ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος»
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε
Αναίρεση του δόγματος της αναλογίας του όντος (Γ)
Αναίρεση του δόγματος της αναλογίας του όντος (Γ)
2.5.2 Αναλογία και
Θεολογικός Συμβολισμός
Από κοινού όλοι οι Πατέρες, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο
Παλαμά, ονομάζουν το φως της θείας χάριτος αληθινή θεότητα, ενώ ο Βαρλαάμ
προσπαθεί να το αποξενώσει από τη θεότητα αποκαλώντας το κτιστό, αισθητό και
απλό σύμβολο της θεότητας1. Επιχειρεί τότε να αναιρέσει τις θεωρίες του
Καλαβρού θεολόγου, διακρίνοντας ανάμεσα στο «φυσικό» και στο «μη φυσικό»
σύμβολο2. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ενώ απορρίπτει τη θέση του Βαρλαάμ ότι το
θαβώριο φως είναι «σύμβολο» της θεότητας, ωστόσο αναπτύσσει μίαν άλλη θεώρηση
κατά την οποία μπορεί να διατηρηθεί ο όρος «σύμβολο» στη θεολογία περί ακτίστου
φωτός3. Όπως θα αποδείξουμε σ’ αυτό το κεφάλαιο, η χρήση του συμβόλου από τον
άγ. Γρηγόριο Παλαμά, εντάσσεται στα πλαίσια της αλληγορικής θεολογίας, γι’ αυτό
και η σημασία του δεν είναι συνώνυμη ή ανάλογη, αλλά ομώνυμη προς τη
«βαρλααμική» έννοια του συμβόλου4. Μέσα από τα παραδείγματα που παρατίθενται
στις επόμενες σελίδες, θα διαφανεί ότι η αναλογική λειτουργία του θεολογικού
συμβόλου οδηγεί στη διάκριση ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό,
αποτελεί τεκμήριο για την εμπειρία της αλήθειας του συμβολιζομένου και μαρτυρεί
το γεγονός ότι το θείο φως αποτελεί πραγματική ενέργεια της ακαταλήπτου
κρυφιότητας του Θεού5. Η αναλογική χρήση των αισθητών συμβόλων περιορίζεται
στην ανύψωση του ανθρώπου στην απλή και ενιαία αλήθεια των νοητών θεαμάτων. Η
νέα αίσθηση, ωστόσο, με την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει το Θεό είναι πέρα από
κάθε αναλογία και συμβολισμό, διότι εκείνος που ενεργεί τότε δεν είναι ούτε η
αισθητηριακή αντίληψη ούτε η νόηση που αντιστοιχεί στη φύση μας, αλλά ο ίδιος ο
Θεός6.
2.5.2.1 Ο λόγος της
αναλογίας και η αλληγορική ερμηνεία του συμβόλου:
Ο σοφός στα θεία Μάξιμος, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο
Παλαμά, «ἕτερον ἑτέρου σύμβολον εἰωθὼς λέγειν ἀναλογίας λόγῳ κατὰ τάς ἀλληγορίας»7,
έχοντας δηλαδή τη συνήθεια να χαρακτηρίζει ανάλογα με τις περιστάσεις το ένα
σύμβολο του άλλου, σύμφωνα με την έννοια της αλληγορίας, δεν κάνει πάντοτε το
μικρότερο σύμβολο του μεγαλυτέρου, όπως νομίζει ο Βαρλαάμ, αλλά μερικές φορές
και το μεγαλύτερο του μικρότερου, όπως λ.χ. το δεσποτικό σώμα, το κρεμασμένο
πάνω στο σταυρό, το ονομάζει σύμβολο του προσηλωμένου στα πάθη σώματός μας8. Η αναλογία
στη θεολογία του αγίου Μαξίμου, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά αποτελεί
μέρος της αλληγορικής χρήσης του συμβόλου. Κάθε σύμβολο εξηγείται αλληγορικά,
ανάλογα προς τα πράγματα που ερμηνεύονται σε κάθε περίσταση9. Ο λόγος της
αναλογίας αφορά έτσι στην αλληγορική ερμηνεία του συμβόλου, με βάση το νόημα
και την έννοια που έχουν τα πράγματα σε κάθε περίσταση, έτσι ώστε να συμβαίνει
πολλές φορές να θεωρείται το ανώτερο ως σύμβολο κάποιου άλλου που είναι
κατώτερο.
Με βάση το «λόγο της αναλογίας», ο άγ. Μάξιμος αποκάλεσε το
θείο φως σύμβολο της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας αλληγορικά,
καθιστώντας έτσι αυτό που είναι ανώτερο σύμβολο εκείνων που είναι κατώτερα, με
τέτοιο τρόπο ώστε «ἐν ἑαυτῷ τὴν τῆς θεολογίας γνῶσιν ἔχον καὶ παρεκτικὸν αὐτῆς ὑπάρχον»10.
Σύμφωνα με το λόγο της αναλογίας, το θείο φως μπορεί να θεωρηθεί σύμβολο των
κατωτέρων του (δηλαδή της καταφατικής και της αποφατικής θεολογίας), έχοντας
ωστόσο μέσα του και κάτι διαφορετικό από εκείνα που συμβολίζει:
(α) την ανώτερη γνώση της θεολογίας,
(β) τον τρόπο που παρέχεται στον άνθρωπο η ανώτερη αυτή
γνώση.
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, όλος σχεδόν ο χορός των
ενθέων θεολόγων επιφυλάχθηκε να ονομάσει σύμβολο τη χάρη του φωτός εκείνου, για
να μην παραπλανηθεί κανείς από την ονομασία αυτή, λόγω της ομωνυμίας, και
θεωρήσει κτιστό και ξένο προς τη θεότητα το θειότατο εκείνο φως11. Ο λόγος της
αναλογίας, με βάση τον οποίο συμβαίνει πολλές φορές να θεωρείται το ανώτερο ως
σύμβολο κάποιου άλλου που είναι κατώτερο, διαφυλάσσει την ομωνυμία ανάμεσά τους
επειδή ακριβώς αναγνωρίζει ότι το σύμβολο είναι εντελώς διαφορετικό από εκείνα
που συμβολίζει. Το φως, έτσι, ως σύμβολο της θείας χάριτος είναι ομώνυμο
σύμφωνα με το λόγο της αναλογίας, δηλαδή δεν παρουσιάζει καμία φυσική ομοιότητα
η υπαρκτική αναλογία προς το αισθητό φως, αλλά είναι άκτιστο και θεϊκό.
2.5.2.2 Το σύμβολο
του ανατέλλοντος ηλίου και η αναλογία του πυρσού
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, κάθε σύμβολο ή
προέρχεται από τη φύση του πράγματος που συμβολίζει ή ανήκει σε κάποια εντελώς
διαφορετική φύση12. Για να αποδείξει τι εννοεί λέγοντας ότι το φυσικό σύμβολο
προέρχεται από τη φύση του πράγματος το οποίο συμβολίζει, παραθέτει το
παράδειγμα του ανατέλλοντος ηλίου: «ἡλίου μέλλοντος ἀνίσχειν, τοῦ κατ᾿ αὐτὸν
φωτὸς φυσικὸν σύμβολόν ἐστιν ὁ ὄρθρος, καὶ τῆς τοῦ πυρὸς καυστικῆς δυνάμεως ἡ
θέρμη φυσικὸν σύμβολόν ἐστι»13.
Όταν πρόκειται να ανατείλει ο ήλιος, μπορούμε να θεωρήσουμε
ως φυσικά σύμβολα:
Α) τον όρθρο του φωτός,
Β) τη θέρμη, της καυστικής δυνάμεως του πυρός.
Το φυσικό σύμβολο, λοιπόν, συνυπάρχει πάντοτε με τη φύση από
την οποία λαμβάνει το είναι του, για το λόγο ότι είναι φυσικό14.
Αντίθετα, το μη φυσικό σύμβολο ή αυτό που από τη φύση του
υφίσταται καθ’ εαυτό, γίνεται σύμβολο ανάλογα προς αυτούς που το χρησιμοποιούν15.
Για να το αποδείξει αυτό, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, χρησιμοποιεί το εξής
παράδειγμα: «ὡς ὁ πυρσὸς ἐπιόντων πολεμίων, ἤ κατ᾿ οἰκείαν μέν φύσιν οὐχ ὑφέστηκε,
γίνεται δ᾿ οἷόν τι φάσμα κατὰ χρείαν τῆς προνοίας, ὅ καὶ τοῦτ᾿ αὐτὸ μόνον
σύμβολόν ἐστι»16. Ο πυρσός που ανάβεται ως σημείο για την επιδρομή εχθρών δεν
είναι σύμβολο από τη φύση του, γίνεται όμως σαν κάποιο φάσμα ανάλογα με τις
ανάγκες της πρόνοιας, πράγμα το οποίο το καθιστά απλό σύμβολο εκείνου που
συμβαίνει17. Το μη φυσικό σύμβολο σχηματίζεται ανάλογα με τις ανάγκες εκείνων
που το χρησιμοποιούν. Πρόκειται συνεπώς για σύμβολο που λαμβάνει το είναι του
από άλλη φύση η οποία υφίσταται αυτοτελώς, γι’ αυτό και είναι τελείως αδύνατο
να συνυπάρχει με το σημαινόμενο18. Δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο στο να είναι
πρότερο ή ύστερο ό,τι υφίσταται καθ’ εαυτό, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος
Παλαμάς, ενώ εκείνο που δεν υφίσταται καθ’ εαυτό δεν είναι ούτε πρότερο ούτε
ύστερο, αλλά αφού φανεί για λίγο, έπειτα προχωρεί αμέσως προς το μη ον και
εξαφανίζεται τελείως19.
2.5.2.3 Η αναλογία
της αστραπής, του λόγου και της σκέψης, ως θεμέλιο της διάκρισης ανάμεσα στο
«ανυπόστατο» και στο «ενυπόστατο» σύμβολο
Αν αποδεχτούμε μαζί με τον Βαρλαάμ, λέει ο άγ. Γρηγόριος
Παλαμάς, ότι το θαβώριο φως είναι σύμβολο, θα πρέπει να προσδιορίσουμε εάν
είναι φυσικό ή μη φυσικό. Αν είναι μη φυσικό τότε ή θα υπάρχει καθ’ εαυτό ή θα
είναι απλώς ανυπόστατη φαντασία. Αν όμως είναι ανυπόστατη φαντασία, τότε ο
Χριστός ούτε ήταν ούτε είναι ούτε θα είναι για πάντα τέτοιος, όπως φάνηκε στους
μαθητές επάνω στο όρος20. Βασιζόμενος στον Ιωάννη Δαμασκηνό ο άγ. Γρηγόριος
Παλαμάς θεωρεί ότι κατά τη μεταμόρφωση ο Χριστός δεν προσλαμβάνει, ούτε
μεταβάλλεται σε ό,τι δεν ήταν, αλλά εμφανίζεται στους μαθητές του ό,τι ήταν,
διανοίγοντας τους οφθαλμούς τους και καθιστώντας τους από τυφλούς ικανούς να
βλέπουν21. Αν, λοιπόν, υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει, δεν ήταν άρα φαντασία το
φως με το οποίο έλαμψε ο Κύριος πάνω στο όρος, ούτε απλώς ανυπόστατο σύμβολο22.
Ακόμη κι αν κάποιος λέει ότι γνώρισμα αυτού που υπάρχει καθ’ εαυτό είναι να
είναι ξένο προς τη φύση εκείνου που δηλώνει και έγινε σύμβολο λόγο της χρήσεώς
του, πουθενά δε μπορούμε να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο για το θείο φως, διότι μ’
αυτό άστραψε το πρόσωπο και το σώμα του Χριστού επάνω στο όρος23. Άλλωστε, λέει
ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αν ήταν αυτό από εκείνα που υπάρχουν καθ’ εαυτά και
είναι κάτι που θα υπάρχει μαζί με το Χριστό διαρκώς στους μελλοντικούς αιώνες,
τότε ο Χριστός θα είναι εκεί σύνθετος από τρεις φύσεις και ουσίες: την
ανθρώπινη, τη θεία, και τη φύση του φωτός εκείνου24. Συνεπώς, αποδεικνύεται πέραν
πάσης αμφιβολίας ότι το θείο φως δεν είναι ξένο ούτε προς αυτά που υπάρχουν
καθ’ εαυτά, ούτε προς τη θεότητα. Οι πατέρες με τη λέξη «ενυπόστατο»25 δεν του
αποδίδουν το αυθυπόστατο, ότι δηλαδή υπάρχει από μόνο του σε ιδιαίτερη
υπόσταση26. Ανυπόστατο, ωστόσο, δεν λέγεται μόνο το μη ον, ούτε μόνο η
φαντασία, αλλά και εκείνο που με ταχύτητα διαφεύγει και χάνεται, το οποίο
συγχρόνως με τη φθορά έρχεται στην ύπαρξη και αφού έλθει στην ύπαρξη τότε
αμέσως εξαφανίζεται, «ὁποῖον ἀστραπῆς τε καὶ βροντῆς φύσις, ἀλλὰ δὴ καὶ ὁ ἡμέτερος
λόγος καὶ τὸ νόημα»27.
Με βάση τα παραδείγματα αυτά μπορούμε τότε να καταλάβουμε
ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στο «ανυπόστατο» και στο «ενυπόστατο» σύμβολο. Οι
Πατέρες, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ονόμασαν «ενυπόστατο» το θείο φως28,
για να δηλώσουν ότι παραμένει, ότι δε φεύγει και δε χάνεται από τα μάτια
εκείνων που το βλέπουν σαν αστραπή ή λόγος ή σκέψη29. Εάν, τώρα, το θείο φως
που έλαμψε στο όρος από το Σωτήρα είναι φυσικό σύμβολο, τότε δε θα είναι φυσικό
σύμβολο και για τις δύο φύσεις του Σωτήρα, διότι τα φυσικά για καθεμιά από τις
δύο αυτές φύσεις διαφέρουν30. Να είναι της ανθρώπινης φύσης δεν είναι δυνατό,
λέει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, διότι η φύση μας δεν είναι φως31. Αν δεν είναι
φυσικό σύμβολο της ανθρωπότητας είναι άρα φυσικό σύμβολο της θεότητας του
μονογενούς. Επομένως, το θείο φως ούτε έχει γίνει, ούτε άρχισε, ούτε έληξε,
διότι τα φυσικά σύμβολα υπάρχουν πάντοτε μαζί με τη φύση της οποίας είναι
σύμβολα32.
2.5.2.4 Η αναλογία
της φωτιάς και του ηλιακού φωτός, ως απόδειξη ότι το θείο φως μπορεί να
θεωρηθεί ως φυσικό σύμβολο της θεότητας του Χριστού
Επειδή είναι πολλά αυτά που παρατηρούνται ουσιωδώς γύρω από
το Θεό, όπως λέει ο θείος Μάξιμος33, χωρίς να καταστρέφουν καθόλου την ιδιότητα
της απλότητας, πολύ περισσότερο, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, δε θα προξενήσει
καμιά ζημιά το φωτοειδές εκείνο σύμβολο, το οποίο είναι ένα από αυτά34. Ο άγιος
Μάξιμος λέει επίσης ότι ο Χριστός έγινε σύμβολο του εαυτού του από φιλανθρωπία35,
δείχνοντας έτσι ότι μπορεί να θεωρηθεί ως σύμβολο και το θείο εκείνο φως. Στην
περίπτωση του μη φυσικού συμβόλου, λέει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, σύμβολο είναι
κάτι άλλο κάποιου άλλου και όχι του εαυτού του36. Όταν όμως το σύμβολο
προέρχεται από εκείνο του οποίου είναι σύμβολο, λέμε ότι γίνεται αυτό σύμβολο
του εαυτού του. Για να εξηγήσει τι εννοεί, χρησιμοποιεί τα εξής παραδείγματα:
Α) η καυστική δύναμη της φωτιάς, προβάλλοντας ως σύμβολο του
εαυτού της τη μεθεκτή στην αίσθηση θέρμη γίνεται η ίδια σύμβολο του εαυτού της.
Συνεχίζει ωστόσο να παραμένει μία και απλή, χωρίς να υφίσταται κάποια
διπλότητα, επειδή χρησιμοποιεί τη θερμότητα κατά φυσικό τρόπο ως σύμβολο, όταν
παρουσιασθεί εκείνο που θα τη δεχθεί ως τέτοιο37,
Β) το φως του ήλιου, όταν πρόκειται να ανατείλει, προβάλλοντας
ως σύμβολο την φωτεινότητα κατά τον όρθρο, γίνεται μ’ αυτό τον τρόπο σύμβολο
του εαυτού του38.
Με βάση αυτά τα δύο παραδείγματα μπορούμε κατ’ αναλογία να
συμπεράνουμε ότι και το θείο φως αποτελεί φυσικό σύμβολο του εαυτού του.
Η ομοιότητα των δύο παραδειγμάτων έγκειται στο γεγονός ότι
τόσο το φως του ήλιου όσο και η θέρμη της φωτιάς μπορούν να θεωρηθούν ως
σύμβολα του εαυτού τους με φυσικό τρόπο, χωρίς να υφίστανται οποιοδήποτε
διχασμό ένεκα αυτής τους της ιδιότητας. Το φως του ήλιου είναι εκείνο ένεκα του
οποίου μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε με την όψη τόσο τη χαραυγή όσο και την
ημέρα, ωστόσο, η λαμπρότητα του ηλιακού δίσκου παραμένει καθεαυτήν αθέατος από
την όψη39. Η αφή επίσης, ενώ αντιλαμβάνεται τη θέρμη του πυρός, δεν έχει καμία
αντίληψη της καυστικής δυνάμεως της οποίας σύμβολο αποτελεί η θέρμη. Μεθεκτή
στην αφή είναι μόνο η δύναμη του πυρός, δηλαδή η θέρμη, και όχι η καύση, η
οποία παραμένει αμέθεκτη40. Με βάση τα δύο αυτά παραδείγματα, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς
αποδεικνύει κατ’ αναλογία ότι και στα θεία κάποια πράγματα γίνονται γνωστά
μετέχοντας του φυσικού συμβόλου, ενώ κάποια άλλα συνεχίζουν να παραμένουν
άγνωστα ακόμα και στις ουράνιες δυνάμεις41.
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις
1. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,12, ό.π., σελ. 626.
2. Η διάκριση ανάμεσα σε «φυσικά» και «μη φυσικά» σύμβολα δε
συναντάται σε καμία
προγενέστερη διδασκαλία, είτε θύραθεν είτε χριστιανική.
Αφορμή για αυτή τη διάκριση αποτέλεσε, υποστηρίζει ο Γ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Αὐγουστῖνος
και Γρηγόριος Παλαμᾶς, ό.π., σελ. 73, η στωική θεωρία περί «σημείου ὑπομνηστικοῦ»
και «σημείου ἐνδεικτικοῦ». Σύμφωνα με τον ΣΕΞΤΟ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟ, οι ΣΤΩΙΚΟΙ
αποκαλούσαν «σημεῖο ὑπομνηστικόν» (δηλαδή υπενθυμιστικό) το «σημείο» εκείνο το
οποίο επειδή το έχουμε παρατηρήσει ταυτόχρονα με το «σημειωτόν», το συνδέσαμε
μαζί του, γι’ αυτό και μόλις το αντιληφθούμε μας υπενθυμίζει ακαριαία το
«σημειωτόν» Βλ. ΣΕΞΤΟΣ, Πρὸς λογικούς 2,151-158 & 192-193, Πυρρώνειοι ὑποτυπώσεις
2,99-106. Με βάση τα παραδείγματα που παρατίθενται, παρατηρούμε ότι το «ὑπομνηστικό
σημεῖο» μπορεί να είναι είτε φυσικό είτε συμβατικό, γι’ αυτό και δεν είναι
δυνατό να ταυτιστεί με το «φυσικό σύμβολο» του ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ. «Ενδεικτικὸ
σημεῖο» είναι εκείνο το οποίο δεν το έχουμε παρατηρήσει ποτέ μαζί με το «σημειωτόν»
του ούτως ώστε να το συνδέσουμε μαζί του, ωστόσο «ἐκ τῆς ἰδίας φύσεως καὶ
κατασκευῆς σημαίνει το οὗ ἐστι σημεῖον». Αυτό συμβαίνει διότι τα «σημειωτά»
ανήκουν στα «φύσει ἄδηλα»: Για παράδειγμα οι κινήσεις του σώματος είναι «σημεία
ἐνδεικτικά» για την ύπαρξη της ψυχής. Η ομοιότητα με το «φυσικό σύμβολο» του
ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, έγκειται στο γεγονός ότι το «σημείο» ή «σύμβολο»
παραπέμπει υποχρεωτικά στην ύπαρξη του «σημειωτού» ή συμβολιζομένου. Ενώ το «ὑπομνηστικὸ
σημεῖο» μπορεί να είναι είτε φύσει είτε θέσει, το «ἐνδεικτικὸ σημεῖο» είναι
πάντα φύσει. Βλ. ΣΕΞΤΟΣ, Πρὸς λογικούς 2,200-201. Η διαφορά, ωστόσο, είναι ότι
το «ἐνδεικτικὸ σημεῖο» η ύπαρξη του «σημειωτού» αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση
για να εξηγήσουμε την ύπαρξη του σημείου, χωρίς να σημαίνει ωστόσο ότι είναι
και της ιδίας φύσης. Τα «φυσικά σύμβολα» του ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, παραπέμπουν
υποχρεωτικά στα συμβολιζόμενα λόγω του ότι είναι της ίδιας φύσης με αυτά.
3. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,14, ό.π., σελ. 628,
«Ἔστω γὰρ καὶ σύμβολον θεότητος καθάπερ δικαιοῖς αὐτός»
4. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,13, ό.π., σελ. 627,
«ἵνα μή τις ὑπὸ τοιοῦτου προσρήματος διὰ τὴν ὁμωνυμίαν ἐκτραπεὶς κτιστὸν καὶ ἀλλότριον
νομίση θεότητος τὸ θειότατον ἐκεῖνο φῶς».
5. Σύμφωνα με τον καθ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἡ διπλή θεολογική
μεθοδολογία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ό.π., σελ. 94-95, στην ορθόδοξη θεολογία,
«σύμβολο καί ἀλήθεια, σύμβολο καί πραγματικότητα δεν μποροῦν νά ξεχωριστοῦν. Ἀπεναντίας
οἱ σχολαστικοί τό σύμβολο τό θεωροῦν ὡς μιά ἁπλή εἰκόνα, ἕνα αἰσθητό δεδομένο
κατάλληλο γιά τήν ἀναγωγή πρός τά ὑψηλά, καί τίποτα περισσότερο. Ἔτσι καί τό
θαβώρειο φῶς γι’ αὐτούς ὅπως καί ὅλα τά φῶτα πού βλέπουν οἱ ἄγιοι, εἴναι
συμβολικά φάσματα καί κτίσματα. Δέν μποροῦν μέ κανένα τρόπο νά θεωρηθοῦν ἀνώτερα
ἀπό τό νοῦ καί τις κοινές ἔννοιες τῆς νοούσας ψυχής» (Συνοδικός Τόμος τοῦ
1351,. Ἰ. ΚΑΡΜΙΡΗ, Τὰ δογματικὰ καὶ συμβολικὰ μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας,
τομ. Α’, Αθήνα 1960, σελ. 380). Βλ. επίσης Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Κόσμος, ἄνθρωπος,
κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ὁμολογητή, Ἀθήνα 1980, σελ. 91.
6. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,3,24, ό.π., σελ. 559,
«ἡνίκα γὰρ ἑκάτερον τούτων ἐνεργεῖ καὶ ὅτι ἐνεργεῖ, αἰσθάνεταί τε καὶ νοεῖ· διὰ
τοῦτο προσέθηκεν ὅτι «ὁ Θεὸς οἶδεν», ἐπεὶ ὁ Θεὸς ἦν ὁ τότε ἐνεργῶν».
7. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,13, ό.π., σελ. 627.
8. Μαξίμου, Περὶ ἀποριῶν, PG 91, 1376 cd και 1377 b.
9. Η λέξη αλληγορία είναι σύνθετο των όρων «άλλο» και
«αγορεύω». Είναι εκείνο το φαινόμενο της σκέψης κατά το οποίο εννοούμε άλλα
πράγματα από εκείνα που λέμε ή γράφουμε. Η αλληγορία υποδηλώνει μία ευρύτερη
χρήση ενός φαινομενικά παραπλανητικού και έμμεσου (πλάγιου) τρόπου έκφρασης. Η
αλληγορία έχει σχέση με τη μεταφορά, το συμβολισμό και ιδιαίτερα την παραβολή.
Η μεταφορά διαφέρει από την αλληγορία διότι αποτελεί απλώς ένα λεκτικό τρόπο. Ο
συμβολισμός επίσης διαφέρει γιατί είναι εκφραστική παράσταση πραγμάτων ή ιδεών.
Η παραβολή όμως ομοιάζει πολύ με την αλληγορία. Η βασική ίσως διαφορά ανάμεσα
στην αλληγορία και την παραβολή είναι ότι η αλληγορία μπορεί να είναι μία σύντομη
ή εκτενέστερη διήγηση, ενώ η παραβολή είναι πάντοτε σύντομη. Είναι απαραίτητο
να διαχωρίσουμε ανάμεσα στην αλληγορία ως λογοτεχνική, δημιουργική παρουσίαση
αλληγορικού λόγου και στην αλληγορία ως αλληγορικό τρόπο ερμηνείας. Με τη
δεύτερη αυτή σημασία γίνεται προσπάθεια να αποκαλυφθεί και να παρουσιασθεί η
έννοια που κρύβεται πίσω από τις λέξεις και τις διατυπώσεις στον ποιητικό λόγο,
για να φανερωθεί έτσι η υπόνοια του λόγου (Πλάτων, Πολιτεία, 378.d.5-7). Η
υπόνοια φανερώνεται όταν επιτυγχάνεται σωστή αντιστοιχία και συμφωνία, ανάμεσα
σ’ αυτά που δηλώνει φανερά ο λόγος και σ’ αυτά που υποδηλώνει κρυφά και
υπόρρητα.. Γ. ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ & Γ. ΣΑΚΚΕΛΑΡΙΑΔΗ, Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων,
εκδ. Μαλιάρη, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.28,. επίσης Γ. ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΚΗ,Επίτομο Λεξικό
Λογοτεχνικών Όρων, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1985, σελ. 24.
10. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,13, ό.π., σελ.
627, «καταφατικῆς καὶ ἀποφατικῆς θεολογίας σύμβολον ἀλληγορῶν τὸ φῶς ἐκεῖνο
προσηγόρευσεν, ὡς μεῖζον ἐλαττόνων καὶ ὡς ἐν ἑαυτῷ τὴν τῆς θεολογίας γνῶσιν ἔχον
καὶ παρεκτικὸν αὐτῆς ὑπάρχον».
11. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,13, ό.π., σελ.
627, «σύμβολον ἁπλῶς ἐφυλάξαντο τὴν τοῦ φωτὸς ἐκείνου χάριν προσειπεῖν, ἵνα μή
τις ὑπὸ τοιοῦτου προσρήματος διὰ τὴν ὁμωνυμίαν ἐκτραπεὶς κτιστὸν καὶ ἀλλότριον
νομίσῃ θεότητος τὸ θειότατον ἐκεῖνο φῶς».
12. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,14, ό.π., σελ.
628, «πᾶν σύμβολον ἢ ἐκ τῆς φύσεώς ἐστιν οὗ σύμβολόν ἐστιν, ἢ φύσεως ἑτέρας
παντάπασιν ὑπάρχει». Βλ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Κόσμος, ἄνθρωπος, κοινωνία κατά τόν
Μάξιμο Ὁμολογητή, Ἀθήνα 1980, σελ.91.
13. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,14, ό.π., σελ. 628
14. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,14, ό.π., σελ.
628, «τὸ φυσικὸν ἀεὶ σύνεστι τῆ φύσει παρ’ ἧς τὸ εἶναι ἔχει· φυσικὸν γάρ».
15. Η λειτουργία της συμβολικής γλώσσας στη καθημερινότητα,
βασίζεται πάντα σε κάποια αντιστοιχία ανάμεσα στο σύμβολο και στο
συμβολιζόμενο, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να εκφραστεί η
συγκεκριμένη πραγματικότητα διαμέσου του συμβόλου. Βλ. A. M. FARRER, Finite and Infinite, Dacre
Press, 1943, σελ. 94. Η
αντιστοιχία αυτή, αποτελεί μια αναλογία που κατευθύνει προς συγκεκριμένη
κατεύθυνση, δείχνοντας αυτό που συνιστά μία αξία για την ομάδα, για την
κοινότητα, για την κοινωνία. Πρβλ. Ν. ΝΗΣΙΩΤΗ, Ψυχολογία τῆς Θρησκείας, εκδ. Μαΐστρος,
Αθήνα 2006, σελ. 162-164. Η συμβολική αναλογία γενικότερα, αποτελεί μια
λειτουργία, ένα μέσο, ένα αγωγό ο οποίος ενώνει, γεφυρώνει, μεσιτεύει ανάμεσα
στο συμβολιζόμενο και στον αποδέκτη του. Πρβλ. T. FAWCETT, The Symbolic Language of Religion, SCM Press, London 1970,
σελ. 36.
16. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,14, ό.π., σελ.
628.
17. Το παράδειγμα του πυρσού σε σχέση με τη σημασία του
συμβόλου, αναφέρεται από το Σέξτο Εμπειρικό, ο οποίος ερμηνεύει τη θεωρία των
στωικών περί «σημείου ὑπομνηστικοῦ»: «Ὁ γὰρ ἀνατεινόμενος πυρσὸς τισὶ μὲν
πολεμίων ἔφοδον σημαίνει τισὶ δὲ φίλων ἄφιξιν δηλοῖ». Βλ. Σέξτου, Πρὸς λογικούς
2,193, Πυρρώνειοι ὑποτυπώσεις 2,96-2,133 & 2,183.
18. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,14, ό.π., σελ.
628, «τὸ δ’ ἐξ ἑτέρας φύσεως καθ’ ἑαυτὴν ὑφεστηκυίας ἀεὶ συνεῖναι τῶ
σημαινομένω τῶν ἀδυνάτων παντάπασιν ὑπάρχει».
19. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1, 14, ό.π., σελ.
628.
20. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1, 14, ό.π., σελ.
628.
21. Ιω. Δαμασκηνού, Ὁμιλία 1 εἰς Μεταμόρφωσιν 12-13, PG 96,
564 c – 565 a.
22. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων,
Λόγος 3,1,16, ό.π., σελ. 630.
23. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,17, ό.π., σελ.
630.
24. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,17, ό.π., σελ.
630.
25. Θεοφάνους Γ΄ Επισκόπου Νικαίας, Περὶ Θαβωρίου Φωτός,
λόγοι πέντε, λόγος β’, φ. 62α, στ. 1110-1111, εκδ. Χ. Σωτηρόπουλου, Νηπτικοὶ καὶ
Πατέρες τῶν Μέσων Χρόνων, Αθήνα 2000.
26. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,18, ό.π., σελ.
631.
27. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,18, ό.π.,σελ. 631,
«Ἐπεὶ δὲ ἀνυπόστατον οὐ τὸ μὴ ὄν μόνον λέγεται, οὐδέ τὸ φάσμα μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸ
ταχὺ διαπίπτον καὶ παραρρέον, ἐν τῷ φθείρεσθαί τε γινόμενον καὶ πεπαυμένον εὐθὺς
γενόμενον,».
28. Χ. ΣΩΤΗΡΟΠΟΥΛΟΥ, Νηπτικοὶ καὶ Πατέρες τῶν Μέσων Χρόνων,
Αθήνα 2000, σελ. 139-140.
29. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,18, ό.π., σελ.
631, «τό μόνιμον ἐκεῖνοι δεικνύντες τοῦ φωτὸς ἐκείνου καὶ καθεστηκός, ἐνυπόστατον
προσειρήκασιν αὐτὸ καλῶς, οἷον ὑπομένον καὶ μὴ ἀστραπῆς δίκην ἤ λόγου ἤ
νοήματος παρατρέχον τοὺς ὁρῶντας».
30. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,19, ό.π., σελ.
632.
31. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,19, ό.π., σελ.
632.
32. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,19, ό.π., σελ.
632.
33. ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ, Λόγος εἰς μεταμόρφωσιν 12, PG 96, 564 b.
34. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,19, ό.π., σελ.
632.
35. ΑΓ. ΜΑΞΙΜΟΥ, Περὶ ἀποριῶν, PG 91,
1165 d.
36. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,20, ό.π., σελ.
633.
37. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,20, ό.π., σελ.
633, «Ἡ γὰρ καυστικὴ τοῦ πυρὸς δύναμις, τήν αἰσθήσει μεθεκτὴν θέρμην σύμβολον ἑαυτῆς
προβαλλομένη, γίνεται σύμβολον αὐτή δήπου ἑαυτῆς, ἔχουσα μὲν ταύτην ἀεὶ μεθ᾿ ἑαυτῆς,
μία δ᾿ ὅμως οὖσα καὶ διπλόην οὐδ᾿ ἡντιναοῦν ὑφισταμένη δι᾿ αὐτήν, χρωμένη δ᾿ ὡς
συμβόλῳ ταύτῃ φυσικῶς, ἡνίκ᾿ ἄν παρῇ τὸ δεκτικόν».
38. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,20, ό.π., σελ.
633, «Ὡσαύτως καὶ τὸ τοῦ ἡλίου φῶς μέλλοντος ἀνίσχειν, σύμβολον προβαλλόμενον τὸ
κατὰ τὸν ὄρθρον τηλαυγές, αὐτὸ ἑαυτοῦ σύμβολόν ἐστι γινόμενον».
39. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,20, ό.π., σελ.
633.
40. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,20, ό.π., σελ.
633.
41. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,21, ό.π., σελ.
634, «τὰ θεῖα μόναις ταῖς μετοχαῖς ἐπιγινώσκεται, αὐτὰ δὲ κατὰ τὴν ἑαυτῶν ἵδρυσίν
τε καὶ ἀρχήν οἷά ποτὲ ἐστιν οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ τῶν ἐν τοῖς ὑπερκοσμίοις ἀνωτάτω
νόων, οὔκουν ὅσα γε ἡμᾶς εἰδέναι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου