![]() |
Ζωγραφική: Νεκτάριος Αντωνόπουλος |
Όσον αφορά τον Νικόλαο Μπερντιάεφ, αυτός αποφάσισε από νωρίς ν’ αποστασιοποιηθεί απ’ την επίσημη Εκκλησία και αναζήτησε μία νέα θρησκειοφιλοσοφία, για «αντίδοτο» στον υλισμό και στον θετικισμό της Ευρώπης του 19ου αιώνα. Κύρια θέση του ήταν ότι μπορούμε και οφείλουμε να «αποκόψουμε» τις κύριες ιδέες των μεγάλων εκκλησιαστικών πατέρων από την, σύμφωνα με τον ίδιο, «παρωχημένη» φιλοσοφική γλώσσα στην οποία εκείνοι τις ανέπτυξαν, ώστε να προκρίνουμε μια νέα έκφραση της Ορθόδοξης θεολογίας, αυτή τη φορά με τη φιλοσοφική σκέψη του καντιανού Γερμανικού ιδεαλισμού. Για την ακρίβεια, ο Ρώσος υπαρξιστής στήριξε τη μεταφυσική του στον Καντ και προσέλαβε την Ορθοδοξία μ’ έναν «διαλεκτικό» τρόπο, σαν μία εξελισσόμενη πνευματική κατάσταση που μέλλει να «πλουτίσει» σε αλήθεια από μία μελλοντική τρίτη θεϊκή αποκάλυψη: πρώτη ήταν εκείνη της Παλαιάς Διαθήκης, η δεύτερη της Καινής, ενώ η τρίτη θα είναι αυτή του Αγίου Πνεύματος, πρεσβεύει ο Μπερντιάεφ, επηρεασμένος από τον μεσαιωνικό μοναχό Ιωακείμ της Φιώρας. Αυτό εκφράζει στο βιβλίο του Αλήθεια και αποκάλυψη (μτφρ. Χρήστος Μαλεβίτσης, εκδ. Δωδώνη 1967, εκδ. Αρμός 2010).Η συλλογιστική του σ’ αυτό είναι φιλοσοφική, χωρίς όμως ν’ αποκλείει το προσωπικό θρησκευτικό βίωμα. Η αποκάλυψη του Θεού, υποστηρίζει, είναι πράξη που προϋποθέτει την ελεύθερη συγκατάβαση, αλλά και τη δημιουργική συνέργια του ανθρώπου.
Είναι μια πράξη θεία και την ίδια στιγμή ανθρώπινη. Ο Χριστιανισμός, υποστηρίζει, ήταν η πιο μεγάλη επανάσταση που έγινε ποτέ, ακόμη όμως δεν έχει κατορθώσει να μεταμορφώσει τον κόσμο μας. Με τη διαλεκτική της ιστορίας «βελτιώνεται» ο Χριστιανισμός μας και εμφανίζεται όλο και καθαρότερα το πνεύμα του άλλου κόσμου στον κόσμου που ζούμε. Σύμφωνα με τον ίδιο, το πνεύμα που προσέφερε στον κόσμο μας η χριστιανική αποκάλυψη διαφώτισε την ανθρωπότητα, επιτρέποντάς της να προχωρήσει σ’ ένα υψηλότερο πνευματικό επίπεδο προσέγγισης του θεϊκού λόγου. Η χριστιανική αλήθεια είναι αντικείμενο «μετοχής», μα η μετοχή του ανθρώπου σ’ αυτήν έχει πολλές βαθμίδες και, όσο ο άνθρωπος ωριμάζει πνευματικά, τόσο υψηλότερα ανεβαίνει στην κατανόησή της. Τώρα, δεδομένου ότι η ανθρωπότητα έχει σημειώσει σημαντική πνευματική πρόοδο απ’ την εποχή του Χριστού, οφείλουμε να ανανεώσουμε την ερμηνεία της αποκάλυψης, αποκαθαίροντάς τη από τυχόν ίχνη και γνωρίσματα ανθρώπινων αδυναμιών. Τέτοια ίχνη, συνεχίζει, μπορούν να εντοπιστούν στους εκκλησιαστικούς Πατέρες ή ακόμη και στην ίδια την Αγία Γραφή, η οποία εμπεριέχει στοιχεία αρνητικού ανθρωπομορφισμού (ή «κοινωνιομορφισμού», όπως ονομάζεται η προβολή κοινωνικών χαρακτηριστικών στη θεϊκή Βασιλεία), με αποτέλεσμα ν’ απεικονίζει κάποτε τον Θεό σαν ένα σκληρό, ανελέητο και άγριο μονάρχη. Ορίστε η δικαίωση της αποφατικής θεολογίας: για τον Θεό μπορούμε να εκφραστούμε μονάχα αρνητικά, δηλαδή να πούμε τι δεν είναι. Ο Θεός δεν είναι ανθρώπινο ον για να Τον περιγράφουμε με τη γλώσσα που διαθέτουμε. Ωστόσο, αυτή είναι η μία πλευρά του ζητήματος. Η άλλη είναι ότι ο Θεός δεν είναι μια απρόσωπη οντότητα, αλλά ένα ον του οποίου έχουμε δημιουργηθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση. Επομένως, αφού ως άνθρωποι μοιάζουμε στον Θεό, μπορούμε να μιλήσουμε για Εκείνον, να πούμε λόγου χάρη καταχρηστικά ότι «αγαπά», «στενοχωριέται» ή «θυμώνει». Πάνω απ’ όλα, μπορούμε να πούμε ότι ο Θεός έχει «ανάγκη» τον άνθρωπο. Ο Μπερντιάεφ τολμάει και έναν ενδιαφέροντα διάλογο με την αθεϊστική σκέψη των τελευταίων αιώνων. Συγκεκριμένα, ο Ρώσος φιλόσοφος, πραγματευόμενος τον αθεϊσμό, τον διαιρεί σε δύο κυρίως ομάδες: αυτές είναι η «αισιόδοξη», κυρίως κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, με τους Ελβέτιο, Λα Μετρί και τον Φόιερμπαχ, αλλά και η «απαισιόδοξη», που στη σύγχρονη εποχή εκφράστηκε στις φιλοσοφίες των Χάιντεγκερ, Σαρτρ και, ακόμη περισσότερο, του Νίτσε.
Στην κάθε μορφή του ο αθεϊσμός μπορεί ν’ αποβεί χρήσιμος για μας τους Χριστιανούς: μπορούμε να εξετάσουμε την κριτική που κάνει προς τη θρησκεία μας, και να την «αποκαθάρουμε» απ’ όσα στοιχεία κακώς νοούμενου «ανθρωπομορφισμού» αυτή διαθέτει.
Ο Χριστός έφερε στον κόσμο μας ένα νέο πνεύμα και τον μεταμόρφωσε, με αποτέλεσμα ακόμη και ο πιο ασήμαντος Χριστιανός να έχει πνευματικά υψηλότερες προϋποθέσεις από τους σοφότερους ανθρώπους της Αρχαιότητας. Ωστόσο, αυτό γίνεται σταδιακά και με σχετικά αργούς ρυθμούς.
Ο Μεσαίωνας, στη σκέψη του, παρέμενε εγκλωβισμένος στα προχριστιανικά πλαίσια (κοσμοκεντρισμός) και μονάχα ύστερα από αιώνες η ανθρώπινη σκέψη άρχισε να έρχεται αντιμέτωπη με το μεγαλύτερο πρόβλημα του Χριστιανισμού, δηλαδή το ανθρώπινο υποκείμενο. Είναι κατά συνέπεια αναγκαίο να γίνει «αποκάθαρση» του Χριστιανισμού απ’ όλες τις ενδείξεις της αντικειμενοποίησης, η οποία προσαρμόζει το μήνυμα του κόσμου του Θεού στα χαρακτηριστικά αυτού εδώ του πνευματικά άρρωστου και αμαρτωλού κόσμου που ζούμε.
Μονάχα αν «αποκαθαρθεί» πνευματικά η πίστη μας θα εμφανιστεί ένας αυθεντικότερος Χριστιανισμός που θα φωτίσει τον κόσμο. Αυτό το έργο αναλαμβάνει ο θεϊστικός υπαρξισμός, που αντίθετα με τον άθεο, αναγνωρίζει την τραγωδία της ανθρώπινης μοίρας: ο άνθρωπος μετέχει σε δύο κόσμους την ίδια στιγμή, τόσο σε αυτόν της δημιουργίας και της ελεύθερης επικοινωνίας με τον Θεό όσο και στον γήινο κόσμο όπου κυριαρχεί η αντικειμενοποίηση και η υποδούλωση του ανθρώπου στην αμαρτία. Διότι, πρέπει κανείς να το θυμάται, η αλήθεια ανήκει στον υπερβατικό κόσμο, «διεισδύει» όμως και στον κόσμο που ζούμε, σαν μικρές χαραμάδες φωτός σε πυκνό σκοτάδι. Σύμφωνα με τον Μπερντιάεφ, ο Θεός επιτρέπει στον άνθρωπο να ερμηνεύσει την αποκάλυψη με τα δικά του μέσα, τα οποία όμως είναι περιορισμένα και ξεπερνιούνται με τον χρόνο:
«Η θεολογία της παράδοσης ποτέ δεν ήταν θεολογία του Αγίου Πνεύματος. Όχι μόνο παρέμεινε μέσα στα όρια της δεύτερης αποκάλυψης της Καινής Διαθήκης, η οποία δεν κατανοήθηκε εν Πνεύματι, αλλά παρέμεινε ακόμη και μέσα στα όρια της αποκάλυψης, και στα όρια των αντιλήψεων περί Θεού της Παλαιάς Διαθήκης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ποτέ δεν μπορούσε να συλληφθεί το μυστήριο της θείας ενσάρκωσης. Η αποκάλυψη του Πνεύματος είναι η αποκάλυψη της Τριάδος. Στον ιστορικό Χριστιανισμό, τούτη η αποκάλυψη παραμένει στον ίσκιο, ή ακριβέστερα, στα σκοτεινά».
Απ’ τον κανόνα αυτόν δεν εξαιρούνται ούτε τα ιερά μας κείμενα:
«Ακόμη και μερικές φράσεις στο Ευαγγέλιο φέρνουν τη σφραγίδα τα ανθρώπινης σκληρότητας, όπως, επί παραδείγματι, στις φράσεις για την κόλαση, στο τελος κάποιων παραβολών. Πολλές από τις διαμάχες της πατερικής και ιδιαίτερα της σχολαστικής εποχής έχουν έναν χαρακτήρα εξαιρετικά βίαιο και τρομακτικό. Πρέπει να γίνει εξαίρεση μόνο για λίγους Έλληνες εκκλησιαστικούς θεολόγους, και ειδικότερα για τον Ωριγένη και τον Γρηγόριο Νύσσης. Σκληρότητα υπάρχει και στις Επιστολές του Αποστόλου Πέτρου· μόνο στις Επιστολές του Αποστόλου Ιωάννη δεν υπάρχει τόπος για σκληρότητα. Στην παραδοσιακή θεολογία η ανθρώπινη ζωή θεωρήθηκε ως ποινική διαδικασία, που ο Θεός την εγκατέστησε εναντίον του εγκληματία ανθρώπου».[ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΚΑΛΟΥ ΚΑΙ ΚΑΚΟΥ, ΣΤΗΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΥ]
Είναι λοιπόν δεδομένο για τον Μπερντιάεφ ότι και ο Χριστιανισμός εμπεριέχει πολλούς κακώς νοούμενους ανθρωπομορφισμούς που διαστρεβλώνουν την αλήθεια του. Ένας απ’ αυτούς είναι και το δόγμα της αιώνιας κόλασης, η οποία έγινε αιτία εκδήλωσης μέγιστης σκληρότητας και ψυχολογικής μνησικακίας στον θρησκευτικό χώρο. Το εν λόγω δόγμα, κατά συνέπεια, πρέπει ν’ απορριφθεί και, προς αυτή την κατεύθυνση, η κριτική των αθεϊστών είναι καίριας σημασίας. Γιατί; Διότι η αιώνια κόλαση μας εγκλωβίζει σ’ έναν δυϊσμό, απ’ τον οποίο η διαφυγή καθίσταται αδύνατη. Σύμφωνα πάντα με τον Μπερντιάεφ:
«Το πρόβλημα της Κόλασης έχει θεμελιώδη σημαντικότητα στην εσχατολογία. Η εσχατολογική άποψη, που βλέπει μπροστά της την Κόλαση, ισοδυναμεί με σκλαβιά στον έκπτωτο αντικειμενικό χρόνο. Πάει να δείξει πώς το εσχατολογικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος είναι άλυτο μέσα στη σφαίρα της αντικειμενοποίησης. Ταυτοχρόνως δε οι παραδοσιακές θεωρίες της θεολογίας, οι σχετικές με την εσχατολογία, τελούν ολοτελώς υπό την επιρροή της αντικειμενοποίησης. Εφαρμόζουν στον νοούμενο κόσμο αυτό που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στον φαινόμενο κόσμο. Αποδίδουν στην αιωνιότητα αυτό που μπορεί να αποδοθεί μόνο στον χρόνο και vice versa».[ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ]
Μήπως αυτό σημαίνει πως υπάρχει κόλαση σ’ αυτόν τον κόσμο; O Μπερντιάεφ έχει απαντήσει καταφατικά:
«Υπάρχει Κόλαση· μόνον ένας επιπόλαιος οπτιμισμός μπορεί να το αρνηθεί τούτο ολοτελώς. Αλλά η Κόλαση ανήκει σ’ αυτή την πλευρά, όχι στην άλλη, είναι φαινόμενη, όχι νοούμενη· ανήκει στον χρόνο, όχι στην αιωνιότητα. Συνδέεται στενότερα με τον τόπο της μαγείας παρά με τη σφαίρα του μυστικισμού. Και ταυτοχρόνως, για μένα ρίχνεται φως στην αλήθεια, ότι η Κόλαση, μολονότι ήταν μόνο για μένα (και υπάρχουν στιγμές που θεωρώ τον εαυτό μου κατάλληλο γι’ αυτήν), θα εσήμαινε και την αποτυχία όλης της δημιουργίας και θα μαρτυρούσε την ύπαρξη σχίσματος στην ίδια τη Βασιλεία του Θεού».
Πάγια θέση του Μπερντιάεφ είναι ότι η πίστη στην ιδέα πως μπορεί να υπάρξει αιώνια κόλαση αποτελεί κατάλοιπο μιας «ατελούς» θρησκευτικότητας που δυστυχώς παρεισφρέει και στη χριστιανική πίστη, καθώς αυτή τελεί ακόμη υπό το δεύτερό της στάδιο, το στάδιο του Υιού, που όμως πρόκειται να ξεπερασθεί από ένα επόμενο στάδιο της θείας αποκάλυψης. Πρόκειται για ό,τι ο Ρώσος φιλόσοφος ονομάζει «στάδιο του Αγίου Πνεύματος» και το οποίο προσδοκά, επηρεασμένος ρητά από τον μεσαιωνικό μοναχό Ιωακείμ της Φιόρας. Ωστόσο, προτού τούτο το μελλούμενο γεγονός επισυμβεί, ο Μπερντιάεφ κρίνει ότι είναι αναγκαίο να προηγηθεί μια ριζική κριτική της χριστιανικής αποκάλυψης, βασισμένος στο ίδιο το πνεύμα που πρώτος έφερε ο Χριστιανισμός στον κόσμο μας.
Η συλλογιστική του Μπερντιάεφ, αν υιοθετηθεί με συνέπεια, καταλήγει στο ότι ο γνήσιος Χριστιανισμός είναι στην πραγματικότητα κάτι πέραν του (ιστορικού) Χριστιανισμού, ενδεχομένως η ίδια η «υπέρβασή» του. Αν όμως η αλήθεια δεν είναι όλη δεδομένη σε μια ιστορική εποχή, ούτε καν στους Αγίους, αλλά έρχεται τμηματικά από τη μια εποχή στην άλλη, τότε τουλάχιστον πρέπει να υπάρχει κάπου αλλού, ως αντικειμενικά υπαρκτό πρότυπο, αν φυσικά θέλει κανείς την αποφυγή του σχετικισμού και τη διολίσθηση στην αυθαιρεσία του υποκειμενισμού.
Μετά το Αλήθεια και αποκάλυψη, το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά με τον χαρακτηριστικό τίτλο Πτώση-κρίση-κόλαση (εκδόσεις Ίκαρος, 2017) αποτελεί μια επικαιροποιημένη έκθεση των κεντρικών θεολογικών του απόψεων πάνω στο πρόβλημα του κακού, που ως γνωστόν έχει απασχολήσει αρκετά τους Χριστιανούς όλων των αιώνων. Η ερμηνεία που καταθέτει ο Χρήστος Γιανναράς αποσκοπεί σε δύο βασικούς στόχους: αφενός να προστατεύσει τη χριστιανική θεολογία από τις σύγχρονες «επιστημονικές» της αμφισβητήσεις και, αφετέρου, στο να τη διασώσει απ’ τον νομικισμό και τον ηθικισμό που, κατά την άποψή του, πολλάκις παρεισφρέουν μέσα της. Καίριο ρόλο στη συζήτηση καταλαμβάνει, φυσικά, η βιβλική ιστορία της Γένεσης που παρουσιάζει την πτώση των ανθρώπων στην αμαρτία. Συγκεκριμένα, ο Γιανναράς απορρίπτει ρητά την έννοια της αρχικής «λίαν καλής» κτίσεως, ισχυριζόμενος πως η λογική μα και οι φυσικές επιστήμες μάς δείχνουν ότι ο θάνατος υπήρχε ανέκαθεν στον φυσικό κόσμο. Η θεολογική του εξήγηση είναι ότι η φθορά αποτελεί τον τρόπο ύπαρξης του κτιστού και γι’ αυτό ταυτίζεται με τη φθορά και τον θάνατο. Με τη διατύπωσή του:
«Η υπαρκτική διαφορά του κτιστού από το άκτιστο δεν είναι αποτέλεσμα ούτε παράβασης-πτώσης-τιμωρίας ούτε παρέμβασης “κακού”, ισοσθενούς;;; με την αιτιώδη των πάντων αγάπη. Είναι απλά και μόνο υπαρκτική διαφορά, διαφορά αιτίας και αιτιατού, δηλαδή τρόπου της ύπαρξης».
Όπως μας θυμίζει, η λέξη «Αδάμ» στην αρχαία εβραϊκή γλώσσα σημαίνει «χωμάτινος», «χοϊκός», και μ’ αυτό δηλώνεται ο άνθρωπος εν γένει, ενώ «Εύα» σημαίνει «ζωή». Αλλά η ερμηνευτική βάση του παρόντος βιβλίου δεν εξαντλείται φυσικά στα ετυμολογικά ζητήματα, αλλά επικεντρώνεται και στην Ανατολική Ορθόδοξη παράδοση γενικά. Σύμφωνα μ’ αυτή την παράδοση, η αμαρτία είναι μια αστοχία, μια αποτυχία του ανθρώπου να συσχετιστεί με τους άλλους παραμερίζοντας προσωρινά τις εγωιστικές του επιθυμίες και ανάγκες.
Έτσι, υποστηρίζει ο Γιανναράς, το συμβολικό περιεχόμενο της αφήγησης της βιβλικής Γένεσης μας παραπέμπει σε ένα γεγονός που δεν έχει κάποια ιστορική αφετηρία (δηλ. δεν έχει υπάρξει ποτέ ιστορικά μια προ-πτωτική κατάσταση, δίχως καθόλου πόνο, φθορά και θάνατο), αλλά είναι μια αμιγώς αλληγορική περιγραφή μιας διαδικασίας που συντελείται και θα συντελείται αδιαλείπτως μέσα στη ζωή του κάθε ανθρώπου και αναπαριστά πνευματικά όλο το ανθρώπινο γένος.[ΑΝΑΓΚΑΖΕΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΝΑ ΑΡΝΗΘΕΙ ΣΤΟΝ ΑΔΑΜ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΖΩΣΑ. ΚΑΘΙΣΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΕΝΑ ΖΩΟ ΔΙΠΟΔΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΡΟΣΚΟΛΛΑΤΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΣΤΟΝ ΕΚΑΣΤΟΤΕ ΑΦΕΝΤΗ ΤΟΥ. ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ Ή ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΦΘΑΡΣΙΑΣ ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕ Ο ΕΝΣΑΡΚΩΘΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΛΟΙΠΟΝ ΧΩΡΙΖΕΙ ΤΟ ΠΛΑΣΜΑ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΣΕ ΖΩΟ ΔΙΠΟΔΟ Ή ΣΕ ΖΩΟ ΘΕΙΟΝ ΕΡΩΤΑ ΕΧΟΝΤΑ, ΖΩΟΝ ΘΕΟΥΜΕΝΟ]
Στη σκέψη του Γιανναρά, ο θάνατος και η φθορά (με λίγα λόγια, οι επιμέρους όψεις του κακού) δεν προέρχονται από ανθρώπινες επιλογές (κάποιο αμάρτημα κάποιων μακρινών προπατόρων), αλλά είναι βασικές ιδιότητες του «κτιστού», της φύσης εν γένει. Το κακό αποδίδεται στο κτιστό, μαζί με το οποίο αποτελεί μη ον, πράγμα που σημαίνει ότι στερείται αυτόνομης ύπαρξης. Γι’ αυτό ακριβώς, κατά Γιανναρά, όσοι άνθρωποι επιλέξουν ελεύθερα στη ζωή τους αυτή το κακό, ακολουθούν το κτιστό με τα προβλήματά του (φθορά κ.λπ.) και μετά τον θάνατο οδηγούνται στην ανυπαρξία δηλαδή στον οντολογικό τρόπο του μη όντος, του κτιστού/κακού.
Η πρόταση τούτη έχει στόχο να συμβιβάσει τη χριστιανική ορθόδοξη θεολογία με τα βιολογικά δεδομένα της φυσικής φθοράς, αλλά και ν’ αποφύγει την αυγουστινιανή «δαιμονοποίηση» της σεξουαλικότητας, ως μέσου μετάδοσης του προπατορικού αμαρτήματος και φορέα μιας πανάρχαιας ενοχής. Η τελευταία, ιστορικά, υπήρξε καθοριστικής σημασίας:
«Κυριότερη συνέπεια ήταν να γενικευθεί, σε Δύση και Ανατολή, η θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος. Η Εκκλησία, από τρόπος της ύπαρξης ως κοινωνίας, κοινό άθλημα αγαπητικής αλληλοπεριχώρησης, δίνει πια την εντύπωση ότι αλλοτριώθηκε σε τυπικά ατομοκεντρική θρησκεία: Οι όροι της αλήθειας (όρια-οριοθετήσεις της εκκλησιαστικής εμπειρίας) απεξαρτήθηκαν από την εμπειρία, αυτονομήθηκαν σαν a priori αξιωματικές παραδοχές, όπως σε κάθε ιδεολογία».
Ο Γιανναράς μάχεται αποφασιστικά ενάντια στη «δικανική» σύλληψη της πτώσης του ανθρώπου στην αμαρτία. Η κορυφαία τέτοιους είδους σύλληψη είναι, κατά τον ίδιο, η θεολογία του Ιερού Αυγουστίνου. Ο Ιερός Αυγουστίνος υπήρξε σημαντική μορφή στον χώρο της πατερικής θεολογίας, αποτελώντας ίσως τον πνευματικό ιδρυτή της Ευρώπης, τονίζει. Επομένως, η αντίσταση του Γιανναρά σε ό,τι εκείνος ονομάζει «δικανική υπονόμευση της οντολογίας», είναι στην πραγματικότητα αντίσταση (και) μπροστά στις πνευματικές βάσεις του πολιτισμού της Δύσης: αυτές, θεωρεί, είναι σε γενικές γραμμές ο ατομισμός, η χρησιμοθηρία, η ανελευθερία και η δικανική θεολογία. Στο σημείο αυτό, ο Γιανναράς δεν φείδεται χαρακτηρισμών, κάνοντας λόγο για «κορύφωμα σαδιστικού παραλογισμού», «άμετρο σαδισμό» και «δικανική ανάγνωση του σταυρικού θανάτου του Χριστού». Προσθέτει δε ότι:
«Η ιστορία της μετα-ρωμαϊκής Δύσης είναι μια τέτοια αλυσιδωτή διαδοχή “αλάθητων” ολοκληρωτικών και ειδωλοκλαστικών επαναστάσεων».[ΑΠΟΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΟΜΩΣ ΕΞΑΙΡΕΤΩΣ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ ΠΟΥ ΕΠΙΝΟΗΣΕ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΑΠΟΔΕΧΟΜΕΝΟΣ ΔΗΛ.ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ]
Στους αντίποδες του Αγίου Αυγουστίνου, της δυτικής θεολογίας και, σε τελική ανάλυση, αυτού που ονομάζουμε «δυτικό πολιτισμό», βρίσκεται η Ορθοδοξία. Ο Γιανναράς λέει ότι ακόμη και η Ορθόδοξη Εκκλησία επηρεάζεται ενίοτε απ’ το ατομοκεντρικό υπόδειγμα της Δύσης, με αποτέλεσμα να ταυτίζουν τις αρχές («όροι-όρια») της εκκλησιαστικής εμπειρίας με απαράβατες αρχές αλάθητων αυθεντιών. Ωστόσο, ο Γιανναράς παραδέχεται επίσης ρητά ότι κατά κανέναν τρόπο δεν «δογματίζει» για το πρόβλημα του κακού, παρ’ αρκείται σε ορισμένους προσωπικούς στοχασμούς, παραδεχόμενος πως εναπόκειται στην Εκκλησία η οριστική απόφαση, με μια μελλοντική Σύνοδό της.
Ο λόγος είναι ότι αντιλαμβάνεται την Εκκλησία πρωτίστως ως μια κοινότητα σχέσεων, που δεν αποφασίζονται οι απαντήσεις στα στοιχειώδη προβλήματα από κάποιον ευφυή διανοούμενο (όπως π.χ. συμβαίνει στις πολιτικές ιδεολογίες), αλλά προκύπτουν αυθόρμητα απ’ το σύνολο της εκκλησιαστικής ζωής και εμπειρίας.
Στη σκέψη του Γιανναρά, ο θάνατος δεν προέρχεται από το αμάρτημα κάποιων μακρινών προπατόρων, αλλά είναι βασική ιδιότητα του «κτιστού», δηλαδή της ίδιας της της φύσης. Το κακό αποδίδεται απ’ τον ίδιο στο κτιστό, το οποίο στερείται αυτόνομης ύπαρξης. Όσοι λοιπόν άνθρωποι επιλέγουν στη ζωή τους το κακό, ακολουθούν τη φθορά και μετά τον θάνατό τους οδηγούνται στην ανυπαρξία, που είναι το ίδιον του κτιστού. Οι άλλοι, σχετιζόμενοι με τον Θεό, ήγουν το Άκτιστο, κατορθώνουν να υπερβούν τον «τρόπο» του κτιστού και κατακτούν την αιώνια ζωή. Άρα το κακό δεν είναι παρά ίδιον του κτιστού ως τέτοιου:
«Θα μπορούσαμε συμπερασματικά να πούμε πως ό,τι ονομάζουμε κακό είναι, πραγματικά, ένα προϊόν της ελευθερίας με την οποία προικίστηκε ο κτιστός άνθρωπος. Κάθε άλλη ερμηνεία αποδίδει αναπότρεπτα οντολογική (υπαρκτική) αυτονομία στο κακό και οδηγεί στα αδιέξοδα του Γνωστικισμού-Μανιχαϊσμού, με την εφιαλτική απανθρωπία των συνεπειών τους».
Στη γιανναρική θεολογική πρόταση, θα μπορούσε να πει κανείς, αντιπαραβάλλονται δύο ακραίες θεολογικές ερμηνείες, από τη μια η σχεσιακή και συμβολική οντολογία, και από την άλλη ο «νομικισμός» του Ιερού Αυγουστίνου, υπαινισσόμενος πως αν κάποιος απορρίπτει τη μια, θα πρέπει να αποδεχτεί αναγκαστικά την άλλη, ωσάν να μην υφίσταται κάποια ενδιάμεση στάση. Μια τέτοια θεολογία μετατρέπει σε σύμβολα περίπου τα πάντα μέσα στα ιερά κείμενα εκτός ίσως απ’ τον άνθρωπο, τον Θεό και τον συσχετισμό ανάμεσά τους. Βέβαια, αντίθετα με τον Μπερντιάεφ, που κατήγγειλε ρητά το δόγμα της αιώνιας κόλασης και απαίτησε την αποκατάσταση των πάντων, ο Γιανναράς είναι πιο μετριοπαθής στις δηλώσεις του και παραθέτει τη ντοστογιεφσκική ρήση «κόλαση είναι το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς». Δεν πρέπει να λησμονείται η φράση του Βλαντίμιρ Λόσκι, ο οποίος διευκρινίζει ότι στην Κυριακή προσευχή δεν ζητάμε την απελευθέρωση από το κακό, γενικά και αφηρημένα, αλλά από τον πονηρό, πράγμα που δείχνει σαφώς ότι το κακό ενσαρκώνεται σε πρόσωπο. Όσον αφορά τη μεταθανάτια ζωή, ο Ιησούς Χριστός δεν έκανε λόγο για ύπαρξη και ανυπαρξία, αλλά τόνισε επανειλημμένα ότι στον άνθρωπο ανοίγονται δύο δυνατότητες: η ατελεύτητη χαρά του παραδείσου και η ατελεύτητη λύπη μακριά απ’ αυτόν.
Πηγή:https://mag.frear.gr/metapateriki-theologia-filosofiki-theodikia-kai-oyniversalismos/
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΗΣ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ, ΟΠΩΣ ΤΗΝ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ, ΚΑΘΕ ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΓΑΘΟΥ ΠΑΡΑΔΙΔΕΙ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ ΤΗΣ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ.
Κύρια θέση του ήταν ότι μπορούμε και οφείλουμε να «αποκόψουμε» τις κύριες ιδέες των μεγάλων εκκλησιαστικών πατέρων από την, σύμφωνα με τον ίδιο, «παρωχημένη» φιλοσοφική γλώσσα στην οποία εκείνοι τις ανέπτυξαν, ώστε να προκρίνουμε μια νέα έκφραση της Ορθόδοξης θεολογίας, αυτή τη φορά με τη φιλοσοφική σκέψη του καντιανού Γερμανικού ιδεαλισμού.
ΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΤΕΙ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΜΕΝΟΣ ΜΠΕΡΝΤΙΑΕΦ ΚΑΙ Ο ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΟΤΙ Ο ΚΑΡΠΌΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΘΑ ΗΤΑΝ ΤΟ ΜΗΤΡΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου