Συνέχεια από Τρίτη, 17 Μαΐου 2016
Analogia Entis (Η αναλογία τού Οντος)
Analogia Entis (Η αναλογία τού Οντος)
Του Erich Przywara.
4. Τό δεύτερο εσωτερικό θέμα: η σχέση ανάμεσα στίς θεολογικές "σχολές" καί η μοναδική θετική θεολογία τής κυρίαρχης εκκλησίας.
4. Τό δεύτερο εσωτερικό θέμα: η σχέση ανάμεσα στίς θεολογικές "σχολές" καί η μοναδική θετική θεολογία τής κυρίαρχης εκκλησίας.
Μέσα στο πλαίσιο και στο στυλ
ολοκλήρου του δευτέρου κεφαλαίου τής Συνόδου του Λατερανού IV -εκείνης που εναντιώθηκε στον αββά
Ιωακείμ- η αναλογία δεν είναι μόνον η αρχή και η μορφή μιας νέας δυνατής
θεολογίας, όσο είναι η αυτό-εξήγηση της θέσεως τής Εκκλησίας απέναντι σε όλες
τις δυνατές θεολογίες. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για την «εκκλησιαστική διάκριση»,
την εκκλησιαστική κρίση των πάντων. Ο τονισμός δεν τίθεται στην φυσική σχέση
ανάμεσα στον κτίστη και στην κτίση και στην «ανομοιότητα κάθε φορά πιο μεγάλης»
με τον σκοπό να ταυτιστεί με μία οποιαδήποτε από τις δυνατές θεολογίες, αλλά
αυτό είναι το πνεύμα του Εκκλησιαστικού πνεύματος, του οποίου η αριστοκρατική
απόσταση και ουδετερότητα αντιτίθενται στους “ενθουσιασμούς” των χαρισματικών,
των πνευματικών κτλ: Εδώ λοιπόν αυτή η απόσταση αντιτίθεται στον ενθουσιασμό
τού αββά Ιωακείμ, όπως ακριβώς στην Σύνοδο του Τριδέντο αυτή η απόσταση
αντιτίθεται στην Μεταρρύθμιση, στο Διάταγμα του 1690 αποστασιοποιείται και
αντιτίθεται στον Τζιανσενισμό, στην Βατικανική Σύνοδο Ι στον Ρομαντισμό, στο
Διάταγμα του 1907 στον μοντερνισμό. Δεδομένου λοιπόν ότι η κλασσική σχολαστική,
τονίζοντας με μέτρο τις έννοιες τής δημιουργίας και τής φύσεως, αντικατοπτρίζει
από πολύ κοντά αυτή την «εκκλησιαστική διακριτότητα» και δεν είναι τυχαίο ότι η
Σύνοδος αυτή του Λατερανού αναγνωρίζεται ξεκάθαρα στον Pier Lombardo. Αυτός είναι εξάλλου
και ο λόγος για τον οποίο ο Ακινάτης και κανένας άλλος, έγινε ο θεολόγος και ο
φιλόσοφος αναφοράς της Εκκλησίας. Δεδομένης ακριβώς αυτής της αριστοκρατικής
αποστασιοποιήσεως. Ακριβώς γι’ αυτό είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η αναλογία, όπως
την κατανοεί η Σύνοδος, δεν είναι μία αρχή ή μια καθαυτή και εις εαυτή μορφή,
αλλά είναι τελικώς η μορφή, θεσπισμένης από την Εκκλησία, της αποστασιοποιήσεως
που χαρακτηρίζει την διακριτικότητά της.
Εάν σταθούμε στις θεματικές αρχές,
όλες οι δυνατότητες περιορίζονται στις τρεις τις οποίες θεώρησε η σύνοδος. Η
υπερφυσική μετοχή στον θεό, η υπερφυσική λύτρωση και η φύση (μετέχουσα και
λυτρούμενη) είναι οι τρεις συστατικές αρχές τής μοναδικής σωτηριώδους
υπερφυσικής τάξεως, και η θεολογία τών Ελλήνων, η θεολογία του Αυγουστίνου και
η σχολαστική θεολογία αντανακλούν τις διαφορετικές εκφράσεις αυτών των
στοιχείων. Η θεολογία της “αναλογίας” δεν μπορεί λοιπόν να προστεθεί στις άλλες
σαν μία τέταρτη θεολογία, αλλά θα αφορά τον υπάρχοντα ρυθμό ανάμεσα στις τρεις
θεολογίες.
Σε έναν τέτοιο “ρυθμό” όμως
υπονοείται η λήψη μιας αποστάσεως από εκείνες τις ίδιες τις θεολογίες. Και έτσι
βρισκόμαστε απέναντι σε κάτι εναλλακτικό: αυτός ο ρυθμός μπορεί να γίνει
κατανοητός με την σειρά του ή σαν μια αυτόνομη
τυπική αρχή, ή σαν έκφραση μιας υπάρχουσας
και ζωντανής καταστάσεως. Εάν πρόκειται για μία τυπική αρχή, καθορίζει
καθαυτή, σχετικά με τις τρεις θεολογίες, την αληθινή απολυτότητα, έτσι ώστε
γενικώς η θεολογία καταλήγει στον ορθολογισμό μιας απολύτου αρχής. Εάν
πρόκειται όμως για υπαρκτή και ζωντανή κατάσταση, αυτή η αρχή μπορεί να είναι
(καθότι η μοναδική τάξη είναι η τάξη του θεού εν Χριστώ στην Εκκλησία) με την
σημασία μιας αυτόνομης εκφράσεως μάλιστα δε αυταρχικής, τής μοναδικής τάξεως τού θεού εν Χριστώ στην Εκκλησία. Και με αυτόν τον τρόπο ακριβώς αντιστοιχεί επίσης
και στην διατύπωση τής αναλογίας που βρίσκεται στο δεύτερο κεφάλαιο της
συνόδου.
Λυγίζοντας άδοξα κάθε πνευματικό
τριαδισμό στην μεγαλειώδη απόστασή του «κάτι κορυφαίο, ακατανόητο και άρρητο»,
η σύνοδος δεσμεύει και τις τρεις θεολογίες επίσης στην «ανομοιότητα την κάθε
φορά μεγαλύτερη». Αυτό σημαίνει ότι αυτή η “ανομοιότης” αναφέρεται άμεσα στην
υπεροχή τής θείας εξοχότητος. Δεν αφορά λοιπόν σε έναν ρυθμό ανάμεσα στην
μετοχή στον θεό, την λύτρωση και την φύση, δηλαδή ανάμεσα σε ομοιότητα και
ανομοιότητα, αλλά στην υπεροχή κάθε φορά την μεγαλύτερη του ζωντανού θεού
καθαυτού. Επειδή όμως αυτός είναι ο θεός της μοναδικής σωτηριώδους τάξεως,
είναι κατ’ ουσίαν και ο θεός τής μοναδικής σωτηριώδους τάξεως, είναι κατ’
ουσίαν και ο θεός εν Χριστώ στην Εκκλησία, και η κυριαρχία είναι επομένως η
κυριαρχία ενός θεού σε μία Εκκλησία αυθεντικά κυρίαρχη και σε έναν κυρίαρχο
πάπα! Αυτό σημαίνει ότι η σύνοδος, η οποία επί Innocenzo III (τον πιο δυνατό πάπα του
μεσαίωνος) εκδίδει την απόφασή της εναντίον του αββά Ιωακείμ (τον ιδρυτή του
απόλυτου πνευματισμού), αντιπροσωπεύει το αποφασιστικό σημείο στο οποίο
γεννάται το θέμα της εσώτατης μορφής κάθε θεολογίας γενικώς!
Όπως έχουν παρατηρήσει με ίδιες
σχεδόν λέξεις ο Ακινάτης και η σύνοδος του Βατικανού Ι, η μετοχή στον θεό, η
λύτρωση και η φύση ενώνονται στον θεό, ο οποίος είναι ο μοναδικός τους αίτιος.
Αυτά προέρχονται από έναν, μόνο και τον ίδιο θεό, γι’ αυτό είναι εξίσου μόνον
χάρις στον θεό που η ένωσή τους λάμπει για την συνείδηση. Αυτή είναι με την
αληθινή της σημασία θεο-λογία: μια λέξη που προέρχεται από τον θεό και
συμπεριλαμβάνει όλα όσα προέρχονται από τον θεό. Η θεολογική αυθεντία είναι
κατ’ ουσίαν ο θεός. Και λόγω της κυριότητος αυτής ο “αόρατος” θεός φανερώνεται
στον ορατό Χριστό σαν την “αναπαράστασή” του(Ιωάν. 1,18). «Ο λόγος προερχόμενος
από τον θεό», φανερώνεται στον «Λόγο που ενσαρκώθηκε», ο “λόγος” της λογικής
αυτής της λέξης στον «Λόγο που ενσαρκώθηκε». [Το Ευαγγέλιο γράφει: «ο μονογενής
υιός ο ων εις τον κόλπον του πατρός, εκείνος εξηγήσατο»]. Και επειδή αυτός ο Χριστός
είναι «ο μοναδικός Χριστός κεφαλή και σώμα» (Αυγουστίνος), η μοναδική
συγκεκριμένη φιγούρα του θεού εν Χριστώ δίνεται από την Εκκλησία. Έτσι και το
πρώτο κεφάλαιο της επιστολής προς τους Εφεσίους εισάγει το «μυστήριο της
θελήσεως του θεού στον Χριστό», κατανοημένο σαν «αυτόν που ενώνει τον ουρανό
και την γη», για να τον δούμε στην συνέχεια στην “Εκκλησία”, εννοημένη και αυτή
σαν το «σώμα του, η πληρότης αυτού που πραγματοποιείται ολοκληρωτικώς σε όλα τα
πράγματα»: ο άπειρος θεός σαν πληρότης, η Εκκλησία σαν η «πληρότης αυτού ο
οποίος πραγματοποιείται ολοκληρωτικώς σε όλα τα πράγματα»(Εφ. 1,23)! [και πάντα
υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού, και αυτόν έδωκε καφαλήν υπέρ πάντα τη Εκκλησία,
ήτις εστί το σώμα αυτού, το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου].
Εδώ επικεντρώνεται η ανεξάντλητη
αυτή διατριβή η οποία εξ απόψεως ιστορικής, ξεκίνησε μέσα στο πλαίσιο της
συνόδου του Λατερανού IV και ολοκληρώθηκε στο πλαίσιο της Βατικανού Ι: αυτή η
Εκκλησία τής “πληρότητος” υπάρχει στο αξίωμα τής κυριότητος η οποία διακρίνει
την αυθεντία της (και επομένως στο αλάθητο υπούργημα και στο αλάθητο του πάπα,
τα οποία αποτελούν την πιο υψηλή κορυφή) ή επίσης στην πληρότητα τού “πνεύματος”
που κατοικεί ελεύθερα στα μέλη της; Έχει δίκαιο ο Innocenzo III ή
ο αββάς Ιωακείμ; Καθαυτή και εις εαυτή η διατύπωση «ο θεός εν Χριστώ στην
Εκκλησία» συνίσταται από τρία στοιχεία, αλλά στο θέμα της αυθεντικής θεολογικής
κυριότητος υπάρχει μόνον μια εναλλαγή, εκείνη δηλαδή ανάμεσα στην ιδέα ότι ο
θεός φανερώνεται σε μία κυρίαρχη Εκκλησία και η θέση του απολύτου
πνευματικισμού, ο οποίος είναι στην πραγματικότητα μια φυσιοκρατία, δεδομένου
ότι σε αυτόν επιβάλλεται πάντοτε μια ανθρώπινη σύλληψη με έναν απόλυτο τρόπο!
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου