O Doctor Angelicus συναντά τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
211. Αυτή η επιθυμία της γνώσης της ουσίας του Θεού είναι διαβολή απ’ τα χείλη σου. Γιατί κανείς απ’ τους αγγέλους ούτε απ’ τους νουνεχείς ανθρώπους τόλμησε ποτέ όχι μόνο να επιθυμήση την όραση της ουσίας του Θεού, αλλ’ ούτε να την αναπλάση καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Και θα σε πείσουν οι ανώτατες στρατιές των αγγέλων, που φέρουν έξι πτέρυγες και πετούν με μόνες τις δυό, και με τις άλλες δυό σκεπάζουν την κεφαλή και επιδεικνύουν με τις κατώτερες δυό τα πόδια, για το ότι διάκεινται απεριέργως και χωρίς πολυπραγμοσύνη προς την απειράκις απείρως απάντων γενητών υπερκειμένην ουσίαν του Θεού, την πάντων αρχήν και κεφαλήν.
212. «'Οσο κι αν γνωρίζουμε εμείς" λέει "τον Θεό, δεν απαλλασσόμεθα απ’ την επιθυμία, αλλ’ επιθυμούμε να τον γνωρίζουμε προσέτι κατ’ ουσίαν, πολύ περισσότερο λοιπόν οι χωριστές ουσίες». Αυτός που τα λέει αυτά αμαρτάνει στους αγγέλους και ψεύδεται. Γιατί κανείς, ούτε κι απ’ τους ανθρώπους που έχουν βέβαια μέτρημένη τη φρόνηση, δεν θα επιθυμήση ποτέ αυτό το οποίο είναι ακριβώς αδύνατο να αποκτηθή. Πολύ περισσότερο δεν επιθύμησαν εκείνες οι νοητές δυνάμεις, που έχουν κοσμηθή (στολισθή...) με μεγάλη φρόνηση και ευλάβεια, αυτό που γνωρίζουν πως είναι αδύνατον ακριβώς να επιτύχουν. Αλλ’ υπακούοντας στους Έλληνες, κι όχι στην ιερά Γραφή, λέει ο Θωμάς, ότι ο Θεός κατ’ ουσίαν οράται.
213. Αλλ’ ας πάμε να δούμε τους αγίους, αν λένε πως γνωρίζεται κατ’ ουσίαν ο Θεός, κι αν επιθυμούν να δουν οι άγγελοι την ουσία του Θεού. Λέει λοιπόν για την κατ’ ουσίαν γνώση ο άγιος Μάξιμος· “έχει υπερεξαιρεθή απειράκις απείρως από όλα τα όντα, και τα μετέχοντα και τα μεθεκτά, ο Θεός” (Μάξιμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά και οικονομικά). Κι ακόμα· "έχει διορισθή παντελώς άγνωστο στα όντα το θείο". Κι ακόμα· “είναι υπεράρρητη και υπεράγνωστη και απειράκις εξαιρεμένη από κάθε απειρία κατ' ουσίαν η μακαρία θεότης, μη έχοντας αφήσει πίσω της ούτε ίχνος καταλήψεως έστω και ψιλό σ’ αυτούς που είναι μετά απ’ αυτήν, και μη έχοντας επιτρέψει ούτε την έννοια τού πώς ούτε καν περίπου είναι η ίδια και μονάδα και τριάδα σε κάποιο απ’ τα όντα, επειδή ούτε χωρείται απ’ τη φύση του στην κτίση το άκτιστο, ούτε περινοείται (επινοείται ευφυώς...) στα πεπερασμένα το άπειρο” (Μάξιμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου).
214. Και ο Νύσσης· “είναι πάνω από κάθε καταληπτική επίνοια (αντίληψη), ό,τι κι αν είναι αυτό καθ’ αυτό κατ’ ουσίαν, η θεία φύση” (Εις τους Μακαρισμούς). Κι ο άγιος Αθανάσιος· “είναι αδύνατο σε όλα τα γενητά, και κατ’ εξοχήν σ’ εμάς τους ανθρώπους, να μιλήσουμε επάξια για τα άρρητα. Κι είναι πάλι τολμηρό (ριψοκίνδυνο...), ενώ δεν μπορούμε να μιλάμε, να επινοούμε καινότερες λέξεις πάνω σ’ αυτά πέρα (ή: αντίθετα...) από εκείνες των Γραφών” (Προς Σεραπίωνα Επιστολή Α΄).
215. Αλλά δεν επινοεί απλώς καινότερες λέξεις, αλλ’ αριστοτελικές αντί για εκείνες των Γραφών ο Θωμάς. Γι’ αυτό και πέφτει σε μύριους βόθρους (βάραθρα...) αιρέσεων. Γι' αυτό και λέει πως περινοείται (επινοείται ευφυώς...) απ’ τους αγγέλους ο απερινόητος σε κάθε γενητή φύση, αφού επιθυμούν να βλέπουν κατ' ουσίαν παρά την έννοια, όπως δείξαμε, των ιερών Γραφών. Και λέει για την αγγελική ευλάβεια κι ο μέγας Διονύσιος· “θαυμάζω, ότι και οι πρώτες απ’ τις υπερουράνιες ουσίες, που τόσο υπέρκεινται απ’ όλες τις άλλες, επιθυμούν μεσοπετώντας ευλαβώς τις θεαρχικές ελλάμψεις· γιατί δεν ρωτούν ευθέως, γιατί είναι ερυθρά τα ιμάτιά σου, αλλά διαπορούν (απορούν πλήρως...) προηγουμένως προς τους εαυτούς τους, επιδεικνύοντας απ' τη μια ότι μαθητεύουν και επιθυμούν τη θεουργική γνώση, και δεν πηδούν απ' την άλλη μπροστά απ' την έλλαμψη που τους παραχωρείται κατά τη θεία πρόοδο” (Περί ουρανίας ιεραρχίας, κεφάλαιο Ζ).
216. Βλέπεις τί επιθυμούν; όχι τη γνώση της θείας ουσίας, αλλά τη θεουργική γνώση, κι αυτήν με τόσο μεγάλη ευλάβεια. Γιατί μαθητεύουν και ρωτούν, και δεν προπηδούν· γιατί γνωρίζουν με ασφάλεια, ότι “αν υπερπηδήσουν τους όρους του ορατού που τους δόθηκαν με μέτρο, και επιχειρήσουν τολμηρά να αντικρύσουν τις αυγές (τις λάμψεις...) πάνω απ’ τη σύμφωνη μ’ αυτές όψη (όραση...), το μεν φως δεν θα ενεργήση τίποτα εκτός απ’ τα του φωτός· κι αυτές, επιχειρώντας ατελώς στα τέλεια, δεν θα έχουν φθάσει μεν στα ανοίκεια (ανάρμοστα...), θα αποτύχουν δε, υπερφρονώντας ακόσμως (απρεπώς...) γι’ αυτές τις ίδιες, στο μέτριο (σ' αυτό που έχει το μέτρο...)” (Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας, κεφάλαιο 2, 3).
217. Πώς τίς αναπλάθει λοιπόν ιταμές (θρασείς, αναίσχυντες...) τις νοερές εκείνες δυνάμεις με τόση μεγάλη αμάθεια ο Θωμάς, ότι επιθυμούν να δούν την ουσία του Θεού; Και καταστρέφει βέβαια την αλήθεια ο δυστυχής. Ανέγνωσε μεν συγκαταλεγόμενος στους χριστιανούς, αν και τους δύσπιστους, τις ιερές Γραφές και τους σύμφωνα μ’ αυτές εξηγητές, ανέγνωσε δε και τον Αριστοτέλη και άλλες ελληνικές γραφές. Και εμπιστευόμενος λιγάκι την ιερή Εκκλησία, συμφώνησε περισσότερο με τον Αριστοτέλη και τις ελληνικές γραφές. Γι’ αυτό και θα βρη, παρατηρώντας κάποιος αυτά που γράφει, και πράγματα που ακολουθούν τα δικά μας, αλλά και πάμπολλα αιρετικά και πλήρη απ’ την ελληνική δόξα (γνώμη...), κι αναμιγνύει έτσι τα άμεικτα ο δυστυχής.
218. Και λέει ακόμη, πως «δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό. Δεν υπάρχει άρα κάποια σύνθεση σ’ αυτόν». Και πως «είναι αναγκαίο" πάλι "να υπάρχη δύναμη και ενέργεια σε κάθε τι το σύνθετο». Και πως «είναι" ακόμη "η ουσία ή η φύση του ο Θεός. Γιατί είναι αναγκαίο να υπάρχη κάποια σύνθεση σε κάθε τι, το οποίο δεν είναι η ουσία ή η φύση του γι' αυτό το ίδιο». Κι ανήκει ολοφάνερα στην ελληνική πλάνη αυτό.
219. Και λέει αποκρινόμενη η καθ’ ημάς Εκκλησία· προσέχετε, γιατί απ’ αυτό πλανιέστε, απ’ το ότι αγνοήσατε παντελώς, ότι οι συνθέσεις είναι των εν υποστάσει και όχι των εν ετέρω θεωρουμένων όντων. Και είναι φρόνημα κοινό των θεοσόφων μυσταγωγών της Εκκλησίας αυτό. Και λέει ερωτώμενος απ’ τους Έλληνες, « αν έχη ο Θεός υπόσταση που υπάρχει και βουλή που ενυπάρχει και υιό που υπάρχει, πώς ονομάζεται συναποτελούμενος από τόσα πολλά απλός », ο άγιος Ιουστίνος· « δεν υπάρχει ( εστί ) σύμφωνα με την κτιστή φύση, ώστε να εννοηθή σε σύνθεση το ότι υπάρχει και το ότι έχει ο Θεός. Αλλ’ όπως υπάρχει όντας πάνω απ’ τη φύση, έτσι είναι και το ότι υπάρχει και το ότι έχει πάνω απ’ τη σύνθεση » ( Αποκρίσεις προς Ορθοδόξους ρμδ΄).
220. Όπως λέει, ερχόμενος στον εαυτό του, κι ο ίδιος ο Θωμάς· « ενυπάρχουν όλα στην αγαθότητα του Θεού. Γιατί υπάρχουν σύμφωνα με τον δικό του τρόπο τα άλλα σ' αυτόν, χωρίς ύλη δηλαδή τα υλικά και ενιαία τα πολλά. Απομένει λοιπόν να μην πολλαπλασιάζη τη θεία ουσία το πλήθος των θελητών». Κι ακόμα· « δεν εισάγει πλήθος στη θεία ουσία το πλήθος των νοητών, ούτε σύνθεση στον νού του. Δεν εισάγει άρα είτε διαφορά στη θεία ουσία είτε σύνθεση στη θέλησή του το πλήθος των θελητών ».
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
Περί θείας απλότητος και διαφοράς ουσίας και ενέργειας
211. Αυτή η επιθυμία της γνώσης της ουσίας του Θεού είναι διαβολή απ’ τα χείλη σου. Γιατί κανείς απ’ τους αγγέλους ούτε απ’ τους νουνεχείς ανθρώπους τόλμησε ποτέ όχι μόνο να επιθυμήση την όραση της ουσίας του Θεού, αλλ’ ούτε να την αναπλάση καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Και θα σε πείσουν οι ανώτατες στρατιές των αγγέλων, που φέρουν έξι πτέρυγες και πετούν με μόνες τις δυό, και με τις άλλες δυό σκεπάζουν την κεφαλή και επιδεικνύουν με τις κατώτερες δυό τα πόδια, για το ότι διάκεινται απεριέργως και χωρίς πολυπραγμοσύνη προς την απειράκις απείρως απάντων γενητών υπερκειμένην ουσίαν του Θεού, την πάντων αρχήν και κεφαλήν.
212. «'Οσο κι αν γνωρίζουμε εμείς" λέει "τον Θεό, δεν απαλλασσόμεθα απ’ την επιθυμία, αλλ’ επιθυμούμε να τον γνωρίζουμε προσέτι κατ’ ουσίαν, πολύ περισσότερο λοιπόν οι χωριστές ουσίες». Αυτός που τα λέει αυτά αμαρτάνει στους αγγέλους και ψεύδεται. Γιατί κανείς, ούτε κι απ’ τους ανθρώπους που έχουν βέβαια μέτρημένη τη φρόνηση, δεν θα επιθυμήση ποτέ αυτό το οποίο είναι ακριβώς αδύνατο να αποκτηθή. Πολύ περισσότερο δεν επιθύμησαν εκείνες οι νοητές δυνάμεις, που έχουν κοσμηθή (στολισθή...) με μεγάλη φρόνηση και ευλάβεια, αυτό που γνωρίζουν πως είναι αδύνατον ακριβώς να επιτύχουν. Αλλ’ υπακούοντας στους Έλληνες, κι όχι στην ιερά Γραφή, λέει ο Θωμάς, ότι ο Θεός κατ’ ουσίαν οράται.
213. Αλλ’ ας πάμε να δούμε τους αγίους, αν λένε πως γνωρίζεται κατ’ ουσίαν ο Θεός, κι αν επιθυμούν να δουν οι άγγελοι την ουσία του Θεού. Λέει λοιπόν για την κατ’ ουσίαν γνώση ο άγιος Μάξιμος· “έχει υπερεξαιρεθή απειράκις απείρως από όλα τα όντα, και τα μετέχοντα και τα μεθεκτά, ο Θεός” (Μάξιμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα θεολογικά και οικονομικά). Κι ακόμα· "έχει διορισθή παντελώς άγνωστο στα όντα το θείο". Κι ακόμα· “είναι υπεράρρητη και υπεράγνωστη και απειράκις εξαιρεμένη από κάθε απειρία κατ' ουσίαν η μακαρία θεότης, μη έχοντας αφήσει πίσω της ούτε ίχνος καταλήψεως έστω και ψιλό σ’ αυτούς που είναι μετά απ’ αυτήν, και μη έχοντας επιτρέψει ούτε την έννοια τού πώς ούτε καν περίπου είναι η ίδια και μονάδα και τριάδα σε κάποιο απ’ τα όντα, επειδή ούτε χωρείται απ’ τη φύση του στην κτίση το άκτιστο, ούτε περινοείται (επινοείται ευφυώς...) στα πεπερασμένα το άπειρο” (Μάξιμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών των αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου).
214. Και ο Νύσσης· “είναι πάνω από κάθε καταληπτική επίνοια (αντίληψη), ό,τι κι αν είναι αυτό καθ’ αυτό κατ’ ουσίαν, η θεία φύση” (Εις τους Μακαρισμούς). Κι ο άγιος Αθανάσιος· “είναι αδύνατο σε όλα τα γενητά, και κατ’ εξοχήν σ’ εμάς τους ανθρώπους, να μιλήσουμε επάξια για τα άρρητα. Κι είναι πάλι τολμηρό (ριψοκίνδυνο...), ενώ δεν μπορούμε να μιλάμε, να επινοούμε καινότερες λέξεις πάνω σ’ αυτά πέρα (ή: αντίθετα...) από εκείνες των Γραφών” (Προς Σεραπίωνα Επιστολή Α΄).
215. Αλλά δεν επινοεί απλώς καινότερες λέξεις, αλλ’ αριστοτελικές αντί για εκείνες των Γραφών ο Θωμάς. Γι’ αυτό και πέφτει σε μύριους βόθρους (βάραθρα...) αιρέσεων. Γι' αυτό και λέει πως περινοείται (επινοείται ευφυώς...) απ’ τους αγγέλους ο απερινόητος σε κάθε γενητή φύση, αφού επιθυμούν να βλέπουν κατ' ουσίαν παρά την έννοια, όπως δείξαμε, των ιερών Γραφών. Και λέει για την αγγελική ευλάβεια κι ο μέγας Διονύσιος· “θαυμάζω, ότι και οι πρώτες απ’ τις υπερουράνιες ουσίες, που τόσο υπέρκεινται απ’ όλες τις άλλες, επιθυμούν μεσοπετώντας ευλαβώς τις θεαρχικές ελλάμψεις· γιατί δεν ρωτούν ευθέως, γιατί είναι ερυθρά τα ιμάτιά σου, αλλά διαπορούν (απορούν πλήρως...) προηγουμένως προς τους εαυτούς τους, επιδεικνύοντας απ' τη μια ότι μαθητεύουν και επιθυμούν τη θεουργική γνώση, και δεν πηδούν απ' την άλλη μπροστά απ' την έλλαμψη που τους παραχωρείται κατά τη θεία πρόοδο” (Περί ουρανίας ιεραρχίας, κεφάλαιο Ζ).
216. Βλέπεις τί επιθυμούν; όχι τη γνώση της θείας ουσίας, αλλά τη θεουργική γνώση, κι αυτήν με τόσο μεγάλη ευλάβεια. Γιατί μαθητεύουν και ρωτούν, και δεν προπηδούν· γιατί γνωρίζουν με ασφάλεια, ότι “αν υπερπηδήσουν τους όρους του ορατού που τους δόθηκαν με μέτρο, και επιχειρήσουν τολμηρά να αντικρύσουν τις αυγές (τις λάμψεις...) πάνω απ’ τη σύμφωνη μ’ αυτές όψη (όραση...), το μεν φως δεν θα ενεργήση τίποτα εκτός απ’ τα του φωτός· κι αυτές, επιχειρώντας ατελώς στα τέλεια, δεν θα έχουν φθάσει μεν στα ανοίκεια (ανάρμοστα...), θα αποτύχουν δε, υπερφρονώντας ακόσμως (απρεπώς...) γι’ αυτές τις ίδιες, στο μέτριο (σ' αυτό που έχει το μέτρο...)” (Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας, κεφάλαιο 2, 3).
217. Πώς τίς αναπλάθει λοιπόν ιταμές (θρασείς, αναίσχυντες...) τις νοερές εκείνες δυνάμεις με τόση μεγάλη αμάθεια ο Θωμάς, ότι επιθυμούν να δούν την ουσία του Θεού; Και καταστρέφει βέβαια την αλήθεια ο δυστυχής. Ανέγνωσε μεν συγκαταλεγόμενος στους χριστιανούς, αν και τους δύσπιστους, τις ιερές Γραφές και τους σύμφωνα μ’ αυτές εξηγητές, ανέγνωσε δε και τον Αριστοτέλη και άλλες ελληνικές γραφές. Και εμπιστευόμενος λιγάκι την ιερή Εκκλησία, συμφώνησε περισσότερο με τον Αριστοτέλη και τις ελληνικές γραφές. Γι’ αυτό και θα βρη, παρατηρώντας κάποιος αυτά που γράφει, και πράγματα που ακολουθούν τα δικά μας, αλλά και πάμπολλα αιρετικά και πλήρη απ’ την ελληνική δόξα (γνώμη...), κι αναμιγνύει έτσι τα άμεικτα ο δυστυχής.
218. Και λέει ακόμη, πως «δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη στον Θεό. Δεν υπάρχει άρα κάποια σύνθεση σ’ αυτόν». Και πως «είναι αναγκαίο" πάλι "να υπάρχη δύναμη και ενέργεια σε κάθε τι το σύνθετο». Και πως «είναι" ακόμη "η ουσία ή η φύση του ο Θεός. Γιατί είναι αναγκαίο να υπάρχη κάποια σύνθεση σε κάθε τι, το οποίο δεν είναι η ουσία ή η φύση του γι' αυτό το ίδιο». Κι ανήκει ολοφάνερα στην ελληνική πλάνη αυτό.
219. Και λέει αποκρινόμενη η καθ’ ημάς Εκκλησία· προσέχετε, γιατί απ’ αυτό πλανιέστε, απ’ το ότι αγνοήσατε παντελώς, ότι οι συνθέσεις είναι των εν υποστάσει και όχι των εν ετέρω θεωρουμένων όντων. Και είναι φρόνημα κοινό των θεοσόφων μυσταγωγών της Εκκλησίας αυτό. Και λέει ερωτώμενος απ’ τους Έλληνες, « αν έχη ο Θεός υπόσταση που υπάρχει και βουλή που ενυπάρχει και υιό που υπάρχει, πώς ονομάζεται συναποτελούμενος από τόσα πολλά απλός », ο άγιος Ιουστίνος· « δεν υπάρχει ( εστί ) σύμφωνα με την κτιστή φύση, ώστε να εννοηθή σε σύνθεση το ότι υπάρχει και το ότι έχει ο Θεός. Αλλ’ όπως υπάρχει όντας πάνω απ’ τη φύση, έτσι είναι και το ότι υπάρχει και το ότι έχει πάνω απ’ τη σύνθεση » ( Αποκρίσεις προς Ορθοδόξους ρμδ΄).
220. Όπως λέει, ερχόμενος στον εαυτό του, κι ο ίδιος ο Θωμάς· « ενυπάρχουν όλα στην αγαθότητα του Θεού. Γιατί υπάρχουν σύμφωνα με τον δικό του τρόπο τα άλλα σ' αυτόν, χωρίς ύλη δηλαδή τα υλικά και ενιαία τα πολλά. Απομένει λοιπόν να μην πολλαπλασιάζη τη θεία ουσία το πλήθος των θελητών». Κι ακόμα· « δεν εισάγει πλήθος στη θεία ουσία το πλήθος των νοητών, ούτε σύνθεση στον νού του. Δεν εισάγει άρα είτε διαφορά στη θεία ουσία είτε σύνθεση στη θέλησή του το πλήθος των θελητών ».
Συνεχίζεται.
Αμέθυστος.
4 σχόλια:
Στυλιανού Γ. Παπαδοπούλου - Συνάντησις Ορθοδόξου και σχολαστικής θεολογίας (εν τω προσώπω Κάλλιστου Αγγελικούλη και Θωμά Ακινάτου) από "Ανάλεκτα Βλατάδων 4"
http://bit.ly/22mbNHG
ΠΗΓΗ:http://bit.ly/22mbcpt
(Ατελές. Λείπουν κάποιες σελίδες).
Ν.
Δέν βγαίνει η διεύθυνση. Τί ανακάλυψες;
http://www.imdlibrary.gr/index.php/el/2013-01-14-09-09-13/periodika/analekta/book/273-analekta-vlatadon-4/8-2013-03-21-12-46-45
μπες απο δω αμεθυστε. Ειναι μια μελετη του Παπαδοπουλου.
Συνάντησις Ορθοδόξου και σχολαστικής θεολογίας (εν τω προσώπω Κάλλιστου Αγγελικούλη και Θωμά Ακινάτου.
Τωρα τι να πεις. Φιλε Ν μηπως να διαβασεις απ ευθειας τον Αγιο Γρηγοριο και οχι τον Παπαδοπουλο; Γιατι να παμε δια της πλαγιας; Εσυ δεν αρεσκεσαι σε αυτα.
Ενδεικτικα μπορει κανεις να δει τα φαουλ του Παπαδοπουλου. Προκρινει υπαρξη προσωπο προφανως εναντι ουσιας. Αναφερεται στο γνωστο στο χωρίο 3,14 του βιβλίου της Εξόδου της Παλαιάς Διαθήκης, λέγει, ότι «και τω Μωυσή δε χρηματίζων ο θεός, ουκ είπεν “εγώ ειμι η ουσία”, αλλ’ “εγώ ειμι ο ων”∙ ου γαρ εκ της ουσίας ο ων, αλλ’ εκ του όντος η ουσία∙ αυτός γαρ ο ων όλον εν εαυτώ συνή- λειφε το είναι», που χρησιμοποιει ο Αγιος Γρηγοριος Παλαμας στο Υπέρ ησυχαζόντων σ. 61. Επισης σ. 62, 63 δειχνουν ετσι μερικα πραγματα.
Τό διαθέτουμε τό βιβλίο. Φαντάσου ότι ο Παπαδόπουλος προσεχώρησε σέ μιά επιτροπή καθολικών η οποία είχε σάν σκοπό τήν μετάφραση όλων τών κεμένων πού πολέμησαν τόν Αγιο Γρηγόριο. Δέν ξέρουμε τί έγινε τελικά. Πάντως τό κείμενο τού Αγγελικούδη τό έθαψε. Μοντερνισμός, επιστημονισμός, δουλοπρέπεια, κλέβουν ψυχές μέ τό σωρό.
Δημοσίευση σχολίου