Τετάρτη 17 Απριλίου 2019

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (40)

Συνέχεια από Τετάρτη, 27 Μαρτίου 2019
                                           
                                    HANS URS VON BALTHASAR
                                     ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ  (THEOLOGIK)
                                                 Τρίτος Τόμος
             ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ  (DER GEIST DER WAHRHEIT)
        (Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2)    Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                      Johannes Verlag, 1987
                                                        4.  ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                            ΙV. O ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
                             2.  ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
                                               
 α)  Δώρο – Χάρισμα
       
Είμαστε καλά ή τόχουμε χαμένο
1. Ένα χάρισμα, που δεν δίνεται δωρεάν, δεν είναι ένα δώρο, αλλά μια υπολογισμένη συναλλαγή· κι ένα δώρο, που δεν θέλει να εκφράση και να συνδωρίση τον δωρίζοντα, μένει επίσης μια υπόθεση που αποβλέπει πιθανώς στην ανταλλαγή. Σ’ ένα γνήσιο χάρισμα θέλει αυτός που το δίνει να δώση σαφώς  αλληγορικά τον εαυτό του. Μ’ αυτό βρισκόμαστε πάλι μπροστά στο παράδοξο που εξέφρασε η IV σύνοδος του Λατερανού, ότι ο αιώνιος Πατήρ δωρίζει πλήρως ολόκληρο το θεϊκό του Είναι στον Υιό του – και όχι μια διακρινόμενη απ’ τον ίδιον τον Πατέρα θεϊκή φύση, απ’ την οποία θα είχε ‘απαγκιστρώσει’ το πρόσωπό του ως Πατήρ -, χωρίς να χάνη όμως μ’ αυτήν την αυτο-παράδοση το θεϊκό του Είναι (DS 805). Στο τέλειο χάρισμα, που είναι εδώ η απόρρητη (μη ελεγχόμενη, nicht hinterfragbare) αρχική πηγή και προέλευση τού Θεού και κάθε Είναι, συμβαίνει αυτό το οποίο επιτελείται κατόπιν, έστω και τόσο ατελές ακόμα, σε κάθε αγάπη: ο (διαρκώς επιτασσόμενος απ’ τον Ferdinand Ulrich) διαχωρισμός παρόχου και χαρίσματος, ώστε να μπορή να παρίσταται πράγματι ο πάροχος στο χάρισμα που δίδεται έξω απ’ αυτόν (Weggabe). Ο ίδιος ο Πατήρ έχει παραιτηθή απ’ το να είναι (αρειανικώς) μόνο για τον εαυτό του· επειδή όμως δεν λαμβάνει  μόνο «κάτι» (τη θεϊκή φύση ή ουσία) ο Υιός απ’ τον Πατέρα, αλλά τον ίδιον τον προσφερόμενο Πατέρα, λαμβάνει στο χάρισμα το ίδιο το ‘δίδεσθαι’, και περιέχεται έτσι σ’ αυτήν την υποδοχή όχι μόνον η ευχαριστία, αλλά και η ανταπόδοση, η αυτο-προσφορά σε όλα, όσα ορίζει χαρίζοντάς τα ο Πατήρ, η απόλυτη ετοιμότητα. Κι αυτό δεν συμβαίνει κατά κανέναν τρόπο καθ’ υπόταξιν (όπως ανάμεσα «σε κύριο και δούλο»), αλλά στην ίδια, ισάξια, θεϊκή κυρίαρχη εξουσία και ελευθερία, όπως είναι και ο Πατέρας, έτσι ώστε να μη δίνη καμμιά «διαταγή» ο Πατέρας στον Υιό (όπως το εννοεί η αιώνια παρανόηση της ανσέλμειας διδασκαλίας για την Ενσάρκωση), αλλά να ισχύη αυτό που λέει κατανοώντας το βαθειά η Adrianne von Speyr: «ο Πατήρ παρακαλεί ως Πρώτος, και παρακαλεί τον Υιό, για να έχη ο Υιός τη χαρά τής αποδοχής. Πριν ακόμα να τον παρακαλέση ο Υιός, θέλει να έχη ήδη παρακαλέσει ο Πατήρ, σαν να θέλη να απωλέση μ’ αυτό την υπεροχή τής αποδοχής» . Ο Πατήρ το κάνει αυτό, επειδή βλέπει την ετοιμότητα τού Υιού και «πόσο αυθόρμητα απαντά στον Υιό η αγάπη»· γι’ αυτό και τον παρακαλεί, «να συνεχίση βοηθώντας τούς πατρικούς του σκοπούς. Οι σκοποί τού Πατρός, που παραδίδονται τώρα στον Υιό, είναι σαν ‘ροπές’, που μπορεί να τις αναλάβη ο Υιός, ώστε να πραγματοποιηθούν. Υπάρχει δε ένας παραλληλισμός εδώ προς τον Λόγο τού Υιού: “Στα χέρια σου, Πατέρα, παραδίδω το πνεύμα μου”. Γιατί εδώ παραδίδει ο Πατήρ στα χέρια τού Υιού το πνεύμα του, δηλαδή τούς σκοπούς του, την εργασία του, το έργο του». Πρέπει όμως να βρούμε κατ’ αρχάς, τί είναι αυτό το πνεύμα.[ Απίστευτη αργολογία βασισμένη στό απωθημένο μητρικό ένστικτο τής κυρίας]
      Κατ’ αρχάς απ’ τα λόγια τού Ιησού για τη σχέση του προς τον Πατέρα γίνεται σαφής ο αμοιβαίος παλμός τής αμοιβαίας αγαπητικής τους μετάβασης (ο ένας μέσα στον άλλον). Η παραίτηση και των δύο από ένα απλό ‘Εγώ είμαι’, χωρίς Εσύ, φανερώνει την ταυτότητα φτώχειας και πλούτου στη θεϊκή αγάπη, όπου ο πλούτος και η πληρότητα βρίσκονται κάθε φορά στον παραδιδόμενο Άλλον (ακόμα και στον Πατέρα, που δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι καν Πατέρας χωρίς τον Υιό). Καθώς αυτόν τον πλούτο που προϋποθέτει την παραίτηση τον υφίστανται ως ένα μοναδικό δώρο και οι δύο και δεν μνημονεύει κανένας την παραίτηση, την οποία και έπρεπε να πραγματοποιήση, συνενώνεται ο πλούτος τους (τον οποίον έλαβε ο καθένας) σε έναν πλούτο, και το γεγονός αυτής τής ενότητας είναι και για τους δυό ένα δώρο: το bonum (αγαθό) τής κοινής αγάπης είναι γι’ αυτούς που αγαπούν donum (δώρο). ‘Ανταμοίβονται’ έτσι και οι δυό, ο Πατήρ που αγαπά κι ο Υιός που αγαπά, μ’ αυτήν την ‘κοινότητα’. Αυτό το δώρο δεν είναι όμως τώρα ένα συνοπτικό άθροισμα, ούτε μόνον η προκύπτουσα ταυτότητα της αγάπης τους, αλλά ένα ακατάληπτο Περισσότερο, ένας καρπός (όπως είναι το παιδί καρπός τού «έσονται εις σάρκα μίαν» ανδρός και γυναικός), γιατί ήδη η θεϊκή αγάπη και κάθε αγάπη που της μοιάζει πραγματικά είναι μια «πλησμονή», γιατί φανερώνεται η καθαρή αναιτιότητα των αγαθών καθ’ εαυτών, ως η τελευταία, η έσχατη όψη, το πρόσωπον της Θεότητας. Είναι αυτό το οποίο ‘καταλαμβάνει’ (“sur-prise” = έκπληξη) τους ανθρώπους, τους εκπλήσσει, και μάλιστα, επειδή βρισκόμαστε    στο Άχρονο και Αιώνιο, πάντοτε καινούργιοι, και επειδή δεν φτάνουμε ποτέ στον βυθό τής απύθμενης αγάπης Πατρός και Υιού, γι’ αυτό είναι η ενότητα και ο καρπός που προκύπτουν αυτό το ίδιο το Απύθμενο, που φωτίζει ως Απύθμενο την ολοένα και βαθύτερη Άβυσσο της ‘παραιτούμενης’ αγάπης Πατρός και Υιού και τη «διερευνά» (Α’ Κορ. 2, 10). (( Γράφει ο απ. Παύλος: «…ά οφθαλμός ουκ οίδε καί ούς ουκ ήκουσε καί επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοίς αγαπώσιν αυτόν. ημίν δε ο Θεός απεκάλυψε διά τού Πνεύματος αυτού· τό γάρ Πνεύμα πάντα ερευνά, καί τά βάθη τού Θεού. τίς γάρ οίδεν ανθρώπων τά τού ανθρώπου ει μή τό πνεύμα τού ανθρώπου τό εν αυτώ; ούτω καί τά τού Θεού ουδείς οίδε ει μή τό Πνεύμα τού Θεού. ημείς δέ ού τό πνεύμα τού κόσμου ελάβομεν, αλλά τό Πνεύμα τό εκ τού Θεού, ίνα ειδώμεν τά υπό τού Θεού χαρισθέντα ημίν· ά καί λαλούμεν ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ΄εν διδακτοίς Πνεύματος Αγίου, πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες…»)) . «Παρ’ όλο που έχουν δωρηθή όλα στον Λόγο, και ο Λόγος τα οφείλει σε αιώνια υπακοή θανάτου  στον Πατέρα, ο Ομιλών και ο Λόγος, τον οποίον ακούει ο Πατήρ, διασώζουν αιώνια έκπληξη ο ένας για τον άλλον, αιωνίως καινούργια και πάντοτε νέα αναβλύζουσα ζωή». – «Πνεύμα τού Λόγου, όπου ‘αποκρύπτεται’ (‘αποσιωπάται’) ο Λόγος στον Πατέρα και η αλήθεια της θεϊκής αγάπης, την οποίαν ως Λόγος τη λέει και την αποκαλύπτει – και Πνεύμα τού Πατρός, στο οποίο απελευθερώνει ο Ομιλών τον Λόγο του, τον ‘απολύει’ στον χωρισμό τού θανάτου και γνωστοποιείται τότε το ίδιο ως Θεός. ‘Πνεύμα’ που εξέρχεται (εκπορεύεται) από τον Πατέρα και απ’ τον Υιό, χωρίς να είναι όμως ο Ομιλών καθεαυτός ούτε ο Λόγος καθεαυτός. Καλύτερα: η θετική πλησμονή τής σιωπής του, (ανα)πνοή τού Πατέρα στον Υιό»  (( σ.σ.: F. Ulrich, Leben in der Einheit von Leben und Tod – Ζωή στην ενότητα ζωής και θανάτου)) . «Ο Θεός αγαπά παρ’ όλη την παντογνωσία του έτσι, ώστε να επιτρέπη να ξεπερνάται και να εκπλήσσεται πάντα απ’ τον Αγαπώμενο,… γιατί αυτό που προέχει στην αιώνια κοινότητα είναι ακριβώς η αγάπη, την οποίαν υπηρετεί και η γνώση»   (( σ.σ.: Adrienne von Sprey, Die Welt des Gebetes – Ο κόσμος τής προσευχής )) . Δεν ειπώθηκε όμως ακόμα το τελευταίο. Ο καθαρός καρπός τής (παραιτούμενης απ’ το δικό της Είναι) αγάπης βασίζεται καθεαυτός, όχι σε μιαν ‘εγκατάλειψη’, αλλά είναι η καθαρή θετικότητα του αγαθού.  «Το Άγιο Πνεύμα δεν ‘(εκ)κενώνει’ (exinaniert)». Απ’ τη φιλοσοφική άποψη της πραγματικής διαφοράς  (τής οποίας είναι υπέρμετρο αρχέτυπο η Τριάδα)  μπορούμε να πούμε πως: «Όταν προηγείται το Αγαθό από κάθε ‘απαλλοτρίωση’  τού Είναι, τότε δεν ‘(εκ)κενούται’ το Αγαθό εκμηδενίζοντας το Είναι. Αν το Αγαθό δεν ‘υπερέβαινε’ την ‘απαλλοτρίωση’ του Είναι, και επρόκειτο ολοσχερώς για μιαν ‘εργασία’ τού ίδιου του Είναι, τότε θα αποτελούσε ο ‘όρος’  εκμηδενισμός τού Είναι την καθαρά θετική πραγματικότητα, και το Είναι θα αφανιζόταν στην ουσία (Essenz. Παρ’ όλ’ αυτά δεν προσδιορίζεται το Αγαθό «δίπλα στην ‘απαλλοτρίωση’. Στην ‘απαλλοτρίωση’ του Είναι ως δώρο-χάρισμα της αγάπης αποκαλύπτεται η αναγκαία έννοια του Είναι. Στην ‘απαλλοτρίωση’ αποδεικνύει την ταυτότητά του, εφ’ όσον είναι ο ‘αιθέρας τής απαλλοτρίωσης’, το ‘ζωτικό της στοιχείο’ και η δύναμη που την αναφλέγει. Συμπορεύεται (αυτή η αναγκαία έννοια του Είναι) ‘αδιακρίτως’ με την κρίση (Krisis) τού Είναι, χωρίς όμως να ταυτίζεται μ’ αυτήν» ( σ.σ.: F. Ulrich, Homo Abyssus. Das Wagnis der Seinsfrageκ – Το τόλμημα του ερωτήματος του Είναι ). «Ακριβώς επειδή η bonitas (η αγαθότητα, ) προηγείται από κάθε ‘απαλλοτρίωση’ και δεν ‘απαλλοτριώνεται’ η ίδια», διαφυλάσσει, σε θεολογική πλέον γλώσσα, ως «διαρκής αναρχία» τόσο την ‘απαλλοτρίωση’ του Πατρός όσο και του Υιού  ( σ.σ.: ό.π. ) .
       Μ’ αυτό φανερώνεται κατ’ αρχάς ολόκληρος ο χαρακτήρας τού Αγίου Πνεύματος ως δώρου: Εφ’ όσον είναι πρώτα-πρώτα δώρο-χάρισμα για τον ίδιον τον Πατέρα και τον Υιό – με τη διπλή έννοια, της ‘αλληλοπαροχής’ τους και του ότι έχουν παραληφθή και οι δυό από το ύψος τού «καρπού», και άρα ως η προσωπικά βιωμένη (dargelebte) άβυσσος της εσω-θεϊκής αγάπης – μπορεί να είναι και ο Θεός που έγινε το απόλυτο δώρο και για τον κόσμο, όχι «δίπλα» βέβαια κι εδώ, όπως είπαμε ήδη, στην «(εκ)κένωση» (“exinanitio”) του Υιού, στην οποίαν και γνωστοποιείται υπέρμετρα η αρχική αυτο-παραίτηση του Πατρός («τόσο πολύ» αγαπά ο Πατήρ τον κόσμο, ώστε «παραιτείται» προς χάριν του ακόμα και απ’ τον Υιό, πρβλ. Ιωάν. 3, 16). (( Γράφει ο Ιωάννης: «ούτω γάρ ηγάπησεν ο Θεός τόν κόσμον, ώστε τόν υιόν αυτού τόν μονογενή έδωκεν, ίνα πάς ο πιστεύων εις αυτόν μή απόληται, αλλ΄έχη ζωήν αιώνιον. ου γάρ απέστειλεν ο Θεός τόν υιόν αυτού εις τόν κόσμον ίνα κρίνη τόν κόσμον, αλλ’ ίνα σωθή ο κόσμος δι’ αυτού. ο πιστεύων εις αυτόν ού κρίνεται, ο δέ μή πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μή πεπίστευκεν τό όνομα τού μονογενούς υιού τού Θεού. αύτη δέ έστιν η κρίσις, ότι τό φώς ελήληθεν εις τόν κόσμον, καί ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον τό σκότος ή τό φώς, ήν γάρ πονηρά αυτών τά έργα. πάς γάρ ο φαύλα πράσσων μισεί τό φως καί ουκ έρχεται πρός τό φώς, ίνα μή ελεγχθή τά έργα αυτού· ο δέ ποιών τήν αλήθειαν έρχεται πρός τό φώς, ίνα φανερωθή αυτού τά έργα, ότι εν Θεώ εστιν ειργασμένα»… )) .Καθώς αναφερθήκαμε ακριβώς στην αυτο-σιώπηση του Λόγου εντός τού Πατρός εν όψει τού αρρήτου και ανεκδιήγητου θαύματος του Πνεύματος, και μπορεί επομένως το Πνεύμα να ονομασθή ως «ο άγνωστος επέκεινα του Λόγου», αρχίζει το Πνεύμα να εξηγή δίχως τέλος τον «μέχρι τέλους» (Ιωάν. 13, 1) πορευθέντα Λόγο εκεί ακριβώς, όπου ο Λόγος “βουβαίνεται”  εν θανάτω («έσκυψε το κεφάλι και εξέπνευσε το Πνεύμα», Ιωάν. 19, 30) δηλώνοντας  μ’ αυτήν τη σιγή ολόκληρη την αγάπη τού Πατρός.    ((Γράφει ο Ιωάννης στο 13, 1: «Πρό δέ τής εορτής τού πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελήλυθεν αυτού η ώρα ίνα μεταβή εκ τού κόσμου τούτου πρός τόν πατέρα, αγαπήσας τούς ιδίους τούς εν τώ κόσμω, εις τέλος ηγάπησεν αυτούς…» -  Και στο 19, 30: «…Μετά τούτο ειδώς ο Ιησούς ότι πάντα ήδη τετέλεσται, ίνα τελειωθή η γραφή, λέγει· διψώ. σκεύος ούν έκειτο όξους μεστόν· οι δέ πλήσαντες σπόγγον όξους καί υσσώπω περιθέντες προσήνεγκαν αυτού τώ στόματι. ότε ούν έλαβε τό όξος ο Ιησούς, είπε, τετέλεσται, καί κλίνας τήν κεφαλήν παρέδωκε τό πνεύμα»… )) . Το Πνεύμα ως το απόλυτο δώρο-χάρισμα δεν θα «γεννήση» από καμμιάν άλλην αγάπη παρά απ’ τη «δική μου», λέει ο Υιός, αγάπη που είναι τού Υιού μόνον επειδή κατέχει ο ίδιος ολόκληρη την αγάπη τού Πατρός (Ιωάν. 16, 13-15).  (( Γράφει ο Ιωάννης: «… Έτι πολλά έχω λέγειν υμίν, αλλ’ ου δύνασθε βαστάζειν άρτι. όταν δέ έλθη εκείνος, τό Πνεύμα τής αληθείας, οδηγήσει υμάς εις πάσαν τήν αλήθειαν· ου γαρ λαλήσει αφ’ εαυτού, αλλ’ όσα άν ακούση λαλήσει, καί τά ερχόμενα αναγγελεί υμίν. εκείνος εμέ δοξάσει, ότι εκ τού εμού λήψεται καί αναγγελεί υμίν. πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι· διά τούτο είπον ότι εκ τού εμού λήψεται καί αναγγελεί υμίν. μικρόν, καί ου θεωρείτε με, καί πάλιν μικρόν καί όψεσθέ με, ότι εγώ υπάγω πρός τόν πατέρα.»… )) . Και καθώς ‘ρευστοποιεί’ απεριόριστα το Πνεύμα τη θεϊκή αγάπη ως δώρο-χάρισμα, μπορεί όχι μόνο να «εκχυθή» ως «χάρις» στις καρδιές τών πιστών (Ρωμ. 5, 5), αλλά ακόμα και να συν-ρευστοποιή το φαινομενικά στέρεο σώμα και αίμα τού Υιού σε μιαν Ευχαριστία προς τον Πατέρα που να περιλαμβάνη όλον τον κόσμο.

(συνεχίζεται)

ΑΥΤΑ ΠΑΘΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΑΓΑΜΟΙ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΕΩΣ.
ΑΥΤΗ, Η ΤΕΛΕΙΑ ΦΥΣΗ, ΠΑΣΧΕΙ ΤΗΝ ΓΛΩΣΣΟΔΙΑΡΡΟΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: