούλα, που ισχυρίζονται αναίσχυντα, ότι δήθεν αυτοί, οι ψευδείς ‘επίσκοποι’, απεικονίζουν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, κι ότι κανένας πιστός χριστιανός δεν μπορεί να προσευχηθή στον Χριστό και τους αγίους παρά μέσα απ’ αυτήν την ‘εικόνα’; - Βλ. και την ανάρτησή μας στις 9/7/2014, «Σύντομο σχόλιο στην ευχαριστιακή εκκλησιολογία τού Ζηζιούλα»… )) .
Όπως είναι τελικά και το «ίδιο» το σώμα κάτι, έτσι βέβαια, κι ακόμα περισσότερο η ψυχή. Γιατί η έλξη του Ωραίου, που ξεκινούσε με μιαν αρχικήν επίδραση πάνω στον εραστή, προέρχονταν, όπως είδαμε, απ’ το ότι το ωραίο σώμα έχει ψυχή (είναι εμψυχωμένο…). Πρέπει να φανερώνη λοιπόν, με μιαν άγνωστην προηγουμένως αμεσότητα, αυτήν την επίδραση (που ασκεί το Ωραίο…) η συνάντησή (μας…) με την ψυχή (( Σημ. τ. μετ.: Ο αληθινός έρως, για την αιωνιότητα… )) . Κι ενώ ‘ανακαλύπτονταν’ μόνον το αρχικό και ζωντανό ‘ρεύμα’ τής ωραιότητας στο σώμα, ‘υποδέχεται’ τώρα την εντύπωση της ίδιας της πηγής ο εραστής. Ως «πηγή και αρχή τής κίνησης» (Φαίδρ. 245c), είναι με μιαν υψηλότερην έννοια απ’ ό,τι το ωραίο σώμα «ζωή» η ωραία ψυχή. Γιατί είναι «ζωή» όχι μόνο λόγω τής παρουσίας ενός Άλλου, αλλά αυτή καθεαυτή (( Σημ. τ. μετ.: Ας μας αφήσουν λοιπόν «ήσυχους» όλοι αυτοί οι ‘τρελλαμένοι’ και ‘ξετρελλαμένοι’ με την «ετερότητα» και τη – δήθεν - «αποδοχή τού Άλλου», που είναι φανερό πως έχουν μόνο στο μυαλό τους τα… «ωραία σώματα» (;;;) – αλλά ούτε κι αυτά, όπως περιγράφονται βέβαια εδώ… - Κι επίσης: Βλέπουμε καθαρά, πώς αποκλείστηκε η κυριαρχία τού υποκειμένου στον αρχαιοελληνικόν ήδη κόσμο, αφού δεν μπορούσε να ισχύση εκεί το ‘ιδεολόγημα’ και η ‘βάση’ στην οποίαν και στηρίχθηκε ολόκληρη η σύγχρονη εποχή, ότι «το υποκείμενο γεννιέται» ακριβώς «στον Άλλον»… )) . Και είναι ακριβώς γι’ αυτό με μιαν υψηλότερην έννοια η «ίδια» κάτι, απ’ ό,τι το σώμα. Μόλις συγκεντρωθή δε στον εαυτό της και είναι (τότε και πλέον…) ωραία, καθίσταται και σαφές, ότι βλέπει, σε αντίθεση προς τα αισθητά, που γίνονται μέσα απ’ τα ιδιαίτερά μας όργανα αντιληπτά, άμεσα η ψυχή, «η ίδια μέσα απ’ την ίδιαν (αυτή δι’ αυτής)», τα θεωρητικά (ή: τα νοούμενα…) (Θεαίτ. 185d/e), «με την ίδιαν την ψυχή τα ίδια τα πράγματα» (Φαίδ. 66e). «Χρησιμοποιεί», αυτός που γνωρίζει (ενεστώς διαρκείας…), «ο ίδιος στον εαυτό του την ‘καθαρή’ (ειλικρινή) διάνοια (Dianoia)», για να αντιληφθή το κάθε τι «καθαρά (ειλικρινές) και καθ’ εαυτό ίδιο» (ό.π. 66a)· «γιατί θα ήταν ανόσιο ν’ αγγίξης με το μη καθαρό το καθαρό (καθαρόν) (ό.π. 67b). Η ψυχή είναι ‘αυτή η ίδια’, όταν είναι ειλικρινής (αμιγής, αγνή…) και καθαρή, όταν έχει καθαρισθή δηλ. από κάθε τι «το ξένο (αλλότριον)» η ίδια. Μπορούμε να πούμε λοιπόν, πως περιγράφεται η ωραία σ’ αυτήν ‘πρωτοτυπία’ (ή φυσικότητα…) ως η εσωτερική ειλικρίνεια που πραγματοποιεί η ίδια, ως ο αυθορμητισμός δηλ., με τον οποίον και μένει ελεύθερη απ’ τη δύναμη του κόσμου και του πάθους (Pathos). Και είναι μ’ αυτήν την έννοια ωραίος άλλη μια φορά ο Σωκράτης, επειδή αφορά στην «ψυχή» ή στον «εαυτό» του όλη του η «φροντίδα» (Απολ. 29e, 30a κ.ε., 36c). Καθώς είναι όμως ωραία όχι με μιαν κυριαρχικήν αυτάρκεια (Autarkie), αλλά «ομοιάζοντας προς τον Θεό» η ψυχή, συνίσταται και η ‘ειλικρινής’ της αυθυπαρξία στην ‘ειλικρινή’ αφοσίωση, με την οποίαν και βλέπει το Αγαθό (( Σημ. τ. μετ.: Δεν είναι αυτόνομα ‘ωραία’ η ‘αρχαία’ ψυχή, όπως το επιδιώκει δυστυχώς, με το αντίστροφο ακριβώς αποτέλεσμα, η ‘σύγχρονη’, αλλά ωραία μόνο εφ’ όσον και καθ’ όσον βλέπει το Αγαθό… )) . Γι’ αυτό και τονίζεται στην «Πολιτεία», πως δεν θα μπορούσε (καν…) να «εισάγη» κανείς την πνευματικήν όραση στην ψυχή, γιατί τη διαθέτει ήδη πάντοτε, στρέφοντάς την μόνον προς τα λανθασμένα αντικείμενα. Η ‘εισαγωγή’ με τη συνήθεια και την άσκηση, που είναι δυνατή στις άλλες επονομαζόμενες αρετές, αποκλείεται όσον αφορά στη συνείδηση (φρόνηση – Phronesis): «Ανήκει σε κάτι πολύ πιο θεϊκό η αρετή τής σκέψης, που δεν χάνει ποτέ τη δύναμή του» (Πολιτεία 518e). Και βλέπουμε έτσι σαφώς, πώς συναρτάται η αυθυπαρξία με την υπέρβαση του χρόνου εδώ: δεν μπορεί να χάση γενικώς καθεαυτήν τη δύναμη που τη ‘ρυθμίζει’ και ‘την καθιστά ωραία’ η ψυχή, γιατί δεν τη ‘διαθέτει’ μόνον, όπως ένα σωματικό όργανο, αλλά ταυτίζεται ακριβώς μαζί της. Ακόμα κι αν «έχη ταφή» τόσο βαθειά «στον φρικαλέον βόρβορο το μάτι τής ψυχής» (ό.π. 533d), δεν μπορεί και να το χάση, όπως ένα όργανο των αισθήσεων, κανείς. Η ύπαρξή του εξωτερικεύεται (μάλιστα…) ακόμα και στο διορατικό βλέμμα τής κακίας, στην οποία δεν είναι κατώτερο το «πρόσωπο», αλλά μόνον «εξαναγκασμένο, να υπηρετή την κακότητα» (ό.π. 519a) (( Σημ. τ. μετ.: Πόσο θα εξακολουθή να μας ‘εκπλήσσει’ αυτός ο Γερμανός ερευνητής, ή μάλλον ο Πλάτων μέσω αυτού, με τη διεισδυτική εδώ ματιά του περί ανθρωπίνου «προσώπου», τόσο εντελώς διαφορετική απ’ τη χονδροειδή και τελείως απατηλή κατασκευή περί δήθεν «προσώπου» σύγχρονων ‘μελετητών’… )) . Γι’ αυτό και είναι η ζωντάνια,που ανήκε ήδη ως τέτοια ουσιωδώς στο σώμα, ακριβώς η ίδια η ζωντάνια στην ψυχή (( Κι έτσι μπόρεσε να γράψη, π.χ. ο Γκόγκολ, το βιβλίο του «Νεκρές ψυχές». – Και πολύ περισσότερο να μας πη βέβαια ο Κύριος τον φοβερό λόγο: «Άφετε τους νεκρούς να θάψουν τους εαυτών νεκρούς»… )) . Στον «Φαίδωνα» αποτελεί μάλιστα αυτό τον ύψιστον λόγο που επιβεβαιώνει την αθανασία τής ψυχής: είναι κατά τη φύση της αυτό που ζωοποιεί, και δεν μπορεί να συνδεθή άρα με το αντίθετο της ζωής η ψυχή (105d). Το ζωντανό σώμα μπορεί να πεθάνη, επειδή δεν είναι, δεν υπάρχει ως σώμα αυτό το «ίδιο»· αλλά η ψυχή δεν το μπορεί, γιατί είναι «η αρχική μορφή τής ίδιας της ζωής (αυτό τό τής ζωής είδος) (ό.π. 106d). Στο ίδιο δε συμπέρασμα καταλήγει κι ο συλλογισμός τού «Φαίδρου» για την αθανασία τής ψυχής. Και το ίδιο λέγεται και στην «Πολιτεία»: εφ’ όσον δεν μπορεί να την καταστρέψη και να τη ματαιώση ούτε το ‘δικό’ της ιδιαίτερο κακό, η κακότης, δεν το μπορεί τότε ούτε το ξένο προς αυτήν και προερχόμενο απ’ το σώμα (608e έως 611a). Είναι τόσο πολύ ‘αυτή η ίδια’ η ψυχή, ώστε πρέπει και να χαρακτηρισθή ως «αυτό που υπάρχει» ακριβώς «παντοτινά» (ό.π.).
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου