Συνέχεια από Δευτέρα, 20 Φεβρουαρίου 2017
HANS URS VON BALTHASAR
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
Τρίτος Τόμος
ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου(Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
Johannes Verlag, 1987
3. ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΧΡΙΣΤΟΛΟΓΙΑ ;
δ) Θέματα νεώτερης Χριστολογίας
Θα δούμε σ’ αυτό το κεφάλαιο μερικές μόνο, γόνιμες αφορμές σκέψης για τον σχηματισμό μιας «Χριστολογίας τού Πνεύματος» ή «Πνευματικής Χριστολογίας», και όχι μια συστηματική άρα παρουσίαση (όπως αυτή τού Heribert Muehlen), στην οποίαν και θα αναφερθούμε αργότερα, αλλά τη συζήτηση προτεινομένων απλώς θεμάτων, σπερμάτων και σπόρων, που υπόσχονται ωστόσο να καρποφορήσουν. Όχι άρα τη ‘θλίψη’ και μόνο, για το ότι παρέμεινε εξαιρετικά ανεξέλικτο μέχρι τώρα το θέμα τού Πνεύματος, ή και για το ότι κυριαρχεί ένας «Χριστομονισμός» (“Christomonismus”) επιπλέον στους Λατίνους, ούτε και ένα γενικό και μόνον κάλεσμα, να προχωρήσουμε στην Πνευματολογία (Pneumatologie), ή και μια υπόσχεση ταυτόχρονα και προειδοποίηση, ή και την ανάδειξη απαράδεκτων εξαρχής προτύπων, αλλά ούτε και την επιστροφή σε ιστορικά υπανάπτυκτες εν τέλει αρχικές βαθμίδες.
Το μεγάλο,
τρίτομο έργο τού Yves Congar, “Je crois en l’ Esprit
Saint” («Πιστεύω στο Άγιο Πνεύμα»…),
έχει παρ’ όλο το πλήθος τού υλικού του, δυό μονάχα κεντρικά σημεία: την
εμπειρία τού Πνεύματος (διαμέσου τής εκκλησιαστικής ιστορίας, και στη
χαρισματική ιδιαιτέρως κίνηση, η οποία και κρίνεται) και τα προβλήματα του Filioque μεταξύ
Ανατολής και Δύσης (με προτάσεις για τη συμφιλίωση)· όπου θα επανέλθουμε κι
εμείς σ’ αυτά τα δυό ερωτήματα. Ο J.M. Carrigues εξερεύνησε
ωστόσο ήδη λεπτομερειακά το δεύτερο ερώτημα, ενώ ο Ludwig Weimer προσπαθεί
να δικαιώση στο έργο του “Die
Lust an Gott und seiner Sache” («Η χαρά στον Θεό και στις
‘υποθέσεις’ του»), με μιαν περιεκτική διδασκαλία περί Χάριτος (και όχι περί
Πνεύματος) το πρώτο ερώτημα του Congar:
λύνονται μόνο μέσα στην εκκλησιαστική ‘διαμεσολάβηση’ ή ‘παροχή’ οι ‘απορίες’ (Aporien) μεταξύ χάριτος και ελευθερίας, λέει.
Tην πρώτη εκτενή διατριβή για μια
‘λατινική’ (katholisch)
Πνευματική Χριστολογία, την παρουσίασε στον 5ο τόμο τής διπλής του
Τριλογίας (Trilogie):
“Le Consolateur. Esprit Saint et Vie de grace” («Ο Παράκλητος. Άγιο Πνεύμα
και Ζωή τής χάριτος»…), ο Louis
Boyer. Παραβλέποντας τα κεφάλαια περί
τής εκκλησιαστικής ιστορίας, εμφανίζονται δύο βασικά θέματα. Το πρώτο είναι ένα
είδος μεταφοράς στο θεολογικό (πεδίο…) τής όψιμης φιλοσοφίας τού Schelling περί μυθολογίας και αποκάλυψης,
καθώς και ορισμένων απ’ τους Ρώσους ‘απογόνους’ της (Σολόβιεφ, Μπουλγκάκοφ): η
κοσμική και η ιερά ιστορία είναι μια κοινή και ωστόσο διακεκριμένη, οδεύουσα
όμως προς ένα σημείο σύγκλισης, επενέργεια των «δύο χειρών τού Θεού Πατρός»
(Ειρηναίος), του Λόγου (Logos)
και του Πνεύματος: από τις εθνικές, ειδωλολατρικές «προαισθήσεις τού Πνεύματος»
στους μύθους, την ποίηση και την έμπνευση, που αποτελούσαν μια συγκεχυμένη και
αμυδρή ταυτόχρονα προαίσθηση του Λόγου, φωτίζεται παλαιοδιαθηκικά ως μια γνήσια
προφητεία τού Πνεύματος της Σοφίας (στο Πνεύμα τής Σοφίας…) η μυθολογία, όπου
πλησιάζει και ‘ξεκαθαρίζει’ επίσης ο θεϊκός Λόγος, μέχρι τη συνάντηση και των
δυό στην Παρθένο Μαρία, που είναι πλέον ως το ύψιστο άνθος τής Σοφίας τού
Πνεύματος έτοιμη, να υποδεχθή στον εαυτό της τον προσεγγίζοντα Λόγο (( Η ‘τέλεια’ κατασκευή, αλλά κατασκευή… ))
· έφτασαν μέσα απ’ «τις αμέτρητες απαρνήσεις, μετοικήσεις και εξορίες τού
Ισραήλ» μέχρις αυτήν, την καθαρή Κόρη,[καί ο Κάντ, η λογική πού κατευθύνει τά χέρια τού θεού, στόν καθαρό λόγο] τα «χέρια τού Θεού»· σ’ αυτήν
συναντώνται η ανερχόμενη Σοφία τού Πνεύματος και ο κατερχόμενος Λόγος· και
καθίσταται εσχατολογική (eschatologisch)
Νύμφη τού Λόγου η «πεποιημένη (δημιουργημένη…) Σοφία» (Αυγουστίνος), και
γίνεται Σάρκα απ’ αυτήν (τη Νύμφη…) ο Λόγος, ενώ γίνεται Εκκλησία, Νύμφη και
Σώμα ταυτόχρονα η Μαρία: Και επιτυγχάνεται η επιστροφή στον Πατέρα μ’ αυτήν την
ενότητα Πνεύματος και Λόγου. Κι είναι ‘υπόχρεως’ έτσι στο Πνεύμα και στο
εκπληρωμένο του έργο, την Εκκλησία, που ‘εκπορεύεται’ ταυτόχρονα απ’ τον Υιό, ο
ενανθρωπήσας Λόγος.
Το
δεύτερο βασικό θέμα στον Bouyer
είναι ενδοτριαδικό· ο Marius
Victorinus, ένας
απ’ τους εμπνευστές τής πραγματείας τού Αυγουστίνου περί (Αγίας…) Τριάδος, είδε
ως κίνηση την ουσία τού βιβλικού Θεού (“esse est moveri” – «το Είναι είναι κίνηση»…),
όπου και αντιστοιχεί το Είναι στο status
(στάση…), η Ζωή στο progressio
(προκοπή, πρόοδος…), η Κρίση στο regressio
(επάνοδος…) στον τρισκινούμενο (τριδύναμος, tridynamos) Θεό (( Σημ. τ. μετ.: Εδώ συγχέουν απολύτως τις
‘δυνάμεις’ τού Θεού με τις Υποστάσεις· γιατί «είναι πολυδύναμος ο ένας και
τριαδικός Θεός», όπως λένε όλοι οι άγιοι, και ο άγιος Κάλλιστος Αγγελικούδης
στο αποκαλυπτικό κέιμενό του απέναντι στον Θωμά Ακινάτη – βλ. στις αναρτήσεις
μας… )) : Εδώ καθίσταται μάλιστα, όχι μόνον ο σύνδεσμος (copula) ανάμεσα στον Πατέρα και τον
Υιό, αλλά και η πλήρης επιστροφή τού Θεού στον εαυτό του το Άγιο Πνεύμα. Και
αναδύεται έτσι το ‘φοβερό’ πρόβλημα ανάμεσα στην αγιότητα της θείας ύπαρξης και
στο Άγιο Πνεύμα, που ΄στεναχωρούσε’ ως πρώτον τον Αυγουστίνο, και δεν ‘ησύχασε’
πλέον ύστερα απ’ αυτόν. Νόμιζε δε πως θα μπορούσε να το υπερνικήση μέσα απ’ την
πολυσήμαντη έννοια της ‘προσαρμογής’ ή ‘ιδιοποίησης’ (Appropriation) ο Αυγουστίνος: Αυτό που
πράττει ως ένας και μοναδικός Θεός ο τριπρόσωπος (( αντί για τρισυπόστατος… )) Θεός, μπορεί να «αποδοθή» (( να το αποδώσουμε δηλ. εμείς, αυτή είναι η
λατινική ‘θεολογία’… )) , βασισμένο στην ιδιαιτερότητά της, σε μιαν απ’ τις
Υποστάσεις του (Hypostasen).
Αναφέρεται λοιπόν με ιδιαίτερη προτίμηση στην προς Ρωμαίους 5, 5 επιστολή ο
Αυγουστίνος: «…ότι η αγάπη τού Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια
Πνεύματος Αγίου (τού δοθέντος ημίν…)»: είναι άραγες η ουσία τού Θεού ή το τρίτο
Πρόσωπο αυτό το Πνεύμα; Ή μήπως υφίσταται μια εσωτερική σχέση ανάμεσα στο «ο
Θεός είναι αγάπη» και το «είναι ο δεσμός τής αγάπης ανάμεσα στον Πατέρα και τον
Υιό το Άγιο Πνεύμα»; Αν δεν κατανοηθή ως ένα Τέταρτο, Ουδέτερο πίσω απ’ τα
Πρόσωπα (Personen)
η «ουσία», δεν θα μπορούσε τότε να είναι η έκφραση αυτού που είναι πιο Βαθύ απ’
όλα (τού Βαθύτατου) στον Θεό το Πνεύμα; Η «κίνηση» (Victorin), που ωθεί να εξέλθη απ’ τον
εαυτό του και να γεννήση τον Υιό ο Πατήρ, με την οποίαν και καθίσταται κατ’
αρχάς Πατήρ, και η κίνηση, που οδηγεί να αποδώση τα πάντα και να τα επιστρέψη
στον Πατέρα ο Υιός, με το οποίο και καθίσταται κατ’ αρχάς Υιός; Και είναι
άραγες «αναπόφευκτη» η παραπάνω διαφορά μεταξύ τής ‘ουσιαστικής’ (εκ της
ουσίας…) και της προσωπικής αγάπης; Μπορούμε να πούμε λοιπόν πως «ολοκληρώνεται
σ’ αυτό το Πνεύμα τού Πατρός, που δεν μπορεί παρά να είναι Πνεύμα τής
Πατρότητας, και αναπαύεται ως ελεύθερο Πνεύμα τής Ανταπόκρισης στον Υιό η αγάπη (που είναι η ζωή τού ίδιου τού
Θεού, ο Πατήρ στην πατρότητά του, και ο Υιός ως Αγαπημένος και ως Ανταποδίδων
την αγάπη), έτσι ώστε να είναι ο Ίδιος (ο Πατήρ…) ταυτόχρονα αυτός που ύψιστα
αγαπά και ύψιστα αγαπάται»; Θα ήταν λοιπόν τότε, «όπως το λέει και τ’
όνομά του, η Αναπνοή τής θεϊκής ζωής το Πνεύμα ή η Καρδιά τρόπον τινά, που
είναι άλλωστε το ίδιο, της θεότητας, καρδιά τού Πατρός και καρδιά επίσης τού
Υιού, Χάρισμα που δωρίζει την ζωή».
Εδώ
τολμά να πάη ο F.X. Durrwell στο
τελευταίο του έργο “L’
Esprit Saint de Dieu” («Το ‘Αγιο Πνεύμα τού Θεού»…)
ακόμα παραπέρα. Θ’ ‘αγγίξουμε’ απ’ τις πυκνές, και περιεκτικές ολόκληρης της
διδασκαλίας περί Πνεύματος σελίδες του, δυό και μόνον ευρύτερα ερωτήματα, που
διατρέχουν εξάλλου ως βασικά θέματα ολόκληρο το έργο. «Ο Θεός είναι αγάπη» κατ’
αρχάς, «και το Πνεύμα είναι αγάπη. Όλες οι ιδιότητες του Θεού υποστασιάζονται
στο Πνεύμα, το οποίο και είναι Θεός το ίδιο στο βάθος του». Κι έτσι «είναι το
προσωποποιούν πρόσωπο στην Αγία Τριάδα το Πνεύμα. Ο Πατήρ γεννά εν Πνεύματι και
συγκροτείται έτσι ως πρόσωπο, ο Υιός γεννάται εν Πνεύματι και συγκροτείται
επίσης ως πρόσωπο. Προσωποποιείται όμως και στον Κόσμο η επίδραση του
Πνεύματος… Προσωποποιείται θεϊκά εν Πνεύματι, αναλαμβανόμενος στο πρόσωπο του
Λόγου, ο άνθρωπος Ιησούς» (( Τίποτα δεν
μπορεί να κάνη ο Θεός χωρίς αυτό το Πνεύμα, θα έμενε δε και ‘απρόσωπος’!... ))
. «Επενεργεί» πράγματι «την Ενσάρκωση», και καθίσταται έτσι ο Ιδρυτής μιας
Χριστολογίας τού Πνεύματος το Πνεύμα. Και θα ήταν τότε (συγγενεύοντας εδώ ο
συγγραφέας μας με τον Χέγκελ) «στο τέλος όπως και στην αρχή» στον Θεό το Πνεύμα:
«Είναι η αγαπητική πράξη τού Πατρός το ότι γεννά αιωνίως, και είναι το Πνεύμα
αυτή η ενεργητική αγάπη… Υπάρχει στην αρχή, στον γεννώντα Πατέρα, αλλά και στο
τέλος, στον Γεννώμενο, το Πνεύμα. Και παρ’ όλο που προέρχεται και απ’ τους δυό
(Φιλιόκβε…), δεν είναι ούτε ύστερα απ’ τον Πατέρα ούτε ύστερα απ’ τον Υιό,
γιατί σ’ Αυτό είναι εκείνοι Πατήρ και Υιός»
(( Προσπαθώντας να βγης μόνος σου απ’ τον βούρκο, απλώς βουλιάζεις όλο
και βαθύτερα… )) . «Το Πνεύμα είναι η αναπνοή τού στόματος του Θεού, το άγγελμα
του Λόγου, λέει ο Ιωάννης Δαμασκηνός ((
;… - Υπάρχει πάντα η σύγχυση ανάμεσα στο ότι ο Θεός είναι πνεύμα, και στην
υπόσταση του Αγίου Πνεύματος…)) . Η γέννηση του Υιού και η εκπόρευση του
Πνεύματος βρίσκονται, παρ’ ότι δεν ταυτίζονται, το ένα μέσα στο άλλο:
‘Εξάγεται’ κατά τη γέννηση του Υιού, όντας Πνεύμα τού Πατρός στην πατρότητά του
το Πνεύμα. Η όλη επενέργεια του Πατρός είναι η γέννηση του Υιού, και παρ’ όλο
που δεν γεννά ο Πατήρ το Πνεύμα, βρίσκεται ωστόσο στην πατρότητά του η πηγή τού
Πνεύματος… Αν εκπορεύεται απ’ τον Πατέρα το Πνεύμα, και συνίσταται στη γέννηση
όλη η επενέργεια του Πατρός, κι αν δεν είναι (βέβαια…) ο Υιός το Πνεύμα, δεν
μπορεί παρά είναι τότε αυτή η γέννηση το Πνεύμα» (( Η άρρητη και απερινόητη και ανέγγιχτη από
ανθρώπους και αγγέλους αιώνια Αγία Τριάδα… Και όμως ‘επιχειρούν’, με τα
πεπερασμένα και σαθρά μέσα μιας, ‘εσκοτισμένης’ άλλωστε, λογικής… )) . Είναι «η
πληρότητα, απ’ την οποίαν όλα πηγάζουν και ‘πλένονται’ και τελειώνονται». «Δεν
υπάρχει καμμιά φύση, που αναπτύσσεται καρποφόρα σε πρόσωπα στον Θεό· αλλά είναι
η φύση τού Θεού, να είναι Τριάδα. Και είναι ένα απ’ αυτά τα Πρόσωπα το Άγιο
Πνεύμα. Που είναι ο σύνδεσμος της ενότητας Πατρός και Υιού, στον οποίον
‘σύνδεσμο’ και προσωποποιούνται οι ιδιότητες (τα κατηγορήματα!...) του Θεού».
Aντίστοιχα είναι – κι αυτό είναι
το δεύτερο βασικό σημείο – και ο Υιός μόνον εν Πνεύματι Υιός και ‘δίνει’ τον
εαυτό του εν Πνεύματι πίσω στον Πατέρα. Το οποίο το κάνει ως Ενανθρωπήσας, με
ύψιστη πράξη τής απόδοσής του (της επιστροφής του…) στο «αιώνιο Πνεύμα» (Εβρ.
9, 14) (( Λέει το συγκεκριμένο σημείο:
«…ει γαρ το αίμα ταύρων και τράγων και σποδός δαμάλεως ραντίζουσα τους
κεκοινωμένους αγιάζει προς την της σαρκός καθαρότητα, πόσω μάλλον το αίμα τού
Χριστού, ός δια Πνεύματος αιωνίου εαυτόν προσήνεγκεν άμωμον τω
Θεώ, καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων εις το λατρεύειν Θεώ ζώντι;»… Κόβουν και ράβουν, ως
μανιωδώς εργαζόμενοι χειρώνακτες, χωρίς Θεό… Ένας είναι ο τριαδικός Θεός…
)) τον θάνατό του στον Σταυρό.
Αναγνωρίζεται δε σαφώς, ότι αυτή η αυτο-απόδοση είναι ταυτόχρονα η Ευχαριστία (Eucharistie) τού Υιού προς τον Πατέρα και
προς τον Κόσμο (( ! )) (Durrwell…
H θέση
αυτή του Durrwell
δεν είναι ωστόσο τόσο νέα, όσο θα μπορούσε να νομίση κανείς. Συμφωνεί
μαζί της ο νεαρός ήδη Αυγουστίνος: «Κάποιοι θέλησαν να δουν το Άγιο Πνεύμα ως
την πραγματική κοινότητα – ipsam
communionem –
μεταξύ Πατρός και Υιού και την ίδιαν τρόπον τινά τη θεότητα – την οποίαν και
ονομάζουν «θεότης» οι Έλληνες· αυτή
λοιπόν, την οποίαν και τη θέτουν ως την αμφίπλευρη επίσης αγάπη και στοργή – Caritas ανάμεσα
στους δυό, ονομάζεται Άγιο Πνεύμα» - De fide et symbol 19… Πρέπει να ‘σκεφτόταν’ τον
Μάριο Βικτορίνο εδώ ο Αυγουστίνος. Ο οποίος και ονομάζει αλλού ως “concordia” – «ομόνοια, ομοφροσύνη», και
ως “communitas”
– «κοινότης, κοινωνία» το Πνεύμα. Πολύ δε καθαρά το λέει και ο Ισίδωρος της
Σεβίλλης: «Χορηγεί την ενότητα ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό το Πνεύμα».
Μήπως όμως δεν περιγράφει κι ο ίδιος ο Αυγουστίνος στο ώριμό του έργο “De Trinitate” ως την αμφίπλευρη αγάπη Πατρός
και Υιού, ορμώμενος μάλιστα απ’ την ανθρώπινη επίσης εικόνα – memoria, intellectus, voluntas· μνήμη, νόηση ή διάνοια,
βούληση - , το – προσωπικό οπωσδήποτε – Πνεύμα; Κι όταν περιγράφη ως από μια
μοναδική, κοινή πηγή την ‘έξοδο’ του Πνεύματος απ’ τον Πατέρα και τον Υιό, ώστε
να μην αντιτίθενται άρα εδώ αναμεταξύ τους οι δύο, δεν είναι τότε, όπως το λέει
και ο Θωμάς – Ακινάτης -, η ίδια η θεϊκή φύση αυτή η πηγή;… «Η θεϊκή φύση φανερώνεται εδώ ως σχέση, ως η
κοινή δηλ. σχέση τού Πατρός και του Υιού προς το Άγιο Πνεύμα… και φανερώνεται
μ’ αυτήν την έννοια στην προσωπική
της όψη η actus
purus
– καθαρή
πράξη ή κίνηση…», λέει ο H.
Muehlen…) - Δεν χωρίζονται το «νερό», το πνεύμα και το
«αίμα» -. Aν
κορυφούται όμως στον θάνατό του το γεγονός τής Ενανθρωπήσεως του Ιησού, κι αν
είναι ταυτόχρονα η ύψιστη αποκάλυψη της αγαπητικής του σχέσης προς τον Πατέρα
αυτός ο θάνατος, είναι τότε και η πληρέστατη ζωής πράξη του, που δεν μπορεί
(ποτέ!...), καθώς διαιωνίζεται η Ανθρωπότητά του μέσω τού Πνεύματος, να
παρέλθη. Γι’ αυτό και οι εκπληκτικές κατ’ αρχάς εκφράσεις: «Το Πνεύμα
ανασταίνει τον Ιησού, χωρίς να τον αποσπά βίαια απ’ τον θάνατο… δεν τον ‘αρπάζει’
πέρα απ’ την ύψιστη αφοσίωση της αγάπης του, δηλ. τον θάνατο. Ο οποίος είναι το
μυστήριο (Mysterium)
της Ενανθρωπήσεως στο έσχατό της βάθος, όπου είναι θάνατος και μεγαλοπρέπεια οι
όψεις ενός και μοναδικού μυστικού: ανορθούται εκεί με μια μεγαλοπρέπεια που δεν
ακολουθεί τον θάνατο, αλλά τον ‘αφιερώνει’, ο σφαγιασθείς Αμνός». «Δεν
επιστρέφει μετά τον θάνατό του, αλλά (μένει…) στον θάνατο, όπου και τον
εγκωμιάζει το Πνεύμα, ο Ιησούς» ((
Απίστευτα;… )) . «Ανασταίνεται, χωρίς να εγκαταλείψη το μυστήριο του θανάτου
του ο Ιησούς». Περιγράφονται δε (απ’ τον Durrwell…) και οι συνέπειες για τους
Χριστιανούς, η «απονέκρωσή» τους, η (όπως τού Παύλου) ζωή τους μέσα και από τον
θάνατο. ‘Αντιγράφεται’ κατά βάσιν πλήρως ο ιωάννειος «ύμνος» ως ενότητα θανάτου
και αναστάσεως. Κι εφ’ όσον επενεργεί το Πνεύμα την πράξη τού θανάτου, καθώς
και της Ανάστασης (( διάφορες
παραπομπές… )) , εμφανίζεται εδώ εκ νέου ‘πνευματολογικά’ η Χριστολογία.
Θα
μπορούσε να φοβηθή κανείς, πως δεν προφυλάσσει επαρκώς την τριαδική «τάξη» (Taxis), παρ’ όλην την περί τού
αντιθέτου διαβεβαίωση, η περί Τριάδος διδασκαλία τού Durrwell. Μπορεί ωστόσο να μας βοηθήση
εδώ η υπενθύμιση του Αdriennes
von Speyr, ότι δεν πρέπει να αντιληφθούμε
κατά κανέναν τρόπο χρονικά αυτήν την «τάξη», επειδή είναι εξίσου αιώνια όπως η
ύπαρξή τους η προέλευση Υιού και Πνεύματος: «Επενεργεί και ο Υιός, αφηνόμενος και πρόθυμος να γεννηθή, στη
γέννησή του», κι αν μπορούμε να μιλήσουμε για μια «θέληση γεννήσεως» στον
Πατέρα που γεννά τον Υιό, αλλά και στους Δύο κατά την εκπόρευση του Πνεύματος («τάξη»), ‘ανακεφαλαιώνεται’ ωστόσο
θεμελιακά από μια θέληση ελευθερίας αυτή η θέληση (( Σημ. τ. μετ.: Πώς να μη ‘σκεφτούμε’ εδώ
τα όσα λέει και σε μας εδώ ο Χρ. Γιανναράς, που ‘αντιγράφει’ ότι: «Γεννά
ελεύθερα ο Πατέρας τον Υιό…». Τί αθλιότητα!... )) , έτσι ώστε να αναγνωρίζη
τώρα, χωρίς να αναιρείται η ‘προτεραιότητα’ του Πατρός, ο Υιός, πως
«υπολογίζει, αποκαλύπτοντας τον σκοπό του, και στη δική του συνέργεια, του
Υιού, ο Πατήρ, αλλά και στην επενέργεια ταυτόχρονα ενός Τρίτου, του Πνεύματος,
με συνέπεια να θέτη τον εαυτό του, αναγνωρίζοντας πως τον χρειάζεται ο Πατέρας,
στη διάθεσή του (του Πατέρα…) για την ‘εκφορά’ τού Πνεύματος ο Υιός» (( για γέλια και για κλάμματα… )) · «και
βλέποντας πώς ‘συγκρατεί’ απέναντι στον Πατέρα την ελεύθερή του θέληση, και
υπακούει σ’ αυτόν ο Υιός, θέλει να εξασκήση απέναντι και στους δύο (Πατέρα και
Υιό…) αυτήν την υπακοή και το Πνεύμα ((
σκέτη ‘κατασκήνωση’… )) . Και είναι σαν να αντιλαμβάνονται τώρα ο ένας με τον
άλλον αυτήν την ανάκληση (του θελήματος εκ μέρους τού Πνεύματος…) ο Πατέρας και
ο Υιός, και σαν να του φωνάζουν την ίδια στιγμή όπως ένα Όχι!, για να του
δωρίσουν ολόκληρη κατ’ αρχάς τη θεϊκή ελευθερία. Δεν είναι (βλέπετε…) ένας
‘οψιγεννής’ (ένας που γεννήθηκε αργότερα…), αυτός που τελειώνει τη σειρά το
Πνεύμα», αλλά είναι μάλλον «αυτός που παριστά εκ νέου, μ’ έναν πηγαίο και
ενιαίον τρόπο κάτι απ’ την επικρατούσα θέληση του Πατρός και κάτι απ’ την
αυτο-υποτασσόμενη θέληση του Υιού, όπου και δεν είναι πλέον πλήρως ορατή η
σχέση προτεραιότητας και υποταγής… ‘Επιτρέπεται’ να ανακαλύψη ελεύθερα στο
Πνεύμα, αυτό που μπορεί πάντοτε να κάνη για την αγάπη τού Πατέρα και του Υιού»
(Adrienne von Sprey, “Die Welt des Gebetes” – «Ο κόσμος τής προσευχής» !
…).
Φωτίζεται λοιπόν με την ‘έκθεση’ που ξεκίνησε ο Bouyer, ολοκλήρωσε ο Durrwell και
αποσαφήνισε η Adrienne
von Speyr μια
‘υπόθεση’ ή μια ‘κατεύθυνση’ της τριαδικής θεολογίας, στην οποίαν και άνοιξε ο
2ος τόμος τής «Θεολογικής», εκ της παραδόσεως (και της εν μέρει
αποδόμησής της), τον δρόμο.
Ενεργητικώτερα
απ’ όλους συνηγόρησε ο Walter
Kasper στο
τελευταίο μέρος τού κειμένου του «Ιησούς ο Χριστός» (Gruenewald, Mainz 1974) για μιαν
«Πνευματοχριστολογία», παρακινούμενος εν μέρει απ’ το «Εμπειρία και ιστορία»
τού Max
Mueller και
απομακρυνόμενος αποφασιστικά απ’ τον Χέγκελ, που δεν πειθόταν πως είναι ένα το
‘αδιάθετο’, η ελευθερία και η κυριαρχία με την αυτο-προσφερόμενη αγάπη τού
Θεού. Μόνο σ’ αυτήν την ενότητα μπορεί όμως να κατανοηθή «ως ο προσωπικός
δεσμός τής ελευθερίας στην αγάπη ανάμεσα στον Πατέρα και τον Υιό το Πνεύμα», ως
«το μέσον», με το οποίο (στο οποίο…) στέλνει ελεύθερα και από καθαρή αγάπη τον
Υιό ο Πατήρ, και στο οποίο βρίσκει τον ανθρώπινο ‘συνεταίρο’ στον Ιησού, που
μπορεί να ‘απαντήση’ με ελεύθερη και αγαπητική υπακοή στον Πατέρα (( Τέρατα; Ναι, τέρατα… Αλλά το Πνεύμα
πρέπει οπωσδήποτε να γίνη ο… Παντοθεός, και να πνεύση «όπου θέλει» ο κάθε
μανιακός… )) . Ως αυτό το μέσον, δεν είναι μόνον η ακολουθούσα την υποστατική
ένωση ενότητα της ανθρωπότητας του Χριστού το Πνεύμα, «αλλά και η προϋπόθεσή
της», «η δημιουργική αρχή, που αγιάζει κατ’ αυτόν τον τρόπο τον άνθρωπο
Ιησού (( δεν έγινε υποστατική ένωση;…
)) , ώστε να τον καθιστά ικανό (( ! )) ,
να είναι με την ελεύθερή του υπακοή και ‘παράδοση’ η ενανθρωπήσασα απάντηση
στην αυτο-αποκάλυψη του Θεού» (W.
Kasper…). Τελειούται δε στον
θάνατο του Ιησού (( πάει, ‘πέθανε’, δεν
υπάρχει πια!... )) αυτή η αναγόμενη στο
Πνεύμα απάντηση, με τον οποίον θάνατο και «απελευθερώνεται τρόπον τινά», μετά
το τέλος τής πεπερασμένης αποστολής τού Υιού, το Πνεύμα (( η τέλεια ‘κατασκευή’, ή όπως θα λέγαμε σ’
ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, το «τέλειο έγκλημα»… )) : «Αποδεσμεύεται απ’ τη ‘μερική’, ιστορική
του μορφή», οπότε και αναγγέλλει ταυτόχρονα την έλευση του Πνεύματος (( επιτέλους!... )) ο Θάνατος και η Ανάσταση του Ιησού. «Και
παρέχει έτσι» - κι αυτή είναι η κεντρική
πρόταση του Kasper – «εν
Πνεύματι παγκόσμια (( ναι, ναι, οι άνθρωποι δουλεύουν με απόλυτο
σύστημα!... )) τη σωτηρία ο Ιησούς
Χριστός, που είναι προσωπικά το μέσον εν Πνεύματι μεταξύ Θεού και ανθρώπου».
Και για να το πούμε ακριβέστερα: μπορεί μόνο μια Πνευματοχριστολογία να συνδέση
τη μοναδικότητα και το ασύγκριτο του Ιησού με την ‘καθολικότητα’ του
δικαιώματος και της κυριαρχίας του. Και μοιάζει ν’ ακούγεται πάλι κάπως το θέμα
τού Bouyer:
επιβλέπει την τάξη τής φύσης απ’ την πρώτη (ήδη…) Δημιουργία το Πνεύμα· που
‘αποδεικνύεται’ ως η εκκεχυμένη φυσικο-υπερφυσική σοφία τού Θεού πάνω στον
Κόσμο, που ‘αναστενάζει’ προς τη Νέα Δημιουργία (Ρωμ. 8), η οποία και ανυψούται
με την επισκίαση του Πνεύματος στη Μαρία και τον θεανθρώπινο καρπό της,
αναζητώντας επίμονα σ’ αυτόν, τον Πρωτότοκο της νέας Δημιουργίας, μιαν εσχατολογική τελείωση (( να τελειώνουμε!... )) . Και είναι το Πνεύμα που προσδίδει στη
μοναδικότητα του Ιησού, του μοναδικού Υιού τού Πατρός, την καθολική
(παγκόσμια…) σημασία τής Εκκλησίας και της ιστορίας τού κόσμου.
(( Σημ.
τ. μετ.: Μπορεί να ‘συζητήση’ κανείς μ’ αυτούς τούς ανθρώπους για την πίστη;
Μέχρι και σήμερα αυτά επεξεργάζονται, και είναι κατόπιν αυτού ολοφάνερο πως δεν
κάνουν κανέναν απολύτως ‘διάλογο’ οι ‘δικοί’ μας. Απλώς ψάχνουν μαζί, και
βοηθάει αφάνταστα σ’ αυτό ο ‘καταξιωμένος’ διεθνώς Ζηζιούλας, να βρουν πώς θα
οργανώσουν την εντελώς καινούργια, παγκόσμια ‘Εκκλησία’ που ετοιμάζουν. Χωρίς
τον Κύριο… - Τελειώνοντας τη μετάφραση αυτού τού κεφαλαίου, θα θέλαμε να
παραθέσουμε μιαν παράγραφο απ’ τον «Αόρατο πόλεμο» του Αγίου Νικοδήμου. Μας
λέει ο άγιος: «Αφ’ ού δε μίαν φοράν έπεσεν ο άνθρωπος εις τοιαύτην στάσιν,
ποίος δύναται να ειπή εις πόσα πάθη; εις πόσα κακά; και εις πόσας πλάνας
κατεκρημνίσθη δια μέσου τής φαντασίας; Εγέμωσε την ηθικήν φιλοσοφίαν από
διαφόρους απάτας. Εγέμωσε την φυσικήν από πολλάς ψευδοδοξίας, και εγέμωσε την
θεολογίαν από διεφθαρμένα, και ψευδή δόγματα. Διότι, πολλοί, και παλαιοί και
νεώτεροι, θέλοντες να θεωρήσουν, και να λαλήσουν περί Θεού, και των του Θεού
απλών, ασχηματίστων, και αφαντάστων μυστηρίων, όπου δουλεύει η ανωτάτη δύναμις
της ψυχής, ήτοι ο νους, προτού ακόμη να καθαρίσουν τον νουν τους από τα εμπαθή
σχήματα και εικόνας τής φαντασίας τών αισθητών πραγμάτων, αντί δια αλήθειαν
ευρήκαν ψεύδος. Και το μεγαλήτερον κακόν είναι, ότι και το ψεύδος αυτό, το
εναγκαλίσθησαν, και το κρατούν δυνατά ως αληθές και όντως όν· και αντί δια
θεολόγοι, εφάνησαν φαντασιολόγοι, παραδοθέντες εις αδόκιμον νουν, κατά τον
Απόστολον» )) .
(
συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου