ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος»
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
Αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» (Β)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ
Αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» (Β)
2.4.3 Αναλογία και διάκριση Θείας
Ουσίας – Ακτίστων Ενεργειών
(Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» στη θεολογία της διακρίσεως
θείας ουσίας και ακτίστων ενεργειών)
Ο άγ.
Γρηγόριος Παλαμάς, επιχειρεί με κάθε τρόπο να αποδείξει ότι τα υπερφυσικά δεν
έχουν καμία φυσική ομοιότητα ή αναλογία με τα φυσικώς συμβαίνοντα1, γι’ αυτό
δεν παύει διαρκώς να υπενθυμίζει ότι «οὐκ ἐκ τῶν ὄντων τὰ ὑπὲρ πάντα τὰ ὄντα
στοχαζόμενοι, ἀλλ᾿ ἐκ τῶν ἀρρήτως τελουμένων τὰ ὑπὲρ ἔννοιαν διδασκόμενοι»2. Οι
Λατίνοι αντίθετα, στοχαζόμενοι τα θεία με βάση τη γνώση των όντων, «μιγνύουσι τὰ
ἄμικτα, τοῖς ὑπὲρ χρόνον τὰ ὑπὸ χρόνον, τοῖς ὑπὲρ αἰτίαν τὰ δι᾿ αἰτίαν»3. Μόνο
που ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς δε γνώριζε ότι ο τρόπος διαμέσου του οποίου οι
Λατίνοι προβαίνουν στη «στοχαστική» αυτή ανάμιξη των «ὑπὲρ φύσιν» με τα «κατὰ
φύσιν», αποτελεί ένα οργανωμένο σύστημα θεολογικο-φιλοσοφικών διδασκαλιών, το
οποίο φέρει την επωνυμία «αναλογία του όντος (analogia entis)»4. Αυτό που
ήξερε, ωστόσο, είναι ότι πίσω από όλα αυτά τα ζητήματα κρυβόταν η απροθυμία των
Λατίνων να διακρίνουν ανάμεσα στη θεία ουσία και στις άκτιστες ενέργειες του
Θεού. Ήδη από την αρχή της συγγραφικής του δραστηριότητας (συγκεκριμένα στους
λόγους Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος), ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς
αναφέρεται ρητά στη διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στις ενέργειες του Θεού, με
σκοπό να εξηγήσει με ποιο τρόπο μπορεί να μεταδοθεί η θεία χάρη στους πιστούς,
χωρίς ταυτόχρονη μετάδοση της ουσίας ή των υποστάσεων5. Αυτό που μεταδίδεται
κατά χάριν στους πιστούς, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, δεν είναι η ουσία
ή οι υποστάσεις του Θεού, αλλά οι άκτιστες ενέργειες της φύσεώς του6. Με τη
διάκριση αυτή, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί ότι αποφεύγει την εξομοίωση
ανάμεσα στα «ὑπὲρ φύσιν» και στα «κατὰ φύσιν», απορρίπτοντας ταυτοχρόνως και
την ύπαρξη φυσικής ομοιότητας ή αναλογίας ανάμεσα στα άκτιστα και στα κτιστά7.
Η άκτιστη ενέργεια του Θεού μεταδίδεται κατά χάριν στον άνθρωπο δια του Αγίου
Πνεύματος, το οποίο μορφώνει Χριστό μέσα στις καρδιές των πιστών8. Κατά την
ανάπτυξη της διδασκαλίας του σχετικά με τις άκτιστες ενέργειες του Θεού, ο άγ.
Γρηγόριος Παλαμάς δε θα διστάσει να χρησιμοποιήσει την αποδεδειγμένα πολύ
χρήσιμη γνωσιολογική αρχή της αναλογίας, σε συνδυασμό με τη χρήση της εικόνας
και του παραδείγματος.
2.4.3.1 Η αναλογία ως αμυδρή εικόνα
του τρόπου με τον οποίο οι θείες δυνάμεις ενυπάρχουν μέσα στη θεία ουσία.
Οι αντίπαλοι
των ησυχαστών ισχυρίζονται ότι υπάρχει μόνο ένα άναρχο μέσα στην Αγία Τριάδα
και αυτό είναι η ουσία του Θεού, ενώ όλα τα άλλα είναι γενητής φύσεως, δηλαδή
είναι κτιστά9. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς λέει ότι το δόγμα που ομολογείται από
όλους τους Πατέρες της εκκλησίας10, είναι ότι τα διακρινόμενα γύρω από την
ουσία, δηλαδή οι υποστάσεις, οι σχέσεις, οι διακρίσεις και γενικά όλες οι
εκδηλώσεις της υπερούσιας θεογονίας είναι και αυτά όλα άναρχα11. Δεν είναι μόνο
ένα άρα το άναρχο, η ουσία του Θεού, αλλά και κάθε μία από τις δυνάμεις της: το
γνωστικό, το προγνωστικό, το δημιουργικό, το συνεκτικό, το προνοητικό, το
θεουργικό και όλα τα παρόμοια12. Μία όμως άναρχη ουσία υπάρχει, η ουσία του
Θεού, ενώ οι άναρχες δυνάμεις υπάρχουν μέσα στην ουσία του Θεού13.
«Ἐξ ἀνάγκης ἔνεισιν
ἀεὶ τῇ οὐσίᾳ τοῦ Θεοῦ, ὡς δι᾿ ἀμυδρᾶς εἰπεῖν, εἰκόνος καθάπερ αἱ τῶν αἰσθήσεων
δυνάμεις ἐν τῇ λεγομένῃ κοινῇ κατά ψυχήν αἰσθήσει»14. Ο τρόπος με τον οποίο οι
θείες δυνάμεις ενυπάρχουν μέσα στη θεία ουσία μπορεί να απεικονιστεί αμυδρώς με
την εξής αναλογία: όπως οι αισθητικές δυνάμεις υπάρχουν μέσα στην κοινή κατά
ψυχή αίσθηση, έτσι και οι θείες δυνάμεις υπάρχουν μέσα στη θεία ουσία. Όπως
δηλαδή, εκτός από την κοινή κατά ψυχή αίσθηση υπάρχουν και οι αισθητικές
δυνάμεις που βρίσκονται μέσα της με φυσικό τρόπο, ανάλογα και η θεία ουσία δεν
είναι μόνη της αλλά υπάρχουν και οι θείες δυνάμεις, οι οποίες βρίσκονται μέσα
της με τρόπο φυσικό.
2.4.3.2 Η αναλογία ως «ισότητα κατά
τον τρόπο», για την απόδειξη ότι όχι μόνο η θεία ουσία αλλά και οι θείες
δυνάμεις είναι άναρχες και άκτιστες.
Αυτό είναι
σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, το φανερό και ασφαλές και ομολογημένο δόγμα
της Εκκλησίας, ότι δηλαδή δεν είναι μόνο ένα το άναρχο, η ουσία του Θεού, αλλά
υπάρχουν και οι θείες δυνάμεις της, οι οποίες είναι κι αυτές άναρχες15. Αυτό
αποδεικνύεται και από τον εξής αναλογικό συμπερασμό: «ὡς μία ἄναρχος οὐσία, ἡ οὐσία
τοῦ Θεοῦ, αἱ δὲ παρὰ ταύτην οὐσίαι γενητῆς εἰσι φύσεως, παρὰ τῆς μόνης ἀνάρχου
καὶ μόνης οὐσιοποιοῦ οὐσίας γεγονυῖαι, τὸν ἴσον τρόπον καὶ μία προνοητική
δύναμις ἄναρχος, ἡ τοῦ Θεοῦ, αἱ δὲ παρὰ ταύτην γενητῆς φύσεως ὑπάρχουσι, κἀπὶ τῶν
ἄλλων ἁπασῶν τοῦ Θεοῦ φυσικῶν δυνάμεων ὡσαύτως»16. Όπως δηλαδή, μία είναι η
άναρχη ουσία, η ουσία του Θεού, ενώ οι γύρω από αυτήν ουσίες είναι γενητής
φύσεως και έχουν κτιστεί από αυτήν, κατά τον ίσον τρόπο μία είναι η προνοητική
δύναμη, η του Θεού, ενώ όλες οι άλλες προνοητικές δυνάμεις γύρω από αυτήν είναι
γενητής φύσεως. Το ίδιο συμβαίνει και με όλες τις άλλες φυσικές δυνάμεις του
Θεού. Από το γεγονός ότι, ενώ η άναρχη ουσία του Θεού είναι άκτιστη, ωστόσο
αποτελεί την ουσιοποιό αιτία όλων των κτιστών ουσιών, μπορούμε να συμπεράνουμε
αναλογικά ότι και η θεία πρόνοια είναι κι αυτή άναρχη και άκτιστη ενώ οι
δυνάμεις που υπάρχουν γύρω της είναι κτιστές και έχουν λάβει αρχή μέσα στο
χρόνο. Υπάρχει λέει ο άγ. Γρηγόριος, μία άναρχη Πρόνοια η οποία ανήκει στη φύση
του Θεού και είναι έργο Του και υπάρχουν τα έργα της πρόνοιας, που μπορούν να
ονομαστούν πρόνοιες, τα οποία έλαβαν όλα αρχή και είναι γενητής φύσεως17. Το
ίδιο ισχύει και για την θεία πρόγνωση. Ενώ η ίδια ανήκει στο Θεό και είναι
άναρχη και άκτιστη, οι προγνώσεις που υπάρχουν γύρω της και αφορούν εμάς,
έλαβαν όλες αρχή και είναι κτιστές18. Έτσι και με τη θεία θέληση. Ενώ εκείνη
είναι άναρχη και άκτιστη, όλες οι θελήσεις γύρω απ’ αυτήν έλαβαν αρχή και είναι
κτιστές19. Άναρχη και άκτιστη είναι επίσης και η «οντότητα» από την οποία
λαμβάνουν ύπαρξη όλα τα όντα20. Ο Βαρλαάμ δεν τα αποδέχεται όλα αυτά, σύμφωνα
με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, διότι δε δέχεται καμία διαφορά ανάμεσα στην ουσία
και στην ενέργεια του Θεού21.
2.4.3.3 Η αναλογία του ήλιου και της
ακτίνας, ως απόδειξη ότι η διάκριση ανάμεσα στην ουσία και στην ενέργεια δεν
επιφέρει οποιαδήποτε σύνθεση μέσα στο Θεό.
Όλοι οι
Πατέρες συμφωνούν ότι η άκτιστη αγαθότητα και η άναρχη ζωή δεν είναι η ουσία
του Θεού22, αλλά ανήκουν σε όσα βρίσκονται γύρω από την ουσία23. Γι’ αυτό από
κοινού όλοι υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατό να βρεθεί για την άκτιστη Τριάδα
κάποιο όνομα που να δηλώνει τη φύση της24 και ότι τα ονόματα δηλώνουν τις
ενέργειές της25. Διότι η λέξη «θεότητα» είναι δηλωτική ενέργειας, δηλαδή δηλώνει
το θέειν (το ότι τρέχει) ή το θεᾶσθαι (το ότι βλέπει) ή το αἴθειν (το ότι λάμπει)
ή την αυτοθέωση26. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, το υπερώνυμο δεν είναι
το ίδιο με το ονομαζόμενο27. Ακόμη και η λέξη «ουσία» είναι δηλωτική κάποιας
δυνάμεως του Θεού, κατά το Διονύσιο Αρεοπαγίτη28. Όπως επίσης και η απλότητα
του Θεού, δεν είναι ουσία αλλά ενέργεια29. Όλα αυτά, λέει ο άγ. Γρηγόριος
Παλαμάς, δεν εμποδίζουν καθόλου να σεβόμαστε ένα Θεό και μία θεότητα, όπως
μπορούμε να καταλάβουμε και από την αναλογία του ήλιου και της ακτίνας: «τὰ
τοιαῦτα Θεὸν ἕνα σέβειν καὶ θεότητα μίαν οὐδαμῶς προσίσταται, ἐπεὶ μηδ᾿ ἥλιον ἕνα
καὶ φῶς ἕν αὐτοῦ νομίζειν, τὸ καὶ τὴν ἀκτῖνα ἥλιον καλεῖσθαι»30. Το γεγονός ότι
ονομάζεται και η ακτίνα ήλιος δε μας εμποδίζει να δεχόμαστε ότι είναι ένας ο
ήλιος και ένα το φως αυτού. Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν πολλές ακτίνες, οι
οποίες ονομάζονται κι αυτές ήλιος, ωστόσο συνεχίζει να παραμένει ένας ο ήλιος και
ένα το φως του. Συγκρίνοντας τον ήλιο με τη θεότητα, αν θεωρήσουμε ότι στη θεία
ενέργεια αναλογεί η ηλιακή ακτίνα και στη θεία ουσία αναλογεί ο ήλιος, τότε μπορούμε
να καταλάβουμε πως παρά το γεγονός ότι η ενέργεια του Θεού ονομάζεται θεία όπως
και η ουσία του Θεού, ωστόσο δεν υπάρχει οποιαδήποτε σύνθεση μέσα στο Θεό, αλλά
συνεχίζει να παραμένει απλούς και ασύνθετος31. Εάν, ωστόσο, κάποιος ισχυριστεί
ότι ο όρος ουσία σημαίνει «τὸ μοναχῶς καὶ ἑνιαίως ἔχον ἐν ἑαυτῷ πάσας τὰς
δυνάμεις ταύτας»32, με σκοπό να αποδείξει ότι μόνο η θεία ουσία είναι άναρχη
και άκτιστη, τότε πρέπει να σκεφτεί γιατί ο θεός μιλώντας στο Μωυσή, δεν είπε,
«ἐγώ εἰμι ἡ οὐσία», αλλά «ἐγώ εἰμι ὁ ὤν»33. Διότι «οὐ γὰρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν, ἀλλ’
ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία˙ αὐτὸς γὰρ ὁ ὢν ὅλον ἐν ἑαυτῷ συνείληφε τὸ εἶναι»34.
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η ουσία του Θεού προέρχεται από την
προσωπική του ύπαρξη και όχι αντίστροφα· επίσης, η προσωπική προσφώνηση «ὁ ὤν»
εκφράζει πιο καθολικά το είναι του Θεού απ’ ό,τι η ουσία του. Αυτό, ωστόσο, λέγεται
για να αποδειχθεί εσφαλμένη η άποψη ότι μόνο η θεία ουσία είναι άναρχη και
άκτιστη. Πράγματι, εάν ισχυριζόμαστε ότι μόνο η θεία ουσία πρέπει να θεωρείται
άναρχη και άκτιστη, επειδή εμπεριέχει με τρόπο ενιαίο και μοναδικό όλες τις
δυνάμεις του Θεού, τότε θα είναι πιο σωστό να πούμε ότι μόνο η προσωπική ύπαρξη
του Θεού είναι άναρχη και άκτιστη, επειδή εκφράζει πιο καθολικά το είναι του
Θεού και από εκείνη προέρχεται η θεία ουσία. Η προσωπική ύπαρξη του Θεού
προηγείται της ουσίας Του, όχι για να δώσει βάσεις στις υπαρξιστικές θεωρίες
περί προσώπου, αλλά για να γνωρίσουμε ότι ο Θεός είναι πέρα από κάθε κτιστό
τρόπο σκέψης και κατανόησης35. Γι’ αυτό, σε άλλο σημείο τονίζει, ότι η ουσία «οὐδαμόθεν
ἔχει τὸ εἶναι, ἀλλ’ αὐτή ἐστι τὸ εἶναι»36. Η υπεροχή του προσώπου έναντι της
ουσίας επί του Θεού φανερώνει, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ότι ο Θεός
υπέρκειται τόσο των ακτίστων ενεργειών του, όσο και της υπερούσιας ουσίας του37.
Η υπεροχή της προσωπικής υπάρξεως του Θεού έναντι της ουσίας και των ενεργειών
του δε δίνει έτσι βάσεις για την ανάπτυξη υπαρξιστικών ή περσοναλιστικών
θεωριών περί Θεού, αλλά πολύ περισσότερο δηλώνει ότι ο Θεός είναι πέρα από κάθε
κτιστή έννοια ενέργειας, ουσίας ή ακόμη και προσώπου, διαφυλάσσοντας έτσι το
δόγμα της απουσίας38.
(Συνεχίζεται)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ Ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β΄, 70, ό.π.,
σελ. 143, «τὴν σὴν ἀποποιησόμεθα προσθήκην, ὡς τοῖς φυσικῶς διοικουμένοις τὰ ὑπερφυῆ
συντάττουσαν».
2. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β 71, ό.π., σελ. 143.
3. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β 76, ό.π., σελ. 147, «Σαφῶς τοιγαροῦν μιγνύουσι τά ἄμικτα˙
τοῖς ὑπέρ χρόνον τά ὑπό χρόνον, τοῖς ὑπέρ αἰτίαν τά δι᾿ αἰτίαν».
4. Η αναλογία
ανάμεσα στο Είναι του Θεού και στο είναι των όντων θεωρήθηκε, στα πλαίσια της σχολαστικής
θεολογίας, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του τρόπου επαφής και συσχετισμού
του ακτίστου με το κτιστό. Σύμφωνα με τον π. Ι. ΡΩΜΑΝΙΔΗ, Τὸ Προπατορικὸν Ἁμάρτημα,
εκδ. Δόμος, Ἀθήνα 2001, σελ. 43, 51, οι σχολαστικοί θεολόγοι της Δύσης,
αδυνατούσαν να κατανοήσουν πώς ήταν δυνατό να υπάρχουν οι ιδέες των όντων μέσα
στο νου του Θεού, χωρίς την παρουσία κάποιας αναλογίας ανάμεσα στο είναι αυτών
των ιδεών και στο Είναι του Θεού. Ο ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ, επί παραδείγματι, θεωρούσε
πως η θεία ουσία διαμέσου της οποίας νοεί ο θείος νους, είναι επαρκής ομοίωση
όλων των όντων, όσων υπάρχουν αλλά και όσων υπάρχει η πιθανότητα να υπάρξουν,
όχι μόνο ως προς τις κοινές τους αρχές αλλά και σύμφωνα με τις ιδιαίτερες αρχές
της ατομικότητας του κάθε ενός από αυτά. Βλ. Summa Theologica IΙ, 14, 12, ό.π., σελ. 256. Στην
ανατολική παράδοση, ωστόσο, αυτές οι θεωρίες αποφεύγονται εξαιτίας του
συσχετισμού των λόγων των όντων με τη βούληση και όχι με την ουσία του Θεού.
Υπάρχει, όμως, πραγματική διαφορά ανάμεσα στη θεία ουσία και στη θεία βούληση;
Εάν όχι, είναι αναπόφευκτο να υποπέσουμε στις ίδιες θεωρίες με τους Λατίνους,
σχετικά με την ύπαρξη αναλογίας ανάμεσα στο Είναι του Θεού και στο είναι των
όντων. Σύμφωνα με τον ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, «η αναλογική γνώση είναι δυνατόν να αναπτυχθεί
στην περίπτωση που θεωρήσουμε ότι ανάμεσα στην ουσία του Θεού και στις
ενέργειές της υπάρχει σύγχυση και όχι διάκριση. Μία τέτοια εκδοχή παρατηρείται
στη σχολαστική θεολογία του Χριστιανισμού της Δύσης. Σύμφωνα με τον Thomas de Aquino υπάρχουν δύο ειδών θείες ενέργειες, η
άκτιστη και η κτιστή (Summa
Theologica, I, 22, 3 και ΙΙ, 91, 1-2). Η άκτιστη
ταυτίζεται με τη θεία ουσία και έχει ως πραγματικό απείκασμά της τη κτιστή.
Εάν, λοιπόν, γνωρίσουμε την κτιστή ενέργεια, αποκτούμε τις προϋποθέσεις για να
γνωρίσουμε κατ’ αναλογίαν και την άκτιστη, πράγμα που αυτόματα θα οδηγήσει και
στη γνώση της θείας ουσίας» Πρβλ. ΧΡ.ΤΕΡΕΖΗ, Ἡ Θεολογική Γνωσιολογία τῆς Ὀρθόδοξης
Ἀνατολῆς, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1993, σελ. 46-47. Την πραγματικότητα των
διακρίσεων που υπάρχουν μέσα στο Θεό, αποδεικνύει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς
διαμέσου της διακρίσεως ανάμεσα στην ουσία και την ενέργεια του Θεού. Η διάκριση
της θείας ουσίας από τις άκτιστες ενέργειες του Θεού μπορεί έτσι να διαφυλάξει
το δόγμα της απόλυτης διαφορετικότητας του ακτίστου από το κτιστό. Βλ. Σ.
ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, Προλεγόμενα στη Θεολογία τῶν ἀκτίστων ἐνεργειών, εκδ. Τέρτιος,
Κατερίνη 1992, σελ. 72-73.
5. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β’, 69, ό.π., σελ. 141, «ὅτι μὲν γὰρ ἄκτιστός ἐστι
καὶ ἡ τῆς θείας φύσεως ἐνέργεια καὶ ὅτι φυσικὴ καὶ οὐσιώδης λέγεται». Σύμφωνα
με τον π. Ι. ΜΑΓΙΕΝΤΟΡΦ, Ἡ Βυζαντινή Κληρονομιά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εκδ. Ἁρμός,
Αθήνα 1990, σελ. 237, «ἡ διάκριση μεταξύ οὐσίας και ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ (το
κεντρικό σημείο τῆς Παλαμικῆς θεολογίας) δεν εἶναι τίποτ’ ἄλλο παρά ἕνας τρόπος
να λέει κανείς ὅτι ὁ ὑπερβατικός Θεός παραμένει ὑπερβατικός ἀκόμα και ὅταν
κοινωνεῖ με την ἀνθρωπότητα».
6. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β 69, ό.π., σελ. 140-141, «ἡμῖν ἀναπηγάζειν ἐκ τῆς φύσεως
οὐ τὴν φύσιν φησὶ τοῦ Πνεύματος, οὐδὲ τὴν ὑπόστασιν, ἀλλὰ τὴν ἐνέργειαν».
7. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β, 70, ό.π., σελ. 142, «Οὐ μὴν διὰ τοῦτο τοῖς κατὰ φύσιν
τὰ ὑπὲρ φύσιν ὁμοιώσομεν».
8. Περὶ Ἐκπορεύσεως
τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, Λόγος Β 78, ό.π., σελ. 148, «ἐμμορφοῦται ταῖς καρδίαις τῶν
πιστῶν καὶ ἐνοικεῖ καὶ ὁρᾶται δι᾿ αὐτοῦ».
9. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,4, ό.π., σελ. 659, «Ἀλλ᾿ οὗτος ὁ καινὸς θεολόγος, οὐκ οἶδ᾿
ὅθεν μυηθείς, «ἕν», φησί, «μόνον ἄναρχον καὶ ἀτελεύτητον, ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ˙ τὰ
δὲ παρὰ ταύτην πάντα γενητῆς ἐστι φύσεως». Ο Ν. ΓΡΗΓΟΡΑΣ, Ἀντιρρητικά Ι 1, 8,
11: 189, 12-13, και Ι 1, 8, 12: 189, 16-19, επίσης, απέρριπτε τη διάκριση
ουσίας και ενέργειας στο Θεό, εξαιτίας της αδυναμίας του να υπαγάγει την έννοια
της θείας ενέργειας στο βασικό αριστοτελικό σχήμα της διάκρισης ανάμεσα στην
ουσία και το συμβεβηκός. Υποστήριζε δηλαδή, ότι αν η ενέργεια δεν είναι
ταυτόσημη με την ουσία, τότε είναι συμβεβηκός, γι’ αυτό και ο Θεός καθίσταται σύνθετος.
10. Πράγματι,
η διάκριση ουσίας και ενεργειών στο Θεό στηρίζεται σε μία χορεία προγενέστερων πατέρων.
Βλ. ενδεικτικά Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Περί τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 17, PG 25, 125AB.
Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Κατά Εὐνομίου 1,12, PG 29, 540A. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ
Θεολογικός δεύτερος 19, PG 36, 52B. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Πρός Εὐνόμιον 1, PG
45, 384D, ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως 1,8 PG
94, 812B.
11. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,4, ό.π., σελ. 659, «Οὐκ ἄρα ἕν μόνον ἄναρχον, ἡ οὐσία τοῦ
Θεοῦ˙ καὶ γὰρ καὶ τὰ περὶ αὐτὴν ἀφοριζόμενα πάντα ἄναρχά ἐστιν, οἷον αἱ ὑποστάσεις,
αἱ σχέσεις, αἱ διακρίσεις καὶ ἁπλῶς αἱ τῆς ὑπερουσίου θεογονίας ἐκφάνσεις ἅπασαι».
Όπως σημειώνει ο Γ. ΜΑΡΤΖΕΛΟΣ, Οὐσία καὶ Ἐνέργειαι τοῦ Θεοῦ κατὰ τὸν Μέγαν Βασίλειον,
ό.π., σελ. 17, η διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού δεν είναι δυνατό
να αναζητηθεί εκτός των προϋποθέσεων της βιβλικής παραδόσεως. Οπουδήποτε απαντά
στην ελληνική φιλοσοφία μία παρόμοια διάκριση, έχει εντελώς διαφορετική
σημασία. Ιδιάζουσα, ωστόσο είναι η περίπτωση του ΦΙΛΩΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΑ, ο οποίος
διακρίνει σαφώς μεταξύ της αγενήτου και απροσίτου ουσίας του Θεού και στις
δυνάμεις του, διαμέσου των οποίων επικοινωνεί με τον κτιστό κόσμο. Παρά την
προσπάθειά του να ερμηνεύσει φιλοσοφικά τη βιβλική παράδοση, η συγκεκριμένη
παραδοχή είναι καθαρώς βιβλική, γι’ αυτό και δε συμβαδίζει με τις θεωρίες των
φιλοσόφων. Ακόμη και στο νεοπλατωνισμό, η ενέργεια δε νοείται ως έκφραση της
ελεύθερης βούλησης του Θεού, αλλά ως φυσική καιαναγκαστική έκφανση της ουσίας
του Ενός ή του Νου, εξυπηρετώντας έτσι τη διαδικασία της απορροής (βλ.
ΠΛΩΤΙΝΟΣ, Ἐννεάδες 5,1,6). Κατ’ αυτό τον τρόπο μάλλον ταυτίζεται με την ουσία παρά
διακρίνεται από αυτήν. Πρβλ. Ι. ΚΑΡΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ, Ἡ περὶ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου
διδασκαλία Φίλωνος τοῦ Ἀλεξανδρέως, Θεολογία 37 (1966), σελ. 76.
12. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,5, ό.π., σελ. 660.
13. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,5, ό.π., σελ. 660, «Μία δὲ ἄναρχος οὐσία, ἡ οὐσία τοῦ
Θεοῦ˙ τῶν γὰρ ἐν αὐτῇ τοιούτων δυνάμεων οὐδεμία ἐστὶν οὐσία˙ πᾶσαι δ᾿ ἐξ ἀνάγκης
ἔνεισιν ἀεί τῇ οὐσίᾳ τοῦ Θεοῦ». Τελευταία, ο D. BRADSHAW, Aristotle East and West: Metaphysics and the Division of the Christendom, Cambridge University Press, Cambridge 2004, συνέγραψε ένα εμπεριστατωμένο έργο,
μέσα από το οποίο επιχειρεί να αποδείξει ότι η διάκριση ανάμεσα στους όρους
ουσία και ενέργεια πρωτοεμφανίζεται στον Αριστοτέλη. Διαμέσου του Πλωτίνου και
των διαδόχων του πέρασε στους Καππαδόκες, στο Διονύσιο Αρεοπαγίτη και τέλος
στον αγ. Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος την περιορίζει και την εμπλουτίζει με
τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρείται απαραίτητη για την πορεία του ανθρώπου προς τη
θέωση. Σ’ αυτή την προοπτική, η διάκριση ανάμεσα στη θεία ουσία και στις θείες ενέργειες,
κληρονομείται από το Γρηγόριο Παλαμά και αναπτύσσεται ακόμη περαιτέρω,
ιδιαίτερα σε σχέση με τη θέωση διαμέσου του ακτίστου φωτός.
14. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,5, ό.π., σελ. 660.
15. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,5, ό.π., σελ. 660, «τοῦτό ἐστι τὸ φανερόν καὶ ἀσφαλές καὶ
ἀνωμολογημένον δόγμα τῆς Ἐκκλησίας». Η διάκριση ουσίας-ενεργειών του Θεού είναι
γνωστή από την εποχή των Απολογητών. Πρώτος ο ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ διακρίνει ρητώς την
ουσία από τις ενέργειες του Θεού (Περὶ Ἀναστάσεως νεκρῶν 1, PG 6,976A).
Περισσότερο αναπτυγμένη η διάκριση αυτή παρουσιάζεται στον ΕΙΡΗΝΑΙΟ, με σκοπό
την ανασκευή της διδασκαλίας των Γνωστικών (Ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου
γνώσεως, 3, 24 και 5, PG 966A-967B, 1232Β: «Θέλησις καὶ ἐνέργεια Θεοῦ ἐστιν ἡ
παντὸς χρόνου καὶ τόπου καὶ αἰῶνος καὶ πάσης φύσεως ποιητική τε καὶ προνοητικὴ
αἰτία»). Ο ΚΛΗΜΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΑΣ, ωστόσο, θεωρεί ότι ο «γνωστικός χριστιανός»
μπορεί να γνωρίσει όχι μόνο την ενέργεια αλλά και την ουσία του Θεού (Στρωματεῖς
5, 10, PG 9, 101A). Ο ΩΡΙΓΕΝΗΣ, όχι μόνο δέχεται το δυνατόν της γνώσεως της
θείας ουσίας, αλλά εισηγείται επιπλέον και τη διδασκαλία περί του Θεού ως
αιωνίου δημιουργού, θεωρώντας τη δημιουργία του κόσμου σα μία εσωτερική
αναγκαιότητα της θείας ουσίας (Περὶ Ἀρχῶν 3,5,3, PG 11, 327B). Ο Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
είναι ο πρώτος ο οποίος ανέπτυξε με τέτοιο τρόπο τη διάκριση ανάμεσα στην ουσία
και την ενέργεια του Θεού, ώστε να διακρίνεται σαφώς η ουσία των προσώπων της
Αγ. Τριάδας από την ουσία των κτισμάτων και να διασφαλίζεται έτσι το «ομοούσιο»
των θείων προσώπων (Κατὰ Ἀρειανῶν 3, 61-64, PG 26, 452A-460B, Περὶ ἐνανθρωπήσεως
τοῦ Λόγου 17, PG 25, 125AB). Βλ. Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, The Concept of
Creation in Saint Athanasius, Studia Patristica 6, Berlin 1952, σελ. 50.
16. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,5, ό.π., σελ. 660.
17. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,6, ό.π., σελ. 661, «οὐ δυνάμεις μόνον, ἅς καὶ φυσικὰς ἐνεργεία
εὑρήσεις πολλαχοῦ τοῖς ἁγίοις πατράσι καλουμένας, ἀλλά καί ἔργα τοῦ Θεοῦ ἄναρχα».
18. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,5, ό.π., σελ. 661, «Μία τοιγαροῦν πρόνοια ἄναρχος, ἡ τοῦ
Θεοῦ, ἔργον οὖσα τοῦ Θεοῦ, αἱ δὲ παρὰ ταύτην πρόνοιαι, γενητῆς εἰσι φύσεως»
19. Οι
κτιστές πρόνοιες είναι οι πρόνοιες οι οποίες υπάρχουν στα κτιστά όντα. Δεν
αποτελούν κτιστά αντίγραφα του άκτιστου προτύπου της πρόνοιας, που υπάρχει μέσα
στο νου του Θεού. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, «οὐδέν γάρ τῶν ἐπ᾿ αὐτοῦ
λεγομένων οὕτως ἔχει ὥσπερ ἐφ᾿ ἑκάστου τῶν παρ᾿ ἡμῖν, οὐχ ὅπως τῶν αἰσθητῶν ἀλλ᾿
οὐδέ τῶν νοητῶν» (Α΄ πρός Βαρλαάμ, 27, ό.π, σελ. 240). Οι κτιστές πρόνοιες μόνο
ως εικόνες των λόγων τους μπορούν να κατανοηθούν, παραπέμποντας εικονιστικά στο
πρωτότυπό τους. Αντίθετα, στη σχολαστική θεολογία, η μη διάκριση ανάμεσα στη θεία
ουσία και στις άκτιστες ενέργειες, οδηγεί στη διδασκαλία περί «κτιστής
χάριτος», ούτως ώστε να αποφευχθεί η ταύτιση κτιστού και ακτίστου. Κατ’ αυτό
τον τρόπο, η προνοητική ενέργεια του Θεού διακρίνεται σε δύο: (1) στην πρόνοια
η οποία είναι της θείας ουσίας και (2) στην εκτελεστική πρόνοια, η οποία είναι
κτιστή (βλ. Θ. ΑΚΙΝΑΤΗ, Summa Theologica I ,22,3), όπως π.χ. ο φυσικός νόμος, ο
οποίος είναι αντιγραφή του αιωνίου νόμου, που υπάρχει μέσα στη άκτιστη ουσία
του Θεού. Η διάκριση κτιστού και ακτίστου η οποία επιτυγχάνεται μ’ αυτή τη
θεωρία είναι διανοητική και εντελώς φαινομενική, διότι στηρίζεται στην ύπαρξη
αιωνίων αρχετύπων-ιδεών των όντων μέσα στο θείο νου. Όπως αναφέρει και ο π. Ι.
ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, Ρωμαῖοι ἢ Ρωμηοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ό.π., σελ. 130-131, «ἡ περὶ ἀρχετύπων
εἰδῶν ἐν τῶ νοΐ τοῦ Θεοῦ διδασκαλία τῶν μὴ νομιναλιστῶν φραγκολατίνων, ἥτις
καταργεῖ οὐσιαστικῶς τὴν θείαν ἐλευθερίαν, εἶναι ἡ ὅλη γνωσιολογικὴ βάσις τῆς λεγόμενης
Σχολαστικῆς θεολογικῆς καὶ φιλοσοφικῆς παραδόσεως, καθ’ ἥν πιστεύεται ὅτι ὑπάρχει
μία ἀναλογία τοῦ ὄντος καὶ τῆς πίστεως μεταξὺ τῶν κτιστῶν οὐσιῶν καὶ τῶν ἐν τῶ
Θεῶ ἀκτίστων ἀρχετύπων εἰδῶν ἤ ἰδεῶν ἤ λόγων καὶ ὡς ἐκ τούτου δύναταί τις νὰ ἐξιχνιάση
τὰ περὶ τῆς θείας οὐσίας διὰ τῆς διεισδύσεως μέσω τοῦ ἀνθρωπίνου λόγου εἰς τὴν
οὐσίαν καὶ τὴν καθ’ ὅλου ἔννοιαν τῶν ὄντων. Ἀκριβῶς διὰ τὸν λόγον αὐτὸν ἐπιστεύετο
ἀφελῶς ὑπὸ τῶν φραγκολατίνων ὅτι ἡ περὶ Θεοῦ καὶ κόσμου ἀλήθεια εἶναι μία ἑνιαία
ἑνότης, ἥτις ἀνήκει εἰς ἕν ἑνιαῖον σύστημα ἀληθείας».
20. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,5, ό.π., σελ. 661, «παντὸς ὄντος προηγεῖται ἡ ὀντότις, πρῶτον
γάρ ἐστιν».
21. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,9, ό.π., σελ. 664.
22. Πρβλ. Γ. ΦΛΟΡΟΦΣΚΥ, St. Gregory
Palamas and the Tradition of the Fathers, GOThR 5:2 (Wint. 1959-1960), σελ. 128.
23. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,9, ό.π., σελ. 664, «οὐ γὰρ ἐκ τῶν κατ’ αὐτόν, ἀλλ’ ἐκ τῶν περὶ αὐτὸν τὰ τοιαῦτα πάντ’ ἔστιν».
24. Πρβλ.
T. DAMIAN, A Few Considerations on the Uncreated Energies in St. Gregory
Palamas’ Theology and his Continuity with the Patristic Tradition, PBR,
15:1,2,3 (1996-97), σελ.
110.
25. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,10, ό.π., σελ. 664, «ἐπὶ τῆς ἀκτίστου φασὶ Τριάδος οὐκ ἔστιν εὑρεῖν ὄνομα τῆς φύσεως δηλωτικόν, τῶν δὲ ἐνεργειῶν ἐστι τὰ ὀνόματα».
26. Πρβλ.
ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων 11, 6, PG 3, 956 a.
27. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, 3,2,10, ό.π., σελ. 665.
28. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περὶ θείων ὀνομάτων 2,7, PG 3, 645 a.
29. ΑΓ.
ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ θείων ἐνεργειῶν, 21, ό.π., σελ. 112.
30. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,10, ό.π., σελ. 665.
31. Η
παραδοχή μίας μόνο αρχής (δηλαδή της άκτιστης ουσίας) στο Θεό, με σκοπό να
διαφυλαχθεί η θεία απλότητα, εισάγει μία κτιστή κατανόηση της απλότητας του
θείου Είναι, που καταργεί με την αντιφατικότητά της όχι μόνο το άκτιστο, αλλά
και το κτιστό. Διότι προκειμένου να επιτευχθεί αυτού του είδους η απλότητα,
είναι αναγκαίο να θυσιαστεί η φυσική τάξη των πραγμάτων, όχι αφαιρετικά, ούτε
καθ’ υπέρβασιν, παρά μόνο διαμέσου μίας διανοητικής πράξης αποκοπής και διαχωρισμού
της ουσίας από τις ουσιώδεις ενέργειές της. Κάθε διανοητική προσθαφαίρεση στοιχείων
από το είναι του κτιστού, στην προσπάθεια να κατανοήσουμε αναλογικά το φύση του
ακτίστου, μας απομακρύνει από την καθ’ αυτό πραγματικότητα και μας οδηγεί σε
θεωρίες ψευδείς και ανυπόστατες. Το απρόσιτο της ουσίας του Θεού διαφυλάσσει
την απόλυτη υπερβατικότητα του Θεού, και η διάκριση από τις άκτιστες ενέργειες
ερμηνεύει την οικονομία του Θεού στον κόσμο και τον άνθρωπο. Bλ. D. COFFEY,
The Palamite Doctrine of God: A New Perspective, SVThQ, v. 32, σελ 331.
32. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,12, ό.π., σελ. 666.
33. Εξ. 3,
14.
34. Ὑπὲρ τῶν ἱερῶς
ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,2,12, ό.π., σελ. 666.
35. Σύμφωνα
με τον καθηγητή κ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας, ό.π., σελ. 595, η
ύπαρξη του Θεού είναι πέρα από κάθε όνομα, καθόσον υπερβαίνει κάθε κτιστή κατηγορία
ή έννοια. Εντελώς άκυρο κρίνουμε τον ισχυρισμό του Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΗ, ότι ο Παλαμάς
δανείζεται έννοιες από το νεοπλατωνισμό, δημιουργώντας μία κλίμακα κατηγοριών
του όντος από τον ίδιο το Θεό, το Θεό καθεαυτόν στην ουσία του, το Θεό σαν
άκτιστες ενέργειες, το Θεό στη Δημιουργία ή στις κτιστές θείες ενέργειες. Βλ.
Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΗ, Οράματα και Πράγματα, Αθήνα 1991, σελ. 37-39, ΒΛ. Σ. ΑΓΟΥΡΙΔΗ,
Μποροῦν τὰ πρόσωπα τῆς Τριάδας νὰ δώσουν τὴ βάση γιὰ Περσοναλιστικές ἀπόψεις
περὶ τοῦ ἀνθρώπου; Σύναξη, 33 (1990), σελ. 68.
36. Περὶ
θείων ἐνεργειῶν, 38, ό.π., σελ. 124.
37. Περὶ
θείων ἐνεργειῶν, 30-31, ό.π., σελ. 118.
38. Η θεωρία
του J. MEYENDORFF, Ὁ ἅγ. Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ ἡ Ὀρθόδοξη μυστικὴ παράδοση,
ό.π., σελ. 157-158 κατά την οποία «ἡ ὀντολογική φιλοσοφία ἦταν ἐκείνη που
έφερνε σε ἀντίθεση τόν Παλαμᾶ με τούς ἀντιπάλους του» αποτελεί αναχρονισμό,
μεταφορά δηλαδή ενός σύγχρονου φιλοσοφικού προβληματισμού σε μία εποχή που
αυτός δεν είχε καμία απολύτως ισχύ. Με βάση τον αναχρονισμό αυτό ο J.
MEYENDORFF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Γρηγόριος Παλαμάς «στήν ὀντολογική αὐτή
φιλοσοφία ἀντέτασσε ἕνα ὑπαρξιακό περσοναλισμό, ἐφαρμόζοντας κυρίως τήν ἰδέα τῆς
θείας ἁπλότητας ὄχι στήν οὐσία, ἀλλά στήν προσωπική ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ πού ἐκδηλώνεται
ταυτόχρονα μέσα στήν οὐσία καί μέσα στίς ἐλεύθερες πράξεις - ἤ ἐνέργειες τοῦ
Θεοῦ. Ἔτσι, ἡ πρωτοτυπία τοῦ παλαμισμοῦ σέ σχέση μέ τήν ὀντολογική ἀντίληψη τοῦ
Θεοῦ δέν συνίσταται στό νά προσθέτεις στό θεῖο Ὄν μιά ξένη πραγματικότητα (τις ἐνέργειες)
ἀλλά στό νά σκέπτεσαι τόν ἴδιο τό Θεό μέ τρόπο ὑπαρξιακό, διατηρώντας ἐντελῶς
τήν ἀπόλυτη υπερβατικότητά του». Οι όροι: οντολογία, υπαρξισμός, περσοναλισμός,
αφορούν σύγχρονες σχολές σκέψης, στις οποίες δεν είναι δυνατό να ενταχθεί η
πατερική θεολογία. Κάθε φορά που επιχειρείται αυτό, το αποτέλεσμα είναι να μειώνεται
η θεολογία σε φιλοσοφική σκέψη, υπηρετώντας έτσι τους διανοητικούς στόχους της ανθρώπινης
νοησιαρχίας, και όχι το έργο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Φρονούμε ότι
στο ίδιο ακριβώς σφάλμα περιπίπτει και ο Σ. ΓΙΑΓΚΑΖΟΓΛΟΥ, Προλεγόμενα στη
Θεολογία τῶν ἀκτίστων ἐνεργειών, ό.π., σελ. 104, υποστηρίζοντας ότι «οἱ κοινὲς ἐνέργειες
τῆς οὐσίας, ὡς ἑνυπόστατες, εἶναι καὶ ὀντολογικὲς κατηγορίες τῶν Προσώπων». Σε
αντίθεση με τις ερμηνείες αυτές, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς τονίζει την υπεροχή
της προσωπικής υπάρξεως του Θεού έναντι της ουσίας και των ενεργειών του, για
να αποδείξει ότι όλες οι ανθρώπινες κατηγορίες και οι κτιστοί τρόποι σκέψης δεν
είναι δυνατό να εφαρμοστούν κυριολεκτικά επί του Θεού, και ότι από τα κτιστά
δεν είναι δυνατό να γνωσθούν ή να οριστούν τα άκτιστα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου