Hans Urs Von Balthasar
Σε αυτό το σημείο είναι δυνατόν να ουδετεροποιηθεί μια Τρίτη αμοιβαία κατηγορία. Είναι εντελώς αδικαιολόγητη η υποψία τής Δύσεως πως η Μοναρχία τής Ανατολής είναι τελικώς ένα υπόλειμμα εκείνης τής Ελληνιστικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία το απολύτως ΕΝΑ είναι το αληθινό θείο, ενώ όλο εκείνο που είναι εξ’ αυτού «αιτιατό» -στα οποία ανήκουν και ο Υιός και το πνεύμα- υπάρχει υποταγμένο δια συμμετοχής και η Τριάδα γίνεται μία Μονάδα που απλώνεται στην πληρότητά της;[ Αυτή τήν υποψία τής Δύσεως έχει υιοθετήσει ο Ζηζιούλας γιά Θεολογία γιά νά περάσει τήν εκκλησιολογία του] Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός επαναλαμβάνει αυτόν τον τρόπο του λέγειν περί μιας «μονάδος», η οποία μετακινείτο από πάντοτε προς μια «δυάδα», ώσπου να φθάσει και να σταθεί σε μια «τριάδα», αναγκάζοντας τόν Μάξιμο τον Ομολογητή να το συνοδεύσει με ένα καθησυχαστικό ορθόδοξο σχόλιο! «Αν όμως ακούγοντας την λέξη “κίνηση” θαύμασες πως κινείται η υπεράπειρη θεότητα, η κίνηση δεν είναι πάθος της θεότητος, αλλά αίσθηση δική μας, που πρώτα δεχόμαστε την έλλαμψη του λόγου του είναι Της, και έτσι δεχόμαστε τον φωτισμό για τον τρόπο τού πώς αυτή υφίσταται, εάν βεβαίως το είναι προεπινοείται (προηγείται) τού πώς είναι. Κίνηση λοιπόν τής θεότητος είναι η προκαλούμενη από έκλαμψη γνώση (δι’ εκφάνσεως) προς εκείνους που μπορούν να την δεχθούν, περί τε του είναι αυτήν και του πως αυτή υφεστάναι (σχετικά με τον τρόπο τής υπόστασής της)». [Ο Balthasar θεωρεί καθησυχαστικό το σχόλιο επειδή η θεολογία τους αγνοεί την εμπειρία των θείων].
[Ο George Prestige, στο βιβλίο του: Ο Θεός στην πατερική σκέψη, του 1952, προσπάθησε για πάρα πολλά χρόνια να ξεκαθαρίσει αυτόν τον «οργανικό μονοθεϊσμό» τής εποχής των πατέρων. Βρήκε στον Μ. Βασίλειο, στο Κατά Ευνομίου (1, 23) πως είχε ήδη απορρίψει την γενική σημασία τής ουσίας, η οποία εξισούται με το είδος. Και όπως ο πατήρ είναι ελεύθερος από οποιοδήποτε είδος, σύνθετου χαρακτήρος, έτσι και ο Υιός είναι απολύτως απλός και δεν είναι σύνθετος και η έκφραση «ομοιότης» που χρησιμοποιείται για να δείξει τις σχέσεις τους, δεν εξαρτάται από την ταυτότητα τού είδους, αλλά από την Ουσία τους. Η θεότης δεν έχει ούτε μορφή ούτε σχήμα και γι’ αυτό σε ότι την αφορά, η ομοιότης δεν προκύπτει από κοινές ποιότητες ή από κοινές ιδιότητες, αλλά από την Ουσία την Ίδια, ακριβώς όπως, η Ισότης δεν συνίσταται στο μέτρο των διαστάσεων, αλλά στην ταυτότητα της δυνάμεως. Και γι’ αυτό σύμφωνα με τον Βασίλειο, η ταυτότης της θείας Ουσίας στα διαφορετικά πρόσωπα δεν αφορά το γεγονός πως ανήκουν σε ένα μοναδικό είδος, αλλά αφορά την ξεχωριστή και πλήρη έκφραση που δίνει το καθένα πρόσωπο σε μία μοναδική και ταυτόσημη Ουσία, η οποία είναι συγκεκριμένη, δεν επιδέχεται σχέσεις οι οποίες θα την περιόριζαν ή θα την αναβάθμιζαν και η οποία εξαντλεί πλήρως το ουσιώδες στις διαφορετικές της παρουσίες. Τα πρόσωπα συνίστανται από την σταθερή και αντικειμενική παρουσία αυτής της Ουσίας, όπως αντιστοίχως παρουσιάζεται: Πατρικά, Υιϊκά και Αγιαστικά.
Ήδη όμως στο περί του Αγίου Πνεύματος (45) ο Μ. Βασίλειος είχε δηλώσει πως η ενότης τών προσώπων δεν ήταν μια κοινωνική ενότης και πως η αληθινή σημασία της μοναρχίας εθεωρείτο σε μια ενότητα της ουσίας. Εμείς δεν απαριθμούμε τα πρόσωπα αθροίζοντάς τα, προσθέτει, περνώντας από την ενότητα στην πολλαπλότητα. {Κάτι που ισχυρίζεται σήμερα ο Ζηζιούλας και η σχολή του, αδιαφορώντας για την παράδοση των πατέρων. Διότι εντέχνως θεωρεί την περίοδο των πατέρων ότι λήγει με τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Εμμένοντας στο κατ’ εικόνα και καταργώντας τήν ενσάρκωση του Κυρίου και την Εκκλησία της Πεντηκοστής}. Δεν ομιλούμε ούτε για πρώτο, δεύτερο, τρίτο. Λατρεύοντας Θεό εκ Θεού και ομολογώντας την ιδιαιτερότητα τών υποστάσεων «παραμένουμε στην μοναρχία» και δεν σκορπίζουμε την θεία Αρχή σε μία διαχωρισμένη πολλαπλότητα. Η μοναδική μορφή είναι που θεωρείται στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος].
Συνεχίζει όμως τις πλάνες του ο Γερμανός: Εάν ακόμη και στους Καππαδόκες η πληρότης τής θεότητος φαίνεται να φυλάσσεται από κάθε υποταγή, παραμένει γι’ αυτούς το κεντρικό μυστήριο τού θεού, ο Πατήρ, ο οποίος είναι ταυτόχρονα «άναρχος και αρχή τής θεότητος», [Δεν κατανοεί τι διαβάζει. Η ουσία του πατρός, όχι η υπόσταση του πατρός, δίνει την ενότητα, την μοναρχία], έτσι ώστε στο πρώτο πρόσωπο της Τριάδος συμπίπτουν τόσο η θεότης όσο και οι προσωπικές σχέσεις. [Αυτή είναι και η ψευτοθεολογία του Ζηζιούλα και του Γιανναρά].
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτόν τον γυάλινο οίκο, δεν έχει νόημα να πετά πέτρες η ανατολή προς την Δύση, ιδιαιτέρως δε στον Αυγουστίνο και να τον κατηγορεί για «ουσιοκράτη», για μια έξοδο δηλαδή από το μοναδικό θείο Είναι, καθότι αυτός ακριβώς στο έργο του δεν κάνει τίποτε άλλο –ακριβώς όπως και ο Γρηγόριος– παρά να φανερώνει τον εσωτερικό πλούτο αυτής της ενότητος στην Τριάδα του.[ Δέν καταλαβαίνει ο άνθρωπος ότι ο Αγιος Γρηγόριος εκφράζει τήν εμπειρία τών Αγίων. Δέν αποδέχεται τήν εξήγηση τού Αγίου Μάξιμου, αφού δέν πιστεύει σέ τίποτε ο άνθρωπος, ο εός του είναι είναι ένα σύστημα ονομάτων] Πώς θα μπορούσε ένας θεολόγος ο οποίος σκέπτεται βιβλικά, να μην ξεκινήσει από έναν μοναδικό θεό (ακόμη περισσότερο δε αφού είχε φτάσει στην μεταστροφή από τον μανιχαϊκό δυαλισμό και από τις πλωτινικές τριάδες) για να σκεφθεί την Τριάδα τού θεού στο εσωτερικό τής ενότητος, όσο και αν παραμένουν ελλιπή τα παραδείγματά του από την κτίση, τα όρια των οποίων είχε δει και ο ίδιος, και τα οποία μάλιστα δεν απαγόρευσαν, δεν στάθηκαν εμπόδιο, σ’ έναν Ακινάτη, να ξεκινήσει από εκεί για να αναπτύξει το δικό του δόγμα περί των υποστάσεων;
Θα συνεχίσουμε εξετάζοντας αυτό το θαύμα του Ακινάτη!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Σε αυτό το σημείο είναι δυνατόν να ουδετεροποιηθεί μια Τρίτη αμοιβαία κατηγορία. Είναι εντελώς αδικαιολόγητη η υποψία τής Δύσεως πως η Μοναρχία τής Ανατολής είναι τελικώς ένα υπόλειμμα εκείνης τής Ελληνιστικής φιλοσοφίας, σύμφωνα με την οποία το απολύτως ΕΝΑ είναι το αληθινό θείο, ενώ όλο εκείνο που είναι εξ’ αυτού «αιτιατό» -στα οποία ανήκουν και ο Υιός και το πνεύμα- υπάρχει υποταγμένο δια συμμετοχής και η Τριάδα γίνεται μία Μονάδα που απλώνεται στην πληρότητά της;[ Αυτή τήν υποψία τής Δύσεως έχει υιοθετήσει ο Ζηζιούλας γιά Θεολογία γιά νά περάσει τήν εκκλησιολογία του] Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός επαναλαμβάνει αυτόν τον τρόπο του λέγειν περί μιας «μονάδος», η οποία μετακινείτο από πάντοτε προς μια «δυάδα», ώσπου να φθάσει και να σταθεί σε μια «τριάδα», αναγκάζοντας τόν Μάξιμο τον Ομολογητή να το συνοδεύσει με ένα καθησυχαστικό ορθόδοξο σχόλιο! «Αν όμως ακούγοντας την λέξη “κίνηση” θαύμασες πως κινείται η υπεράπειρη θεότητα, η κίνηση δεν είναι πάθος της θεότητος, αλλά αίσθηση δική μας, που πρώτα δεχόμαστε την έλλαμψη του λόγου του είναι Της, και έτσι δεχόμαστε τον φωτισμό για τον τρόπο τού πώς αυτή υφίσταται, εάν βεβαίως το είναι προεπινοείται (προηγείται) τού πώς είναι. Κίνηση λοιπόν τής θεότητος είναι η προκαλούμενη από έκλαμψη γνώση (δι’ εκφάνσεως) προς εκείνους που μπορούν να την δεχθούν, περί τε του είναι αυτήν και του πως αυτή υφεστάναι (σχετικά με τον τρόπο τής υπόστασής της)». [Ο Balthasar θεωρεί καθησυχαστικό το σχόλιο επειδή η θεολογία τους αγνοεί την εμπειρία των θείων].
[Ο George Prestige, στο βιβλίο του: Ο Θεός στην πατερική σκέψη, του 1952, προσπάθησε για πάρα πολλά χρόνια να ξεκαθαρίσει αυτόν τον «οργανικό μονοθεϊσμό» τής εποχής των πατέρων. Βρήκε στον Μ. Βασίλειο, στο Κατά Ευνομίου (1, 23) πως είχε ήδη απορρίψει την γενική σημασία τής ουσίας, η οποία εξισούται με το είδος. Και όπως ο πατήρ είναι ελεύθερος από οποιοδήποτε είδος, σύνθετου χαρακτήρος, έτσι και ο Υιός είναι απολύτως απλός και δεν είναι σύνθετος και η έκφραση «ομοιότης» που χρησιμοποιείται για να δείξει τις σχέσεις τους, δεν εξαρτάται από την ταυτότητα τού είδους, αλλά από την Ουσία τους. Η θεότης δεν έχει ούτε μορφή ούτε σχήμα και γι’ αυτό σε ότι την αφορά, η ομοιότης δεν προκύπτει από κοινές ποιότητες ή από κοινές ιδιότητες, αλλά από την Ουσία την Ίδια, ακριβώς όπως, η Ισότης δεν συνίσταται στο μέτρο των διαστάσεων, αλλά στην ταυτότητα της δυνάμεως. Και γι’ αυτό σύμφωνα με τον Βασίλειο, η ταυτότης της θείας Ουσίας στα διαφορετικά πρόσωπα δεν αφορά το γεγονός πως ανήκουν σε ένα μοναδικό είδος, αλλά αφορά την ξεχωριστή και πλήρη έκφραση που δίνει το καθένα πρόσωπο σε μία μοναδική και ταυτόσημη Ουσία, η οποία είναι συγκεκριμένη, δεν επιδέχεται σχέσεις οι οποίες θα την περιόριζαν ή θα την αναβάθμιζαν και η οποία εξαντλεί πλήρως το ουσιώδες στις διαφορετικές της παρουσίες. Τα πρόσωπα συνίστανται από την σταθερή και αντικειμενική παρουσία αυτής της Ουσίας, όπως αντιστοίχως παρουσιάζεται: Πατρικά, Υιϊκά και Αγιαστικά.
Ήδη όμως στο περί του Αγίου Πνεύματος (45) ο Μ. Βασίλειος είχε δηλώσει πως η ενότης τών προσώπων δεν ήταν μια κοινωνική ενότης και πως η αληθινή σημασία της μοναρχίας εθεωρείτο σε μια ενότητα της ουσίας. Εμείς δεν απαριθμούμε τα πρόσωπα αθροίζοντάς τα, προσθέτει, περνώντας από την ενότητα στην πολλαπλότητα. {Κάτι που ισχυρίζεται σήμερα ο Ζηζιούλας και η σχολή του, αδιαφορώντας για την παράδοση των πατέρων. Διότι εντέχνως θεωρεί την περίοδο των πατέρων ότι λήγει με τον Ιωάννη Δαμασκηνό. Εμμένοντας στο κατ’ εικόνα και καταργώντας τήν ενσάρκωση του Κυρίου και την Εκκλησία της Πεντηκοστής}. Δεν ομιλούμε ούτε για πρώτο, δεύτερο, τρίτο. Λατρεύοντας Θεό εκ Θεού και ομολογώντας την ιδιαιτερότητα τών υποστάσεων «παραμένουμε στην μοναρχία» και δεν σκορπίζουμε την θεία Αρχή σε μία διαχωρισμένη πολλαπλότητα. Η μοναδική μορφή είναι που θεωρείται στα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος].
Συνεχίζει όμως τις πλάνες του ο Γερμανός: Εάν ακόμη και στους Καππαδόκες η πληρότης τής θεότητος φαίνεται να φυλάσσεται από κάθε υποταγή, παραμένει γι’ αυτούς το κεντρικό μυστήριο τού θεού, ο Πατήρ, ο οποίος είναι ταυτόχρονα «άναρχος και αρχή τής θεότητος», [Δεν κατανοεί τι διαβάζει. Η ουσία του πατρός, όχι η υπόσταση του πατρός, δίνει την ενότητα, την μοναρχία], έτσι ώστε στο πρώτο πρόσωπο της Τριάδος συμπίπτουν τόσο η θεότης όσο και οι προσωπικές σχέσεις. [Αυτή είναι και η ψευτοθεολογία του Ζηζιούλα και του Γιανναρά].
Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτόν τον γυάλινο οίκο, δεν έχει νόημα να πετά πέτρες η ανατολή προς την Δύση, ιδιαιτέρως δε στον Αυγουστίνο και να τον κατηγορεί για «ουσιοκράτη», για μια έξοδο δηλαδή από το μοναδικό θείο Είναι, καθότι αυτός ακριβώς στο έργο του δεν κάνει τίποτε άλλο –ακριβώς όπως και ο Γρηγόριος– παρά να φανερώνει τον εσωτερικό πλούτο αυτής της ενότητος στην Τριάδα του.[ Δέν καταλαβαίνει ο άνθρωπος ότι ο Αγιος Γρηγόριος εκφράζει τήν εμπειρία τών Αγίων. Δέν αποδέχεται τήν εξήγηση τού Αγίου Μάξιμου, αφού δέν πιστεύει σέ τίποτε ο άνθρωπος, ο εός του είναι είναι ένα σύστημα ονομάτων] Πώς θα μπορούσε ένας θεολόγος ο οποίος σκέπτεται βιβλικά, να μην ξεκινήσει από έναν μοναδικό θεό (ακόμη περισσότερο δε αφού είχε φτάσει στην μεταστροφή από τον μανιχαϊκό δυαλισμό και από τις πλωτινικές τριάδες) για να σκεφθεί την Τριάδα τού θεού στο εσωτερικό τής ενότητος, όσο και αν παραμένουν ελλιπή τα παραδείγματά του από την κτίση, τα όρια των οποίων είχε δει και ο ίδιος, και τα οποία μάλιστα δεν απαγόρευσαν, δεν στάθηκαν εμπόδιο, σ’ έναν Ακινάτη, να ξεκινήσει από εκεί για να αναπτύξει το δικό του δόγμα περί των υποστάσεων;
Θα συνεχίσουμε εξετάζοντας αυτό το θαύμα του Ακινάτη!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου