ΚΕVIN CORRIGAN
ΟΥΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΣ
Γιά τόν Γρηγόριο, στήν περίπτωση τών ατομικών συνθετικών πραγμάτων, οι Αρχές πού δίδουν τήν φόρμα, καί οι λόγοι, τούς οποίους εμείς συλλαμβάνουμε και κλείνουμε σέ ορισμούς (λόγους)- δύο πλευρές μιάς και τής αυτής λειτουργίας – οι λόγοι αυτοί λοιπόν είναι διαπλεκόμενοι με τα νοητά, μέ τίς νοητές πραγματικότητες στήν δημιουργία τού Θεού. Τό πρότυπο αυτής τής διαπλοκής είναι ένα αντανακλώμενο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σε κάθε επίπεδο τής υπάρξεως, από την ύλη και το σώμα μέχρι τήν ψυχή και τον Νού. Αυτές οι διαπλεκόμενες ακολουθίες είναι ένα από τα κυριώτερα χαρακτηριστικά τής ουσίας : οι ανθρώπινες ατομικές υπάρξεις είναι σε ακολουθία, σέ διαπλοκή με την φύση και την ουσία τής ανθρωπότητος , τα ατομικά θεία πρόσωπα σχετίζονται με την μία ουσία τού Θεού. Καί παρόλο το αταίριαστο τών εικόνων αυτή την «ενωμένη διάκριση» και την «διακεκριμένη ενότητα» των προσώπων της Τριάδος μπορούμε να την βρούμε, κατά τον Γρηγόριο ακόμη και στα «αισθητά αντικείμενα», αναλόγως τής δικής μας εμπειρίας τού φωτός, τής φωτιάς και των ανθρωπίνων υπάρξεων (Γράμμα 38, 4 87-93).
Δέν είναι τόσο τό ότι κατανοούμε και κατέχουμε την ενότητα τού Πέτρου και της ανθρωπότητος ή τής φλόγας και της ακτινοβολίας της εννοιολογικά, αλλά «η εμπειρία μας αυτού πού φανερώνεται στά μάτια μας είναι μεγαλειωδέστερη από τον λογαριασμό πού δίνουμε γιά την αιτία του, ακριβώς όπως η πίστη μας σε δόγματα τά οποία πάνε πέρα από εμάς είναι μεγαλύτερη από την γνώση μέσω συλλογισμών, ακριβώς όταν τό δόγμα μάς διδάσκει ότι αυτό πού χώρισε σέ υποστάσεις είναι αυτό πού ενώθηκε στην ουσία.
Άς συγκεντρώσουμε λοιπόν αυτά πού εκθέσαμε : ΟΥΣΙΑ είναι : α)πρώτα απ’όλα η συμφυής κοινωνία τής Θείας ουσίας και των προσώπων καί β)αναλογικώς η παρατεταμένη (η οποία υπάρχει μέσω διαστήματος-διαλείματος) κοινωνία τής ουσίας τού ανθρώπου και τού άλλου. Σέ κάθε περίπτωση, η ουσία δέν καταστρέφει την ατομικότητα, η οποία στά ανθρώπινα πλάσματα είναι και ξεχωριστές οντότητες ενώ είναι πρόσωπα ή υποστάσεις στήν Θεία ουσία. Η ουσία δέν σημαίνει γιά μάς άτομα καθεαυτά, ξεχωριστά και μοναχικά, αλλά σημαίνει άτομα μόνον στό επίπεδο πού μοιράζονται μιά κοινή φύση και μόνον στό ανώτερο επίπεδο όπου η ανθρώπινη φύσις αντανακλά την ουσία τής Τριάδος. Όπου τα πρόσωπα και η ουσία σάν κοινωνία είναι σε αμοιβάια σύμπτωση και από την οποία διπλή αυτή πραγματικότητα τής ουσίας εκφράζεται η άϋλη πραγματικότης όλης τής ανθρωπότητος .
Έτσι λοιπόν ακριβώς ο Γρηγόριος, θεωρεί τήν σχέση μεταξύ υποστάσεως, φύσεως και ουσίας, παρότι τα περισσότερα από την ξεχωριστή τους σημασία μπορεί να διακυμαίνονται. Κάθε ολοκληρωμένη έννοια τής ατομικότητος πρέπει να εκφράζει όχι μόνο τόν ελεύθερο υποκειμενικό φορέα και την ανθρώπινη κοινωνία σέ κάθε γνήσιο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης τής Εκκλησίας σάν σώμα Χριστού, αλλά επίσης την Θεανθρώπινη κοινωνία ακτινοβολούσα μέσα και από την ολότητα τής προσωπικής κοινωνίας τής Τριάδος. Εδώ ακριβώς μπορούμε να παρατηρήσουμε την αντιστροφή ως πρός τόν σύγχρονο τρόπο σκέψης, πού υπάρχει στόν Γρηγόριο.
Γιά να δώσουμε έναν πλήρη εννοιολογικό λογαριασμό τών πραγμάτων, ίσως χάσουμε τόν πλούτο τής εμπειρίας και της πίστεως οι οποίες ξεπερνούν τις δυνατότητές μας τής εννοιολογικής των αναλύσεως. Ταυτόχρονα όμως όλα τα στοιχεία μιάς θεωρίας τού ΠΡΟΣΩΠΟΥ βρίσκονται ήδη σε λειτουργία γιά πρώτη φορά στήν ιστορία. Εάν ουσία και πρόσωπο είναι συμφυή, εάν αυτό πού σημαίνει να είμαστε ένας εαυτός διαμεσολαβείται μέσω τού άλλου και ο άλλος διαμεσολαβείται σάν κοινωνία και στά δύο επίπεδα και στό θείο και στό ανθρώπινο, και εάν οι φράσεις πού χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος σάν «ατομική ουσία», «υπόστασις ή πρόσωπον» δέν διαγράφουν μιά αυτο-ψυχή ή έναν αυτο-νού ή ένα αυτο-σώμα, αλλά ολόκληρο το πρόσωπο στήν άμεση εικόνα τού Θεού, τότε μιά πλούσια σχεσιακή θεωρία τού προσώπου βρίσκεται ήδη σε λειτουργία κατά τόν τέταρτο αιώνα.
Αμέθυστος
ΟΥΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟΤΗΣ
Γιά τόν Γρηγόριο, στήν περίπτωση τών ατομικών συνθετικών πραγμάτων, οι Αρχές πού δίδουν τήν φόρμα, καί οι λόγοι, τούς οποίους εμείς συλλαμβάνουμε και κλείνουμε σέ ορισμούς (λόγους)- δύο πλευρές μιάς και τής αυτής λειτουργίας – οι λόγοι αυτοί λοιπόν είναι διαπλεκόμενοι με τα νοητά, μέ τίς νοητές πραγματικότητες στήν δημιουργία τού Θεού. Τό πρότυπο αυτής τής διαπλοκής είναι ένα αντανακλώμενο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό σε κάθε επίπεδο τής υπάρξεως, από την ύλη και το σώμα μέχρι τήν ψυχή και τον Νού. Αυτές οι διαπλεκόμενες ακολουθίες είναι ένα από τα κυριώτερα χαρακτηριστικά τής ουσίας : οι ανθρώπινες ατομικές υπάρξεις είναι σε ακολουθία, σέ διαπλοκή με την φύση και την ουσία τής ανθρωπότητος , τα ατομικά θεία πρόσωπα σχετίζονται με την μία ουσία τού Θεού. Καί παρόλο το αταίριαστο τών εικόνων αυτή την «ενωμένη διάκριση» και την «διακεκριμένη ενότητα» των προσώπων της Τριάδος μπορούμε να την βρούμε, κατά τον Γρηγόριο ακόμη και στα «αισθητά αντικείμενα», αναλόγως τής δικής μας εμπειρίας τού φωτός, τής φωτιάς και των ανθρωπίνων υπάρξεων (Γράμμα 38, 4 87-93).
Δέν είναι τόσο τό ότι κατανοούμε και κατέχουμε την ενότητα τού Πέτρου και της ανθρωπότητος ή τής φλόγας και της ακτινοβολίας της εννοιολογικά, αλλά «η εμπειρία μας αυτού πού φανερώνεται στά μάτια μας είναι μεγαλειωδέστερη από τον λογαριασμό πού δίνουμε γιά την αιτία του, ακριβώς όπως η πίστη μας σε δόγματα τά οποία πάνε πέρα από εμάς είναι μεγαλύτερη από την γνώση μέσω συλλογισμών, ακριβώς όταν τό δόγμα μάς διδάσκει ότι αυτό πού χώρισε σέ υποστάσεις είναι αυτό πού ενώθηκε στην ουσία.
Άς συγκεντρώσουμε λοιπόν αυτά πού εκθέσαμε : ΟΥΣΙΑ είναι : α)πρώτα απ’όλα η συμφυής κοινωνία τής Θείας ουσίας και των προσώπων καί β)αναλογικώς η παρατεταμένη (η οποία υπάρχει μέσω διαστήματος-διαλείματος) κοινωνία τής ουσίας τού ανθρώπου και τού άλλου. Σέ κάθε περίπτωση, η ουσία δέν καταστρέφει την ατομικότητα, η οποία στά ανθρώπινα πλάσματα είναι και ξεχωριστές οντότητες ενώ είναι πρόσωπα ή υποστάσεις στήν Θεία ουσία. Η ουσία δέν σημαίνει γιά μάς άτομα καθεαυτά, ξεχωριστά και μοναχικά, αλλά σημαίνει άτομα μόνον στό επίπεδο πού μοιράζονται μιά κοινή φύση και μόνον στό ανώτερο επίπεδο όπου η ανθρώπινη φύσις αντανακλά την ουσία τής Τριάδος. Όπου τα πρόσωπα και η ουσία σάν κοινωνία είναι σε αμοιβάια σύμπτωση και από την οποία διπλή αυτή πραγματικότητα τής ουσίας εκφράζεται η άϋλη πραγματικότης όλης τής ανθρωπότητος .
Έτσι λοιπόν ακριβώς ο Γρηγόριος, θεωρεί τήν σχέση μεταξύ υποστάσεως, φύσεως και ουσίας, παρότι τα περισσότερα από την ξεχωριστή τους σημασία μπορεί να διακυμαίνονται. Κάθε ολοκληρωμένη έννοια τής ατομικότητος πρέπει να εκφράζει όχι μόνο τόν ελεύθερο υποκειμενικό φορέα και την ανθρώπινη κοινωνία σέ κάθε γνήσιο επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης τής Εκκλησίας σάν σώμα Χριστού, αλλά επίσης την Θεανθρώπινη κοινωνία ακτινοβολούσα μέσα και από την ολότητα τής προσωπικής κοινωνίας τής Τριάδος. Εδώ ακριβώς μπορούμε να παρατηρήσουμε την αντιστροφή ως πρός τόν σύγχρονο τρόπο σκέψης, πού υπάρχει στόν Γρηγόριο.
Γιά να δώσουμε έναν πλήρη εννοιολογικό λογαριασμό τών πραγμάτων, ίσως χάσουμε τόν πλούτο τής εμπειρίας και της πίστεως οι οποίες ξεπερνούν τις δυνατότητές μας τής εννοιολογικής των αναλύσεως. Ταυτόχρονα όμως όλα τα στοιχεία μιάς θεωρίας τού ΠΡΟΣΩΠΟΥ βρίσκονται ήδη σε λειτουργία γιά πρώτη φορά στήν ιστορία. Εάν ουσία και πρόσωπο είναι συμφυή, εάν αυτό πού σημαίνει να είμαστε ένας εαυτός διαμεσολαβείται μέσω τού άλλου και ο άλλος διαμεσολαβείται σάν κοινωνία και στά δύο επίπεδα και στό θείο και στό ανθρώπινο, και εάν οι φράσεις πού χρησιμοποιεί ο Γρηγόριος σάν «ατομική ουσία», «υπόστασις ή πρόσωπον» δέν διαγράφουν μιά αυτο-ψυχή ή έναν αυτο-νού ή ένα αυτο-σώμα, αλλά ολόκληρο το πρόσωπο στήν άμεση εικόνα τού Θεού, τότε μιά πλούσια σχεσιακή θεωρία τού προσώπου βρίσκεται ήδη σε λειτουργία κατά τόν τέταρτο αιώνα.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου