Συνεχίζεται από Πέμπτη, 26 Ιουνίου 2014
του Pierre Hadot
του Pierre Hadot
Δηλώνοντας πως ο θεός είναι χωρίς σχέσεις με τα πράγματα που
έρχονται από αυτόν, ο Πορφύριος μπορεί να σκέπτεται το χωρίο του Παρμενίδη
(133α-134c) όπου ο
Πλάτων φανέρωνε μία από τις δυσκολίες της θεωρίας των ιδεών: Εάν υπάρχει μία
απόλυτη γνώση ενός απολύτου αντικειμένου και μία γνώση «σε μας» των πραγμάτων
που είναι «σε μας μέσα» (μέσα μας), η ανθρώπινη πραγματικότης θα
είναι άγνωστη για τον θεό και η θεία πραγματικότης θα είναι άγνωστη
για τον άνθρωπο. Βεβαίως ο Πλάτων προσθέτει αμέσως (135b) πως αυτές οι αντιρρήσεις είναι
ιδιαίτερες, αλλά δεν δείχνει στον διάλογο με ποιον τρόπο μπορούν να λυθούν. Και
ένας νεοπλατωνικός σαν τον Πορφύριο μπορούσε πολύ εύκολα να φανταστεί πως αυτός
ο ριζικός χωρισμός δεν αποκλείει μια τάξη καθαρά νοερή, εκείνη της νοήσεως, του
νου, που μεσολαβεί και είναι προσιτή στον άνθρωπο.
Στον Πλωτίνο το πρόβλημα της αμοιβαιότητας των σχέσεων
ανάμεσα στον άνθρωπο και τον θεό τίθεται σε δύο περιπτώσεις! Κατά πρώτον,
εάν λέμε πως ο θεός απουσιάζει από εμάς ή είναι παρόν, είναι αναγκαίο να
συμπεράνουμε πως η σχέση του θεού με μας τροποποιείται; Όχι, απαντά ο Πλωτίνος.
«Αυτός ο οποίος δεν δέχεται στον εαυτό του καμία διαφορετικότητα, είναι πάντοτε
παρόν. Εμείς αντιθέτως είμαστε παρόντες σ’ αυτόν μόνον όταν η διαφορετικότης
εξαφανανίζεται» (Ενν. VI,
9, 8, 33! Εκείνο μεν ουν μη έχον ετερότητα αεί πάρεστιν, ημείς δε όταν μη
έχωμεν). Ο Πορφύριος θα επιμείνει πολύ στις “αφορμές προς τα νοητά” σ΄αυτήν την
θεωρία, ταυτίζοντας την παρουσία στον εαυτό μας και την παρουσία στον θεό. [Έτσι
λοιπόν στην 40η παράγραφο, διαβάζουμε κάτι εντελώς αντιφατικό, που δυστυχώς
έδωσε την αφορμή με την σειρά του για την γέννηση του υποκειμένου]. «Όταν λάβης αένναον ουσίαν εν
εαυτή κατά δύναμιν άπειρον και νοείν άρξη υπόστασιν ακάματον, άτρυτον, ουδαμή
μεν ελλείπουσαν, υπερεξαίρουσαν δε τη ζωή τη ακραιφνεστάτη και πλήρει αφ’
εαυτής εν αυτή τε ιδρυμένη και κεκορεσμένη εξ’ εαυτής και ουδ’ εαυτήν ζητούση,
(εάν λάβεις λοιπόν ουσία, που δεν έχεις πριν την λάβεις, την οποία ο
Αριστοτέλης ονόμαζε νουν θύραθεν, την οποία λαμβάνει ο κάθε άνθρωπος, εάν τη
λάβει, κάποια στιγμή, την οποία γνωρίζει αυτός και μόνον, η οποία έρχεται απ’
έξω), ταύτη εάνπερ το που επιβάλης ή το προς τι, (εάν της επιβάλεις όρους το
που και το τι) ευθύς εκείνην μεν ουκ ηλάττωσας, εαυτόν δε απέστρεψας, κάλυμμα
λαβών την υποδραμούσαν της υπόνοιας φαντασίαν [Εάν την τοποθετήσεις σε λάθος
τόπο (το δικό σου συμφέρον) ή της επιβάλεις λάθος σχέση, την περιορίζεις
αποκλειστικά σε σένα]. Επομένως ή θα κατορθώσεις να συμμορφωθείς με την ουσία
αυτή (ή συνθέειν ουν δυνηθείς και τω παντί ομοιωθήναι του όντος ουδέν
επιζητήσεις, ή ζητών παρεκβήση εις άλλο και πεσή παρόν ουκ ιδών τω εις άλλο
βλέψαι… Ουκ είπας ουδέ συ “τοσούτος είμι”, αφείς δε το τοσούτος γέγονας πας,
καίτοι και πρότερον ήσθα πας, αλλά και άλλο τι προσήν σοι μετά του πας και
ελάττωνε γίνου τη προσθήκη, ότι μη εκ του όντος ην η προσθήκη… ει δε παρούσιν
εαυτοίς πάρεστι μεν ημίν το ον, άπεστι δε το μη-ον, μετά δε άλλων ούσιν ου
πάρεστιν (απουσιάζει όταν είμαστε με άλλα πράγματα) Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει
πως το ον (η αένναος ουσία) ήλθε για να είναι παρόν (ότι και να γίνει) αλλά
όταν δεν είναι παρόν σημαίνει πως εμείς απομακρυνθήκαμε. [Δεν μπορούμε λοιπόν
να οικειοποιηθούμε την Ουσία και να την χρησιμοποιήσουμε όπου μας χρειάζεται,
για άλλα πράγματα, εκτός του νου και της νοήσεως, για να μας λύσει τα
προβλήματά μας π.χ.]. Έτσι όσο περισσότερο επανέρχεσαι στον εαυτό σου, επειδή
Αυτός (το Ένα) είναι πάντοτε παρόν και αχώριστος από εσένα, όσο πιο κοντά
βρίσκεσαι σ’ αυτόν, τόσο περισσότερο βρίσκεσαι μέσα σ’ Αυτόν, διότι είναι
ουσιωδώς αχώριστος από εσένα, όσο εσύ είσαι αχώριστος από τον εαυτό σου (ο δη
ούτω σου εστιν, αναπόσπαστον κατ’ ουσίαν ως συ σαυτού). Τοις μεν γαρ δυναμένοις
χωρείν εις την αυτών ουσίαν νοερώς και την αυτών γινώσκειν ουσίαν και εν αυτή
τη γνώσει και τη ειδήσει της γνώσεως (όσοι γνωρίζουν και κατανοούν τον εαυτό
τους σ’ αυτή την γνώση) αυτούς απολαμβάνειν καθ΄ενότητα την του γινώσκοντος και
γινωσκομένου, (η ταυτότης υποκειμένου και αντικειμένου του Χέγγελ, που γέννησε
το σύγχρονο πρόσωπο) σ’ αυτούς λοιπόν που είναι παρόντες στον εαυτό τους, είναι
παρόν και το ΟΝ. Όσοι δε παρεξέλθωσιν από του είναι εαυτών προς τα άλλα,
απούσιν εαυτών άπεσι και το ον». [Αυτός
λοιπόν είναι ο νοητός κόσμος, ο νους, το κατ’ εικόνα, η πνοή ζωής. Και ο νούς
είναι θύραθεν, όταν λάβεις, λέει. Δεν δίνει ταυτότητα, αλλά καθολικότητα. Αυτή
όμως την ταύτιση υποκειμένου και αντικειμένου ονόμασε ο Αυγουστίνος
εσωτερικότητα και μείωσε σε ψυχολογική ενέργεια, λέγοντας πως πρέπει να
γυρίσουμε την ορμή προς τα έξω, να την κρατήσουμε μέσα μας, και αυτή σιγά-σιγά,
εσωτερικά θα γίνει η νόηση, η Ουσία μας, η οποία όμως αποτελείται πλέον από την
ηθελημένη συγκράτηση της ορμής προς τα έξω, από το έξω, από το άλλο, το διαφορετικό.
Γι’ αυτό και ονομάστηκε και εσωστρέφεια. Αυτό το συγκρατημένο περιεχόμενο,
εκκολαπτόμενο μέσα μας, φωτίζεται από το Άγιο πνεύμα, το οποίο είναι βοηθός του
Νοός και με την βοήθεια αυτή αντλούμε την γνώση του θεού, που βρίσκεται
κρυμμένη στα όντα, στην δημιουργία, δια των λόγων των όντων.
Η συνέπεια όμως είναι πολύ δυσάρεστη, διότι χωρίζει στην
πραγματικότητα το ον, από το μη-ον. Μανιχαϊστικά, το μη-ον εάν δεν υποστεί την
επεξεργασία μέσα μας, είναι ο τόπος του τίποτα, της απουσίας. Συγχέοντας απολύτως
το νοητό επίπεδο, τον νου, με το υπερνοητό επίπεδο, το Ένα. Ή ταυτίζοντάς τα!
Αντιπαραθέτοντας το “εμείς” στον θεό, ο θεός είναι αδύνατον να σχετιστεί μαζί
μας, επομένως μπορούμε να γνωρίσουμε τα του θεού μόνον μέσω αυτών που έπονται
του θεού, που σχετίζονται μαζί μας].
Κατά δεύτερον, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε εάν η
ομοιότης με τον θεό, η οποία είναι αποτέλεσμα της αρετής, είναι μια αμοιβαία
ομοιότης. Η πραγματεία “περί αρετών” προσπαθεί να αποδείξει πως υπάρχουν δύο
τύποι ομοιότητος. Η αμοιβαία ομοιότης που εγκαθίσταται ανάμεσα στα όντα που
έχουν ένα ταυτόσημο στοιχείο, προερχόμενο από την ίδια αρχή, και η ομοιότητα
που δεν είναι αμοιβαία και υπάρχει ανάμεσα σε δύο πράγματα, από τα οποία το ένα
γίνεται όμοιο με το άλλο, το οποίο είναι το μοντέλλο του. Η αρετή μάς καθιστά
όμοιους με τον θεό σύμφωνα με τον δεύτερο τύπο της ομοιότητος.
Εάν οι σχέσεις ανάμεσα στον θεό και αυτό που έρχεται μετά
από αυτόν δεν είναι αμοιβαίες, ο θεός δεν σχηματίζει ένα Όλον με τα άλλα
πράγματα. Αυτά δεν προστίθενται σ' αυτόν, δεν συνυπάρχουν μ' αυτόν, δεν είναι
καν ο τόπος του. Θα μπορούσαμε να βρούμε παρόμοιες δηλώσεις και στον Πλωτίνο
(Εν. V, 6, 4, 7-11), αλλά
γενικώς η προσοχή του Πλωτίνου δεν στέκεται σ' αυτό το σημείο. Ο Πορφύριος
αντιθέτως είναι πολύ ευαίσθητος σ' αυτή την ιδέα του ασυντόνιστου! Και γι' αυτό
γράφει στην Ιστορία του τής Φιλοσοφίας: «Παρότι κάθε πράγμα γεννιέται απ'
Αυτόν, παρ' όλα αυτά ο πρώτος θεός είναι πάντα μόνος. Τα πράγματα δεν μπορούν
να συναριθμηθούν μαζί με την ύπαρξη αυτού του πρώτου θεού και η αξία τών τάξεών
τους δεν μπορεί να τεθεί σε σχέση με την ύπαρξή του». (Phil. Hist. Απ. XVIII.
ώσπερ δε ο θεός πρώτος και μόνος αεί καν απ' αυτού γένηται τα πάντα, τω μη
τούτοις συναριθμείσαι μηδέ την αξίαν συγκατατάττεσθαι δύνασθαι τη εκείνου
υπάρξει...)
Πρόκειται για την ίδια θεωρία που συναντήσαμε λίγο πριν:
Λόγω της ενότητος και της μοναδικότητος που τον χαρακτηρίζουν, ο θεός παραμένει
χωρίς σχέσεις με τα πράγματα τα οποία εξ' αυτού και γι' αυτόν υπάρχουν.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου