ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος»
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
Αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» (Β)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
Αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» (Β)
2.4.1 Η Αναλογία και το μυστήριο της
Οικονομίας
(Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» σύμφωνα με το μυστήριο της
θείας οικονομίας και της θεολογίας)
Σύμφωνα με
τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, «τοῦτο γὰρ δὴ τὸ τῆς οἰκονομίας μυστήριον, ἕν καὶ τρία
τὸν Θεὸν πιστευθῆναι καὶ κοινὸν αἴτιον μόνον τῶν δύο τὸ ἕν»1. Ακόμη, το
μυστήριο της θείας οικονομίας είναι ότι τα θεία πρόσωπα διαμοιράζουν μεταξύ
τους τον καιρό, έτσι ώστε το καθένα να φανερώνεται ιδιαιτέρως με τέτοιο τρόπο,
ώστε μαζί με τον εαυτό του να φανερώνει και τα άλλα πρόσωπα2. Πρώτος φανερώθηκε
ο Πατήρ, δίνοντας στους προφήτες κατά χάριν τα καυχήματα της θείας φύσεως και
τα ιδιώματα της θεότητας, τα οποία δεν είναι άλλα από τις φυσικές και ουσιώδεις
ενέργειές της3. Μετά φανερώθηκε ο Υιός με τα ίδια ακριβώς ιδιώματα, από τα
οποία προέρχονται τα χαρίσματα των ιαμάτων και τα ενεργήματα των δυνάμεων, κατά
χάριν προς τους μαθητές4. Έπειτα, φανερώθηκε το Άγιο Πνεύμα, μεταδίδοντας τα
ίδια χαρίσματα προς όλους τους πιστούς κατά χάριν σε όλες τις εποχές5. Η διαδοχική
αυτή φανέρωση του Θεού είναι το μυστήριο της θείας οικονομίας, το οποίο
αποτελεί την ευδοκία του Πατρός, διαμέσου του Υιού, που τελειοποιείται από το
Άγιο Πνεύμα6. Τα θεία πρόσωπα δεν αποχωρίζονται αλλήλων και ενυπάρχουν το ένα
μέσα στο άλλο, δεικνύοντας άλληλα και προβαλλόμενα δι’ αλλήλων, χωρίς ωστόσο να
υπάρχουν «δι’ ἀλλήλων ή ἐξ ἀλλήλων»7.
Προκειμένου
να κατανοήσουμε την υπερφυή αυτή ενότητα ανάμεσα στα θεία πρόσωπα, πρέπει να
διακρίνουμε ανάμεσα σε όσα αφορούν την Αγία Τριάδα καθαυτή (θεολογία) και σε
όσα αφορούν στη φανέρωσή της στον κόσμο (οικονομία)8. Στα πλαίσια της προσπάθειας
για διασαφήνιση των όρων που αφορούν τη διάκριση θεολογίας και οικονομίας, με
σκοπό τη διαφύλαξη και την ορθή ερμηνεία του Τριαδολογικού δόγματος, ο ρόλος
της αναλογίας μπορεί να αποβεί ωφέλιμος και αποτελεσματικός. Γι’ αυτό, ο άγ.
Γρηγόριος Παλαμάς, όπου παραστεί ανάγκη καταφεύγει στη χρήση της αναλογίας,
αποδεικνύοντας για άλλη μία φορά ότι είναι άλλο πράγμα η χρήση της για την
απόδειξη ή την επαλήθευση του δόγματος και άλλο η οργανική ένταξή της μέσα στο
ίδιο το δόγμα, με σκοπό την εκλογίκευσή του.
2.4.1.1 Η αναλογία και η «θεία τάξη»
Σύμφωνα με
τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, όταν χρησιμοποιείται η έννοια της τάξης στα πρόσωπα
της Αγίας Τριάδος αποβάλλει το αρχικό της νόημα και εννοείται με εντελώς
καινούριο τρόπο, καθ’ όλα άγνωστο στις αντιληπτικές μας ικανότητες: «Ὑπὲρ τάξιν
οὖν, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπὸ τάξιν ὁ Θεός. Εἰ δ᾿ ἔστι καὶ τάξις ἐπὶ τοῦ Θεοῦ διὰ τὸ τρισυπόστατον
τῆς θεότητος, ἀλλ᾿ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἐγνωσμένη διὰ τὸ ὑπὲρ πᾶν εἶδος τάξεως εἶναι.
Τὴν μὲν γὰρ κατὰ τὴν ἐκφώνησιν τάξιν ἴσμεν, διδαχθέντες παρὰ τῆς θεοπνεύστου
Γραφῆς, παρ᾿ ἧς καὶ ἐπαλλαττομένην ταύτην εὐσεβῶς διδασκόμεθα. Τὴν δ᾿ ἐκ τῆς
φυσικῆς ἀκολουθίας προσοῦσαν, καὶ μάλιστα τοῖς δυσὶ προσώποις, τῷ τε Υἱῷ καὶ τῷ
ἁγίῳ Πνεύματι, οὐδαμῶς ἴσμεν»9. Άλλο πράγμα δηλώνει η έννοια της τάξης κατά την
εκφώνηση και άλλο όταν αναφέρεται για το Θεό10. Εκείνο που είναι κοινό ανάμεσα
στις δύο αυτές διαφορετικές έννοιες τάξης, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά,
είναι η ύπαρξη φυσικής ακολουθίας ανάμεσα σ’ εκείνα που συνδέονται μεταξύ τους11.
Εκείνο που είναι διαφορετικό ανάμεσά τους είναι ότι ενώ τα όντα υπόκεινται στην
τάξη, ο Θεός δεν υπόκειται σ’ αυτήν αλλά υπέρκειται αυτής με τρόπο άγνωστο. Γι’
αυτό δε διστάζει να πει ότι «οὐκ ἔχει τάξιν ὁ Θεός, οὐχ ὡς ἄτακτος, ἀλλ᾿ ὡς ὑπὲρ
τάξιν ὤν»12. Για να το καταλάβουμε αυτό, προσφεύγει σε ένα άλλο παράδειγμα με
το οποίο θεωρεί ότι είμαστε πιο εξοικειωμένοι: «οὐδέ γάρ σχῆμα ἔχει ὁ Θεός, οὐχ
ὡς ἀσχήμων, ἀλλ᾿ ὡς ἀσχημάτιστος»13. Όπως ισχύει ότι ο Θεός δεν έχει σχήμα όχι
επειδή είναι «ασχήμων» αλλά επειδή δεν υπόκειται σε κανένα σχήμα, με ανάλογο
τρόπο ισχύει και ότι ο Θεός δεν έχει τάξη όχι επειδή είναι «άτακτος» αλλά
επειδή υπέρκειται κάθε έννοιας τάξεως. Με βάση την αναλογία έτσι, αυτό που αποδεικνύεται
είναι ότι όπως το σχήμα έτσι και η τάξη, όταν αναφέρονται στο Θεό αποβάλλουν το
αρχικό τους νόημα και ισχύουν με ένα εντελώς διαφορετικό και καθ’ όλα άγνωστο
τρόπο.
2.4.1.2 Αναλογία και αιτιότητα. Η
αναλογική σύγκριση ανάμεσα στην αρχή της αιτιότητας στα θεία και στα ανθρώπινα
πρόσωπα, με σκοπό να αποδειχθεί ότι:
α) δεν υφίσταται καμία φυσική ομοιότητα θείων και ανθρωπίνων,
β) η αρχή της αιτιότητας στα θεία δεν εξηγείται με βάση την αρχή της αιτιότητας
στα ανθρώπινα,
γ) η ύπαρξη της αιτιότητας στα θεία πρόσωπα δεν είναι παράλογη αλλά υπέρλογη,
ούτε φυσική αλλά υπέρ-φυσική και παράδοξη.
Το πρόσωπο
του Θεού Πατρός προηγείται των άλλων δύο κατά την τάξη, ως αρχή και αιτία τους. «Μίαν ἐν σεαυτῇ μόνην ἔχεις ὑπεράρχιον
ἀρχήν, τὴν μόνην ἀναίτιον μονάδα, ἐξ ἧς προάγεσθον καὶ εἰς ἥν ἀνάγεσθον ἀχρόνως
καὶ ἀναιτίως ὁ Υἱός τε καὶ τὸ Πνεῦμα»14. Αν και ονομάζει τον Θεό Πατέρα αρχή
και αιτία, ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς σπεύδει να διευκρινίσει ότι είναι «αρχή
υπεράρχιος» και «αιτία αναίτιος». Η αναγωγή των άλλων δύο προσώπων στο πρόσωπο
του Θεού Πατέρα, χαρακτηρίζεται από τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ως «αναίτιος». Δε
χωρεί αμφιβολία, ότι ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς διαχωρίζει απόλυτα τη σημασία της
αιτιότητας μέσα στην Αγία Τριάδα, από τη σημασία της στα κτιστά όντα. Είναι
όντως απορίας άξιον το πώς είναι δυνατό να υπάρχουν δύο τόσο διαφορετικά είδη
αιτιότητας, τα οποία δεν παρουσιάζουν ανάμεσά τους κανενός είδους φυσική
αναλογία ή ομοιότητα15. Αυτό το γεγονός για τη φιλοσοφία και τη σχολαστική
θεολογία αποτελεί κάτι το εντελώς παράδοξο16. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αντί να
προσφύγει σε φιλοσοφικές αναλύσεις και επιχειρηματολογίες για να εξηγήσει το
παράδοξο, επικαλείται με ύμνο τον ίδιο το Θεό: «Πάτερ ἀγέννητε μόνε καὶ ἀνεκπόρευτε,
καὶ τὸ σύμπαν εἰπεῖν, ἀναίτιε, ὁ μόνος πατὴρ τῶν ἀνεκφοιτήτων καὶ ὁμοτίμων σοι
φώτων»17. Στη θαυμάσια αυτή ευχή, η οποία αποτελεί ένα σύμβολο πίστεως,
ειπωμένο σε λατρευτική και δοξολογική γλώσσα18, τονίζεται ότι ο Θεός Πατήρ
είναι η αρχή και η αιτία των άλλων δύο φώτων, του Υιού δηλαδή και του Αγίου
Πνεύματος, τα οποία ωστόσο δεν είναι κατώτερά του, αλλά «ομότιμα» και
«ανεκφοίτητα».
Αυτό
φιλοσοφικά είναι είτε παράλογο είτε παράδοξο19. Ο Αριστοτέλης, για παράδειγμα,
διέκρινε ανάμεσα σε τέσσερα είδη αιτίων (ύλη, μορφή, ποιητικό αίτιο, τελικό αίτιο20,
από τα οποία προκύπτει η έλλογη δομή του φυσικού κόσμου21) τα οποία αποτελούν
άλλης τάξεως πραγματικότητες απ’ ό,τι τα αποτελέσματά τους. Σύμφωνα με τον άγ.
Γρηγόριο Παλαμά, ωστόσο, ο Θεός Πατήρ είναι η πηγή και η αιτία των άλλων δύο
προσώπων της Αγίας Τριάδος με υπερφυή τρόπο, έτσι ώστε να
είναι ίσα και
ομότιμα μ’ Αυτόν. Για να κατανοήσουμε πιο καλά ότι αυτό το γεγονός είναι
εντελώς παράδοξο για μας και υπερβαίνει τον ανθρώπινο τρόπο σκέψης, παραθέτει
ένα παράδειγμα με βάση την αναλογία: Τα ανθρώπινα πρόσωπα είναι ίσα επειδή δεν
έχουν όλα την ύπαρξη απ’ ευθείας από το ίδιο πρόσωπο, αφού μαζί με τα αιτιατά
είναι και τα αίτια πολλά και διάφορα. Στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, ωστόσο,
ενώ υπάρχει κάποια αιτιότητα, συμβαίνει αντίθετα να είναι ένα και το αυτό
πρόσωπο εκείνο από το οποίο προέρχονται τα άλλα πρόσωπα, τα οποία είναι ίσα και
ομότιμα22. Το παράδειγμα αυτό αποτελεί μία αναλογική σύγκριση ανάμεσα σε
πράγματα για τα οποία λέγεται κάτι από κοινού, κατά την οποία αντί να προκύψουν
τα ανάλογα αποτελέσματα συμβαίνουν τα ακριβώς αντίθετα. Συγκεκριμένα, αυτό που
συγκρίνεται εδώ με βάση την αναλογία, είναι η αρχή της αιτιότητας στα ανθρώπινα
πρόσωπα και η αρχή της αιτιότητας στα θεία πρόσωπα. Η αναλογία ανάμεσα στα δύο
είδη αιτιότητας στηρίζεται σε δυο αρχές που είναι κοινές τόσο στα ανθρώπινα όσο
και στα θεία πρόσωπα:
α) στην αρχή ότι το πρόσωπο έρχεται στην ύπαρξη από κάποιο άλλο πρόσωπο.
β) στην αρχή ότι το πρόσωπο που έρχεται στην ύπαρξη είναι ισότιμο με το πρόσωπο
στο οποίο οφείλει την ύπαρξή του.
Αυτό που
διαφέρει, ωστόσο, είναι ότι στα ανθρώπινα πρόσωπα τα αίτια είναι πολλά ενώ στα
θεία το αίτιο είναι μόνο ένα. Με βάση αυτή τη διαφορά, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς
συγκρίνει αναλογικά ανάμεσα στα δύο είδη αιτιότητας των προσώπων, για να
φανερώσει ότι στην Αγία Τριάδα είναι ένα και το αυτό το πρόσωπο εκείνο από το
οποίο προέρχονται τα άλλα πρόσωπα, τα οποία είναι ίσα και ομότιμα. Πρώτα δηλαδή
αποδέχεται ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι κοινά τόσο στα θεία όσο και
στα ανθρώπινα πρόσωπα, αποδεικνύοντας έτσι ότι μπορεί να υπάρξει κάποια
αναλογική σύγκριση ανάμεσα στην αρχή της αιτιότητας στα θεία και στα ανθρώπινα
και κατόπιν διακρίνει την μεγάλη διαφορά που υφίσταται μεταξύ τους, για να
δικαιολογήσει τον παράδοξο και υπερφυσικό χαρακτήρα της αρχής της αιτιότητας
στα θεία πρόσωπα. Ο σκοπός άρα της αναλογικής σύγκρισης ανάμεσα στα δύο είδη
αιτιότητας δεν είναι η αναγνώριση οποιασδήποτε φυσικής ομοιότητας ανάμεσά τους,
αλλά η απόδειξη ότι παρά το γεγονός πως η αρχή της αιτιότητας στα θεία δεν
εξηγείται με βάση την αρχή της αιτιότητας στα ανθρώπινα, ωστόσο η ύπαρξη της
αιτιότητας στα θεία πρόσωπα δεν είναι παράλογη αλλά υπέρλογη, ούτε φυσική αλλά
υπέρ-φυσική και καθ’ όλα παράδοξη23. Η αναλογία χρησιμοποιείται για να
δικαιολογήσει την ύπαρξη του παραδόξου και όχι να την ερμηνεύσει ή να την
«απομυθοποιήσει». Στα χέρια του αγ. Γρηγορίου, η αναλογία αποτελεί ένα χρήσιμο
εργαλείο λογικής υποστήριξης του υπέρλογου χαρακτήρα της θεολογικής αλήθειας,
οδηγώντας έτσι στη διατράνωση των θεολογικών δογμάτων και στη στερέωση των
διδασκαλιών του.
2.4.1.3 Αναλογία και ιδέες των όντων.
Η αναλογία ως συμφωνία ανάμεσα στη φύση των γνωρίμων πραγμάτων και στη φύση του
γνωρίζοντος, την οποία ρυθμίζει ο Δημιουργός έτσι ώστε η παραχθείσα γνώση να
αρμόζει κατάλληλα στη φυσική κατασκευή εκείνου που γνωρίζει.
Παρά τη
λεπτότητα και το ρίσκο των ορισμών που χρησιμοποιούνται, ο άγ. Γρηγόριος
Παλαμάς δε διστάζει να επιστρατεύσει τη χρήση σημαντικών φιλοσοφικών όρων, για
να περιγράψει τον παράδοξο χαρακτήρα της θείας αιτιότητας επί των κτιστών δημιουργημάτων.
Επικαλούμενος το Θεό λέει: «ἕν κράτος, μία δύναμις, ἡ δημιουργός τῶν ποιητῶν καὶ
ὑπὸ χεῖρά σοι φώτων, ἡ πάσης γνώσεως δότειρα, ἡ πολυειδεῖς ἰδέας παραγαγοῦσα
γνωστικῶν τε καὶ γνωστῶν καὶ καταλλήλως τοῖς γινώσκουσι καὶ φυσικῶς ἐνθεῖσα τὰς
γνώσεις, τοῖς μὲν νοεροῖς ἁπλᾶς καὶ ἀπαθεῖς νοήσεις, τοῖς δὲ αἰσθητικοῖς
πολυμερεῖς καὶ παθητὰς αἰσθήσεις, τοῖς δὲ μικτοῖς ἡμῖν ἀμφότερα»24. Οι
πολυειδείς ιδέες των γνωστικών και γνωρίμων πραγμάτων, τίθενται από το
Δημιουργό μέσα σ’ εκείνα που έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν, με τρόπο φυσικό
και κατάλληλο προς την ιδιαίτερη φύση τους. Γι’ αυτό στα νοερά όντα δίνονται
απλές και «απαθείς» νοήσεις, στα αισθητά δίνονται πολυμερείς και «παθητές»
αισθήσεις, ενώ στα μικτά από νου και αίσθηση δίνονται τόσο τα απλά και «απαθή»,
όσο τα πολυμερή και τα «παθητά». Ο Δημιουργός, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο
Παλαμά, θέτει τις γνώσεις των γνωστών πραγμάτων μέσα στα όντα, ανάλογα προς τη
φύση τους, ούτως ώστε η γνώση τους να είναι φυσική και να αρμόζει σ’ αυτά
κατάλληλα. Η αναλογία αφορά έτσι στη φύση των γνωρίμων πραγμάτων, που τίθενται
από το Δημιουργό μέσα στα όντα σύμφωνα με ιδιαίτερη φύση τους, ούτως ώστε η
παραχθείσα γνώση να αρμόζει κατάλληλα στη φυσική τους κατασκευή: στα νοητά η
γνώση των νοητών, στα αισθητά η γνώση των αισθητών, και στα μικτά η γνώση τόσο
των νοητών όσο και των αισθητών. Συνεπώς, όταν ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς λέει ότι
ο Θεός παράγει πολυειδείς ιδέες γνωστικών και γνωρίμων πραγμάτων, δεν εννοεί
ότι τα όντα παράγονται κατ’ αναλογία προς την αιτία τους25. Αυτό θα
ισοδυναμούσε με εγκαθίδρυση φυσικής ομοιότητας και αναλογίας, ανάμεσα στην
άκτιστη ουσία του Θεού και στην κτιστή ουσία των όντων. Ενώ μοναδική αρχή μέσα
στην Αγία Τριάδα αποτελεί το πρόσωπο του Θεού Πατρός, ωστόσο, αρχή τόσο της
δημιουργίας του κόσμου όσο και της σωτηρίας του ανθρώπου, αποτελεί ολόκληρη η
Αγία Τριάδα από κοινού. Πράγματι, η δημιουργία του κόσμου ανήκει στα έργα της
θείας οικονομίας: «η δημιουργικὴ ἀρχὴ μία ἐστίν, ὁ Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα
τὸ ἅγιον»26. Όσον αφορά τα έργα της θείας οικονομίας, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς
δε διστάζει να μιλήσει με όρους φιλοσοφικούς λέγοντας π.χ. ότι ο Θεός παράγει
πολυειδείς ιδέες γνωστικών και γνωρίμων πραγμάτων. Για να μη νομίσουμε όμως ότι
η παραγωγή αυτή εξαρτάται ουσιωδώς ή υπαρκτικώς από το Είναι του Θεού,
διακηρύσσει αμέσως ότι η δημιουργία του κόσμου γίνεται «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος»,
σύμφωνα με τη θεία αγαθότητα και τη θεία χάρη: «ὅταν οὖν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ἐκ τοῦ
μὴ ὄντος προηγμένα λέγωμεν, τήν τε ἀγαθότητα, δι᾿ ἥν τὸ εἶναι ἔσχον, καὶ τὴν ἐγγεγενημένην
χάριν, ὅθεν ἕκαστον τοῦ εὖ εἶναι καταλλήλως μετεσχήκασι, καὶ τὴν ἐπιγεγενημένην
ὕστερον, δι᾿ ἥν πρὸς τὸ εὖ εἶναι τὰ διαπεπτωκότα ἐπανῆλθον»27. Το μη ον,
δηλώνει κάτι το οποίο είναι παντελώς ξένο από το Είναι και την ουσία του
Θεού28. Δεν ταυτίζεται με το πλατωνικό μη ον το οποίο δηλώνει μία κατάσταση
αταξίας και χάους μέσα στην ύλη, αλλά πολύ περισσότερο με την ουσιαστική και
υπαρκτική ανυπαρξία είτε της ύλης, είτε οποιουδήποτε άλλου πράγματος εκτός από
τον ίδιο το Θεό29. Η «εκ του μη όντος» δημιουργία του κόσμου, συνεπώς,
απαλλάσσει εντελώς την ουσία και την ύπαρξη του Θεού από οποιαδήποτε αναλογική
πρόσμιξή της με την ουσία και την ύπαρξη του κόσμου30.
2.4.1.4 Αναλογία, υπόσταση και ουσία:
Η αναλογία ως επιχείρημα με βάση το οποίο αποδεικνύεται ότι κανένα εκ των θείων
προσώπων δε μπορεί να προέρχεται «υποστατικά» από δύο πρόσωπα αλλά από ένα
μόνο.
Ο Πατήρ
καλείται προκαταρκτικό, πρώτο και κυρίως αίτιο σε σχέση με την κτίση και τον
άνθρωπο, ποτέ όμως σε σχέση με τα δύο άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, για τα
οποία αποτελεί το ένα και μοναδικό αίτιο31. Σε σχέση με τον άνθρωπο δεν είναι
μοναδικό αίτιο ο Πατήρ αλλά επίσης ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, ως συναίτιοί
του32. Ενώ μέσα στην Αγία Τριάδα αποδεχόμαστε την ύπαρξη ενός μόνο αιτίου
ύπαρξης των θείων προσώπων, στη οικονομική φανέρωσή της δεχόμαστε την ύπαρξη
πολλών αιτίων. Οι τρεις αρχές συνάπτονται σε μία, με βάση την από κοινού κατοχή
της μίας και μοναδικής δημιουργικής δυνάμεως33. Η δημιουργική αυτή δύναμη, η
οποία συνάπτει σε μία αρχή και αιτία τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα,
δεν αφορά στις ενδοτριαδικές σχέσεις των θείων προσώπων, αλλά στη δράση και
στον τρόπο φανέρωσής τους μέσα στον κόσμο. Ο Πατήρ καλείται «προκαταρκτικό
αίτιο» σε σχέση με τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, εξαιτίας του γεγονότος ότι η κοινή
δημιουργική δύναμη πηγάζει από τον Πατέρα, πραγματοποιείται από τον Υιό και
τελειοποιείται διαμέσου του Άγιου Πνεύματος34.
Οι Λατίνοι,
ωστόσο, αποκαλώντας τον Πατέρα «προκαταρκτικό αίτιο» του Αγίου Πνεύματος,
θεωρούν ότι δεν πλήττουν την ύπαρξη της μίας και μοναδικής αρχής μέσα στην Αγία
Τριάδα35. Με αυτό τον τρόπο όμως, συγχέουν τη σημασία του «μόνος» επί του
Πατρός, όταν αναφέρεται στην ύπαρξη των άλλων δύο προσώπων της Αγίας Τριάδος
και όταν αναφέρεται στην κοινή ενέργεια της δημιουργίας του κόσμου. Εάν και
στις δύο περιπτώσεις η λέξη «μόνος» σημαίνει το ίδιο πράγμα, τότε τα άκτιστα δε
διακρίνονται καθόλου από τα κτιστά, και υπάρχει κατ’ ανάγκη φυσική ομοιότητα
ανάμεσά τους. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η λέξη «μόνος» όταν
αναφέρεται στις υποστατικές σχέσεις μέσα στην Αγία Τριάδα, δε διαστέλλει τα
κτιστά από τα άκτιστα, αλλά τη μία των ακτίστων υποστάσεων από την άλλη36. Εάν
μόνο ο Πατήρ είναι αίτιος, αρχή και πηγή της θεότητας, τότε καμία άλλη από τις
θείες υποστάσεις δεν είναι αιτία, αρχή και πηγή θεότητας37. Αντίθετα, οι
Λατίνοι βρίσκουν τρόπο να συνενώσουν τα δύο αίτια και τα δύο αιτιατά σε ένα38.
Αυτή η μείωση των δύο αιτίων σε ένα οδηγεί σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά,
στην ανάμιξη των υποστατικών με τα φυσικά χαρακτηριστικά39. Ο Υιός καθίσταται
και προβολέας, πράγμα το οποίο δεν αποτελεί στοιχείο της «υιότητος»40. Το
αξίωμα της αποστολής του θείου Πνεύματος είναι θεϊκό και φυσικό αλλά όχι
υποστατικό. Διότι αν ήταν υποστατικό δε θα ήταν κοινό στον Πατέρα, στον Υιό και
στο Άγιο Πνεύμα41. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αποκαλεί το αξίωμα της πέμψης του
Αγίου Πνεύματος φυσικό και θεϊκό, διότι ανήκει από κοινού στα τρία πρόσωπα της
Αγίας Τριάδας και αναφέρεται στο έργο της θείας οικονομίας. Ονομάζει
«υποστατική» ωστόσο, την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος διότι προέρχεται μόνο
από τον Πατέρα. Για να το αποδείξει αυτό τότε, σκέφτεται αναλογικά προς τα
πράγματα που ισχύουν στα κτιστά όντα42. Υποστηρίζει λοιπόν, ότι όπως γνωρίζουμε
από την κοινή εμπειρία, όταν κάτι είναι μίας ουσίας αλλά έχει πολλές υποστάσεις,
κάθε μία από αυτές δεν προέρχεται από τις υπόλοιπες αλλά από μία μόνο43. Με
ανάλογο τρόπο και στο Θεό, αυτό που λαμβάνει την υπόσταση από την ουσία δεν
ανήκει στις άλλες υποστάσεις αλλά μόνο σε μία από αυτές, την πατρική44. Πώς
όμως είμαστε βέβαιοι γι’ αυτό; Γνωρίζοντας αφενός ότι κάθε άλλη υπόσταση
προέρχεται από την πατρική υπόσταση, αφετέρου ότι κάθε υπόσταση μίας ουσίας
προέρχεται από μία μόνο άλλη υπόσταση αυτής της ουσίας, όπως μπορούμε να
συμπεράνουμε κατ’ αναλογίαν προς όσα ισχύουν στα ανθρώπινα πράγματα,
καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι καμία εκ των άλλων θείων υποστάσεων δεν μπορεί
να προέρχεται από δύο υποστάσεις αλλά από μία μόνο, την υπόσταση του Πατρός45.
Το γεγονός πως κάθε άλλη υπόσταση προέρχεται από την πατρική υπόσταση στην Αγία
Τριάδα, είναι κάτι που αποδεχόμαστε εκ πίστεως και δεν έχει να κάνει με την
εμπειρία που αποκομίζουμε εκ φύσεως. Το γεγονός όμως, ότι κάθε υπόσταση μίας
ουσίας προέρχεται από μία μόνο άλλη υπόσταση αυτής της ουσίας, αποτελεί μία
φυσική γνώση που προέρχεται από την κοινή εμπειρία. Το επιχείρημα με βάση το
οποίο αποδεικνύεται ότι καμία εκ των άλλων θείων υποστάσεων δεν μπορεί να
προέρχεται από δύο υποστάσεις αλλά από μία μόνο, την υπόσταση του Πατρός,
στηρίζεται σε δύο προκείμενες: η μία προέρχεται εκ πίστεως και η άλλη εκ της
φυσικής εμπειρίας. Το επιχείρημα βασίζεται μόνο κατά το ήμισυ στην αναλογία,
πράγμα το οποίο φανερώνει την απουσία οποιασδήποτε φυσικής ομοιότητας ανάμεσα
στη φυσική και στην άκτιστη πραγματικότητα. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, δε σταματά
την προσπάθεια του έως αυτό το σημείο, αλλά επιχειρεί να αποδείξει την ορθότητα
των απόψεών του παραθέτοντας ακόμα ένα παράδειγμα, το οποίο βασίζεται στην
αναλογία προς τα ανθρώπινα πράγματα46: «ἕκαστος γάρ ἡμῶν ἐκ τῆς οὐσίας μέν ἔστι
τοῦ Ἀδάμ, οὐκ ἔστι δέ καί ἐκ τῆς ὑποστάσεως αὐτοῦ, διότι μία μέν οὐσία τῶν ἀνθρώπων
νῦν, πολλαί δέ ὑποστάσεις»47. Καθένας από εμάς, υποστηρίζει, είναι μεν εκ της
ουσίας του Αδάμ, δεν είναι όμως εκ της υποστάσεως του Αδάμ, διότι ενώ υπάρχει
μόνο μία ανθρώπινη ουσία, ωστόσο υπάρχουν πολλές ανθρώπινες υποστάσεις. Έτσι
και το Άγιο Πνεύμα υπάρχει μόνο από την υπόσταση του Πατρός και όχι του Υιού,
έστω κι αν έχουν την ίδια ουσία. Το παράδειγμα αυτό αποτελεί μία έμπρακτη
εφαρμογή της δεύτερης προκείμενης του προηγούμενου επιχειρήματος: ότι δηλαδή,
κάθε υπόσταση μίας ουσίας προέρχεται από μία μόνο άλλη υπόσταση αυτής της
ουσίας, γεγονός το οποίο αποδεικνύει ότι αυτό όντως αποτελεί μία φυσική γνώση
που προέρχεται από την κοινή εμπειρία. Η αναλογία, κατ’ αυτό τον τρόπο
επενδύεται και με ένα πρακτικό παράδειγμα, με βάση το οποίο αποδεικνύεται η
εγκυρότητά της. Με βάση την αναλογία αποδεικνύεται έτσι, ότι τα θεία πρόσωπα
υπάρχουν μόνο από την υπόσταση του Πατρός. Ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουν,
ωστόσο, συνεχίζει να παραμένει καθ’ όλα άγνωστος και ακατάληπτος για την
ανθρώπινη λογική.
2.4.1.5 Η ομωνυμία της «μοναρχίας» και
η ομωνυμία της «θεωνυμίας»
Ο άγ.
Γρηγόριος Παλαμάς, θεωρεί ότι ο Βαρλαάμ συμπαρατάσσει με τα πάνταεκείνα τα
οποία είναι εντελώς πέρα από τα πάντα και ότι με αυτό τον τρόπο έχει την αξίωση
να κατανοήσει τα άκτιστα ξεκινώντας την έρευνά του από τα κτιστά48. Μη
διακρίνοντας, έτσι, ανάμεσα στα υποστατικά και στα κοινά ιδιώματα των προσώπων
της Αγίας Τριάδος, ταυτίζει την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος με την πέμψη του
στον κόσμο. Η διάκριση αυτή επιτυγχάνεται σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά,
όταν αναγνωρίσουμε σωστά τη λεγόμενη «ομωνυμία της μοναρχίας» του Θεού Πατρός49.
Αυτό σημαίνει ότι «τρόπῳ γὰρ ἕτερος δημιουργικῆς ἐστιν ἀρχῆς καὶ τῆς κατ᾿ αὐτὴν
μοναρχίας καὶ τῆς ἀρχῆς καὶ μοναρχίας ἐκείνης ἕτερος, ἥ τῆς θεογονίας ἐστὶν ἐπώνυμον»50.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, υποστηρίζει ότι ο τρόπος της δημιουργικής αρχής και
της μοναρχίας του Πατρός ο οποίος προσιδιάζει σ’ αυτήν είναι εντελώς
διαφορετικός από τον τρόπο της αρχής και μοναρχίας η οποία είναι επώνυμος της
θεογονίας. Ο πρώτος τρόπος αντιστοιχεί στη θεία οικονομία ενώ ο δεύτερος στη
θεολογία. Ο πρώτος τρόπος συνίσταται στο ότι ο Πατήρ είναι δημιουργός του
κόσμου διαμέσου του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ενώ ο δεύτερος εκ του ότι τόσο
ο Υιός όσο και το Άγιο Πνεύμα έχουν την ύπαρξή τους εκ του Πατρός51. Αυτό
σημαίνει ότι η μοναρχία του Πατρός ως προς τον τρόπο ύπαρξης των άλλων δύο
προσώπων της Αγίας Τριάδος, είναι διαφορετική από τη μοναρχία του Πατρός ως
προς τον τρόπο της δημιουργίας του κόσμου52. Αυτό που συνδέει τους δύο τρόπους
της μοναρχίας είναι μόνο το κοινό τους όνομα και τίποτε άλλο. Οι δύο αυτοί
τρόποι υπάρχουν παράλληλα, χωρίς ο ένας να αναιρεί με κάποιο τρόπο τον άλλο53.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι εντελώς διαφορετικά εκείνα που αφορούν την
Αγία Τριάδα, από εκείνα αφορούν τον κτιστό κόσμο54. «Μάθε ὡς πάντα τά ἐπί Θεοῦ
λεγόμενα τοῦτον τόν τρόπον διττά καί ὁμώνυμα»55. Όλα τα πράγματα που
αναφέρονται στο Θεό δεν είναι ανάλογα με αυτά που αναφέρονται στα κτιστά, αλλά
ομώνυμα και εντελώς διαφορετικά. Ο τρόπος με τον οποίο αποδίδουμε είτε αισθητές
είτε νοερές ιδιότητες στο Θεό δεν είναι ανάλογος, αλλά παντελώς ομώνυμος με τον
τρόπο που αποδίδουμε τις ίδιες ιδιότητες σε πράγματα κτιστά: «οὐδέν γάρ τῶν ἐπ᾿
αὐτοῦ λεγομένων οὕτως ἔχει ὥσπερ ἐφ᾿ ἑκάστου τῶν παρ᾿ ἡμῖν, οὐχ ὅπως τῶν αἰσθητῶν
ἀλλ᾿ οὐδέ τῶν νοητῶν»56. Η ορθόδοξη θεολογία, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο
Παλαμά, είναι βασισμένη εξ ολοκλήρου στην ομωνυμία. Δεν υπάρχει, σύμφωνα με τον
άγ. Γρηγόριο Παλαμά, καμία αναλογία ανάμεσα στην άκτιστη φύση της αγίας Τριάδας
και στην κτιστή φύση των πραγμάτων αυτού του κόσμου. Όχι μόνο ο αισθητός κόσμος
αλλά και ο νοερός είναι παντελώς διαφορετικός από το Θεό. Οι νοερές ουσίες και
υπάρξεις δεν ομοιάζουν κυριολεκτικά με κανένα τρόπο στο Θεό57. Απόδειξη γι’
αυτά αποτελεί το γεγονός ότι η μοναδικότητα του Θεού δεν είναι μία από τις
πολλές που υπάρχουν στον κτιστό κόσμο58. Κανένα υποκείμενο δεν είναι δυνατό να
αποδοθεί κυριολεκτικώς επί του Θεού, ακριβώς διότι ανάγει την καταγωγή του στο
είναι του κτιστού κόσμου59. Ο Βαρλαάμ, αντίθετα από τους ορθόδοξους πατέρες,
συντάσσει το Θεό μέσα στις τάξεις των κτιστών όντων, και έχει την αξίωση να
ομιλεί και να διδάσκει για την Αγία Τριάδα σύμφωνα με τη γνώση που συνάγει
μελετώντας τη δημιουργημένη φύση60. Αποδεχόμενος αυτή την εξίσωση και την
εξομοίωση των ακτίστων με τα κτιστά, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ο
Βαρλαάμ ταυτίζει τη θεολογία με τη θεία οικονομία υποβιβάζοντας έτσι το Θεό
στις τάξεις του δημιουργημένου κόσμου.
Η θεία χάρη
που προχέεται από τον Πατέρα διαμέσου του Υιού, για να τελειοποιήσει και να
αγιάσει τους ανθρώπους διαμέσου του Αγίου Πνεύματος, δε δίνεται αναγκαστικά σε
όλους, αλλά μόνο σε όσους τη ζητήσουν61. Η μετάδοση του Αγίου Πνεύματος στους
πιστούς είναι ένα γεγονός που δεν εξηγείται φιλοσοφικά αλλά κάτι εντελώς
παράδοξο για την ανθρώπινη λογική. Το Άγιο Πνεύμα παρίσταται πάντοτε στους
πιστούς «ουσιωδώς» και «καθ’ υπόσταση», χωρίς ωστόσο εκείνοι να μετέχουν της
ουσίας ή της υπόστασής του, αλλά μόνο της χάριτος62. Εκείνο που μεταδίδεται
στους πιστούς, δεν είναι η ουσία ή οι υποστάσεις του Θεού, αλλά μόνο η άκτιστη
θεία χάρη του. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, προσπαθεί να εξηγήσει με ποιο τρόπο
μπορεί να μεταδοθεί η θεία χάρη στους πιστούς, χωρίς ταυτόχρονη μετάδοση της
ουσίας ή των υποστάσεων του Θεού63.
Αυτό που
μεταδίδεται κατά χάριν στους πιστούς δεν είναι η ουσία ή οι υποστάσεις του
Θεού, αλλά οι άκτιστες ενέργειές της φύσης του64. Συνεχής μέριμνα του αγ.
Γρηγορίου Παλαμά αποτελεί η προσπάθεια να μην εξομοιωθούν τα υπέρ φύσιν με τα
κατά φύσιν65, γι’ αυτό θεωρεί ότι «οὐκ ἐκ τῶν ὄντων τά ὑπέρ πάντα τά ὄντα
στοχαζόμενοι, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἀρρήτως τελουμένων τά ὑπέρ ἔννοιαν διδασκόμενοι»66. Με
βάση αυτή την αρχή, θεωρεί ότι το εκπορεύεσθαι από Θεού δε σημαίνει πάντοτε
αυθυπόστατον
ύπαρξη67, κατά το λόγο «οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ
ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ»68. Τα εκπορευόμενα από το Θεό είναι
πολλά, διότι η λέξη «παν» είναι περιεκτική πλήθους νοημάτων69. Η χάρις των
λόγων δεν είναι αυθυπόστατος, αλλά ενυπόστατη ενέργεια Θεού. Αυτή η άκτιστη
ενέργεια είναι δυνατό να μεταδοθεί στους πιστούς και να υπάρχει μέσα σ’ αυτούς
κατά χάριν και όχι κατά φύσιν70. Όπου επικρατεί το υπέρ φύσιν και κατά χάριν,
δε χωρεί η παρουσία καμίας ουσιαστικής αναλογίας ή υπαρκτικής ομοιότητας με τα
ανθρώπινα: «ὁρᾷς ὅση ἡ διαφορά, ὡς ἀπειρίας ἐπέκεινα»71. Σύμφωνα με τον άγ.
Γρηγόριο Παλαμά, οι Λατίνοι όταν θεολογούν αναμιγνύουν τα άμικτα μεταξύ τους,
τα υπέρ χρόνον με τα υπό χρόνο και τα υπέρ αιτίαν με τα δι’ αιτίαν72. Η άκτιστη
ενέργεια του Θεού, κατά το μυστήριο της θείας οικονομίας, μπορεί να μεταδοθεί
στον άνθρωπο διά του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μορφώνει Χριστό μέσα στις
καρδίες των πιστών73. Η ενοίκηση του Θεού μέσα στις καρδιές των πιστών, δε
γίνεται διαμέσου οποιασδήποτε φυσικής ομοιότητας ή αναλογίας ανάμεσα στην
ανθρώπινη και στη θεία ύπαρξη. Αντίθετα, συμβαίνει μόνο διαμέσου της κατά χάριν
συμμετοχής τους στη ζωή, στο σταυρό, στο θάνατο και στην Ανάσταση του
Χριστού74.
2.4.1.6. Συμπεράσματα
Ο Βαρλαάμ,
σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, συντάσσει το Θεό μέσα στις τάξεις των
κτιστών όντων, έχοντας την αξίωση να ομιλεί και να διδάσκει για την Αγία Τριάδα
σύμφωνα με τη γνώση που συνάγει μελετώντας τη δημιουργημένη φύση. Αποδεχόμενος
αυτή την εξίσωση και την εξομοίωση των ακτίστων με τα κτιστά, ο Βαρλαάμ
ταυτίζει τη θεολογία με τη θεία οικονομία υποβιβάζοντας έτσι το Θεό στις τάξεις
του δημιουργημένου κόσμου. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, το ίδιο κάνουν
και οι Λατίνοι θεολόγοι αναμιγνύοντας τα άμικτα μεταξύ τους, τα υπέρ χρόνον με
τα υπό χρόνο και τα υπέρ αιτίαν με τα δι’ αιτίαν. Προκειμένου να αποφευχθεί
αυτό, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς χρησιμοποιεί την αναλογία ούτως ώστε να αποδείξει
ότι όπως το σχήμα έτσι και η τάξη, όταν αναφέρονται στο Θεό αποβάλλουν το
αρχικό τους νόημα και ισχύουν με ένα εντελώς διαφορετικό και καθ’ όλα άγνωστο
τρόπο. Με βάση την αναλογία και το παράδειγμα αποδεικνύει επίσης ότι δεν
υφίσταται καμία φυσική ομοιότητα θείων και ανθρωπίνων, ότι η αρχή της
αιτιότητας στα θεία δεν εξηγείται με βάση την αρχή της αιτιότητας στα
ανθρώπινα, καθώς και ότι η ύπαρξη της αιτιότητας στα θεία πρόσωπα δεν είναι
παράλογη αλλά υπέρλογη, ούτε φυσική αλλά υπέρ-φυσική και παράδοξη.
Επιπλέον, η
αναλογία χρησιμοποιείται ως επιχείρημα με βάση το οποίο αποδεικνύεται ότι
κανένα εκ των θείων προσώπων δε μπορεί να προέρχεται «υποστατικά» από δύο
πρόσωπα αλλά από ένα μόνο. Ο τρόπος με τον οποίο υπάρχουν, ωστόσο, συνεχίζει να
παραμένει καθ’ όλα άγνωστος και ακατάληπτος για την ανθρώπινη λογική.
Τέλος, η
άκτιστη ενέργεια του Θεού, κατά το μυστήριο της θείας οικονομίας, μπορεί να
μεταδοθεί στον άνθρωπο μόνο διά του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μορφώνει Χριστό
μέσα στις καρδίες των πιστών. Η ενοίκηση του Θεού μέσα στις καρδιές των πιστών
δε γίνεται δηλαδή διαμέσου οποιασδήποτε φυσικής ομοιότητας ή αναλογίας ανάμεσα
στην ανθρώπινη και στη θεία ύπαρξη. Αντίθετα, συμβαίνει μόνο διαμέσου της κατά
χάριν συμμετοχής τους στη ζωή, στο σταυρό, στο θάνατο και στην Ανάσταση του
Χριστού.
(Συνεχίζεται)
ΣΧΟΛΙΟ: Σήμερα δυστυχώς ζούμε, σέ πλήρη άγνοια, τήν αναλογία τής πολιτικής καί τής εκκλησιαστικής ζωής.
Αμέθυστος
Αμέθυστος
1. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 18, ό.π.,
σελ. 95.
2. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος., Β΄, 18, ό.π., σελ. 95. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ακολουθεί
τη διδασκαλία του αγ. Γρηγορίου Θεολόγου περί προοδευτικής φανέρωσης της Αγίας Τριάδος:
«ἐκήρυσσε φανερῶς ἡ Παλαιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸν ἀμυδρότερον. Ἐφανέρωσε ἡ Καινὴ
τὸν Υἱόν, ὑπέδειξε τοῦ Πνεύματος τὴν θεότητα. Ἐμπολιτεύεται νῦν τὸ Πνεῦμα,
σαφεστέραν παρέχον τὴν ἑαυτοῦ δήλωσιν» ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγ. 31, 26 PG 36,
161 C. Σύμφωνα με την καθ. Δ. ΑΘ. ΛΙΑΛΙΟΥ, Γρηγοριανά Α’, ό.π., σελ. 133. «μέσα
στὸ μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δρᾶ μὲ τὴν ἄκτιστη κοινὴ ἐνέργεια
καὶ δύναμη τὴς μιᾶς, ἑνιαίας καὶ ἁπλῆς οὐσίας, ὡστόσο ἡ ἀποκάλυψη τῆς θεότητος
τῶν τριῶν προσώπων γίνεται κατὰ τὴ δεκτικότητα τῶν ἀνθρώπων».
3. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β, 19, ό.π., σελ. 95, «Πρῶτον πεφανέρωται ὁ Πατήρ, τῆς
θείας φύσεως αὐχήματα, τά τῆς θεότητος ἰδιώματα, τάς φυσικάς καί οὐσιώδεις αὐτῆς
ἐνεργείας τοῖς προφήταις κατά χάριν διδούς».
4. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 19, ό.π., σελ. 95, «παρ᾿ ὧν τά χαρίσματα τῶν ἰαμάτων,
τά ἐνεργήματα δυνάμεων καί τά παραπλήσια τούτοις τοῖς οἰκείοις μαθηταῖς κατά
χάριν διδούς».
5. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος, 20, ό.π., σελ. 96-97, «Μετά τόν Υἱόν τοίνυν διά τοῦ
τάς αὐτάς δυνάμεις καί ἐνεργείας τοῖς ἀξίοις παρέχειν τό ἅγιον πεφανέρωται Πνεῦμα».
6. Κατά τη
διατύπωση του Α. ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ, Τὸ μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τὸν ἃγιον
Γρηγόριον Παλαμᾶν, ό.π., σελ. 62, «ἡ Ἁγία Τριὰς ὑπάρχει τριαδικῶς, δημιουργεῖ
τριαδικῶς, φανεροῦται τριαδικῶς καὶ γνωρίζεται τριαδικῶς. Ἀκόμη καὶ τότε, ὅταν ὑπάρχει
‘‘μερισμός’’ τοῦ καιροῦ τῆς φανερώσεως, ἡ φανέρωσις τοῦ ἑνὸς προσώπου τῆς
Τριάδος εἶναι ταυτοχρόνως καὶ φανέρωσις τῶν ἄλλων δύο προσώπων». Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΠΑΛΑΜΑ, Ὁμιλ. Ξ’, σελ. 248-249, «Κοινὴ μὲν αὐτοῖς πᾶσα δόσις καὶ δύναμις,
μερίζονται δὲ ἑαυτοῖς τὸν καιρὸν ἰδία φανερούμενον ἕκαστον καὶ σὺν ἑαυτῶ φανεροῦν
ἀεὶ τὰ ὑπόλοιπα». Η φανέρωση της Αγίας Τριάδος είναι κοινή, αλλά συνάμα και
σταδιακή λόγω της ανθρώπινης ασθένειας. Ο άνθρωπος βρίσκεται σε νηπιώδη
κατάσταση, ιδιαιτέρως ένεκα της αλλοτριώσεως από την έμφυτη «τριαδική καλλονή
του», γι’ αυτό και δε μπορεί να χωρέσει την επίγνωση του έμφυτου πλούτου της
θεότητας. Η σταδιακή φανέρωση της Αγίας Τριάδος είναι ανάλογη της δεκτικότητας
του ανθρώπου.
7. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 41, ό.π.,
σελ. 115, «ἐκ μιᾶς ὑπάρχοντα ἀρχῆς, ἀλλά καί ἀδιαστάτως ἔχοντα πρός ἄλληλα καί ἐνυπάρχοντα
ἀλλήλοις καί ἄλληλα δεικνύντα καί δι᾿ ἀλλήλων προφαινόμενα, ἀλλ᾿ οὐ δι᾿ ἀλλήλων
ἤ καί ἐξ ἀλλήλων ἤ ἀλλήλων ὄντα».
8. Σχετικά με
τη διάκριση ανάμεσα στη θεολογία και στην οικονομία, ο καθ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Δογματική
καί Συμβολική Θεολογία Β΄, σελ. 80-87, σημειώνει ότι έχει τις ρίζες και τις προϋποθέσεις
της στο τριαδικό δόγμα. Η ιστορία της θείας οικονομίας συνδέεται οργανικά με τη
θεολογία, ως εμπειρία της τριαδικής θεότητας καθεαυτής. Κατά την εποχή του αγ.
Ιουστίνου, υποστηρίζει, η διάκριση θεολογίας και οικονομίας γίνεται «εικονικά»
και «πρωτόγονα». Ο Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καὶ Ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Μέγαν
Βασίλειον, ό.π., σελ. 22-24, μάλιστα δηλώνει ότι στην προνικαιική περίοδο,
περισσότερο οι Απολογητές και οι Αλεξανδρινοί, λιγότερο όμως ο άγ. Ειρηναίος,
θεωρώντας τις αΐδιες σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδας στα πλαίσια της οικονομίας,
δημιουργούσαν επικίνδυνες προϋποθέσεις για μία παρερμηνεία και σύγχυση
θεολογίας και οικονομίας. Ο καθ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Γένεσις καὶ οὐσία τοῦ Ὀρθοδόξου
δόγματος, Θεσσαλονίκη 1969, σελ 94-95, θεωρεί ότι οι θεολόγοι της προνικαιικής
περιόδου, συνέχιζαν τη θεολογική τους σκέψη πάνω στην ιστορική σημασία των
βιβλικών και εκκλησιαστικών θεοφανειών. Δεν είχε ακόμη εισβάλει η αναγκαιότητα
του καθορισμού της αΐδιας σχέσης των προσώπων της Αγίας Τριάδας με όρους
φιλοσοφικούς. Ενώ η ζωή της παράδοσης αναγγέλλει συνεχώς το τριαδικό νόημα των θεοφανειών,
η διελκυστίνδα μοναρχιανισμού και υποταγής οδήγησε τη θεολογική σκέψη στη διάκριση
«αΐδιας» και «οικονομικής» Τριάδας.
9. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 33, ό.π.,
σελ. 61.
10. Η ύπαρξη
της τάξεως επί των κτισμάτων ανήκει στα έργα της «οικονομικής» Τριάδος, κατά τη
δημιουργία των κτιστών. Η διάκριση ανάμεσα στο είδος της τάξεως επί του Θεού
και επί των κτισμάτων, παραπέμπει στη διάκριση ανάμεσα στην «οικονομική» και
στην «αΐδια» Τριάδα. Ανάγοντας αυτή τη διάκριση στο Μ. Αθανάσιο, ο καθ. Ν.
ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, ό.π., σελ. 88, σημειώνει ότι η
θεολογία αποδέχεται την ύπαρξη μίας αΐδιας κίνησης στην Αγία Τριάδα καθεαυτή,
που δεν έχει σχέση με τη δημιουργία, αλλά μονάχα με τον τρόπο ύπαρξης της. Από
την «κτισιολογία», την «ανθρωπολογία» και την «κοσμολογία» του, ο Μ. Αθανάσιος
ανάγεται επαγωγικά στη διάκριση θεολογίας και οικονομίας.
11. Κατά τον
J. MEYEDORFF, Τό Ἃγιο Πνεῦμα στή θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ό.π.,
σελ. 149, «ἡ τάξη καί ἡ περιχώρηση τῶν θείων προσώπων φανερώνονται στίς
ενέργειες. Δέν ὑπάρχει κανένα χάσμα ἀνάμεσα στή «θεολογία» καί στήν «οἰκονομία,
ἀνάμεσα στήν «τάξη» τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῶν θείων ἐνεργημάτων στή δημιουργία,
ἀλλά ὡστόσο ὑπάρχει μιά ἀληθινή καί ἀναγκαία διάκριση, χωρίς τήν ὁποία ἡ οὐσία
τοῦ Θεοῦ θά παρέμενε στήν κτιστή τάξη».
12. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 33, ό.π., σελ. 61.
13. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 33, ό.π., σελ. 61.
14. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, ό.π., σελ. 25.
15. Ο Θ.
ΑΚΙΝΑΤΗΣ, αντιθέτως, μη διακρίνοντας ανάμεσα στη «θεία» και στην «κτιστή»
αιτιότητα, θεωρεί ότι διαμέσου των κτιστών μπορούμε να αναχθούμε στην πρώτη
αιτία τους που είναι ο Θεός. Σύμφωνα με τον Ακινάτη «επειδή όλα όσα υπάρχουν
μέσω κάτι άλλου, ανάγονται σ’ εκείνο που υπάρχει μέσω του εαυτού του, όπως σε
μια πρώτη αιτία, είναι ανάγκη να υπάρχει ένα πράγμα που είναι η αιτία του Είναι
όλων των πραγμάτων, μέσω του ότι αυτό είναι μόνο Είναι. Αλλιώς όσον αφορά
τα αίτια θα
υπήρχε μια αναγωγή επ’ άπειρο, αφού κάθε πράγμα που δεν είναι μόνο είναι, έχει
μια αιτία του Είναι του. Είναι λοιπόν φανερό ότι το πνεύμα είναι μορφή και
Είναι, και ότι έχει το Είναι από ένα πρώτο ον που είναι μόνο Είναι. Και αυτό
είναι η πρώτη αιτία, δηλαδή ο Θεός». Βλ. Θ. ΑΚΙΝΑΤΗ, Περί του όντος και της
ουσίας, IV 137-145, μτφρ. Γ. Τζαβάρα, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1998, σελ. 120.
16. Η
σχολαστική θεολογία στην προσπάθειά της να ερμηνεύσει τη φύση του παράδοξου
χαρακτήρα των θείων αληθειών, θεώρησε ως αιτία του την αδυναμία του μυαλού να
συλλάβει τα βαθύτερα επίπεδα της ενιαίας αλήθειας των κτιστών και ακτίστων. Γι’
αυτό αντί να αναγνωρίσει τη διαφορά ανάμεσα στη «θεολογία» και στη «θεία
οικονομία», προχώρησε σε μία άλλη διάκριση ανάμεσα στη «φυσική» και στην
«υπερφυσική αποκάλυψη». «Φυσική αποκάλυψη» είναι η γενική παρουσία της θείας
δυνάμεως στον κόσμο, όπως τη συλλαμβάνει ο άνθρωπος με τις λειτουργίες της
νοήσεώς του. «Υπερφυσική αποκάλυψη» είναι η έκτακτη ιστορική εισβολή του Θεού
στον κόσμο, πρώτα δια του λόγου των προφητών και έπειτα διά της ενανθρωπήσεως
του Υιού του Θεού. Βλ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ό.π., σελ. 95.
17. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, ό.π., σελ. 25.
18. Α.
ΓΙΕΒΤΙΤΣ, Ο Ὢν ὡς Ζῶν και Ἀληθινός Θεός, ὃπως περί Αυτοῦ μαρτυρεῖ ὁ Ἃγιος
Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ΠΘΣΓΠ, Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 115.
19. Σύμφωνα
με τον Α. ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ, Τὸ μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τὸν ἃγιον Γρηγόριον
Παλαμᾶν, ό.π., σελ. 80, «ὁ τρόπος ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ συντρίβει καὶ ὑπερβαίνει τοὺς
νόμους τῆς ἀνθρώπινης λογικής. Ἡ ἀπόλυτος ταύτισις («εἷς Θεὸς») καὶ ἡ ἀπόλυτος
διάκρισις («Πατήρ, Υἱὸς καὶ Ἅγιον Πνεῦμα) δὲν δύναται νὰ προέλθη ἐκ τῆς κτιστῆς
λογικῆς, διότι δὲν ὑπάρχει παρόμοιόν τι ἐν τῆ κτιστῆ πραγματικότητι. Κατὰ
συνέπειαν, ἡ παραδοχὴ αὐτοῦ τοῦ μυστηρίου, κατὰ τὸν ἅγιον Γρηγόριον, δύναται νὰ
γίνει μόνον «ἐν ἀφελότητι καρδιάς» καὶ δὴ καρδίας «θεοειδεῖ δυνάμει» ὁδηγουμένης».
Κατά το Β. ΤΑΤΑΚΗ, Ἡ Βυζαντινή Φιλοσοφία, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού
Πολιτισμού, Αθήνα 1977, σελ. 255, «ἀντὶ τοῦ αἰτιολογικοῦ προσδιορισμοῦ, τῆς
λογικῆς ἀπόδειξης γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ὁ ‘‘παλαμίτης’’ βλέπει τὸ Θεό, ζεῖ
‘‘ἐν τῶ Θεῶ’’, ἔχει τὴ μυστικὴ ἔμπειρία».
20.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, Ἀναλυτικὰ ὕστερα ΙΙ 11, 94a, 194b,
Φυσικά ΙΙ, 3.
21.
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, Ἀναλυτικὰ ὕστερα, ΙΙ 5, 197a.
22. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, 7, ό.π., σελ. , «τὰ τοῦ ἀνθρώπου πρόσωπα πάντα,
οὐκ ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ προσώπου κατὰ τὸ προσεχὲς ἔχει τὸ εἶναι, ὡς πολλὰ καὶ διάφορα
εἶναι πρὸς τοῖς αἰτιατοῖς καὶ τὰ αἴτια. Ἐπὶ δὲ τῆς ἁγίας Τριάδος οὐχ οὕτως˙ ἕν
γὰρ πρόσωπον καὶ τὸ αὐτὸ τοῦ Πατρός, ἐξ οὗπερ ὁ Υἱὸς γεννᾶται καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον
ἐκπορεύεται. Διὸ καὶ κυρίως τὸ ἕνα αἴτιον μετὰ τῶν αὐτοῦ αἰτιατῶν ἕνα Θεόν
φαμεν τεθαρρηκότως».
23. Η φύση
του παραδόξου έγκειται στο γεγονός της ριζικής διάκρισης ανάμεσα στη «φυσική»
και στην «υπερ-φυσική» αλήθεια (διπλό είδος αλήθειας). Στη δυτική θεολογία
αντιθέτως, η επικράτηση μίας ενιαίας μεθοδολογίας σχετικά με την ύπαρξη μίας
αλήθειας ανάμεσα στα θεία και στα ανθρώπινα, οδηγεί σε μία εσφαλμένη ερμηνεία
σχετικά με τη φύση του παραδόξου, ως αδυναμία του μυαλού να συλλάβει τα
βαθύτερα επίπεδα αυτής της αλήθειας που αφορά στην ουσία ή στην ύπαρξη του
Θεού. Συνεπώς η σχολαστική διάκριση ανάμεσα σε «φυσική» και «υπερ-φυσική
αποκάλυψη», όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στην ορθόδοξη διδασκαλία περί «διπλής
μεθοδολογίας ακτίστων και κτιστών», αλλά αντιθέτως αποτελεί το θεολογικό
αντίποδά της. Είτε «φυσική» είτε «υπερ-φυσική» η θεία αποκάλυψη, στηρίζεται
στην ύπαρξη ενιαίας αλήθειας ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά. Η παρουσία της
θείας χάριτος περιορίζεται στην απλή «ενίσχυση» του κτιστού μυαλού για να
συλλάβει τις θείες αλήθειες και όχι στη μεταμόρφωσή του με σκοπό τη θέα της
ακτίστου δόξης του Θεού. Προκειμένου να αποδεχτούμε τη διάκριση «φυσικής» και
«υπερ-φυσικής αποκάλυψης» με ορθόδοξους όρους, δεν αρκεί η διευκρίνιση που
εισηγείται ο Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ, ό.π., σελ. 96, ότι «φυσική»
είναι η αποκάλυψη που παρουσιάζει το Θεό κατά τα ενεργήματά του, ενώ
«υπερφυσική» αυτή που τον παρουσιάζει κατά τις άκτιστες ενέργειές του. Πρέπει
επιπλέον να διευκρινίσουμε ότι η πρώτη αφορά στη «κτιστή» αλήθεια ενώ η δεύτερη
στην «άκτιστη» αλήθεια, ανάμεσα στις οποίες υπάρχει μεν ριζική διάκριση, αλλά ταυτόχρονα
υπάρχει και λειτουργική ενότητα, η οποία στηρίζεται στα δημιουργικά θελήματα
και τις άκτιστες ενέργειες του Θεού. Εντελώς αβάσιμη συνεπώς είναι η άποψη του
ότι η διάκριση «φυσικής» και «υπερφυσικής αποκάλυψης» είναι ένα χρήσιμο
στοιχείο, απαραίτητο για τη γεφύρωση της αποστάσεως μεταξύ Θεού και ανθρώπου,
διότι δε θεμελιώνει ορθά την «προσπάθεια συλλήψεως καὶ οἰκειώσεως τῆς ἐν Χριστῶ
ἀποκαλύψεως», όπως αντίθετα ο ίδιος ισχυρίζεται. Για μας είναι αρκετό να
αναγνωρίζουμε «διπλὸ τὸ εἴδος τῆς ἀλήθειας» όπως το θέτει ο άγ. Γρηγόριος
Παλαμάς, καθώς επίσης και το να διακρίνουμε με βάση αυτό, τη διαφορά ανάμεσα
στη «θεία οικονομία» και στη «θεολογία».
24. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α΄, ό.π., σελ. 25.
25. Πρβλ. Β.
ΛΟΣΚΥ, Ἡ Θέα τοῦ Θεοῦ, εκδ. Β. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 212-213.
26. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α’, 14, ό.π., σελ. 40.
27. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Α’, 14, ό.π., σελ. 40.
28. Βλ. Β.
ΛΟΣΚΥ, Ἡ Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ό.π., σελ. 104.
29. Η
διδασκαλία ότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο «ἐξ οὐκ ὄντων» (βλ. 2 Μακ. 7, 28),
δεν είναι απλώς ξένη στην ελληνική φιλοσοφία, αλλά αποτελεί και άρνηση των περί
δημιουργίας αντιλήψεών της. Η ελληνική φιλοσοφία γνωρίζει δύο τρόπους δημιουργίας:
(α) της μορφοποίησης της «ἀγενήτως προϋφεστώσης ἀμόρφου ὕλης», την οποία
αποδέχονταν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης, (β) της «ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ» την
οποία αποδέχονταν (με διαφορετικό τρόπο) οι Στωικοί και οι Νεοπλατωνικοί. Η
Εκκλησία και οι Πατέρες πήραν αρνητική στάση ως προς αυτές τις θεωρίες.
Πίστευαν ότι περιοριζόταν η ελευθερία του Θεού κατά τη δημιουργία, αφού ο Θεός
είχε να κάνει είτε με προϋπάρχουσα ύλη είτε με προϋπάρχουσες ιδέες-ουσίες μέσα
στο νου του. Βλ. G. FLOROVSKY, The idea of Creation in Christian
Philosophy, ECQ 8:3 (1949), σελ. 53, βλ. Ι.
ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Ἡ Κτίση ὡς Εὐχαριστία, εκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1998, σελ. 76-80.
30. Η
ουσιαστική αυτή έλλειψη αναλογίας ανάμεσα στο Θεό και στη Δημιουργία
καταρρίπτει και τη θεωρία ότι υπάρχει διαφορά οντολογικής τάξεως ανάμεσα στα
άκτιστα και στα κτιστά. Στο σφάλμα αυτό υπέπεσε ο ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗΣ στο έργο του «Ἡ
θέση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή», ό.π., σελ. 278,
υποστηρίζοντας ότι το οντολογικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τριάδα
αποτελεί μία απόλυτη ενεργειακή κατάσταση, ενώ το οντολογικό επίπεδο του
εμπειρικού κόσμου αποτελεί ένα άθροισμα δυνατοτήτων που τείνουν να οδηγηθούν
στην εκδήλωση ή στο πλήρωμά τους.
31. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 33, ό.π.,
σελ. 107, «ἐφ᾿ ὧν πρῶτον κυρίως αἴτιόν ἐστιν ὁ Πατήρ, τῶν κτισμάτων δηλαδή».
32. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 33, ό.π., σελ. 107, «ὡς καί τοῦ Υἱοῦ τοῦ
Πνεύματος ὄντων συναιτίων».
33. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 33, ό.π., σελ. 108, «κἄν εἷς καί ἐφ᾿ ἡμῶν
λέγηται ποιητής τε καί Πατήρ ὁ Πατήρ σύν τῷ Υἱῷ, ἀλλ᾿ ὡς μίαν καί τήν αὐτήν
δημιουργικήν δύναμιν πλουτοῦντες».
34. Η
δημιουργία είναι κοινό έργο της Αγ. Τριάδας, αλλά τα τρία πρόσωπα είναι η αιτία
της δημιουργίας κατά ένα διαφορετικό και συνάμα ενιαίο τρόπο. Ο άγ. Ειρηναίος,
καλεί τον Υιό και το Πνεύμα «τὰς δύο χεῖρας τοῦ Θεοῦ». Βλ. Αγ. Εἰρηναίου, Κατὰ
αἱρέσεων 5, PG
7, 975B).
Βλ. V. LOSSKY, Ἡ Μυστική Θεολογία τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας,
ό.π., σελ. 113.
35. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 35, ό.π., σελ. 109, «φάσκοντες, ὅτι καθάπερ
μόνος Θεός ἀληθινός ὁ Πατήρ ἔστιν ὅτε λέγεται, καί τοῦ Υἱοῦ ὄντος ἀληθινοῦ Θεοῦ
καί ἀγαθοῦ, οὕτω καί μόνος ὁ Πατήρ πηγή καί αἴτιος θεότητος ὡς πρῶτος».
36. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, ό.π., 36, σελ.110, «τό «μόνος» ἐπί τῶν ὑποστατικῶν
λεγόμενον οὐ τά κτιστά τῶν ἀκτίστων, ἀλλά μίαν τινά τῶν ἀκτίστων ὑποστάσεων
πρός τάς ἄλλας διαστέλλει».
37. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, ό.π., 36, σελ. 110, «Οὐκοῦν, εἰ μόνος ὁ Πατήρ αἴτιος
καί μόνος ἀρχή καί πηγή θεότητος, οὐδεμία ἄρα τῶν θείων ὑποστάσεων ἑτέρα αἰτία
κάι ἀρχή καί πηγή θεότητός ἐστιν».
38. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, ό.π., 36, σελ. 110, «τοῦ αἰτιατοῦ θεωρουμένου ἐν
δυσί προσώποις, οὐδέν κωλύσει λέγειν μόνον τό Πνεῦμα τό ἅγιον αἰτιατόν ὑπάρχειν».
39. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 39, ό.π., σελ. 114, «ἔστιν ἅ καί τῶν ὑποστατικῶν
τοῖς φυσικοῖς συνείρων».
40. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 39, ό.π., σελ. 113, «οὐ γάρ υἱότητος τό ἐκπορεύειν».
41. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 43, σελ. 117, «Θεϊκόν γε μήν καί φυσικόν ἐστι τουτί
τό ἀξίωμα, ἀλλ᾿ οὐχ ὑποστατικόν˙ εἰ γάρ ὑποστατικόν ἦν τό ἀποστέλλειν, οὐκ ἄν ἦν
κοινόν Πατρός, Υἱοῦ καί Πνεύματος».
42. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 66, σελ. 138, «Καί τοῦτο δῆλον ἀπό τῶν ἀνθρώπων».
43. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 66, ό.π., σελ. 138, «Ὅταν δέ τι μιᾶς μὲν οὐσίας ᾖ,
οὐ μιᾶς δὲ ὑποστάσεως, ἀλλὰ πλειόνων, τὸ ἐκ τῆς μιᾶς ἐκείνης οὐσίας οὐκ ἐκ τῶν
λοιπῶν αὐτῆς ὑποστάσεών ἐστιν, ἀλλ᾿ ἐκ μιᾶς τινος αὐτῶν».
44. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 66, ό.π., σελ. 138, «οὐχὶ τὸ ἐκ τῆς οὐσίας τὴν ὑπόστασιν
ἔχον ἐκ τῶν ὑπολοίπων ὑποστάσεών ἐστιν, ἀλλ᾿ ἐκ μιᾶς τινος αὐτῶν, δηλαδὴ τῆς
πατρικῆς».
45. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 66, ό.π., σελ. 138, «ἐκ ταύτης γὰρ μὴ εἶναι οὐκ ἐνδέχεται,οὐκοῦν
οὐχὶ καὶ ἐξ ἑτέρας, ἀλλ᾿ ἐκ μόνης, εἴπερ ἐκ μιᾶς».
46. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 66, σελ. 138, «Καί τοῦτο δῆλον ἀπό τῶν ἀνθρώπων».
47. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, ό.π., σελ. 138.
48. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Βαρλαάμ, 14, ό.π, σελ. 232, «τοῖς πᾶσι συντάττεις τά ὑπέρ
ἅπαντα καί ἀπό τῶν κτιστῶν περί τῶν ἀκτίστων ἀξιοῖς ἡμᾶς πείθειν».
49. Α΄ πρός
Βαρλαάμ, 21, ό.π., σελ. 236, «παρηνέχθη δέ σου ἡ στερρότης τῷ τῆς μοναρχίας ὁμωνύμῳ».
50. Α΄ πρός
Βαρλαάμ, 21, ό.π, σελ. 236.
51. Α΄ πρός
Βαρλαάμ 21, ό.π., σελ. 237, «ὅς καί σώζεται τῷ τόν Υἱόν καί τό Πνεῦμα τήν ὕπαρξιν
ἔχειν ἐκ Πατρός, ὥσπερ ἐκεῖνος τῷ δι᾿ Υἱοῦ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι δημιουργόν εἶναι
τόν Πατέρα».
52. Σύμφωνα
με τον J.
MEYENDORFF, Τό Ἃγιο
Πνεῦμα στή θεολογία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ό.π., σελ. 151, στους
Βυζαντινούς θεολόγους μέχρι και τον ι. Φώτιο, ήταν συνηθισμένη υπόθεση η καθιέρωση
κάποιας διαστάσεως ή αντιθέσεως ανάμεσα στην αιώνια εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος
από μόνο τον Πατέρα και της εν χρόνω ελεύσεώς του από τον σαρκωθέντα Λόγο. Όμως
στον Γρηγόριο τον Κύπριο και στον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η διδασκαλία της «ἀιδίου
ἐλλάμψεως» ή των «ἀκτίστων ἐνεργειῶν» επιτρέπει την καθιέρωση κάποιου συνδέσμου
ανάμεσα στη «θεολογία» και στην «οικονομία».
53. Α΄ πρός
Βαρλαάμ, 21, ό.π, σελ. 237, «κατ᾿ οὐδέν ἄτερος θατέρῳ τρόπῳ λυμαίνεσθαι
πέφυκεν».
54. Α΄ πρός
Βαρλαάμ, 27, ό.π., σελ. 240, «ἄλλως ἐφ᾿ ἑκάστου τῶν παρ᾿ ἡμῖν αἰσθητῶν ἔχει καί
ἄλλως ἐπί τοῦ Θεοῦ».
55. Α΄ πρός
Βαρλαάμ, 27, ό.π., σελ. 240.
56. Α΄ πρός
Βαρλαάμ, 27, ό.π., σελ. 240.
57. Πρβλ. Ν.
ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Α΄, ό.π., σελ. 146-147.
58. Α΄ πρός
Βαρλαάμ, 27, ό.π, σελ. 240, «εἰ μοναδικόν ἐστιν ὁ Θεός, καί τοιοῦτο μοναδικόν ὡς
μή ἐκ πολλῶν ἕν».
59. Α΄ πρός
Βαρλαάμ, 27, ό.π., σελ. 240, «τούτου τοῦ ἑνός οὐκ ἔστι τόδε τι εἶναι καί ὑποκείμενον».
60. Α΄ πρός
Βαρλαάμ, 28, ό.π, σελ. 241, «Τά γάρ ὑπεξῃρημένα πάσης πληθύος ταύτῃ δι᾿ αὐτοῦ
συντάττεις καί ἀπό τῶν κτιστῶν περί τῆς ἀκτίστου φύσεως διδάσκειν ἀξιοῖς».
61. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 63, ό.π.,σελ.
135, «οὐκ ἀπολύτως πηγαζόμενον ἀλλά τισίν ἀκούων».
62. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 64, σελ. 135, «πάρεστιν ἀεί οὐσιωδῶς ἡμῖν,
πάντως δέ καί καθ᾿ ὑπόστασιν, κἄν ἡμεῖς τῆς οὐσίας ἤ τῆς ὑποστάσεως ἥκιστα
μετέχωμεν, ἀλλά τῆς χάριτος». Στο Θεό υπάρχουν: (α) τα «κοινά», δηλαδή η κοινή
φύση ή ουσία, και οι κοινές ενέργειες, (β) τα «ακοινώνητα», δηλ. τα υποστατικά
ιδιώματα. Βλ. Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Θεολογικὴ Γνωσιολογία κατὰ τούς Νηπτικούς
Πατέρας, ό.π., σελ. 106.
63. Κατά την D. WENDEBOURG, Geist oder Energie? Zur
Frage der innergottlichen Verankerung des christichen Lebens in der
byzantinischen Theologie, Munchen 1980, σελ. 10, 171, 244, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, με το σωτηριολογικό
ρόλο που αποδίδει στις ενέργειες του Θεού, κατέστησε τις υποστάσεις της Αγίας
Τριάδος χωρίς ιδιαίτερη σωτηριολογική σημασία για τη θεολογία της Ορθόδοξης
Εκκλησίας. Τον σωτηριολογικό δηλαδή ρόλο των θείων υποστάσεων τον έχουν πάρει
στη θεολογία του Παλαμά οι ενέργειες του Θεού. Έτσι, όπως ισχυρίζεται, με τον
Παλαμά ολοκληρώθηκε στην ορθόδοξη θεολογία η σωτηριολογική «απολειτουργικοποίηση»
των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος. Θεωρεί ότι ο Παλαμάς, σ’ αυτό που διαφέρει
από τους προδρόμους της θεολογίας του (δηλ. τους μεγάλους Έλληνες Πατέρες),
είναι ότι εκείνοι αντιλαμβάνονται τη φανέρωση των ενεργειών του Θεού στον κόσμο
κατά τρόπο τριαδικό, έτσι ώστε να τονίζεται η ιδιαιτερότητα της καθεμιάς θείας
υποστάσεως κατά την «οικονομία», ενώ ο Παλαμάς αδιαφορεί τελείως για την
«οικονομική» ιδιαιτερότητα των θείων υποστάσεων, εφόσον ο ρόλος τους στο πεδίο
της «οικονομίας» έχει αντικατασταθεί γι’ αυτόν από τις ενέργειες του Θεού.
Αναιρώντας τις απόψεις αυτές ο Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ἡ
Νεότερη Δυτικὴ Θεολογία, ό.π., σελ.221, 225, τονίζει ότι όχι μόνο για τους
Καππαδόκες αλλά και για τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, οι υποστάσεις της Αγ. Τριάδας
συμμετέχουν κατά ιδιάζοντα τρόπο στην από κοινού εκδήλωση των ενεργειών τους,
γεγονός στο οποίο συνίσταται ο λειτουργικός τους ρόλος κατά τη θεία οικονομία.
Τόσο για τους Καππαδόκες όσο και για τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, το κοινό και το
ίδιο δεν χαρακτηρίζουν μόνο την αΐδια ύπαρξη της Αγ. Τριάδας κατά τη διάκρισή
της σε μία ουσία και τρεις υποστάσεις. Χαρακτηρίζουν και την «οικονομική»
φανέρωση της Αγ. Τριάδας, γιατί κάθε μία από τις τρεις θείες υποστάσεις
επιτελεί ιδιάζον έργο κατά την εκδήλωση της κοινής τους ενέργειας. Γι’ αυτό ο
Πατήρ χαρακτηρίζεται ως «προκαταρκτική αιτία», ο Υιός ως «δημιουργική αιτία»
και το Άγ. Πνεύμα ως «τελειωτική αιτία». Βλ. Μ. Βασιλείου, Περὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος 38, PG
32, 136ΑΒ, βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Τόμος συνοδικός 3, PG 151, 765A-766A. Εκτός από αυτό η «οικονομική»
ιδιαιτερότητα των υποστάσεων της Αγ. Τριάδας μαρτυρείται κατά τον άγ. Γρηγόριο
Παλαμά, από το γεγονός της διαδοχικής αποκαλύψεώς τους μέσα στην ιστορία της
θείας οικονομίας, βλ. Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 18, ό.π.,
σελ. 95.
64. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 69, ό.π., σελ. 140-141,
«ἡμῖν ἀναπηγάζειν ἐκ τῆς φύσεως οὐ τήν φύσιν φησί τοῦ Πνεύματος, οὐδέ τήν ὑπόστασιν,
ἀλλά τήν ἐνέργειαν».
65. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 70, ό.π., σελ. 142, «Οὐ μήν διά τοῦτο τοῖς κατά φύσιν
τά ὑπέρ φύσιν ὁμοιώσομεν», σελ. 143, «τὴν σὴν ἀποποιησόμεθα προσθήκην, ὡς τοῖς φυσικῶς
διοικουμένοις τὰ ὑπερφυῆ συντάττουσαν».
66. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 71, ό.π., σελ. 143.
67. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 73, ό.π., σελ. 144, «οὐ γάρ ἀεί τό ἐκπορεύεσθαι
παρά Θεοῦ ὑπάρξεώς ἐστι σημαντικόν αὐθυποστάτου».
68. Ματθ.
4,4.
69. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 73, ό.π., σελ. 145, «τά μέν παρά Θεοῦ ἐκπορευόμενα
πολλά, πλήθους γάρ συνεκτικόν τό πᾶν».
70. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 76, ό.π., σελ. 147, «κατά χάριν καί οὐ φυσικῶς
καί ὕστερον ἐπιδημησάσης».
71. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 76, ό.π., σελ. 147.
72. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 73, ό.π., σελ. 147, «Σαφῶς τοιγαροῦν μιγνύουσι
τά ἄμικτα˙ τοῖς ὑπέρ χρόνον τά ὑπό χρόνον, τοῖς ὑπέρ αἰτίαν τά δι᾿ αἰτίαν».
73. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 78, ό.π., σελ. 148, «ἐμμορφοῦται ταῖς καρδίαις τῶν
πιστῶν καί ἐνοικεῖ καί ὁρᾶται δι᾿ αὐτοῦ».
74. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 78, ό.π., σελ. 149, «τοῦ Υἱοῦ μόνου διά τοῦ σταυροῦ
διαβαίνοντος ἐν τῇ ὡς ἀληθῶς ἐρήμῳ, τῷ θανάτῳ καί τῷ ᾅδῃ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου