ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΣΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ
του Raniero Cantalamessa
Αυτός ο τρόπος κατανοήσεως της υπάρξεως τους στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπήρξε μία ριζική και ξαφνική στροφή, με την οποία οι Χριστιανοί, εγκαταλείποντας μία παράδοση τριών αιώνων ήδη, προσαρμόστηκαν στις συνθήκες, ή κάτι την είχε ήδη προετοιμάσει πρίν από τον Κων/νο;
ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ …..ΙΝΑ ΩΣΙΝ ΕΝ.
Εκκλησία και αυτοκρατορία στην εποχή των διωγμών.
Αυτός ο τρόπος κατανοήσεως της υπάρξεως τους στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία υπήρξε μία ριζική και ξαφνική στροφή, με την οποία οι Χριστιανοί, εγκαταλείποντας μία παράδοση τριών αιώνων ήδη, προσαρμόστηκαν στις συνθήκες, ή κάτι την είχε ήδη προετοιμάσει πρίν από τον Κων/νο;
Μία απάντηση σ’αυτό το πρόβλημα, που είναι τόσο σημαντικό σήμερα μπορεί να δοθεί όχι τόσο από μία επανεξέταση τών εξωτερικών σχέσεων ανάμεσα στον Χριστιανισμό και στην αυτοκρατορία, όσο από μία ανάγνωση τής σκέψης τών Πατέρων πρίν την Νίκαια, μέσω μερικών σημαντικών τους κειμένων. Η Κ.Δ. πρόσφερε στην Εκκλησία δύο ράγες για να συνεχίσει τον στοχασμό της για το κράτος: εκείνη της προς Ρωμ 13.- το κράτος υπουργός του Θεού- και εκείνη της Αποκαλύψεως 13-το κράτος πράκτορας του Σατανά. Απο το ένα μέρος ο δρόμος μίας αποδοχής σχεδόν απροϋπόθετης, από το άλλο, ο δρόμος της απορρίψεως του κτήνους, της εξόδου των Χριστιανών από την Βαβυλώνα η οποία είναι εγκατεστειμένη στους επτά λόφους και ξεδιψά με το αίμα των αγίων, δηλαδή από την Ρώμη (Αποκ. 13 και 17).
Δεν ήταν όμως μία αντίφαση, διότι σ’αυτή την δεύτερη περίπτωση η απόρριψη δεν αφορούσε το Ρωμαϊκό κράτος καθεαυτό, αλλά το ξεπέρασμά του από την σατανική λατρεία στην Θεότητα του αυτοκράτορος. Εκείνο της Κ.Δ. ήταν λοιπόν ένα «ναι, αλλά» στο κράτος, όπου ο Παύλος αντιπροσώπευε το «ναι» και ο Ιωάννης το «αλλά».
Έχει μεγάλη σημασία πώς οι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς (εάν εξαιρέσουμε την μοναδική περίπτωση του Ιππόλυτου Ρώμης) εγκαταλείπουν την αποκαλυπτική γραμμή που μιλά για την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σαν το «θηρίο που ανεβαίνει από την θάλασσα» (Αποκ 13,1) και σαν την μεγάλη Βαβυλώνα (Αποκ 17,5) και συγκεντρώνονται αντιθέτως στο κείμενο της προς Ρωμ. 13, το οποίο γίνεται μαζί με τον λόγο του Ιησού πάνω στον φόρο στον Καίσαρα, η βάση των Χριστιανών στον διάλογο με την αυτοκρατορία. Οι λόγοι του Παύλου ( να είμαστε υποταγμένοι στις ανώτερες αρχές, να πληρώνουμε τους φόρους), είναι η καλύτερη εγγύηση που μπορούν να δώσουν οι Χριστιανοί της πολιτικής τους τιμιότητος, σε τέτοιο σημείο που ο Τερτυλλιανός θα αναγκαστεί να τους προειδοποιήσει να μην χρησιμοποιούν τα λόγια του αποστόλου για δικαιολογία ώστε να αποφύγουν το μαρτύριο.
Είπαμε πώς οι Χριστιανοί εγκαταλείπουν την αποκαλυπτική γραμμή που σχεδιάστηκε από τον Ιωάννη. Αυτό είναι αλήθεια βεβαίως, εάν υπολογίσουμε το σχήμα και την γλώσσα. Δεν είναι όμως εντελώς ακριβές, εάν κυττάξουμε το βαθύ του περιεχόμενο: την απόρριψη δηλαδή της αυτοκρατορικής λατρείας, το όχι σε κάθε σωτηριολογική απαξίωση και σε κάθε κρατολατρία.
Μ’αυτό το νόημα η ελληνική και λατινική απολογητική του δευτέρου αιώνος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ενοχρηστρώνει σε όλους τους τόνους το ίδιο θέμα: οι Χριστιανοί προσεύχονται για τον αυτοκράτορα, όπως δίνει την εντολή της η Γραφή (1 Τιμ 2,1), άλλη δεν θα του προσφέρουν ποτέ λατρεία. Ο Χριστιανός δεν μπορεί να πεί Κύριος Καίσαρ. Όπως πράττει ακριβώς ο άγιος Πολύκαρπος στον δικαστή του, παρότι με αυτές τις απλές λέξεις θα μπορούσε να αποφύγει το μαρτύριο, διότι αυτός ήδη αναγνωρίζει και ομολογεί Κύριος Ιησούς, ο Ιησούς είναι ο Κύριος και δεν μπορούν να υπάρχουν άλλοι Κύριιο στον κόσμο παρά μόνον Αυτός ο Ένας.
Η απολογητική και το ξεκίνημα ενός διαλόγου.
Σ’αυτό το θέμα υπεισέρχονται μετά τα μέσα του δευτέρου αιώνος, μερικές καινούργιες εξελίξεις οι οποίες σημαδεύουν την αρχή ενός αληθινού διαλόγου. Σε μία περίοδο σχετικής ησυχίας, και αυτό που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό, γενικού ενθουσιασμού για την φιλοσοφία, ο Ιουστίνος φαίνεται να ελπίζει ήδη μυστικά, στην προοπτική τής μεταστροφής τού αυτοκράτορος στην αληθινή φιλοσοφία, δηλαδή στην Χριστιανική θρησκεία. Θίγει επίσης ανάμεσα στις γραμμές την συνεργασία που μ’αυτή την έννοια, ο αυτοκράτωρ, απασχολημένος με την ηθική ανόρθωση των ηθών και με την Ειρήνη, θα μπορούσε να βρεί σε μια διδασκαλία η οποία τοποθετεί την αγνότητα και την καθαρότητα στην κορυφή τής ηθικής της, και είναι συνεργός και σύμμαχος όλων εκείνων που επιθυμούν την Ειρήνη. Μία συνεργασία πειστική και ειλικρινής, προσφερόμενη εκτός των άλλων, με την υπέροχη αίσθηση της ελευθερίας αυτού που μπορεί να πεί: «μπορείτε να μας σκοτώσετε, αλλά δεν μπορείτε να μας βλάψετε». (Ιουστίνος, Ι Απολογία 2,12 15,29).
Ο Antonino Pio όμως στον οποίο απευθύνεται ο μάρτυς δεν αισθάνεται πολύ το κάλεσμα της φιλοσοφίας. Στο στιβαρό ιταλικό του πνεύμα ενδιαφέρεται να σφίξει ακόμη περισσότερο το κράτος στην αρχαία θρησκεία της Ρώμης. Επι πλέον είναι συνταγματικώς εχθρικός σε κάθε τι καινούργιο και εξωτερικό στα ήθη τής αυτοκρατορίας. Οι Χριστιανοί κατόρθωσαν να κερδίσουν από το έλεός του μόνον την επανέκδοση μίας αποφάσεως, η οποία παραδόξως βοηθά τους Χριστιανούς παρότι στηρίζεται στην Ρωμαϊκή αρχή του nihil innovetur, κανένας νεωτερισμός, που τον υποχρέωσε να επανεκδώσει τις αποφάσεις του Τραϊανού και του Ανδριανού, οι οποίες ήταν σχετικά ευνοϊκές για τους Χριστιανούς. (Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία IV 9).
Η απόρριψη του Αντονίνου Πίου δεν φαίνεται να αποκαρδιώνει τους Χριστιανούς στοχαστές. Η πιο γενναιόδωρη πρόταση διαλόγου προέρχεται ακριβώς από τις τάξεις των Χριστιανών σε μία από τις πιο κριτικές στιγμές, όταν (στα 175-176), κυνηγημένοι από τις νέες διώξεις του Μάρκου Αυρηλίου [εδώ βρίσκεται η αβυσαλλέα διαφορά του Ρωμαϊκού πνεύματος από το Ελληνικό και η απώλεια τής ανθρωπότητος από την επικράτηση της Ρωμαϊκής ερμηνείας της Ελληνικής φιλοσοφίας. Οι ρωμαίοι δεν συμπεριέλαβαν στην σοφία τήν εξουσία. Βαπτίστηκαν στην Ελληνική σοφία και παιδεία, αφήνοντας τήν κεφαλή απέξω, αμεταμόρφωτη. Αυτό το ίδιο συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Δεν δέχθηκαν ούτε στον Χριστιανισμό, να πεθάνουν ολοκληρωτικώς στο βάπτισμα. Κράτησαν την κεφαλή τους. Κράτησαν και ανακαίνισαν τον Παλαιό άνθρωπο, τον Ρωμαίο. Όπως τον κράτησαν και απέναντι στους Έλληνες], κρύφτηκαν παντού μέσα στην αυτοκρατορία, παράνομοι και καταζητούμενοι, οδηγούμενοι τελικώς μαζικά στο μαρτύριο.
Ο Μελίτων, επίσκοπος των Σάρδεων, θυμίζει στον Μάρκο Αυρήλιο πώς η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία και ο Χριστιανισμός γεννήθηκαν μαζί και μεγάλωσαν μαζί σαν αδελφοί ομογάλακτοι. Υπονοεί ανάμεσα στις γραμμές πώς οι δύο πραγματικότητες δημιουργήθηκαν για να συνεργαστούν μεταξύ τους και πώς τα πάντα θα επέστρεφαν στην τάξη και στην αφθονία μετά την δοκιμασια της αυτοκρατορίας από την επιδρομή των Μαρκομάννων και την επιδημία της Πανούκλας. Έτσι και η Ιστορία των περασμένων Εχθρικών χρόνων ανάμεσα στον Χριστιανισμό και την αυτοκρατορία γλυκαίνει και ελαφρώνει για να μην αποτελέσει εμπόδιο στην Ειρήνευση. Μόνον «ο Νέρων και ο Διομητιανός» αναφέρονται σαν υπεύθυνοι της διαμάχης των δύο οντοτήτων.
Εκείνο που προτείνει ο Μελιτων δεν είναι ακριβώς ένας γάμος ενδιαφερόντων ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τον Χριστιανισμό, αλλά μία συναδέλφωση, μία ειρηνική συνύπαρξη η οποία θα θέσει τον Χριστιανισμό σαν ένα σταθερό αγαθό για την αυτοκρατορία.
Αυτό που ζητά δε, σαν αντάλλαγμα είναι πολύ λίγο! Ο Ιουστίνος ζητούσε μία μεταστροφή στην αληθινή θρησκεία, ο Μελιτων ζητά την ανοχή, δίπλα στις άλλες θρησκείες, ζητά απλώς το δικαίωμα της υπάρξεως.
Στο ίδιο ύφος είναι και οι υπόλοιπες απολογίες της εποχής. Δεν γνωρίζουμε αν διαβάστηκαν ποτέ από τον αυτοκράτορα, αλλά ίσως καθάρισαν τον Χριστιανισμό από μία παρεξήγηση: οι Χριστιανοί δεν ταυτίζοντο με τους μοντανιστές, ο φανατισμός των οποιων έφτανε μέχρι την Ρώμη και την έβαζε σε ανησυχία. Έπεισαν άραγε τον Μάρκο Αυρήλιο να αναλάβει έναν διάλογο μαζί τους; Δεν είναι γνωστό. Είναι βέβαιο όμως πώς ο Κέλσος το 177 εκφράζει την πολιτική απάντηση του παγανισμού στην πρόταση των Χριστιανών για μία ειρηνική συνύπαρξη που εκφράστηκε από τους Έλληνες απολογητές του δευτέρου αιώνος.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου