Συνέχεια από:Πέμπτη 19 Μαίου 2016
Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφική Χριστολογία.
Του Xavier Tilliette.
Η φιλοσοφία δέν έχει το μονοπώλιο τής Idea Christi και τής υπερβατικής Χριστολογίας που απορρέει, πρώτα απ'όλα από όταν ο Karl Rahner έδωσε αρκετά δυνατά δοκίμια αυτού του τύπου τής Χριστολογίας, η οποία ονομάσθηκε απο αυτόν και "ουσιώδης" Χριστολογία. (θεμελιώδης διδασκαλία της πίστεως, 1976, σ 211-212,276). Μια τέτοια υπερβατική Χριστολογία, με την Καντιανή σημασία τών συνθηκών τών a'priori δυνατοτήτων μιάς προϋποτιθέμενης ιστορικής εμπειρίας-και πιό γενικώς, της νοήσεως του Χριστολογικού δόγματος-ανήκει στην θεμελιώδη Θεολογία και δέν απαιτεί καθόλου να αντικαταστήσει την Χριστολογία οντικού τύπου, η οποία ονομάζεται "ορθόδοξη". Έπεται τής σχέσεως τής πίστεως στον Ιησού Χριστό ο οποίος έγινε άνθρωπος, αλλά προηγείται λογικώς στο θέμα τής ιστορικής και προσωπικής πραγματοποιήσεως της ιδέας. Υπάρχει λοιπόν μία αλληλοδιαδοχή, αλληλοεπηρεασμός, ανάμεσα στο υπερβατικό και το ιστορικό (όπως επίσης και στο υπαρξιακό). Η υπερβατική Χριστολογία παραμένει δεμένη στην ιστορικότητα.
Η πολύτιμη μεθοδολογική διάκριση
ανάμεσα σε μία απαγωγική, κενωτική (απο ψηλά) και μία Χριστολογία τής αναβάσεως
(απο χαμηλά) δέν συμπίπτει με εκείνη ανάμεσα σε μία κατηγορική Χριστολογία και
μία υπερβατική Χριστολογία. Διότι αυτή τελικώς εφαρμόζεται και στον τρόπο της
ιεράς ιστορίας η οποία προϋποθέτει την λυτρωτική πρωτοβουλία και την ενέργεια
τής κοινωνίας του Θεού. Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι ο Ράνερ προτιμά την άποψη
"απο χαμηλά πρός τα υψηλά". Η υπερβατική Χριστολογία προορίζεται πρίν
απ'όλα να ριζώσει στον άνθρωπο την ιδέα της ενσαρκώσεως. Ο εφιάλτης τού Ράνερ
είναι ο δοκητισμός, μία κρυψίγονη αίρεση τών χριστιανών, μέ όλες τίς μασκαρεμένες του μορφές, όπως ο μονοφυσιτισμός, ο μονοθελησμός και
όλες οι αναπαραστάσεις οι οποίες υπεραποτυπώνουν την θεία συνείδηση πάνω στην
ανθρώπινη. Ο Ιησούς είναι ριζικώς
άνθρωπος, ένας "ζηλωτής τής γής": δέν έχει όπως λέγεται, ντυθεί το
ένδυμα τής ανθρωπότητος, δέν είναι η μασκαράτα τού Θεού, είναι ο λόγος του, το
άγγελμά του, είναι ο "Συνοψη τού Λόγου του Θεού", και δέν είναι
καθόλου ο παράνομος επισκέπτης του οποίου καταδίκαζε το Ινκόγνιτο ο
Κίρκεγκαρντ.
Το πλεονέκτημα μίας υπερβατικής
Χριστολογίας, η οποία γι'άλλη μία φορά, δέν σκοπεύει να αντικαταστήσει τις
άλλες Χριστολογίες, εμφανίζεται κάτω απο πολλές απόψεις ότι δέν συγχέονται απο
τον Ράνερ, αλλά δέν ερευνώνται πάντοτε ξεχωριστά: ο Θεός που αποκαλύπτεται, ο
Άνθρωπος-Θεός ή η υποστατική ένωση, η ανθρώπινη αναζήτηση της Χριστολογίας.
Στο όραμα τού Θεού ο οποίος
θέλει να εισέλθει ιστορικά σε σχέση με τον άνθρωπο, η ιστορία τής σωτηρίας
αποκορυφώνεται στην αναπαράσταση και την αντιπροσώπευση τού"απολύτου
Σωτήρος" που είναι τελικώς η καθοριστική επιτυχία τής σωτηριώδους
αποκαλύψεως, η αγγελία και η ανεπίστρεπτος συγκατάθεση τού Θεού στην
ανθρωπότητα. Η στιγμή τής φανέρωσης του ήταν "η πληρότης τών Χρόνων".
Ο Κίρκεγκαρντ μέσω τού Ιωάννη τού Κλίμακου είχε εκφραστεί επίσης παρομοίως. Η
υπερβατική ιδέα του απολύτου Σωτήρος είναι η Θεία λέξη τής συγκατάθεσης ή τής
υποσχέσεως, που απευθύνθηκε στην ανθρωπότητα. Η υπόσχεση αυτή πραγματοποιείται
στην ιστορία, αλλά παραμένει μετέωρη η απορία εάν η ιδέα είναι ασυμπτωτική και
επομένως η πραγματοποίησή της απωθείται στο τέλος τής ιστορίας ή η
πραγματοποίηση είναι καθοριστική, αμετάκλητη, συνέβη ήδη, έχει ξεκινήσει ήδη,
και αυτό το καθοριστικό σημείο τού ξεκινήματος είναι ακριβώς η προσωπικότης ή η
ιστορική υποκειμενικότης (ο Φίχτε έλεγε το πρόσωπο αναγκαίο) η οποια θεωρείται
ο απόλυτος Σωτήρ. Θα έμενε αναπάντητη τότε λοιπόν η δεύτερη απορία: αυτή η προσωπικότης
είναι εκείνη του Ιησού τής Ναζαρέτ; Τα δύο ερωτήματα ξεπερνούν τα δικαιώματα
τής υπερβατικής Χριστολογίας η οποία καταλαμβάνει μόνον τον χώρο των
δυνατοτήτων.
Ο απόλυτος Σωτήρ φανερώνει την
ένωση τού Θεού και του ανθρώπου, η οποία ονομάζεται απο την Θεολογία υποστατική
ένωση. Αυτός είναι ο Άνθρωπος Θεός. Η πρόταση τής πίστεως, πολύ πιθανόν
εντυπωμένη στην σκέψη απο την δογματική απειλή της τιμωρίας, λέει: αυτός ο
άνθρωπος, ο Ιησούς είναι Θεός, χωρίς να στοχάζεται πολύ στις ενυπάρχουσες προϋποθέσεις
στην σύνδεση. Ακόμη και η αντίστροφη διατύπωση δέν είναι λιγότερο αδιαπέραστη :
ο Λόγος έγινε άνθρωπος ! Τί θέλει να πεί αυτό το έγινε άνθρωπος, εφόσον δέν
πρόκειται για μία μεταμόρφωση, για ένα μασκάρεμα; Ακριβώς εδώ η υπερβατική
Χριστολογία μπορεί να εξυπηρετήσει την νόηση τής πίστεως. Οπωσδήποτε είναι
μόνον προληπτική απέναντι στην εμπειρία τής πίστεως, τής οποίας ξεκαθαρίζει τις
προσβάσεις.[ Είναι ένα σαθρό οικοδόμημα στηριγμένο στήν απουσία τής Θεοτόκου καί τών Αγίων]
Αλλά ωθούμενοι απο την ιδέα του
Ανθρώπου-Θεού, θα αναρωτηθούμε πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να είναι Θεός,
τί πράγμα υπάρχει μέσα στην ουσία του ανθρώπου που μπορεί να τον θεώσει χωρίς
να περιπέσει στην παράνοια; Τί πράγμα πρέπει να είναι ο άνθρωπος για να είναι ή
να γίνεται Θεός; Το άνοιγμα ή η πόρτα, ή η είσοδος, απο όπου ο Θεός εισέρχεται
στην ανθρωπότητα, είναι η Potenzia oboedientialis, η δύναμις τής υπακοής, η οποία γίνεται
καλώς κατανοητή, η ικανότης ολοκληρωτικής υποταγής και παράδοσης. Χάρη σ'αυτή ο
άνθρωπος είναι Θείος, ένας άνθρωπος είναι Θεός. Νηφάλια ο Ράνερ, ο οποίος δέν
προφέρει ούτε μία συλλαβή παραπάνω στην
γειτόνευσή του με τον Σλαϊερμάχερ, περιγράφει την υποστατική ένωση με όρους
κενώσεως, εγκατάλειψης των κεκτημένων. Αυτή εξασφαλίζει την ιδιαίτερη σχέση
ανάμεσα στον Θεό και τον Ιησού. Δέν είναι μόνον μία πραγματικότης που
εκρήγνυται μόνον απέξω. Ακόμη και ο Ιησούς πρό του Πάσχα γνώριζε ότι είναι ο
απόλυτος Σωτήρ και εξηγήθηκε σαν τέτοιος. Και εάν αναλάβουμε την άλλη γωνιά,
την άλλη όχθη, η κένωσις συνίσταται αντιστρόφως στην απόκτηση τής ανθρώπινης
πίστεως: το "γίγνεσθαι του Θεού" είναι η Θεία ικανότης, σημείο τής
τελειότητός του, το να γίνεται λιγότερο απο τον εαυτό του, η κένωσις είναι το
ανάποδο της γενέσεως, και είναι δύναμις της αγάπης η εγκατάλειψις και το χάσιμο, ο Θεός είναι αμετάβλητος, απλησίαστος,
αλλά μπορεί να γίνει άλλο, να αλλοιωθεί, συγκεκριμένα μέσα ή στον άλλον, στους
άλλους. Αυτή είναι η ευκαιρία για τον Ράνερ να δημιουργήσει ομολογίες οι οποιες
είχαν άμεση αποδοχή "ο άνθρωπος είναι το Ιερογλυφικό τού Θεού".
"Εάν ο ίδιος ο Θεός είναι
άνθρωπος και είναι για όλη την αιωνιότητα, εάν κάθε Θεολογία παραμένει αιωνίως
ανθρωπολογία....ο άνθρωπος είναι για την αιωνιότητα το μυστήριο που φανέρωσε ο
Θεός...η Χριστολογία είναι η αρχή και το τέλος της ανθρωπολογίας και η
ανθρωπολογία στην πραγμάτωσή της είναι αιωνίως Θεολογία, η Θεολογία η οποία
ανακοινώθηκε απο τον ίδιο τον Θεό".
Αυτές οι συγκινητικές και
υποβλητικές ενδείξεις τού Ράνερ δέν πρέπει όμως να μας κάνουν να ξεχάσουμε την
αβεβαιότητα που απειλούσε την υπερβατική χριστολογία μέχρις ότου αποδοθεί
αποκλειστικά και ξεκάθαρα στον άνθρωπο Ιησού η δύναμις του τελευταίου και
μοναδικού Λόγου, διαφορετικά παρατηρεί ο Μπαλτάσαρ, "επειδή το ανθρώπινο
πλάσμα η Μαρία για παράδειγμα, υπερβατικό μ'έναν τρόπο τέλειο και άσπιλο, δέν
θα μπορούσε εξίσου καλά να ανακηρυχθεί "Άνθρωπος-Θεός;" Αλλά ο Ράνερ
είχε προβλέψει κάπως την αντίρρηση, υπογραμμίζοντας ότι "κάθε υπερβατικό
καθαυτό δέν μπορεί να είναι απο μόνο του οριστικό".
Τέλος κάτω απο μία άλλη οπτική
γωνία ή οποία συνδέεται και με την ανθρωπολογική θεμελίωση της Θεολογίας, η
υπερβατική Χριστολογία συνεπάγεται την ανιούσα, την ανερχόμενη Χριστολογία.
Ο Χριστός είναι ο ριζικός, ο
τέλειος άνθρωπος και ο άνθρωπος είναι η ριζική ερώτηση για τον Θεό. Με
κλασσικούς όρους: η φυσική επιθυμία είναι όρεξη για ευτυχία, μακαριότητα, ένας
πόθος για το όραμα και την γνώση του Θεού. Στα ίχνη τού απολύτου Ιησού τού Σωτήρος, μία υπερβατική Χριστολογία "σε αναζήτηση", ανώνυμη,
αναπτύσσει μία δομή τού απολύτου η οποία έχει σαν μυστικό της στόχο,
ασυνείδητο, τον Άνθρωπο-Θεό τής οντικής Χριστολογίας. Ο Ράνερ την αποσυνθέτει
σε μία τριπλή επιστράτευση: έκκληση σε ένα απόλυτο έλεος και αγάπη, έκκληση
στην διαθεσιμότητα στον θάνατο, έκκληση στην ελπίδα του μέλλοντος. Σ'αυτή την
τριπλή κατεύθυνση ο άνθρωπος αναζητά τον Άνθρωπο-Θεό, δηλαδή τον άνθρωπο ο
οποίος μπορεί να αγαπηθεί απολύτως σαν Θεός, όχι πλέον στην ιδέα, αλλά στην
πραγματικότητα. Αναζητά έναν θάνατο που επανασυμφιλιώνει την ελευθερία τής
πράξης με την αποδοχή τής πιό πονεμένης παθητικότητος. Ανατητά την ελπίδα τού απολύτου μέλλοντος τού Θεού το οποίο έχει ήδη πραγματοποιηθεί και έχει εγγραφεί
στην ιστορία. Μέσω όλων αυτών των περιπετειών της η Χριστολογία φτάνει σε
βοήθεια τής ανθρωπολογίας.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου