Συνέχεια από
Τρίτη, 7 Μαρτίου 2017
Μια νέα ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο :ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
Β. ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΩΝ ΔΙΑΛΕΞΕΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ
Ι. Η ΔΙΑΛΕΞΗ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ ΛΟΓΟΙ
1. Αριστόξενος, Στοιχεία Αρμονίας, 2.20.16 – 31.3
Είναι γεγονός ότι η ανέκδοτη διήγηση του Αριστόξενου από τον Τάραντα για την αποτυχία που σημείωσε η δημόσια Διάλεξη του Πλάτωνα Περί του Αγαθού αποτελεί την πρώτη σημαντική μαρτυρία στην οποία αναφέρονται τόσο οι υποστηρικτές του πλατωνικού εσωτερισμού όσο και οι αντι-εσωτεριστές. Εξ αιτίας της υπερβολικής λακωνικότητάς της δεν διαφαίνεται από το κείμενο αν ο Αριστόξενος αναφέρεται σε μια μοναδική δημόσια Διάλεξη ή αντίθετα σε έναν περιοδικό κύκλο μαθημάτων.
Ενώ οι αντι-εσωτεριστές
συνέδεσαν ολόκληρη την προφορική διδασκαλία του Πλάτωνα με την διήγηση του
Αριστόξενου, προκειμένου να την υποτιμήσουν, αποδίδοντας της έναν χαρακτήρα
μοναδικότητας και εξωτερικότητας, οι υποστηρικτές της γεννητικής
ερμηνείας θεώρησαν ότι το κείμενο αποτελεί απόδειξη της ύστερης επεξεργασίας
της θεωρίας των αρχών: η διάλεξη Περί του
Αγαθού θα ήταν μεταγενέστερη της Ζ΄Επιστολής.
Τέλος, στο άρθρο του με τίτλο «Ο Αριστόξενος για το Περί Ταγαθού» του Πλάτωνος,
ο H.J. Krämer προσπαθεί αντίθετα να αποδείξει ότι η χρήση του
παρατατικού (αντί για τον αόριστο) αποδεικνύει τον επαναληπτικό χαρακτήρα της
διάλεξης. Στην περίπτωση αυτή όμως δεν θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το
ξάφνιασμα των ακροατών του Πλάτωνα. Γι’ αυτό ο
H.J. Krämer υιοθέτησε στο εξής την λύση που πρότεινε ο W.K.C.
Gunthrie, διαχωρίζοντας την καθαρά βιογραφική μαρτυρία
του Αριστόξενου, από τις δοξογραφικού περιεχομένου μαρτυρίες του για την
πραγματεία Περί του Αγαθού. Σχετικά
με το ότι ο Πλάτων παρουσίαζε συστηματικά Λόγους
περί του Αγαθού στην Ακαδημία έχουμε την απόδειξη της μαρτυρίας του
Σιμπλίκιου.
2.
Σιμπλίκιος, Περί των Φυσικών του
Αριστοτέλους, σ. 151, 6-19 (εκ.Diels)
Στο κείμενο του Σιμπλίκιου ο όρος ακρόασις
δεν έχει το ίδιο νόημα με αυτό στον Αριστόξενο. Ο Σιμπλίκιος διαθέτει τις
πληροφορίες του από τον Αλέξανδρο Αφροδισιέα, σχολιαστή του 2ου
αιώνα. Ο όρος ακρόασις αυτή την εποχή ήταν συνώνυμος με την πραγματεία που προσδιόριζε τον περιοδικό
κύκλο μαθημάτων του Αριστοτέλη στο Λύκειο, και συνδέεται άμεσα με το Περί Ταγαθού του Πλάτωνα στο απόσπασμα Ι
1, 1182a23-30 των Ηθικών
Μεγάλων. Επιπλέον ο Σιμπλίκιος κάνει χρήση του όρου συνουσίαι, ο οποίος στο 340 και 343e της Ζ΄ Επιστολής ορίζεται ως «διδακτικοί
λόγοι» οι οποίοι αργότερα καθιερώθηκαν με τον όρο σεμινάρια. Επιλέξαμε να μεταφράσουμε αυτό τον όρο με την έκφραση
«Άγραφες Συνομιλίες». Το γεγονός ότι ο Σιμπλίκιος χρησιμοποίει άλλοτε τον όρο «συνουσία» στον ενικό και άλλοτε την
έκφραση «λόγοι περί του αγαθού» στον
πληθυντικό, αναφερόμενος στις παραδόσεις του Πλάτωνα, σημαίνει ότι δεν τον
απασχολεί ιδιαίτερα η μορφή της προφορικής διδασκαλίας. Σημασία γι’ αυτόν έχει
μόνο το φιλοσοφικό περιεχόμενο. Οι πληροφορίες του, όπως και αυτές του
Πορφυρίου στις οποίες αναφέρεται, προέρχονται όλες από τον Αλέξανδρο
Αφροδισιέα. Και αυτός ο τελευταίος όταν αναφέρεται στους Λόγους περί του Αγαθού χρησιμοποιεί πάντοτε τον πληθυντικό. Είναι
εύκολα κατανοητό το γιατί η δημόσια διάλεξη Περί
του Αγαθού και οι άγραφες Συνομιλίες
έχουν τον ίδιο τίτλο, παρότι οι παραδόσεις του Πλάτωνα θα μπορούσαν εξίσου να αποκαλούνται για παράδειγμα «Περί
αιτίων». Ένα μέρος των Λόγων Περί του
Αγαθού ήταν πράγματι αφιερωμένο στην θεωρία της αρετής, και το Εν ως αρχή δεν ήταν μόνο πηγή του εξέχοντος, αλλά το
ίδιο το Αγαθό. Ποιόν υψηλότερο φόρο τιμής θα μπορούσε να αποδώσει ο Πλάτων στον
δάσκαλό του τον Σωκράτη από το να ονοματίσει έτσι την διδασκαλία του;
ΙΙ. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ
ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ
Μετά από την ολοκλήρωση της διάκρισης ανάμεσα στην Διάλεξη και τους Λόγους Περί
του Αγαθού θα πρέπει να ερευνήσουμε το πρόβλημα που τέθηκε σχετικά με την χρονολόγηση της Διάλεξης. Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η
επεξεργασία της θεωρίας των αρχών είναι κατά τους εσωτεριστές λίγο προγενέστερη της Πολιτείας. Όπως θα δούμε όμως στη συνέχεια οι υποστηρικτές του
πλατωνικού εσωτερισμού εκφράζουν απόψεις διαμετρικά αντίθετες επί του θέματος.
Σύμφωνα
με τον H.J. Krämer, η Διάλεξη
Περί του Αγαθού έγινε πριν την συγγραφή της Πολιτείας, και ίσως τοποθετείται στην εποχή που ο Πλάτων ίδρυσε τη
Σχολή του. Αυτή είναι η στιγμή που ο Πλάτων αντιμετωπίζει και την συγκεκριμένη
αποτυχία, της οποίας τις αιτίες ο Αριστόξενος περιγράφει με κάποια ικανοποίηση:
ότι δηλαδή οι ακροατές του Πλάτωνα, τους οποίους είχε προσελκύσει ο τίτλος της Διάλεξης, απογοητεύτηκαν ως προς τις
προσδοκίες τους και ταυτόχρονα δυσανασχέτησαν εξ αιτίας της δυσκολίας του
θέματος. Ύστερα από αυτή την αποτυχία φαίνεται ότι ο Πλάτων αποφάσισε να μην
παραδίδει την πεμπτουσία της φιλοσοφίας του παρά μόνο στους μαθητές του, και
τούτο αποκλειστικά στα πλαίσια της Ακαδημίας. Έτσι εξηγείται και η επιμονή του
Πλάτωνα στην Πολιτεία σχετικά με την
ανάγκη και την διάρκεια της μαθηματικο-διαλεκτικής παιδείας.
Παρότι η επιχειρηματολογία αυτή μοιάζει
λογική, ο K. Gaiser δεν έχει πεισθεί
απόλυτα: κατ’ αρχήν, εάν η Διάλεξη, η οποία φαίνεται ότι είχε
σημαντική απήχηση στο κοινό, είχε πραγματοποιηθεί σε σχετικά πρώιμο χρόνο, δεν
δικαιολογούνται οι μεταγενέστερες σιωπές και
επιφυλάξεις του Πλάτωνα: διότι ο καθένας, μετά από αυτή την δημόσια
ομιλία, θα ήταν σε θέση να καταλάβει αυτά που υπονοούν οι Διάλογοι. Αλλά στην Ζ΄ Επιστολή ο Πλάτων δεν κάνει απολύτως καμιά
αναφορά στην προηγούμενη εμπειρία του (το απόσπασμα 343c-d
παραπέμπει σε διαλεκτικές συζητήσεις και όχι σε μια Διάλεξη όπως την περιγράφει ο Αριστόξενος), αλλά παρατηρεί απλώς –
με υποθετικό λόγο (ευκτική) – ότι «μόνο αυτός ο ίδιος θα μπορούσε να εκθέσει
καλύτερα την θεωρία του με λόγο προφορικό ή γραπτό» (341c-e).
Σύμφωνα εξ’ άλλου με τον Αριστόξενο, ο Αριστοτέλης δεν σταματούσε να διηγείται
την γνωστή ιστορία, πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να ήταν παρόν στην Διάλεξη Περί του Αγαθού, σε αντίθεση με
ότι υποστηρίζει ο H.J. Krämer. Τέλος, αν λάβουμε υπόψη την διαλογική δομή των
πρώτων Διαλόγων, θα πρέπει να
συμπεράνουμε ότι ο Πλάτων δεν πρέπει να είχε ψευδαισθήσεις σχετικά με τις
πιθανότητες να γίνει κατανοητή η Διάλεξή
του. Για όλους αυτούς του λόγους ο K. Gaiser τοποθετεί μάλλον την Διάλεξη Περί του Αγαθού ανάμεσα στον
θάνατο του Δίωνος (354 π.Χ.) και του Πλάτωνα
(348/347 π.Χ). Σημαντικές ιστορικές εξελίξεις θα μπορούσαν να έχουν
υποχρεώσει τον Πλάτωνα να πράξει ενάντια στις αρχές του. Και μ’ αυτό τον τρόπο
να εναντιωθεί σε αυτούς που όπως ο Διονύσιος των Συρακουσών εξέδιδαν
πραγματείες που περιλάμβαναν εσφαλμένες ερμηνείες της θεωρίας του. Εξ άλλου,
είναι πιθανό να είχε διεγερθεί η ζηλοτυπία των Αθηναίων, εξ αιτίας του
μυστηρίου που κάλυπτε την διδασκαλία του Πλάτωνα: όλοι γνώριζαν ότι στην
Ακαδημία συζητείται η φύση του Αγαθού και τα θεμέλια της Ευδαιμονίας. Τέλος η
υποτιθέμενη φιλία του Πλάτωνα με τον τύραννο μπορεί να έθεσε σε κίνδυνο την
Σχολή του, δημιουργώντας στους Αθηναίους την εντύπωση ότι έτρεφε
αντιδημοκρατικές ιδέες, και επομένως την υποψία ότι είναι πολέμιος της
δημοκρατίας. Έτσι ο Πλάτων μπορεί να αποφάσισε να αντιμετωπίσει τα
μειονεκτήματα μιας δημόσιας Διάλεξης
(περιφρόνηση ή περίγελος). Το μοναδικό γεγονός που αντιλέγει σ’ αυτή την
υπόθεση είναι ότι ο Αριστόξενος αποσιωπά τα κίνητρα του Πλάτωνα. Αλλά αυτό δεν
αποτελεί σοβαρό αντεπιχείρημα, διότι αυτό που ενδιαφέρει κυρίως τον Αριστόξενο,
όπως και τον Αριστοτέλη, είναι η μέθοδος που ακολουθεί ο Πλάτων στην διδασκαλία
του. Αντίθετα, ορισμένες ενδείξεις αποδεικνύουν ότι η κοινή γνώμη στρεφόταν εναντίον
του Πλάτωνα: γι’ αυτό η επιμονή με την οποία ο Πλάτων αναπτύσσει στην Ζ΄
Επιστολή του λόγους για τους
οποίους η θεωρία των αρχών θα πρέπει να παραμείνει ‘εσωτερική’, αποβλέπει στην
δικαιολόγηση της στάσης του, και αποτελεί απάντηση σε όσους τον κατακρίνουν. Τα
κείμενα του Διονύσιου και όλων όσων δημοσίευσαν πραγματείες για το περιεχόμενο
της θεωρίας του, έδωσαν σαφώς την εντύπωση ότι ο Πλάτων, αν ήθελε, θα μπορούσε
κάλλιστα να εκθέσει δημόσια την διδασκαλία του. Στην Ζ΄ Επιστολή ο Πλάτων υπερασπίζεται τις απόψεις του. Οι περιγραφές
του Ισοκράτη για την Ακαδημία δείχνουν ότι του καταλόγιζαν ελιτισμό. Είναι
πιθανό επομένως, να ένοιωθε απειλούμενος από την επικράτηση εχθρικού κλίματος:
αντίστοιχα παραδείγματα υπήρξαν πολλά και αρκετά διάσημα. Συμπερασματικά ο K.
Gaiser επιμένει
στο γεγονός ότι δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην χρονολογική τοποθέτηση της Διάλεξης Περί του Αγαθού μετά την
σύνταξη της Ζ΄ Επιστολής, και την
συνειδητή επιλογή τοποθέτησης της θεωρίας των αρχών στην εσωτερική διδασκαλία.
Θα πρέπει όμως τώρα να παραθέσουμε του
λόγους για τους οποίους τα υπόλοιπα μέλη της Σχολής του Τύμπινγκεν – οι H.J.
Krämer, J.Wippern και H. Happ – δεν αποδέχθηκαν την εγκυρότητα αυτής της
τοποθέτησης. Ο H.J. Krämer τους εκθέτει στο άρθρο του με τίτλο «Νεώτερα για
την διαμάχη περί της Θεωρίας των Αρχών του Πλάτωνα».
Σύμφωνα
με το άρθρο, το απόσπασμα 341 της Ζ΄
Επιστολής δεν αποδυναμώνει ριζικά την εκδοχή σύμφωνα με την οποία η Διάλεξη Περί του Αγαθού παραδόθηκε ενώπιον
ενός ακατάρτιστου κοινού, στο ξεκίνημα της φιλοσοφικής σταδιοδρομίας του
Πλάτωνα, δεδομένου ότι δεν εκφράζει μια ιστορικο-βιογραφική προοπτική, αλλά
θεμελιώνει ένα επιχείρημα που αφορά την παιδαγωγική του μέθοδο. Το μοναδικό
σημείο της πρότασης που αναφέρεται στο καθ’ υπόθεση παρελθόν (341d
4), δεν αφορά στον προφορικό λόγο, αλλά
στον γραπτό (το ρητά έχει, όπως στο
341c 5 το γενικό νόημα αυτού που «επιδέχεται
διατύπωση» και αντιπαρατίθεται στο επίρρημα της έκφρασης γραπτέα τε και ρητά, όπως η πιθανότητα στην αναγκαιότητα· αλλά και
στις δύο περιπτώσεις αφορά στον γραπτό λόγο, όπως αποδεικνύουν η απόδοσή του με
την λέξη γράψαι, και η χρήση ενός
όρου που συνήθως αποδίδεται στην λογοτεχνική συγγραφή: εἰς φῶς ἀγειν [Παρμ., 128d-e]).
Ο παραλληλισμός του γραπτού και του προφορικού στο 341d δεν είναι παρά η
σύνοψη της παρατήρησης του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία το μόνο κατάλληλο
πρόσωπο που θα μπορούσε (γραπτά), ή μπορεί (προφορικά) να μεταδώσει την θεωρία
των αρχών, είναι αυτός ο ίδιος. Η χρήση της ευκτικής συνοδεύει το βέλτιστα («κατά τον καλύτερο δυνατόν
τρόπο») και παραπέμπει στην παρέκβαση που ακολουθεί, σχετικά με τους φορείς και
τα μέσα μετάδοσης της γνώσης· περικλείει επομένως την διδακτική εμπειρία του
Πλάτωνα (διαφορετικά, θα ήταν άτοπο). Η
χρήση εξ άλλου του «εμείς» (343c-d), καθώς και το
γεγονός ότι ο Πλάτων ασχολείται αποκλειστικά με την μετάδοση της δικής του
φιλοσοφίας, αποδεικνύουν ότι αναφέρεται έμμεσα στις εμπειρίες της αποτυχίας του
απέναντι σε ένα ακατάρτιστο κοινό. Ο ισχυρισμός ότι ο Πλάτων δεν αντιμετώπισε
ποτέ ανθρώπους ανεκπαίδευτους, ανατρέπεται και μόνο από το απόσπασμα 342 της Ζ΄ Επιστολής. Ιδού πώς αποδυναμώνεται το
συμπέρασμα του K. Gaiser κατά το οποίο ο Πλάτων δεν θα ήταν δυνατόν να
έχει παραδώσει την Διάλεξη Περί του
Αγαθού πριν από την Ζ΄ Επιστολή.
Υπάρχουν επίσης ορισμένες ενδείξεις περί προγενέστερης χρονολόγησής της από την
Ζ΄ Επιστολή: επομένως οι εμπειρίες
του Πλάτωνα παραπέμπουν σε συνομιλίες και σε μαθήματα που ακολούθησαν μετά από
κάποιες συζητήσεις.
Στην Ζ΄
Επιστολή, όπως και στην περιγραφή του Αριστόξενου, η αντίδραση της
μεγαλύτερης μερίδας του ακροατηρίου είναι η ίδια. Και επιπλέον, αφού ο Πλάτων
δηλώνει ότι έχει επαναλάβει πολλές φορές αυτά που εκθέτει εδώ (342a),
– πιθανότατα με την μορφή της εισαγωγής στις διαλέξεις του – θα μπορούσε να τα
έχει περιλάβει επίσης στις αναλύσεις του της Διάλεξης Περί του Αγαθού. Επομένως ο Αριστοτέλης δεν ήταν
απαραίτητο να παρευρίσκεται, για να γνωρίζει τί συνέβη. Το γεγονός εξ άλλου ότι
ο Πλάτων αιτιολογεί λεπτομερώς στην Ζ΄ Επιστολή
(341a 8, 343c 3,345a
7)την αποσιώπηση της φύσεως του Αγαθού στην Πολιτεία
(506d-e), αποτελεί για τον H.J.
Krämer ένα επιπλέον επιχείρημα
υπέρ της άποψής του. Και τέλος, αφού το πρόγραμμα εκπαίδευσης που περιγράφεται
στην Πολιτεία προϋποθέτει την διδακτική
θεωρία που εκτίθεται στην Ζ΄ Επιστολή,
η αρνητική εμπειρία του Πλάτωνα θα πρέπει να προηγήθηκε της συγγραφής της Πολιτείας. Η μορφή του διαλόγου που
χρησιμοποιεί ο Πλάτων στους πρώτους Διαλόγους
του, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντεπιχείρημα, διότι μόνο αφού
συνειδητοποίησε την αναγκαιότητα μιας μακράς εκπαιδευτικής διαδικασίας, ο
Πλάτων έφτασε να συλλάβει την θεωρία του.
Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις διαστάσεις απόψεων, η Σχολή του Τύμπινγκεν
δεν έθεσε κατά κανένα τρόπο σε αμφισβήτηση το ζήτημα της ύπαρξης ενός
πλατωνικού εσωτερισμού προγενέστερου των Διαλόγων
της δεύτερης περιόδου.
ΙΙΙ.
ΜΕΤΑΔΩΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΑΘΟΥ
Θα πρέπει τώρα να εξετάσουμε το ζήτημα της
μετάδοσης των Λόγων Περί του Αγαθού.
Στο σχόλιό του περί των Φυσικών ο Σιμπλίκιος αναφέρεται ρητά
στις σημειώσεις των Λόγων του Πλάτωνα
Περί του Αγαθού, που κρατούσαν ο
Αριστοτέλης και οι «συμμαθητές». Αφού
αναφερθεί στο απόσπασμα στο οποίο ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς στηρίζεται στην
πραγματεία του Αριστοτέλη Περί του Αγαθού,
για να αποδείξει ότι η πατρότητα του δόγματος των αρχών ανήκει στον Πλάτωνα, ο
Σιμπλίκιος συνεχίζει λέγοντας:
Θα μπορούσαμε επίσης να ενημερωθούμε από
τον Σπεύσιππο και όλους αυτούς που ήταν παρόντες στην Παράδοση του Πλάτωνα Περί του Αγαθού· διότι όλοι κρατούσαν από κοινού σημειώσεις
και ακολούθησαν πιστά την θεωρία του (…)
Στη συνέχεια ο Σιμπλίκιος μεταφέρει αυτολεξεί μια έκθεση του Πορφυρίου
για το πλατωνικό δόγμα των αρχών, στο οποίο διαβάζουμε:
(…)Ο
Αριστοτέλης, ο Ηρακλείδης, ο Εστιέας παρευρέθηκαν (εννοεί στους Λόγους Περί του
Αγαθού) και κατέγραψαν ακριβώς αυτά που είπε.
Ακολούθως, αφού επαναλάβει το πλήρες
κείμενο των δηλώσεων του Πορφυρίου, και πριν περάσει στον απολογισμό του
Αλέξανδρου, ο Σιμπλίκιος δηλώνει :
Ιδού, σχεδόν αυτούσιος ο λόγος του Πορφυρίου, τηρώντας την υπόσχεσή του
να αποτυπώσει πιστά το περιεχόμενο (..) της Παράδοσης Περί του Αγαθού
(..).
Και
συμπληρώνει: Και ο Αλέξανδρος υποσχόμενος
και αυτός επίσης να επιχειρηματολογήσει στη βάση των Λόγων του Πλάτωνος Περί του Αγαθού, όπως παραδόθηκαν από τον Αριστοτέλη και
του άλλους μαθητές του Πλάτωνα …
Στο
δοξογραφικό του έργο περί της ζωής και των θεωριών διάσημων φιλοσόφων, ο
Διογένης ο Λαέρτιος βεβαιώνει την ύπαρξη πραγματείας Περί του Αγαθού, στον Αριστοτέλη, τον Ξενοκράτη και τον Ηρακλείδη.
Τέλος οι κατάλογοι έργων που κατάρτισαν ο
Ησύχιος και ο Πτολεμαίος, καθώς και πολλές αναφορές του Αλεξάνδρου, βεβαιώνουν
επίσης την ύπαρξη αριστοτελικής πραγματείας Περί
του Αγαθού.
Να προσθέσουμε ότι όλα τα χειρόγραφα των
σημειώσεων των μαθητών απωλέσθηκαν. Επομένως οι μαρτυρίες που διαθέτουμε δεν
αποτελούνται από αποσπάσματα με την καθαυτό έννοια, αλλά από δοξογραφικές
πληροφορίες. Η εργασία της αποκατάστασης των Λόγων Περί του Αγαθού ξεκινά επομένως από την αναζήτηση αναφορών
στα έργα των δοξογράφων και των ερμηνευτών.
Αλλά η έρευνα των μαρτυριών δεν
περιορίζεται ασφαλώς στα κείμενα που εμμέσως αναδύονται από της σημειώσεις Περί του Αγαθού. Διαθέτουμε επίσης
ορισμένα κείμενα, τα οποία παρότι δεν ανατρέχουν στις διάφορες πραγματείες Περί του Αγαθού, παραπέμπουν όμως στους Λόγους Περί του Αγαθού του Πλάτωνα.
Είναι επομένως δύσκολο μερικές φορές να προσδιορίσουμε το πλαίσιο στο οποίο ο
Πλάτων εξέθεσε ορισμένες θεωρίες. Έτσι, για παράδειγμα, είναι πιθανό στους Λόγους Περί του Αγαθού, ο Πλάτων να
πραγματεύθηκε σε γενικές γραμμές, μόνο την θεωρία των ιδανικών Αριθμών, ενώ τις
επιμέρους δυσκολίες που συνεπάγεται αυτή η θεωρία, και στις οποίες αναφέρεται
επανειλημμένα ο Αριστοτέλης, να τις πραγματεύθηκε σε ιδιαίτερες συζητήσει με
τους μαθητές του.
Η αναδόμηση εξ άλλου των Λόγων Περί του Αγαθού, απαιτεί την
προσφυγή σε μαρτυρίες στις οποίες δεν κατονομάζεται ο Πλάτων, αλλά των οποίων η
πρόσδεσή στο προφορικό δόγμα δεν
αμφισβητείται. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα χρησιμοποιεί συχνά εκφράσεις όπως
«μερικοί» (τινές), ή «ορισμένοι» (ἔνιοι), σε περιπτώσεις που εννοεί
αποκλειστικά τον Πλάτωνα (ο Αριστοτέλης θέλει να δείξει με αυτό τον τρόπο ότι
αναφέρεται σε θεωρίες και όχι σε πρόσωπα). Ορισμένοι άλλοι, όπως ο Σπεύσιππος
και ο Ξενοκράτης, αποδίδουν στον Πυθαγόρα και του πυθαγόρειους καθαρά πλατωνικές θεωρίες.
Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι
καμιά μαρτυρία δεν περιέχει καθαυτό ισχυρισμούς του Πλάτωνα. Μόνο μερικοί όροι
όπως η «αόριστη Δυάδα» ή «το Μέγιστο και το Ελάχιστο» προέρχονται με βεβαιότητα
από την συνήθη ορολογία του Πλάτωνα.
Το συμπέρασμα που απορρέει είναι ότι η αποκατάσταση των Λόγων Περί του Αγαθού προϋποθέτει τόσο
την αναζήτηση όσο και την κριτική μελέτη των μαρτυριών.
IV. ΟΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ
Θα περάσουμε τώρα στην μελέτη των
διαδρόμων της παράδοσης. Η αλήθεια είναι ότι θα πρέπει να περιοριστούμε σε
εικασίες, διότι η πηγές των σημείων αναφοράς σε σχέση με την μετάδοση γραπτών
κειμένων των άμεσων μαθητών του Πλάτωνα είναι ελάχιστες.
Ο H. Dempe διέκρινε εν τούτοις τις εξής τέσσερις διαδρομές: η πρώτη ξεκινά από
τον Αριστοτέλη και καταλήγει στον Θεόφραστο και τους σχολιαστές· η δεύτερη
ξεκινώντας από τον Ερμόδωρο, περνά από τον Δερκυλλίδη και τον Πορφύριο, για να
καταλήξει στον Σιμπλίκιο· μία τρίτη
συνίσταται στην μαρτυρία του Αριστόξενου από τον Τάραντα, και τέλος η τέταρτη απαρτίζεται από την μαρτυρία
του Σέξτου Εμπειρικού του Σκεπτικιστή.
Η εκδοχή αυτή διαφέρει από την άποψη του K.
Gaiser, ο οποίος
δικαίως, κατά την άποψή μας, θεωρεί ότι η μαρτυρία τους Αριστόξενου από τον
Τάραντα συναρτάται με αυτήν του Αριστοτέλη και επομένως αποδέχεται την ύπαρξη
τριών διαδρομών. Σημειώνουμε επίσης ότι σύμφωνα με τον K. Gaiser η μαρτυρία του Σέξτου
Εμπειρικού θα μπορούσε να προέρχεται από τον Ξενοκράτη.
Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον οι
H. Dempe και K.
Gaiser ορθά
υποτιμούν την μαρτυρία του Θεόφραστου, εξαρτώντας την από αυτήν του
Αριστοτέλη, διότι είναι πολύ πιθανόν οι πληροφορίες του Θεόφραστου να προέρχονται από τον ίδιο των
Πλάτωνα. Η ιδέα αυτή, προερχόμενη από τον H. Happ, ο οποίος βασίστηκε στο γεγονός ότι ο Θεόφραστος υπήρξε ένας από τους
πρώτους δοξογράφους της Αρχαιότητας, υιοθετήθηκε και εμπλουτίστηκε με
επιχειρήματα από τον H.J. Krämer: Ο Θεόφραστος πριν γίνει μαθητής του Αριστοτέλη
υπήρξε
μαθητής του Πλάτωνα, και ήταν είκοσι-τεσσάρων ετών όταν ο Πλάτων απεβίωσε. Οι H.
Dempe και K. Gaiser συμπλέουν με την τοποθέτηση του W. Burkert, κατά την οποία η μη αριστοτελική παράδοση, κυρίαρχη στους ύστερους
συγγραφείς, άρχισε ήδη με τον Θεόφραστο. Εν τούτοις, για τον W.
Burkert, ο Θεόφραστος βασίστηκε στους άμεσους μαθητές
του Πλάτωνα, και όχι στον ίδιο τον Πλάτωνα. Οτιδήποτε όμως και αν συνεπάγεται
αυτή η παραλλαγή, η άποψη που θέλει την μαρτυρία του Θεόφραστου να μην εξαρτάται
από τον Αριστοτέλη μας βρίσκει σύμφωνους: είναι εντελώς παράλογο να θεωρήσουμε
τον Θεόφραστο ως έναν απόλυτο δοξογράφο, όταν μεταφέρει τις θεωρίες του
Δημοκρίτου για παράδειγμα, αλλά όταν μας παραδίδει τα δόγματα του Πλάτωνα να
τον θεωρούμε μαθητή του Αριστοτέλη.
Εξ άλλου, το παράθεμα του Σπεύσιππου που
συναντάμε στα Σχόλια στον Παρμενίδη
του Πρόκλου είναι επίσης πιθανότατα μια δοξογραφική πηγή ανεξάρτητη από τον
Αριστοτέλη: ο Σπεύσιππος υπενθυμίζουμε, ήταν ανιψιός, μαθητής και ο πρώτος
διάδοχος του Πλάτωνα στην κεφαλή της Ακαδημίας. Επιπλέον ήταν κατά είκοσι-δύο
χρόνια μεγαλύτερος σε ηλικία από τον συμμαθητή του Αριστοτέλη.
Έτσι καταλήγουμε σε πέντε ανεξάρτητες δοξογραφικές πηγές. Η
σημαντικότερη είναι αυτή που αποτελεί την αριστοτελική παράδοση. Οι τέσσερις
επόμενες αποτελούνται από την άμεση μαρτυρία του Θεόφραστου, και τα δοξογραφικά
αποσπάσματα που διασώζονται από τα κείμενα του Ερμόδωρου, του Σπεύσιππου και
του Ξενοκράτη. Εάν τα συμπτύξουμε με την ονομασία «Παλαιά Ακαδημία», θα έχουμε
δύο διαδρομές.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου