Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.
Στην υμνογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «μετά Θεόν η θεός, τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα». Ο χρακτηρισμός της αυτός φαίνεται σε ορισμένους υπερβολικός η και δογματικά αβάσιμος. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου ορθό, αλλά αντιθέτως αποδίδει την πεμπτουσία της ορθόδοξης θεολογίας και ανθρωπολογίας.
Η Θεοτόκος δεν είναι μόνο η πρώτη, αλλά και η μόνη που συνέργησε ουσιαστικά στο σωτηριώδες έργο της θείας Οικονομίας. Είναι η μόνη «πρόξενος των υπέρ φύσιν αγαθών» για τους ανθρώπους [1]. Η συγκατάθεση της Παρθένου στον χαιρετισμό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ ήταν η απαρχή της οντολογικής διαδικασίας για την σωτηρία και ανακαίνιση του ανθρώπου και ολόκληρης της κτίσεως.
Η ανθρώπινη «συνεργία», που συνιστά ουσιώδη αρχή της ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας, δεν αποτελεί μόνο ηθικό αλλά και οντολογικό αίτημα για την σωτηρία του ανθρώπου. Ο Θεός δεν σώζει τον άνθρωπο χωρίς την «συνεργία», δηλαδή την συνεργασία του· προϋποθέτει την ελεύθερη συγκατάθεση και συμμετοχή του στο έργο αυτό. Και το αίτημα αυτό εκπληρώνεται με την συνεργία της Θεοτόκου στο έργο της θείας Οικονομάς. Χωρίς την παρουσία της Θεοτόκου και την καθολική συμμετοχή της στο έργο της θείας Οικονομίας η σωτηρία και ανακαίνιση του κόσμου παραμένει μετέωρη.
Όπως παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, όπως ο Χριστός ήθελε και έγινε άνθρωπος, έτσι και η Παρθένος έπρεπε να γίνει μητέρα του με την ελεύθερη συγκατάθεσή της. Έπειτα, όπως ο Σωτήρας δεν ήταν άνθρωπος και υιός ανθρώπου μόνο εξαιτίας της σάρκας του, αλλά είχε και ψυχή και νού και θέληση και καθετί το ανθρώπινο, κατά τον ίδιο τρόπο έπρεπε να έχει και τέλεια μητέρα, που θα υπηρετούσε στην γέννησή του όχι μόνο με την φύση του σώματός της, αλλά και με τον νού και με την θέληση και με όλα όσα είχε ως άνθρωπος. Έπρεπε δηλαδή η Παρθένος να προσφερθεί στον Θεό ως όλος άνθρωπος, ψυχικά και σωματικά, για να σώσει ο Θεός τον όλον άνθρωπο [2].
Η Παναγία δεν προήλθε από τον ουρανό αλλά από την γη με τον ίδιο τρόπο που προήλθε και το εκπεσμένο γένος μας, το οποίο λησμόνησε την ίδια του την φύση. Η Παναγία όμως αντιστάθηκε σε κάθε κακία και με πολλή ευγνωμοσύνη άσκησε την αρετή και παραδόθηκε απόλυτα στον Θεό [3]. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι στο πρόσωπο της Παναγίας υποστασιάζεται με την τελειότερη μορφή της η δογματική έννοια της ανθρώπινης συνεργίας. Η Παρθένος, όπως παρατηρεί ο Καβάσιλας, δεν ήταν όπως η γη που συνετέλεσε, χωρίς όμως να κάνει τίποτα στην δημιουργία του ανθρώπου, που προσφέρθηκε μόνο ως ύλη στον Δημιουργό, αλλά δεν έπραξε τίποτε άλλο. Η Παρθένος εργάσθηκε και πρόσφερε η ίδια στον Θεό όλα εκείνα που προσέλκυσαν τον Δημιουργό στην γη [4].
Με την ελεύθερη και καθολική αυτή προσφορά της στο σωτηριώδες και ανακαινιστικό έργο του Χριστού κατέστη η Παρθένος συναίτια και μητέρα της «καινής κτίσεως». «Πόθεν η καινή κτίσις; Τις ηλλοίωσε το παν τόδε;», ερωτά ο Καβάσιλας, και συνεχίζει: Γιατί βέβαια ο ουρανός δέχθηκε νέους αναγεννημένους πολίτες, που τους μετέφερε εκεί από την γη η Παρθένος [5].
Το πρόσωπο και ο βίος της Παρθένου έχουν εξέχουσα θέση στην παρουσία και την ζωή της Εκκλησίας και των πιστών. Και γιορτές της Θεοτόκου, οι λεγόμενες Θεομητορικές γιορτές, περιέχουν έξοχα διδάγματα για την ζωή και την αναστροφή των μελών της Εκκλησίας.
Στην γιορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου, αλλά και σε κάθε γιορτή αγίας ή αγίου της Εκκλησίας μας, κάνουμε κάτι που φαίνεται παράδοξο· γιορτάζουμε τον θάνατο. Και το κάνουμε αυτό, όχι γιατί χαιρόμαστε για τον θάνατο, αλλά γιατί χαιρόμαστε την δύναμη που μας παρέχει η Εκκλησία να τον νικήσουμε. Γιορτάζουμε τον θάνατο ως πρόσκαιρη κοίμηση. Τον γιορτάζουμε όχι ως κάθοδο στον άδη αλλά ως άνοδο στον ουρανό.
Στην υμνογραφία της Ορθόδοξης Εκκλησίας η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «μετά Θεόν η θεός, τα δευτερεία της Τριάδος η έχουσα». Ο χρακτηρισμός της αυτός φαίνεται σε ορισμένους υπερβολικός η και δογματικά αβάσιμος. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου ορθό, αλλά αντιθέτως αποδίδει την πεμπτουσία της ορθόδοξης θεολογίας και ανθρωπολογίας.
Η Θεοτόκος δεν είναι μόνο η πρώτη, αλλά και η μόνη που συνέργησε ουσιαστικά στο σωτηριώδες έργο της θείας Οικονομίας. Είναι η μόνη «πρόξενος των υπέρ φύσιν αγαθών» για τους ανθρώπους [1]. Η συγκατάθεση της Παρθένου στον χαιρετισμό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ ήταν η απαρχή της οντολογικής διαδικασίας για την σωτηρία και ανακαίνιση του ανθρώπου και ολόκληρης της κτίσεως.
Η ανθρώπινη «συνεργία», που συνιστά ουσιώδη αρχή της ορθόδοξης δογματικής διδασκαλίας, δεν αποτελεί μόνο ηθικό αλλά και οντολογικό αίτημα για την σωτηρία του ανθρώπου. Ο Θεός δεν σώζει τον άνθρωπο χωρίς την «συνεργία», δηλαδή την συνεργασία του· προϋποθέτει την ελεύθερη συγκατάθεση και συμμετοχή του στο έργο αυτό. Και το αίτημα αυτό εκπληρώνεται με την συνεργία της Θεοτόκου στο έργο της θείας Οικονομάς. Χωρίς την παρουσία της Θεοτόκου και την καθολική συμμετοχή της στο έργο της θείας Οικονομίας η σωτηρία και ανακαίνιση του κόσμου παραμένει μετέωρη.
Όπως παρατηρεί ο άγιος Νικόλαος ο Καβάσιλας, όπως ο Χριστός ήθελε και έγινε άνθρωπος, έτσι και η Παρθένος έπρεπε να γίνει μητέρα του με την ελεύθερη συγκατάθεσή της. Έπειτα, όπως ο Σωτήρας δεν ήταν άνθρωπος και υιός ανθρώπου μόνο εξαιτίας της σάρκας του, αλλά είχε και ψυχή και νού και θέληση και καθετί το ανθρώπινο, κατά τον ίδιο τρόπο έπρεπε να έχει και τέλεια μητέρα, που θα υπηρετούσε στην γέννησή του όχι μόνο με την φύση του σώματός της, αλλά και με τον νού και με την θέληση και με όλα όσα είχε ως άνθρωπος. Έπρεπε δηλαδή η Παρθένος να προσφερθεί στον Θεό ως όλος άνθρωπος, ψυχικά και σωματικά, για να σώσει ο Θεός τον όλον άνθρωπο [2].
Η Παναγία δεν προήλθε από τον ουρανό αλλά από την γη με τον ίδιο τρόπο που προήλθε και το εκπεσμένο γένος μας, το οποίο λησμόνησε την ίδια του την φύση. Η Παναγία όμως αντιστάθηκε σε κάθε κακία και με πολλή ευγνωμοσύνη άσκησε την αρετή και παραδόθηκε απόλυτα στον Θεό [3]. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι στο πρόσωπο της Παναγίας υποστασιάζεται με την τελειότερη μορφή της η δογματική έννοια της ανθρώπινης συνεργίας. Η Παρθένος, όπως παρατηρεί ο Καβάσιλας, δεν ήταν όπως η γη που συνετέλεσε, χωρίς όμως να κάνει τίποτα στην δημιουργία του ανθρώπου, που προσφέρθηκε μόνο ως ύλη στον Δημιουργό, αλλά δεν έπραξε τίποτε άλλο. Η Παρθένος εργάσθηκε και πρόσφερε η ίδια στον Θεό όλα εκείνα που προσέλκυσαν τον Δημιουργό στην γη [4].
Με την ελεύθερη και καθολική αυτή προσφορά της στο σωτηριώδες και ανακαινιστικό έργο του Χριστού κατέστη η Παρθένος συναίτια και μητέρα της «καινής κτίσεως». «Πόθεν η καινή κτίσις; Τις ηλλοίωσε το παν τόδε;», ερωτά ο Καβάσιλας, και συνεχίζει: Γιατί βέβαια ο ουρανός δέχθηκε νέους αναγεννημένους πολίτες, που τους μετέφερε εκεί από την γη η Παρθένος [5].
Το πρόσωπο και ο βίος της Παρθένου έχουν εξέχουσα θέση στην παρουσία και την ζωή της Εκκλησίας και των πιστών. Και γιορτές της Θεοτόκου, οι λεγόμενες Θεομητορικές γιορτές, περιέχουν έξοχα διδάγματα για την ζωή και την αναστροφή των μελών της Εκκλησίας.
Στην γιορτή της κοιμήσεως της Θεοτόκου, αλλά και σε κάθε γιορτή αγίας ή αγίου της Εκκλησίας μας, κάνουμε κάτι που φαίνεται παράδοξο· γιορτάζουμε τον θάνατο. Και το κάνουμε αυτό, όχι γιατί χαιρόμαστε για τον θάνατο, αλλά γιατί χαιρόμαστε την δύναμη που μας παρέχει η Εκκλησία να τον νικήσουμε. Γιορτάζουμε τον θάνατο ως πρόσκαιρη κοίμηση. Τον γιορτάζουμε όχι ως κάθοδο στον άδη αλλά ως άνοδο στον ουρανό.
Ιδιαίτερα όμως στην γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου γιορτάζουμε, η ακριβέστερα πανηγυρίζουμε την αγιότερη και παραδοξότερη ανθρώπινη κοίμηση· την κοίμηση της μητέρας του Θεού, της μητέρας της Ζωής. Και πανηγυρίζουμε την κοίμηση αυτήν ως γεγονός που αφορά όχι μόνο την Παναγία αλλά και όλους μας· όλους και τον καθένα μας.
Όλοι είμαστε θνητοί, όπως θνητή ήταν και η Παναγία. Και όλοι δεχθήκαμε την δωρεά του Θεού να ζήσουμε μέσα στην Εκκλησία ως κοίμηση τον θάνατο· δωρεά που πρώτη έλαβε στην υπόστασή της η Παναγία με την πρόθυμη ανταπόκρισή της στην πρόσκληση του Θεού κατά τον Ευαγγελισμό, να δεχθεί να γεννηθεί από αυτήν ο Χριστός: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» [6].
Με την απόλυτη αυτή υπακοή της η Παναγία ρίζωσε μέσα στον κόσμο την Εκκλησία ως θεανθρώπινη κοινωνία και έκανε προσιτή σε όλους μας την δωρεά της νίκης εναντίον του θανάτου. Έτσι και η Πεντηκοστή, η γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας του Χριστού, αρχίζει ουσιστικά με την ημέρα του Ευαγγελισμού· αρχίζει με την ημέρα των εγκαινίων της κοινωνίας της θεώσεως, μέσα στην οποία αφανίζεται ο θάνατος και βασιλεύει η όντως ζωή.
Αν ο Χριστός είναι αίτιος της σωτηρίας και του αγιασμού του κόσμου, η Παναγία είναι η «συναίτιος». Αλλά ο Χριστός, που γεννήθηκε «εφάπαξ κατά σάρκα» από την Παναγία, γεννιέται έκτοτε διαρκώς «κατά πνεύμα» από αγάπη προς τον καθένα που είναι πρόθυμος να τον δεχθεί· γίνεται βρέφος και μορφοποιείται στον πιστό με τις αρετές [7]. Αντίστοιχα και ο πιστός παίρνει πνευματικά την θέση της Παναγίας και γίνεται με την χάρη του Αγίου Πνεύματος μητέρα του Χριστού, όπως γίνεται και αδελφός του και μέλος του ίδιου του σώματός του με την είσοδό του στην Εκκλησία και την συμμετοχή του στο Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία.
Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοί εισιν οι τον λόγον του Θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν» [8]. Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί που ακούουν τον λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν. Όπως για τον Χριστό, έτσι και για την Παναγία και για τον κάθε πιστό, ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής του, δεν είναι αφανισμός του· είναι κοίμηση και είσοδος σε μια νέα ζωή· ζωή αληθινή, ζωή αιώνια. Γι᾿ αυτό και η Παναγία, όπως λέγεται και στον Κανόνα, που ψάλλεται στην Κοίμησή της, «θνήσκουσα, συν τω Υιώ εγείρεται διαιωνίζουσα» [9]. Πεθαίνοντας δηλαδή, ανασταίνεται και ζει αιώνια με τον Υιό της. Ως μητέρα της Ζωής ζει την αιώνια ζωή με τον Αρχηγό της Ζωής. Έτσι και ο πιστός που ζει με πίστη στον Χριστό μέσα στην Εκκλησία εισέρχεται με τον θάνατό του σε μία νέα προοπτική αθάνατης και ουράνιας ζωής.
1. Βλ. Θεοτοκίον β’ Ωδής Κανόνος Όρθρου 8ης Ιουνίου.
Όλοι είμαστε θνητοί, όπως θνητή ήταν και η Παναγία. Και όλοι δεχθήκαμε την δωρεά του Θεού να ζήσουμε μέσα στην Εκκλησία ως κοίμηση τον θάνατο· δωρεά που πρώτη έλαβε στην υπόστασή της η Παναγία με την πρόθυμη ανταπόκρισή της στην πρόσκληση του Θεού κατά τον Ευαγγελισμό, να δεχθεί να γεννηθεί από αυτήν ο Χριστός: «Ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμά σου» [6].
Με την απόλυτη αυτή υπακοή της η Παναγία ρίζωσε μέσα στον κόσμο την Εκκλησία ως θεανθρώπινη κοινωνία και έκανε προσιτή σε όλους μας την δωρεά της νίκης εναντίον του θανάτου. Έτσι και η Πεντηκοστή, η γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας του Χριστού, αρχίζει ουσιστικά με την ημέρα του Ευαγγελισμού· αρχίζει με την ημέρα των εγκαινίων της κοινωνίας της θεώσεως, μέσα στην οποία αφανίζεται ο θάνατος και βασιλεύει η όντως ζωή.
Αν ο Χριστός είναι αίτιος της σωτηρίας και του αγιασμού του κόσμου, η Παναγία είναι η «συναίτιος». Αλλά ο Χριστός, που γεννήθηκε «εφάπαξ κατά σάρκα» από την Παναγία, γεννιέται έκτοτε διαρκώς «κατά πνεύμα» από αγάπη προς τον καθένα που είναι πρόθυμος να τον δεχθεί· γίνεται βρέφος και μορφοποιείται στον πιστό με τις αρετές [7]. Αντίστοιχα και ο πιστός παίρνει πνευματικά την θέση της Παναγίας και γίνεται με την χάρη του Αγίου Πνεύματος μητέρα του Χριστού, όπως γίνεται και αδελφός του και μέλος του ίδιου του σώματός του με την είσοδό του στην Εκκλησία και την συμμετοχή του στο Βάπτισμα και την Θεία Ευχαριστία.
Ο ίδιος ο Χριστός είπε: «Μήτηρ μου και αδελφοί μου ούτοί εισιν οι τον λόγον του Θεού ακούοντες και ποιούντες αυτόν» [8]. Μητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί που ακούουν τον λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν. Όπως για τον Χριστό, έτσι και για την Παναγία και για τον κάθε πιστό, ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής του, δεν είναι αφανισμός του· είναι κοίμηση και είσοδος σε μια νέα ζωή· ζωή αληθινή, ζωή αιώνια. Γι᾿ αυτό και η Παναγία, όπως λέγεται και στον Κανόνα, που ψάλλεται στην Κοίμησή της, «θνήσκουσα, συν τω Υιώ εγείρεται διαιωνίζουσα» [9]. Πεθαίνοντας δηλαδή, ανασταίνεται και ζει αιώνια με τον Υιό της. Ως μητέρα της Ζωής ζει την αιώνια ζωή με τον Αρχηγό της Ζωής. Έτσι και ο πιστός που ζει με πίστη στον Χριστό μέσα στην Εκκλησία εισέρχεται με τον θάνατό του σε μία νέα προοπτική αθάνατης και ουράνιας ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου