Φανούριος ο λαμπρός αθλητής του Κυρίου και Μάρτυς αήττητος, πόθεν ήτο, και ποίους γονείς είχε, και εις ποίον καιρόν, και με τίνας βασιλείς έκαμε την πάλην και τον αγώνα του, δεν ηδυνήθημεν ποτέ να το μάθωμεν· επειδή και ο βίος αυτού εχάθη από του καιρού τας ανωμαλίας, από τας οποίας και άλλα πολλά πράγματα εχάθησαν, και άδηλα και αφανή εγένοντο. Τούτο μόνον έχομεν γνωστόν, ότι τον καιρόν όπου εξουσίασαν οι Αγαρηνοί την περίφημον νήσον Ρόδον δια τας αμαρτίας μας, εκείνος όπου έγινεν εξουσιαστής αυτής της νήσου ηβουλήθη να ανακτίση τα τείχη της χώρας, τα οποία είχον πρωτύτερα οι πολέμιοι κατηδαφισμένα.
Ήσαν δε εις το έξω μέρος του φρουρίου μερικαί ηρειπωμέναι οικίαι, αι οποίαι, άδεται λόγος, ότι ήσαν αυτό το πρώτον φρούριον, το οποίον είναι προς το νότιον μέρος της νήσου, μακράν ως εν στάδιον. Από εκείνα δε τα ερείπια εσύναξεν ο Αγαρηνός τας πέτρας δια την οικοδομήν. Εκεί λοιπόν σκάπτοντες και αναχώνοντες τον τόπον εκείνον, εύρον μίαν ωραιοτάτην Εκκλησίαν· πλην ήτο και αυτή εν μέρει ηρειπωμένη. Ανασκάψαντες δε έως το δάπεδον του Ναού, εύρον και πολλάς αγίας Εικόνας, αλλ’ εφθαρμένας και ηφανισμένας, μόνη δε η του Αγίου Φανουρίου εικών ήτο σώα και ακεραία, ως να την είχε τις ζωγραφήσει κατά την αυτήν ημέραν. Ευρεθέντος λοιπόν τούτου του πανσέπτου Ναού με τας ιεράς εκείνας εικόνας, έρχεται ο Πανιερώτατος Αρχιερεύς του τόπου, Νείλος ονόματι, άνθρωπος αγιώτατος και λόγιος και ανέγνωσε τα της εικόνος εκείνης γράμματα τα οποία έλεγον· «Ο Άγιος Φανούριος». Ήτο δε η εικών εζωγραφισμένη τοιουτοτρόπως. Ο Άγιος στρατιωτικά ενδεδυμένος, νέος πολύ εις την ηλικίαν, κρατών εις την δεξιάν χείρα Σταυρόν, εις το άνωθεν μέρος του Σταυρού έχει μίαν ανημμένην λαμπάδα· γύρωθεν η εικών έχει σεσημειωμένα δώδεκα μαρτύρια· έχει τον Άγιον εξεταζόμενον έμπροσθεν του εξουσιαστού και ευρισκόμενον εν μέσω πολλών στρατιωτών, οι οποίοι τον δέρουν με πέτρας εις το στόμα και εις την κεφαλήν· τον έχει κατά γης ηπλωμένον και τον μαστιγώνουν οι στρατιώται· τον έχει καθήμενον γυμνόν, και με σιδηρά εργαλεία καταξέουν τας σάρκας του· τον έχει ευρισκόμενον εις την φυλακήν· είναι πάλιν ιστάμενος και εξεταζόμενος έμπροσθεν του τυράννου· εις άλλο μέρος καίεται με λαμπάδας· είναι εις μάγγανον δεδεμένος· ευρίσκεται εν μέσω θηρίων· είναι με ένα λίθον μεγάλον πλακωμένος· στέκεται έμπροσθεν των ειδώλων κρατών εις τας χείρας του άνθρακας ανημμένους και ένας διάβολος εις τον αέρα, ως να θρηνή και να κλαίη· φαίνεται ανάμεσα εις μίαν μεγάλην κάμινον ορθός, ως να κάμνη προσευχήν, έχων υψωμένας τας χείρας του εις τον ουρανόν. Από ταύτα λοιπόν τα δώδεκα μαρτυρικά σημεία, τα οποία ήσαν εζωγραφισμένα εις την εικόνα, ηννόησεν ο Αρχιερεύς, ότι είναι Μάρτυς ο Άγιος. Παρευθύς δε ο καλός εκείνος και ευλαβής Αρχιερεύς έστειλε πρέσβεις εις τους ηγεμόνας του τόπου, να του δώσουν τον Ναόν αυτόν να τον ανακαινίση, αλλά δεν ηθέλησαν· όθεν επήγε μόνος ο Αρχιερεύς εις την Κωνσταντινούπολιν, και επήρεν ορισμόν να τον κτίσουν, ούτω δε ενεκαινίσθη, καθώς φαίνεται έως την σήμερον, έξω της χώρας, πολλών θαυμάτων αυτουργός· από τα οποία διηγούμαι εν εις πίστωσιν των πολλών, δια να ευφρανθήτε όσοι αγαπάτε και ευλαβείσθε τον Άγιον. Κατ’ εκείνον τον καιρόν η νήσος Κρήτη δεν είχεν Ορθόδοξον Αρχιερέα, αλλά Λατίνον, διότι εξουσιάζετο από τους Βενετούς, οι οποίοι με πονηρίαν δεν άφηνον να γίνη νέος Αρχιερεύς, ούτε Μητροπολίτης, ούτε Επίσκοπος, όταν εις απέθνησκεν· η δε πονηρία ήτο, να ημπορέσουν με τον καιρόν να γυρίσουν τους Ορθοδόξους εις τα παπικά δόγματα· λοιπόν επήγαινον όσοι Ορθόδοξοι ήθελον να ιερωθούν εις τα Κύθηρα και εχειροτονούντο. Καιρόν δε τινά ανεχώρησαν από την Κρήτην τρεις Διάκονοι και επήγαν εις τον Αρχιερέα των Κυθήρων και τους εχειροτόνησαν Ιερείς· επιστρέφοντες δε προς την πατρίδα των την Κρήτην, τους ηχμαλώτισαν οι Αγαρηνοί εις το πέλαγος και τους έφεραν εις την Ρόδον, όπου τους επώλησαν εις Αγαρηνούς. Λοιπόν οι δυστυχείς εκείνοι νεοχειροτόνητοι Ιερείς εθρήνουν την συμφοράν των ημέρας και νυκτός. Εκεί ήκουσαν τα μεγάλα θαύματα του Μεγαλομάρτυρος Φανουρίου και ευθύς έπεσαν εις δέησιν με θερμά δάκρυα προς τον Άγιον, δεόμενοι να τους ελευθερώση από την πικράν εκείνην αιχμαλωσίαν χωρίς να γνωρίζουν τίποτε ο εις δια την βουλήν του άλλου, επειδή ήσαν χωρισμένοι ο καείς εις τον αφέντην, όστις τον ώριζεν, κατ’ οικονομίαν δε του Παναγάθου Θεού έλαβον άδειαν και οι τρεις να υπάγουν να προσκυνήσουν εις τον Ναόν του Αγίου· πηγαίνοντες δε εκεί, νεύσει θεία, συνηνώθησαν και οι τρεις και έπεσαν έμπροσθεν της ιεράς εικόνος του Αγίου, βρέχοντες την γην με την ροήν των δακρύων των, παρακαλούντες να τους ελευθερώση από τας χείρας των Αγαρηνών. Έπετα ανεχώρησαν ολίγον παρηγορημένοι, πηγαίνοντες καθείς εις τον αυθέντην του, με ελπίδα ότι θα εύρουν έλεος, το οποίον και έγινεν· επειδή σπλαγχνισθείς ο Άγιος τα δάκρυά των επήκουσε την δέησίν των. Και την νύκτα εκείνην φαίνεται εις τους Αγαρηνούς, οι οποίοι τους ώριζον, προστάζων αυτούς να αφήσουν τους δούλους του Θεού να υπάγουν να προσκυνήσουν εις τον Ναλον του, ει δε μη κακώς θα τους απολέση. Οι δε Αγαρηνοί, νομίσαντες μαγείαν το πράγμα, τους έβαλον εις αλυσίδας και βαρύτερα βάσανα. Ο δε Μεγαλομάρτυς Φανούριος ήλθε την νύκτα εκείνην και τους έβγαλεν από τα δεσμά και τους εθάρρυνε, λέγων, ότι την επομένην, κατά πάσαν ανάγκην, θα τους ελευθερώση. Έπειτα φαίνεται εις τους Αγαρηνούς, και ελέγχων αυτούς αυστηρώς είπεν· «Αν ίσως και αύριον δεν τους ελευθερώσητε, θα ίδητε την δύναμιν του Θεού». Ούτω ειπών ο Άγιος έφυγεν. Αλλ’ ω του θαύματος! Όσοι ήσαν εις εκείνας τας τρεις οικίας, όλοι εξημερώθησαν τυφλοί και παράλυτοι με δριμυτάτους πόνους βασανιζόμενοι, μικροί ομού και μεγάλοι· όθεν από τας στρωμνάς όπου έκειντο, δια μέσου των συγγενών των συνεβουλεύθησαν τι να κάμουν· και ούτω απεφάσισαν να στείλουν να φέρουν τους αιχμαλώτους. Όταν δε ήλθον οι ταλαίπωροι τρεις Ιερείς, τους ηρώτησαν, αν ίσως και δύνανται να τους ιατρεύσουν· απεκρίθησαν δε εκείνοι· «Ημείς μεν θα παρακαλέσωμεν τον Θεόν, εκείνος δε ας κάμη το θέλημά του». Αλλ’ ο Άγιος πάλιν την τρίτην νύκτα εφάνη εις τους Αγαρηνούς και τους είπεν· «Αν ίσως δεν στείλετε εις τον οίκον μου δια γράμματος την ελευθερίαν των, ούτε υγείαν έχετε, ούτε το ποθούμενον φως». Τότε συμβουλευθέντες πάλιν με τους συγγενείς και φίλους των, έστειλε καθείς το ελευθερωτικόν γράμμα του ιδικού του αιχμαλώτου, και άφησαν και τα τρία εμπρός εις την εικόνα του Αγίου. Και ω του θαύματος! Έως ότου να γυρίσουν οι απεσταλμένοι από τον Ναόν, ευρέθησαν υγιείς οι πρώην παράλυτοι και τυφλοί, οι οποίοι θαυμάσαντες ηλευθέρωσαν τους Ιερείς εκείνους και δίδοντες εις αυτούς τα έξοδα του ταξειδίου των φιλοφρόνως τους κατευώδωσαν και τους έστειλαν εις την πατρίδα των· οι δε Ιερείς εκείνοι εζωγράφησαν την εικόνα του Αγίου Φανουρίου και την επήραν εις την χώραν των, όπου κάθε χρόνον εώρταζον ευλαβώς τον Άγιον· ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν
Ήσαν δε εις το έξω μέρος του φρουρίου μερικαί ηρειπωμέναι οικίαι, αι οποίαι, άδεται λόγος, ότι ήσαν αυτό το πρώτον φρούριον, το οποίον είναι προς το νότιον μέρος της νήσου, μακράν ως εν στάδιον. Από εκείνα δε τα ερείπια εσύναξεν ο Αγαρηνός τας πέτρας δια την οικοδομήν. Εκεί λοιπόν σκάπτοντες και αναχώνοντες τον τόπον εκείνον, εύρον μίαν ωραιοτάτην Εκκλησίαν· πλην ήτο και αυτή εν μέρει ηρειπωμένη. Ανασκάψαντες δε έως το δάπεδον του Ναού, εύρον και πολλάς αγίας Εικόνας, αλλ’ εφθαρμένας και ηφανισμένας, μόνη δε η του Αγίου Φανουρίου εικών ήτο σώα και ακεραία, ως να την είχε τις ζωγραφήσει κατά την αυτήν ημέραν. Ευρεθέντος λοιπόν τούτου του πανσέπτου Ναού με τας ιεράς εκείνας εικόνας, έρχεται ο Πανιερώτατος Αρχιερεύς του τόπου, Νείλος ονόματι, άνθρωπος αγιώτατος και λόγιος και ανέγνωσε τα της εικόνος εκείνης γράμματα τα οποία έλεγον· «Ο Άγιος Φανούριος». Ήτο δε η εικών εζωγραφισμένη τοιουτοτρόπως. Ο Άγιος στρατιωτικά ενδεδυμένος, νέος πολύ εις την ηλικίαν, κρατών εις την δεξιάν χείρα Σταυρόν, εις το άνωθεν μέρος του Σταυρού έχει μίαν ανημμένην λαμπάδα· γύρωθεν η εικών έχει σεσημειωμένα δώδεκα μαρτύρια· έχει τον Άγιον εξεταζόμενον έμπροσθεν του εξουσιαστού και ευρισκόμενον εν μέσω πολλών στρατιωτών, οι οποίοι τον δέρουν με πέτρας εις το στόμα και εις την κεφαλήν· τον έχει κατά γης ηπλωμένον και τον μαστιγώνουν οι στρατιώται· τον έχει καθήμενον γυμνόν, και με σιδηρά εργαλεία καταξέουν τας σάρκας του· τον έχει ευρισκόμενον εις την φυλακήν· είναι πάλιν ιστάμενος και εξεταζόμενος έμπροσθεν του τυράννου· εις άλλο μέρος καίεται με λαμπάδας· είναι εις μάγγανον δεδεμένος· ευρίσκεται εν μέσω θηρίων· είναι με ένα λίθον μεγάλον πλακωμένος· στέκεται έμπροσθεν των ειδώλων κρατών εις τας χείρας του άνθρακας ανημμένους και ένας διάβολος εις τον αέρα, ως να θρηνή και να κλαίη· φαίνεται ανάμεσα εις μίαν μεγάλην κάμινον ορθός, ως να κάμνη προσευχήν, έχων υψωμένας τας χείρας του εις τον ουρανόν. Από ταύτα λοιπόν τα δώδεκα μαρτυρικά σημεία, τα οποία ήσαν εζωγραφισμένα εις την εικόνα, ηννόησεν ο Αρχιερεύς, ότι είναι Μάρτυς ο Άγιος. Παρευθύς δε ο καλός εκείνος και ευλαβής Αρχιερεύς έστειλε πρέσβεις εις τους ηγεμόνας του τόπου, να του δώσουν τον Ναόν αυτόν να τον ανακαινίση, αλλά δεν ηθέλησαν· όθεν επήγε μόνος ο Αρχιερεύς εις την Κωνσταντινούπολιν, και επήρεν ορισμόν να τον κτίσουν, ούτω δε ενεκαινίσθη, καθώς φαίνεται έως την σήμερον, έξω της χώρας, πολλών θαυμάτων αυτουργός· από τα οποία διηγούμαι εν εις πίστωσιν των πολλών, δια να ευφρανθήτε όσοι αγαπάτε και ευλαβείσθε τον Άγιον. Κατ’ εκείνον τον καιρόν η νήσος Κρήτη δεν είχεν Ορθόδοξον Αρχιερέα, αλλά Λατίνον, διότι εξουσιάζετο από τους Βενετούς, οι οποίοι με πονηρίαν δεν άφηνον να γίνη νέος Αρχιερεύς, ούτε Μητροπολίτης, ούτε Επίσκοπος, όταν εις απέθνησκεν· η δε πονηρία ήτο, να ημπορέσουν με τον καιρόν να γυρίσουν τους Ορθοδόξους εις τα παπικά δόγματα· λοιπόν επήγαινον όσοι Ορθόδοξοι ήθελον να ιερωθούν εις τα Κύθηρα και εχειροτονούντο. Καιρόν δε τινά ανεχώρησαν από την Κρήτην τρεις Διάκονοι και επήγαν εις τον Αρχιερέα των Κυθήρων και τους εχειροτόνησαν Ιερείς· επιστρέφοντες δε προς την πατρίδα των την Κρήτην, τους ηχμαλώτισαν οι Αγαρηνοί εις το πέλαγος και τους έφεραν εις την Ρόδον, όπου τους επώλησαν εις Αγαρηνούς. Λοιπόν οι δυστυχείς εκείνοι νεοχειροτόνητοι Ιερείς εθρήνουν την συμφοράν των ημέρας και νυκτός. Εκεί ήκουσαν τα μεγάλα θαύματα του Μεγαλομάρτυρος Φανουρίου και ευθύς έπεσαν εις δέησιν με θερμά δάκρυα προς τον Άγιον, δεόμενοι να τους ελευθερώση από την πικράν εκείνην αιχμαλωσίαν χωρίς να γνωρίζουν τίποτε ο εις δια την βουλήν του άλλου, επειδή ήσαν χωρισμένοι ο καείς εις τον αφέντην, όστις τον ώριζεν, κατ’ οικονομίαν δε του Παναγάθου Θεού έλαβον άδειαν και οι τρεις να υπάγουν να προσκυνήσουν εις τον Ναόν του Αγίου· πηγαίνοντες δε εκεί, νεύσει θεία, συνηνώθησαν και οι τρεις και έπεσαν έμπροσθεν της ιεράς εικόνος του Αγίου, βρέχοντες την γην με την ροήν των δακρύων των, παρακαλούντες να τους ελευθερώση από τας χείρας των Αγαρηνών. Έπετα ανεχώρησαν ολίγον παρηγορημένοι, πηγαίνοντες καθείς εις τον αυθέντην του, με ελπίδα ότι θα εύρουν έλεος, το οποίον και έγινεν· επειδή σπλαγχνισθείς ο Άγιος τα δάκρυά των επήκουσε την δέησίν των. Και την νύκτα εκείνην φαίνεται εις τους Αγαρηνούς, οι οποίοι τους ώριζον, προστάζων αυτούς να αφήσουν τους δούλους του Θεού να υπάγουν να προσκυνήσουν εις τον Ναλον του, ει δε μη κακώς θα τους απολέση. Οι δε Αγαρηνοί, νομίσαντες μαγείαν το πράγμα, τους έβαλον εις αλυσίδας και βαρύτερα βάσανα. Ο δε Μεγαλομάρτυς Φανούριος ήλθε την νύκτα εκείνην και τους έβγαλεν από τα δεσμά και τους εθάρρυνε, λέγων, ότι την επομένην, κατά πάσαν ανάγκην, θα τους ελευθερώση. Έπειτα φαίνεται εις τους Αγαρηνούς, και ελέγχων αυτούς αυστηρώς είπεν· «Αν ίσως και αύριον δεν τους ελευθερώσητε, θα ίδητε την δύναμιν του Θεού». Ούτω ειπών ο Άγιος έφυγεν. Αλλ’ ω του θαύματος! Όσοι ήσαν εις εκείνας τας τρεις οικίας, όλοι εξημερώθησαν τυφλοί και παράλυτοι με δριμυτάτους πόνους βασανιζόμενοι, μικροί ομού και μεγάλοι· όθεν από τας στρωμνάς όπου έκειντο, δια μέσου των συγγενών των συνεβουλεύθησαν τι να κάμουν· και ούτω απεφάσισαν να στείλουν να φέρουν τους αιχμαλώτους. Όταν δε ήλθον οι ταλαίπωροι τρεις Ιερείς, τους ηρώτησαν, αν ίσως και δύνανται να τους ιατρεύσουν· απεκρίθησαν δε εκείνοι· «Ημείς μεν θα παρακαλέσωμεν τον Θεόν, εκείνος δε ας κάμη το θέλημά του». Αλλ’ ο Άγιος πάλιν την τρίτην νύκτα εφάνη εις τους Αγαρηνούς και τους είπεν· «Αν ίσως δεν στείλετε εις τον οίκον μου δια γράμματος την ελευθερίαν των, ούτε υγείαν έχετε, ούτε το ποθούμενον φως». Τότε συμβουλευθέντες πάλιν με τους συγγενείς και φίλους των, έστειλε καθείς το ελευθερωτικόν γράμμα του ιδικού του αιχμαλώτου, και άφησαν και τα τρία εμπρός εις την εικόνα του Αγίου. Και ω του θαύματος! Έως ότου να γυρίσουν οι απεσταλμένοι από τον Ναόν, ευρέθησαν υγιείς οι πρώην παράλυτοι και τυφλοί, οι οποίοι θαυμάσαντες ηλευθέρωσαν τους Ιερείς εκείνους και δίδοντες εις αυτούς τα έξοδα του ταξειδίου των φιλοφρόνως τους κατευώδωσαν και τους έστειλαν εις την πατρίδα των· οι δε Ιερείς εκείνοι εζωγράφησαν την εικόνα του Αγίου Φανουρίου και την επήραν εις την χώραν των, όπου κάθε χρόνον εώρταζον ευλαβώς τον Άγιον· ου ταις αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν
http://orthodox-voice.blogspot.com/2019/08/27.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου