Ο ΦΙΧΤΕ, Ο ΣΛΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΟ «ΑΠΕΙΡΟ» ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ
Η μέχρι και σήμερα καθοριστική ερμηνεία τού Πλάτωνα απ’ τον Σλέγκελ στηρίζεται στον κύκλο ιδεών τής συνειδησιακής και μορφωτικής ιστορίας τού σύγχρονου υποκειμένου. Η γένεσή της αυτή (Genesis) εξηγεί και την επιτυχία της σ’ ένα καθρεφτιζόμενο με ευχαρίστηση στον Πλάτωνα ‘μοντέρνο’ πνεύμα, αποδεικνύοντάς την όμως ιστορικά ανεπαρκή. Θα υποστηριχθή λοιπόν με επιχειρήματα η σύγχρονη αλλαγή από ένα ρομαντικό σε ένα μετα-ρομαντικό πλατωνικό ‘παράδειγμα’ (Paradigma).
Η μέχρι και σήμερα καθοριστική ερμηνεία τού Πλάτωνα απ’ τον Σλέγκελ στηρίζεται στον κύκλο ιδεών τής συνειδησιακής και μορφωτικής ιστορίας τού σύγχρονου υποκειμένου. Η γένεσή της αυτή (Genesis) εξηγεί και την επιτυχία της σ’ ένα καθρεφτιζόμενο με ευχαρίστηση στον Πλάτωνα ‘μοντέρνο’ πνεύμα, αποδεικνύοντάς την όμως ιστορικά ανεπαρκή. Θα υποστηριχθή λοιπόν με επιχειρήματα η σύγχρονη αλλαγή από ένα ρομαντικό σε ένα μετα-ρομαντικό πλατωνικό ‘παράδειγμα’ (Paradigma).
………………..
Από τότε που το πρότεινε ο Giovanni Reale (“Per una nuova interpretazione di Platone: Rilletura della matafisica dei grandi dialoghi alla luce delle ‘Dottrine non scritte’”, 5η έκδ. 1987…), διακρίνουμε σκόπιμα τρία ‘παραδείγματα’ στην ιστορία τής πλατωνικής έρευνας, καθοδηγητικές εικόνες τής ‘κανονικής επιστήμης’ με την έννοια τού Thomas Kuhn, που ξεχωρίζουν σχετικά καλώς στην αλληλοδιαδοχή τους το ένα απ’ το άλλο: το νεοπλατωνικό, αλληγορικό και συστηματοποιητικό, που φτάνει μέχρι τη σύγχρονη εποχή· το «ρομαντικό», που αντικαθιστά το προηγούμενο, θεμελιώνεται απ’ τον F. Schlegel και τον F.E.D. Schleiermacher γύρω στα 1800, και καθορίζει εξίσου την ιστορία, τη φιλολογία και τη φιλοσοφία μέχρι και πρότινος· και τελευταίο αυτό που βλέπει να αλληλοσυμπληρώνονται και να ολοκληρώνονται αναμεταξύ τους η λογοτεχνική (γραπτή…) και η έμμεση (προφορική…) πλατωνική παράδοση, αναιρώντας εν μέρει θετικά και τροποποιώντας εν μέρει με μιαν προοπτική «αλλαγή τής μορφής» (Kuhn) το δεύτερο. Το καινούργιο ερευνητικό πρόγραμμα εγκαταστάθηκε εν όψει ενός πλεονάσματος ανωμαλιών (Anomalien) του παλαιοτέρου, που άφηνε ανερμήνευτα ή έπρεπε να παρερμηνεύση βίαια ορισμένα κεντρικά ‘συμπλέγματα’ της παράδοσης, τη στιγμή που το καινούργιο υπόσχεται την προοδευτική αποπεράτωση των ερμηνευτικών ελλειμμάτων. Μπόρεσε δε να εμφανισθή επίσης ως συναγωνιστικό, καθώς το παλαιότερο πρόγραμμα είχε αρχίσει να είναι πλέον αναγνωρίσιμα στάσιμο και να έχη εξαντλήσει την ερμηνευτική του (σύμφωνα με τη ‘Μετα-θεωρία’ τού I. Lakatos) δυνατότητα, εφ’ όσον οι ερμηνευτικοί στόχοι-αποκρυπτογραφήσεις τού φιλοσοφικού περιεχομένου τών πλατωνικών διαλόγων δεν είχαν, με τη μορφολογική ανάλυση (Schleiermacher) και την αξιοποίηση της σχετικής χρονολογίας τών κειμένων για την εσωτερική ιστορία τής φιλοσοφικής σκέψης (Schlegel), όπως ελπιζόταν, επιτευχθή.
Μ’ αυτόν τον ‘συναγωνισμό’ ανάμεσα στα δυό ‘παραδείγματα’, αντικαταστάθηκε η περίοδος της ‘κανονικής’ επιστήμης στην πλατωνική έρευνα από μιαν κατάσταση ‘εξαιρετικής’ επιστήμης (Kuhn), η οποία και μπορεί να περατωθή – αν επικρατήση γενικά το καινούργιο παράδειγμα – με μιαν ‘επιστημονική επανάσταση’. Η απόφαση θα παρθή ανάλογα με το μέτρο τών ερμηνευτικών επιδόσεων, απ’ το αν θα λύνη δηλ. πράγματι ιστορικά κατά ‘καλύτερον’ τρόπο τα προβλήματα το καινούργιο απ’ ό,τι το παλαιότερο πρόγραμμα, αλλά και ανάλογα με το αν αντέχουν απέναντι σε μιαν ιδεολογικο-κριτική και επιστημονικο-ιστορική σκέψη, διατηρώντας τη δύναμη τής πειθούς τους οι μεθοδικές προϋποθέσεις αμφότερων των θεωριών. Η αντιπαράθεση επιπλέον ανάμεσα στους φιλοσοφικούς εκπροσώπους και των δύο προγραμμάτων, προσέλαβε στην πράξη έναν αυξανόμενον στα τελευταία χρόνια, ‘βασικόν’ και προσανατολισμένο στις προϋποθέσεις και τις ‘αρχικές’ παραδοχές χαρακτήρα, όπου ανήκει επίσης και η σκέψη για μιαν αλλαγή τού παραδείγματος. Κι ενώ διεκδικούν συχνά μιαν ιστορική ‘Πύρρειο νίκη’ απέναντι στους ‘ανταγωνιστές’ τους οι εκπρόσωποι του ρομαντικού παραδείγματος, που θά ’πρεπε να μείνη βέβαια χωρίς συνέπειες από τη συστηματική άποψη, παραπέμπουν στην ιστορική εξάρτηση τής ρομαντικής περί Πλάτωνος εικόνας όσοι υποστηρίζουν τη νέα πρόταση, και δείχνουν παραδειγματικά, ότι τίθεται εντελώς συγκεκριμένα, και γι’ αυτό ‘μη επαναλαμβανόμενο’ απ’ την πλευρά τής (σύγχρονης…) φιλοσοφικο-πνευματικής ιστορίας, το δόγμα (Dogma) για την αυτάρκεια (Autarkie) του πλατωνικού λογοτεχνικού διαλόγου: η ‘αποκλειστική’ θεωρία τού Schleiermacher ριζώνει στο πρώιμο ρομαντικό ‘πρόγραμμα’ τού συνδυασμού φιλοσοφίας, θρησκείας και τέχνης, και σε μιαν ταυτιζόμενη ιδιαιτέρως με τη φιλοσοφία και αναβαθμιζόμενη έτσι συμβολική σχέση σκέψης και έκφρασης, περιεχομένου και μορφής, υποκειμενικού και αντικειμενικού, προς το οποίο και συγγενεύει κυρίως, και είναι και πιο γνωστή, η φιλοσοφία τής τέχνης τού Schelling. Η ιστορική λοιπόν στροφή, που θεωρήθηκε ως συστηματική αναδιαμόρφωση του νεοπλατωνικού παραδείγματος σε σύγχρονη πλατωνική ερμηνεία, δεν οδήγησε κατά κανέναν τρόπο σε καθαρό ιστορικισμό σ’ αυτήν την περίπτωση, αλλά ενέπλεξε κατηγορηματικές υποδομές και θεωρητικά ενδιαφέροντα, που ήταν υποχρεωτικά για την εποχή γύρω στα 1800.
Απέναντι σ’ αυτά, έμενε μέχρι τώρα δίχως μια συγκριτική ανάλυση η θεωρητική σύνθεση του Schlegel, παρ’ όλο που υπήρξε πολύ πιο σημαντική για τη φιλοσοφική διαμόρφωση του ρομαντικού παραδείγματος απ’ ό,τι η φιλολογικά περισσότερο σταθμισμένη ‘σύνθεση’ του Schleiermacher. Εξήγησε δηλ., διαφορετικά απ’ ό,τι ο Schleiermacher, λιγότερο την εξωτερική και περισσότερο την εσωτερική μορφή τής πλατωνικής φιλοσοφίας ο Schlegel, ακολουθώντας με συνέπεια και πολλαπλότητα τον ιδιαίτερο φιλοσοφικό της ‘τύπο’ μέχρι και το παρόν. Κάτι που αφορά στον εξελικτικο-γενετικό τρόπο παρατήρησης της φιλοσοφίας τού Πλάτωνα απ’ τη μια, και την υπεροχή του απέναντι στον συστηματικο-θεωρητικό τρόπο, μέχρι και τον πλήρη παραμερισμό τής συστηματικής σκέψης απ’ την πλατωνική έρευνα – και καθόρισε, εξίσου μ’ αυτό, και έναν ανορθολογισμό στη νεώτερη εικόνα τού Πλάτωνα ο Schlegel· αφορά όμως ιδιαιτέρως – σε συνεπή σύνδεση με τη μη-συστηματική (Asytematik) και τον εξελικτισμό - και στην ελάττωση της συστηματοποιητικής επίσης λειτουργίας τής προφορικής διδασκαλίας τού Πλάτωνα και στη γενετική της σχετικοποίηση, που προέρχονται και τα δυό απ’ τον Schlegel.
Θα αναπτύξουμε στα επόμενα, ότι η καθοριστική για την εποχή μας πλατωνική εικόνα τού Schlegel ριζώνει κατά τον ίδιον τρόπο όπως και εκείνη τού Schleiermacher σε ειδικές, σύγχρονες προϋποθέσεις, και γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι και ιστορικά επαρκής. Σ’ αυτό δε ακριβώς υφίσταται κι ένα περαιτέρω, και αποφασιστικό ίσως επιχείρημα στην τρέχουσα περί πλατωνικού «παραδείγματος» συζήτηση. Η καθοδηγητική μάλιστα για τον Schlegel ιδέα τής «άπειρης σκέψης» καθοδηγεί εδώ, εντελώς στοχευμένα, και την κριτική.
Ο Φίχτε επιχείρησε να εξηγήση τη μεταφυσική φιλοσοφία τού Καντ – ‘λεηλατώντας’ τις συστηματοποιητικές τάσεις τού Reinhold και του Maimon και τις κριτικές τού Jacobi και του Schulze-Aenesidemus –, μετασχηματίζοντας σ’ ένα πρωτογενές δεδομένο, την αυτοσυνείδηση, την κεντρική έννοια της μεταφυσικής συναίσθησης, συσχετίζοντας απ’ την άλλη εμμέσως με το ‘αυτοπαθές’ τής αυτοσυνείδησης και το καντιανό ‘πράγμα’. Στον Καντ είχε μείνει εξαιρετικά οπωσδήποτε ασαφής ο ρόλος τής αυτοσυνείδησης, και μαζί μ’ αυτό και η πιθανότητα μιας κριτικά σκεπτόμενης τη δυνατότητα της γνώσης φιλοσοφίας, ενώ είχε επίσης παραγνωρισθή το ότι δεν είναι μια ‘διαλογική σχέση’, αλλά η προϋπόθεση για κάθε ‘διαλογική πράξη’ η αυτοσυνείδηση. Αυτό προσπαθούσε να ‘διορθώση’ η θεωρία (Theorie) περί ‘διανοητικής θέασης’ του Φίχτε (που είναι και ο όρος αυτοσυνείδησης στον Φίχτε και τον Σέλλινγκ), στο οποίο και μπορούσαν να συνεισφέρουν, ως ‘σημεία επαφής’, κάποια απ’ τα κείμενα της διδασκαλίας τού Καντ (τα πρότυπα της αυτοαναφοράς στο intellectus archetypus ή τής αυτοπάθειας μέσα απ’ το εσωτερικό νόημα· καθώς και η νοητικότητα της αυτοθέασης σε συσχετισμό με την κατηγορηματική προσταγή τού ηθικού νόμου, με την οποίαν και φαινόταν να εξασφαλίζεται η ενότητα ταυτόχρονα της λογικής δυνατότητας). Έργο τής φιλοσοφικής επιστημονικής διδασκαλίας είναι η αναλυτική (analytisch), κατά τον Φίχτε, δια της αναμνηστικής (anamnestisch) αναγωγής αναζήτηση της φυσικής συνείδησης, και ο ‘διαφωτισμός’, με τον πρακτικόν αυτο-περιορισμό τού Πρωταρχικού Εγώ δια του Μη-Εγώ, της συνειδησιακής ιστορίας τού Εγώ. H οποία δεν έχει να κάνη με το εμπειρικό (empirisch) Εγώ, αλλά γενετικά και τυπικά με το Εγώ και με τη συνείδηση γενικά. Μας οδηγεί όμως τώρα σε ένα Πρέπει το ηθικό νόημα του αυτοπεριορισμού, το οποίο και παρακινεί σε μιαν ενεργητική αποκατάσταση της ενότητας – ανάμεσα στο Εγώ και τον Κόσμο, το Μη-Εγώ δηλαδή· τη θεωρία και την πράξη· και με άλλες λογικές υπάρξεις –, που μένει ωστόσο ουσιωδώς ανεκπλήρωτη, τον άνθρωπο· και η οποία πρέπει να μείνη ανεκπλήρωτη, για να εγγυηθή πως θα τείνη και θα ενεργή ακατάπαυστα προς το άπειρο η ύπαρξη του ανθρώπου (θέτει δε και το οντολογικό γίγνεσθαι πάνω απ’ το προσδιορισμένο Είναι ο Φίχτε). Το διατυπώνουν όλο αυτό με κάθε σαφήνεια, στηριγμένες στον Καντ, με μιαν ενοποιητική όμως αύξηση της ευδαιμονίας, οι «Παραδόσεις για τον προσδιορισμό τού πολυμαθούς» (“Vorlesungen ȕber die Bestimmung des Gelehrten”) το 1794: «Ανήκει στην έννοια του ανθρώπου, ότι είναι ανέφικτος ο τελικός του σκοπός, κι ότι πρέπει να είναι ατελεύτητος ο δρόμος του προς αυτόν… Τον οποίον όμως μπορεί και πρέπει πάντοτε να πλησιάζη: και γι’ αυτό και τον προσδιορίζει αυτή η άπειρη (δίχως πέρας…) προσέγγιση προς τον σκοπό αληθινά ως άνθρωπο… Είναι η άπειρη τελειοποίηση που τον προσδιορίζει». Εντάσσει δε κατόπιν συστηματικά στο ‘λογικό ιδανικό’ την άπειρη επιδίωξη και την αξίωσή της, συνδέοντάς τα με τη θεωρητική στάση και με τη φιλοσοφία, η «Διδασκαλία τής επιστήμης» (“Wissenschaftslehre”) το 1794. (Το οποίο ‘λογικό ιδανικό’ είναι επίσης κατά τα άλλα γενετικά – εκ της γενέσεώς του… - ιδεατό, το αντιλαμβανόμαστε όμως, διαφορετικά απ’ ό,τι την περιγραφική διανοητική θεώρηση, κανονιστικά – με βάση κάποιους κανόνες… -. Συσχετίζονται δε αυτά τα δυό μεταξύ τους, με το να οδηγή το ιδανικό ‘λογικό Εγώ’ σε πλήρη αυτοσυνείδηση ακόμα κι απέναντι στον Κόσμο το Εγώ τής διανοητικής θεώρησης). Παραλαμβάνει λοιπόν τη δυαλιστική ‘χασμωδία’ τής καντιανής ηθικής φιλοσοφίας και την αναμορφώνει πιο συγκεκριμένα με τη σκέψη του περί ‘κατά προσέγγισιν τελειοποιησιμότητας’ ο Φίχτε.
Έργο τού ανθρώπου είναι πρακτικά η «εκπλήρωση του απείρου», και θεωρητικά η σκέψη (ο διαλογισμός… - Reflexion), που τρέχει επίσης ως προς τη ροπή της στο άπειρο. Πρέπει δε να οδηγή στον αυτο-διαφωτισμό και την αυτο-διαφάνεια, σταθεροποιώντας και ρυθμίζοντας έτσι την πρακτική τάση, (αυτή…) η σκέψη, που δεν μπορεί όμως και να φτάση, όπως άλλωστε και η πράξη, στην ‘τελειότητα’, υποχρεωμένη να ‘σταματήση’ μπροστά σ’ ένα τελικό ‘αδιαπέραστο’ των αντικειμένων της. Κάτι που ισχύει για την προ-φιλοσοφική κατ’ αρχάς σκέψη τής καθημερινότητας, αλλά και για κείνη, μ’ έναν άλλον τρόπο, της φιλοσοφίας (τις οποίες και δεν ξεχωρίζει επαρκώς αναμεταξύ τους ο Φίχτε). Διακρίνεται βέβαια ως διδασκαλία τής επιστήμης, ή ως επιστήμη τής επιστήμης, απ’ τις μεμονωμένες επιστήμες η φιλοσοφία, καθώς είναι εξ ορισμού μεν άπειρες εκείνες, ενώ ανατρέχει κατά την έννοιά της στην πρώτη της αρχή ή αξίωμα και καθίσταται ένα σύστημα (System) η φιλοσοφία. Δείχνει όμως η μεταθεωρητική ήδη συζήτηση, την οποίαν και ‘προαναγγέλλει’ για τη διδασκαλία τής επιστήμης («Για την έννοια της διδασκαλίας τής επιστήμης» - “Ueber den Begriff der Wissenschaftslehre”, 1794) ο Φίχτε, ότι αυτό είναι μόνον από πλευράς διατύπωσης σωστό, κι ότι πρέπει να συνεχίζεται, μέσα στο συστηματικό της πλαίσιο, πάντοτε επιμέρους περαιτέρω η τελειοποίηση. Δεν μπορεί να επιτευχθή άρα, και δεν είναι και ευκταία (ποθητή…), ούτε στο ανώτερο επίπεδο της φιλοσοφίας η ‘έντελής’ τελειοποίηση και ο ‘τερματισμός’. Αποτρέπει, όχι μόνον ο περιορισμός θεωρίας και πράξης, αλλά και ο κεντρικός ρόλος τής φαντασίας (ή επάρσεως…) στην ανοικοδόμηση της επιστημονικής διδασκαλίας την εμφάνιση μιας στατικής (statisch) τελικής κατάστασης, και οδηγεί έτσι μόνο μέχρι τον προσδιορισμό, και όχι και τη βεβαιότητα, υπερβαίνοντας (‘μεταφυσικοποιώντας’…) συνεχώς, ως χρονική αρχή, τους προσδιορισμούς τής νόησης και της λογικής η διδασκαλία τής επιστήμης. Λαμβάνεται δε έτσι υπ’ όψιν και η ελευθερία, γιατί είναι ουσιαστικά ελεύθερο ως άπειρο το Εγώ. Παρεκκλίνει έτσι τελικά – σε σύγκριση π.χ. με τον Χέγκελ – σε μιαν αυστηρά παλινδρομική, κυκλική συστημική δομή, παρέχοντας μιαν άπειρη προσέγγιση σ’ ένα ευθύγραμμο σχήμα, ο ιδεαλισμός (Idealismus) τού Φίχτε. Περιέχοντας και τη ‘λύση’ τού προβλήματος που απασχόλησε και τον Σέλλινγκ και τον Χέγκελ, αν είναι δηλ. δυνατόν να σκεφθούμε ένα «σύστημα ελευθερίας», που να μην περιπίπτη, όπως στον ‘σπινοζισμό’, στην ανάγκη και τον δογματισμό (Dogmatismus), θυσιάζοντας έτσι την ελευθερία στο σύστημα. Μπορεί βέβαια (απλώς…), αλλά δεν πρέπει, διαφορετικά απ’ ό,τι στην πράξη, να ‘αντανακλασθή’ (να στοχασθή…) στο άπειρο το Εγώ. Και εξασφαλίζεται έτσι, χωρίς και να κατοχυρώνεται τελεσίδικα, ο απαραίτητος σε κάθε χρονική στιγμή για να ρυθμίζη (να κανονίζη!…) την πράξη θεωρητικο- συστηματικός τόπος.
Xωρίς την εξαναγκαστική λόγω τών απαιτήσεων της πράξης ‘διακοπή’, θα έπρεπε να τείνη, όπως και η ενεργητική ροπή, προς το άπειρο και η θεωρητική σκέψη. Και δεν εκφράζεται μόνον η ελευθερία τού πεπερασμένου Εγώ, αλλά και ο περιορισμός τής συλλογιστικής του ικανότητας σ’ αυτό: Δεν μπορεί να ‘αναζητηθή’ ποτέ πλήρως ορθολογικά, αλλά μόνο σε απείρως πολλά βήματα, με το αρχικό δεδομένο τού αυτοπροσδιορισμού, η διαίσθηση της διανοητικής θεώρησης. Αποδεικνύεται λοιπόν ως μια ελλειματική μορφή που υποκαθιστά εκείνην την αρχικήν ενότητα της αυτο-αντίληψης και αυθύπαρξης του Εγώ το άπειρο της σκέψης, ενότητα που προσπαθεί να την επανακτήση, χωρίς αποτέλεσμα, σε μιαν ανώτερη βαθμίδα η σκέψη. Φθάνει όμως ακόμα περαιτέρω η επιφύλαξη, που εκφράζει ήδη στη ‘Μετα-θεωρία’ (Metatheorie) τού 1974 ο Φίχτε: Δεν μπορεί ποτέ να ελεγχθή το αν και κατά πόσον παριστάνει και ανταποκρίνεται επαρκώς στο πραγματικό σύστημα (System) του πνεύματος το σύστημα της επιστημονικής διδασκαλίας, το οποίο και παραμένει έτσι ριζικά «σφαλερό», και προβληματικό στην καλύτερη περίπτωση, στο αίτημά του για αλήθεια. Διαπιστώνεται λοιπόν εδώ ένα βασικό, εντός τού υποκειμενικού Ιδεαλισμού, χάσμα ανάμεσα στην απόλυτη αυτοαναφορά και την ορθολογική της επαναδόμηση, το οποίο και συνδέει αναλογικά με τον Καντ και τον Jacobi ο Φίχτε, και το οποίο ‘συνέλαβαν’, επιτείνοντάς το, οι Ρομαντικοί. ‘Διαφεύγει’ τελικά ως ακατανόητο το Απόλυτο, και δεν ‘διατίθεται’ οπωσδήποτε στην απόδειξη και τον ορισμό. Kι εδώ βασίζεται, το ότι «θα μπορούσε να ‘παραχθή’ μόνο μέσα από μιαν, αδύνατη καθ’ εαυτή, ‘τετελειωμένη’ προσέγγιση στο άπειρο» η απόλυτη ενότητα του συστήματος. Πρέπει δε να κρατήσουμε στον νου μας αυτήν τη δεδομένη στον Φίχτε συνάρτηση ανάμεσα στη ‘διαφυγή’ τού Απολύτου, τη δυναμικά ατελεύτητη στοχαστική κίνηση της φιλοσοφίας και τα προβλήματα ‘κύρους’ και αποτελεσμάτων τού φιλοσοφικού συστήματος που φανερώθηκαν έτσι, καθώς θα παρακολουθήσουμε στο εξής τη συνεχιζόμενη επίδρασή του στους Ρομαντικούς.
(( Σημ. τ. μετ.: Βλέπουμε πώς η – ‘φυσιολογική’ – αδυναμία τού ορθολογισμού και της νοησιαρχίας να ‘συλλάβη’ το Απόλυτο, οδήγησε μιαν ολόκληρη μεταγενέστερη γενιά να αναζητήση διέξοδο στον Ρομαντισμό. Είμαστε ασφαλώς μακριά απ’ το – αρχαίο – ελληνικό πνεύμα, και πολύ μακριά κι απ’ το ‘πνεύμα’ τής δικής μας εκκλησιαστικής παράδοσης. Πρόκειται όμως για τον σύγχρονον ασφαλώς άνθρωπο, στον οποίον και όλοι ‘μετέχουμε’… Το επόμενο ‘κεφάλαιο’ τιτλοφορείται: «Η ριζοσπαστικοποίηση της άπειρης σκέψης στον Schlegel και τον Hardenberg»… ))
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου