Συνέχεια
από Τρίτη, 14 Μαρτίου 2017
Ο
ΦΙΧΤΕ, Ο ΣΛΕΓΚΕΛ ΚΑΙ ΤΟ «ΑΠΕΙΡΟ» ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ`
2. Η
ριζοσπαστικοποίηση της άπειρης σκέψης στον Schlegel και τον Hardenberg
Η
φιλοσοφική διαμόρφωση του F. Schlegel (1772-1829), ο οποίος και
ήταν, ως η αποφασιστική μορφή τού πρώιμου ρομαντισμού, πολλαπλώς προικισμένος όπως και ο Schleiermacher, τον οδηγούσε από μιαν
έντονη συνάντηση με τον Πλάτωνα και μέσα από επιδράσεις τού Καντ (και
ιδιαιτέρως τής «Κριτικής του καθαρού λόγου», και παράπλευρα της «Κριτικής τής
κριτικής δυνάμεως») και του Σίλλερ, στον Φίχτε,
τον οποίον και αισθανόταν πιο κοντά του απ’ όλους και στον οποίον και οφείλει
τα μέγιστα ο Σλέγκελ. Οι δε επιδράσεις απ’ τους Hemsterhuis, Herder, Jacobi, Spinoza, και αργότερα απ’ τον Schelling και τον J. Boehme, έπαιξαν σ’ αυτόν έναν
δευτερεύοντα ρόλο.
Παρακολούθησε λοιπόν, το αργότερο απ’ το 1795 (στη Δρέσδη), προσέχοντας
και επιδοκιμάζοντάς τες τις δημοσιεύσεις τού Φίχτε, ο Σλέγκελ, ασκώντας ήδη το
1796 την κριτική του, ενώ συναναστράφηκε και προσωπικά, κατά την κοινή τους
διαμονή στην Ιένα (1796-1799, και κάποια χρονικά διαστήματα και στο Βερολίνο),
μαζί του. Ακολούθησε γενικά την υποκειμενικο-θεωρητική τάση και την οντολογία (Ontologie) τού Φίχτε ο Σλέγκελ,
αντικαθιστώντας ωστόσο με τη δράση, το γίγνεσθαι και την κίνηση τις περί ουσίας
και Είναι έννοιες, και τονίζοντας ακόμα περισσότερο τη χρονική διάσταση· ακολουθώντας όμως τη διαλεκτικο-«κυκλική» (zyklisch) προπάντων (κατά το σχήμα:
θέση – αντίθεση – σύνθεση) μέθοδό του, που ανοικοδομεί την πραγματικότητα απ’
τις αντιθέσεις και ‘προοδεύει’ και ‘τελειοποιείται’ επ’ άπειρον (( Ίσως βρισκόμαστε στους αντίποδες εδώ τής
ελληνικής φιλοσοφίας, όπου και ισχύει απολύτως η αρχή τής μη-αντιφάσεως… )) .
Αποστασιοποιήθηκε ωστόσο έγκαιρα και κριτικά από τον Φίχτε ο Σλέγκελ,
προσπαθώντας ριζικά, ως ατελή, ελάχιστα συνεπή («μισόν») και υπερβολικά επίσης
ρεαλιστικόν ιδεαλιστή, (εξαλείφοντας το Μη-Εγώ) να τον υπερκεράση, αλλά και να
υπερβή εντελώς, κατευθυνόμενος προς μια φιλοσοφία τής ταυτότητας, του Σπινόζα,
του Γιακόμπις και του Σέλλινγκ, την αφηρημένη και ‘άκοσμη’ θέση του, όπως
προκύπτει απ’ τις ίδιες του τις παραδόσεις (τού Σλέγκελ…) το 1800. Σ’ αυτήν την
κατεύθυνση παραπέμπουν οι αναφορές που συναντάμε τόσο στις παραδόσεις όσο και
στις σημειώσεις τών ‘Φιλοσοφικών ετών μαθητείας’ (‘Philosophische Lehrjahren’), για μιαν ελλείπουσα ακόμα
στον Φίχτε εναλλακτική απόδειξη ή εναλλακτική έννοια (με εναλλακτική επίσης
επίδραση) φύσης και ελευθερίας.
‘Απαίτησε’ οπωσδήποτε, προγραμματικά (programmatisch) έναν «απόλυτον ιδεαλισμό» ο Σλέγκελ, που θα ‘συμπεριφερόταν’ όπως η
φιλοσοφία τού Φίχτε απέναντι σε κείνην τού Καντ απέναντι στον μέχρι τούδε
ιδεαλισμό, και του οποίου θα παρέμενε όμως η παραγνωρισθείσα μεταφυσική
φιλοσοφία. Παρ’ όλες όμως αυτές τις
προσανατολισμένες στην απολυτοποίηση και τη συμφιλίωση προθέσεις, όπως τις
ακολούθησαν και τις πραγματοποίησαν ‘καθ’ υπερβολήν’ ταυτόχρονα ο Σέλλινγκ και
ο Χέγκελ, επέμενε μόνιμα στον ‘κατώτερον’, στοχαστικο-φιλοσοφικό,
καντιανο-φιχτιανό δυαλισμό (Dualismus) πεπερασμένου και απείρου, συνείδησης και απολύτου και την συνεπόμενη
ατελεύτητη πρόοδο και σκέψη, έστω και μεταθέτοντας απ’ το ηθικό στο θεωρητικό
και αισθητικό πεδίο τον τόνο, ο Σλέγκελ.
Την ίδια τη
δική του φιλοσοφική θέση την ανέπτυξε διεξοδικώτερα από ποτέ, σε μιαν
‘υστερόγραφη’ παράδοση για τη μεταφυσική φιλοσοφία στην Ιένα το 1800/01 ο
Σλέγκελ. Η οποία και περιέχει, δίπλα στις περί φιλοσοφίας τής ταυτότητας
προτάσεις του, και τις λύσεις που προτείνει για τη σχέση απολύτου και
συνείδησης και για την έννοια της φιλοσοφίας και της αλήθειας. Συμπληρώνεται δε
απ’ τις παράλληλες χρονικά και περιεκτικές σημειώσεις στα ‘Φιλοσοφικά έτη
μαθήσεως’, καθώς και από μέρη τών παραδόσεων της Κολωνίας για την εξέλιξη της
φιλοσοφίας, των ετών 1804/05. Ασχολείται λοιπόν, σύμφωνα μ’ αυτά, με το άπειρο και απόλυτο η φιλοσοφία, το
οποίο δεν μπορούμε όμως παρά να το διαισθανθούμε, και να το αντιληφθούμε όχι με
μιαν εννοιολογική σκέψη, αλλά μόνο συμβολικά και αλληγορικά. Απ’ αυτό προκύπτει
δε, ότι είναι αναγκαστικά ιστορική και ατελεύτητη η φιλοσοφία, και
σχετική η κάθε αλήθεια, και ότι δεν υπάρχει μάλιστα, αυστηρά εκλαμβανόμενο, κανένα λάθος (προβλέποντας έτσι την
‘ερμηνευτική’ έννοια της αλήθειας ο
Σλέγκελ) (( !! )) . Προκύπτει δε
και η κριτικο-πολεμική της περαιτέρω μέθοδος (Methode) απ’ την ιστορικότητα αυτή
τής φιλοσοφίας, με την οποίαν και διαχωρίζεται από τίς ανταγωνιστικές εκάστοτε
φιλοσοφίες, και επιβάλλεται απέναντι σ’ αυτές. «Μπορεί να επιτευχθή μόνο μέσα
από μιαν ατελεύτητη πρόοδο συστημάτων (Systeme) η Ιδέα τής Φιλοσοφίας», ενώ
«δεν μπορεί παρά να ‘προσεγγίζη’ απλώς, όχι βέβαια γενικά το ιδανικό τής
φιλοσοφίας, αλλά κάθε ένα ιδιαίτερο
ιδανικό, και το πληρέστατο ακόμα σύστημα».
Επιτελεί επίσης μιαν απαραίτητη βέβαια, αλλά προσωρινή κάθε φορά, ενδιάμεση και
μεταβατική μόνο λειτουργία εν όψει τής περατότητας, μέχρι να ακυρωθή, η κάθε
‘συστηματική’ (Systematik). Και εγγυάται
έτσι την ενεργητική ελευθερία τού
πεπερασμένου πνεύματος αυτή η σχετικοποίηση,
παραπέμποντάς το ταυτόχρονα, καθώς το «αποδιώχνει» πάλι συνεχώς απ’ το
πεπερασμένο, έμμεσα προς το Απόλυτο που διαφεύγει. (Θα μπορούσε δε μόνον η ίδια
η απόλυτη διάνοια, που συνενώνει
κάθε πραγματικότητα στον εαυτό της, να ‘εκπονήση’ ένα τελικό σύστημα, δείχνουν
ωστόσο τα λόγια τού Σλέγκελ για τον ατελή κόσμο και τον γιγνόμενον Θεό – κι εδώ
βρίσκεται η διαφορά απέναντι π.χ. στον Λάιμπνιτς – ότι μετέχει στην ιστορικότητα
το Απόλυτο). Τί ισχύει για μας (κατά τον Σλέγκελ…); Ότι «θα ήταν περίπου ένα χάος (Chaos) από συστήματα η απόλυτη ενότητα». Επειδή
δεν υφίσταται όμως μια απόλυτη (δογματική – dogmatische) γνώση και κατανόηση, και
«δεν θέλουμε και δεν μπορούμε επίσης να ολοκληρώσουμε απόλυτα τη φιλοσοφία»,
γίνεται «κεντρική έννοια» της φιλοσοφικής μεθόδου η έννοια της ‘εξέλιξης’, με τη διπλή (μάλιστα…) σημασία, της επινόησης, της συνεχιζόμενης δηλ.
εργασίας στη μια και ουδέποτε τετελειωμένη αλήθεια, και της παραστατικής
γνωστοποίησης, η οποία και ορίζεται κατά προσέγγισιν διαλεκτική (dialektisch) (( Είμαστε μπροστά σε ‘πράγματα’, που
καθόρισαν ‘απολύτως’ τούς τρόπους σκέψης και τη νοοτροπία τού ‘δυτικού’,
σύγχρονου δηλ. ανθρώπου, και που δυστυχώς, μετά και την πτώση τής
Κωνσταντινούπολης έπαψαν να έχουν απέναντί τους το ελληνικό, αλλά και το
ορθόδοξα εκκλησιαστικό ‘παράδειγμα’. Με αποτέλεσμα, το βαθύ ανικανοποίητο της
ανθρώπινης ψυχής, που αδυνατεί να βρη την ενότητα με τον Δημιουργό της και τον
αληθινό της άρα εαυτό… )) .
Πρόκειται
για μια, συναπτόμενη πρωταρχικά με τον Φίχτε, και εμπλουτισμένη στις
λεπτομέρειες απ’ τον Σέλλινγκ μορφή τού
μεταφυσικού Ιδεαλισμού, που αξιώνει να κατορθώση έναν ουδέποτε μέχρι τώρα
κατορθωμένον μετα-φιλοσοφικό διαλογισμό τής φιλοσοφίας πάνω στον εαυτό της
(μιαν ‘επιστροφή τής φιλοσοφίας στον εαυτό της’ ή μια ‘φιλοσοφία τής
φιλοσοφίας’) στο τελικό της μέρος. Πιστεύει δε ότι διαλογίζεται έτσι επικριτικά (epikritisch) περαιτέρω τον κριτικισμό (Kritizismus) τού Καντ και του Φίχτε,
θεμελιώνοντας ‘αυτο-ασκούμενος’ ταυτόχρονα την ίδια του τη θέση στο πλαίσιο της
θεωρίας του για μιαν προοδευτική φιλοσοφία ο Σλέγκελ (σ.σ.: Δεν είναι λοιπόν καμμιά
μετα-φιλοσοφία, αλλά μια φιλοσοφία τής δεύτερης βαθμίδας, που θα την
ακολουθήσουν ακόμα πιο ‘υψηλόβαθμες’ φιλοσοφίες, η φιλοσοφία τής φιλοσοφίας… )
. Πρέπει να προωθηθή μάλιστα και να γίνη ακόμα βαθύτερη η ‘θέση’ ιδιαιτέρως για
μια διδασκαλία τής επιστήμης, που να θεμελιώνη τις
επιστήμες και τις φιλοσοφίες.
Γίνεται έτσι σαφές, ότι προσέλαβε βασικά χαρακτηριστικά τής φιλοσοφίας του
Φίχτε, το ανεξάντλητο δηλ. του Απολύτου και την κατά προσέγγισιν αντίληψή του
μέσα απ’ την οδό τής ατελεύτητης σκέψης, καθώς και τη συνδεδεμένη μ’ αυτό σχέση συστηματικής διαμόρφωσης,
πραγματικότητας και ελευθερίας ο Σλέγκελ, ριζοσπαστικοποιώντας τα μέχρι τον
συλλογισμό ενός ερμηνευτικού
πλουραλισμού (hermeneutischer Pluralismus), χωρίς και να εγκαταλείψη
ωστόσο τις κανονιστικές αρχές τής
κριτικής προόδου και προσεγγίσεως (σ.σ.:
Πήρε πιθανώς, ήδη πριν τη γνωριμία του με τον Φίχτε, κάποια συγγενικά
ερεθίσματα απ’ τον πανθεϊστή ‘αισθηματικό’ φιλόσοφο
και σκεπτικόν σωκρατικό Franz Hemsterhuis o Σλέγκελ, ο οποίος και είχε
περιορίσει στο έργο του “Lettres sur les dėsirs” – «Γράμματα για τις επιθυμίες»,
1809 – σε μιαν ατελεύτητη, «ασυμπτωματική» προσέγγιση την ένωση με τον Θεό –
και με τις άλλες αναλογικά υπάρξεις – και είχε αντιπαραθέσει στον διάλογό του “Sophyle” το ένα και μοναδικό σύστημα
όλης τής αλήθειας απέναντι στην προοπτικότητα των φιλοσοφικών συστημάτων… ).
Aνέπτυξε και ο Hardenberg (Novalis) περαιτέρω, στις
καταλειπόμενες «Σπουδές στον Φίχτε» και στα «Λογολογικά (Logologische) αποσπάσματα», την ‘ορμή’
και την τάση τής «Διδασκαλίας τής επιστήμης» (“Wissenschaftslehre”) (αν και κατευθύνθηκε ως
προς το περιεχόμενο αντίθετα απ’ τον Φίχτε ο Hardenberg: όχι προς μια φιλοσοφία τής
ταυτότητας, όπως ο Σλέγκελ, αλλά προς έναν μαγικό Ιδεαλισμό τού
‘κοσμο-δημιουργικού’ Εγώ). Η επιστροφή που ξεκίνησε ο Φίχτε, απ’ το φιλοσόφημα
(Philosophemen) προς την ίδια τη φιλοσοφία (το φιλοσοφείν…), είναι κατά τον Hardenberg άπειρη, καθώς δεν φτάνει σε
κανένα βασικά τέλος η αυτο-διείσδυση του πνεύματος· καθώς μάς είναι δηλ. αδύνατο να ‘προφθάσουμε’ με τη σκέψη
τον εαυτό μας, επειδή είμαστε κι οι ίδιοι άπειροι. Και καθώς δεν είναι
περαιτέρω, παρά μια εικόνα μόνον πάντοτε του Είναι η συνείδηση, και δεν
μπορούμε παντελώς να φθάσουμε, με την αυστηρήν έννοια, ή μπορούμε μόνο να
προσεγγίσουμε το Απόλυτο, δεν έχουμε παρά να αναγνωρίσουμε την απείρως ελεύθερη
δραστηριότητα του ίδιου του φιλοσοφείν ως Απόλυτο, να εκλάβουμε δηλ. στα σοβαρά την περατότητα και ιστορικότητα του πνεύματος. Τίθεται δε, σε μιαν
ουσιαστικά πειραματική και ‘προεξεταστική’ φιλοσοφία, μια «απροσδιόριστη
εργασία», «που δεν μπορεί ποτέ να διεκπεραιωθή, επειδή διεκπεραιώνεται, σχετικά
και μόνον πάντοτε, με άπειρους τρόπους». Είναι λοιπόν ένα σημείο και μια
ένδειξη της ελευθερίας η σκέψη. Και πρέπει να είναι άρα ένα σύστημα της
ελευθερίας το κάθε φιλοσοφικό σύστημα, να εισαχθή δηλ. – και ξεπερνά εδώ και
τον Σλέγκελ ο Hardenberg – η απουσία συστήματος σ’ ένα σύστημα. Δεν μπορεί λοιπόν να
είναι παρά μόνον προσωρινή, ύστερα
απ’ όλ’ αυτά, ως προσωρινή διακοπή τής φιλοσοφικής κίνησης και σκέψης και
‘ορμής’, η συστηματική και συγκεκριμένη ως προς το αποτέλεσμά της
φιλοσοφία (( Και σχετικοποιείται έτσι
‘απολύτως’ το Απόλυτο… Ακριβώς η εποχή μας… Όλα με τις ανθρώπινες,
αποκλειστικά, ‘δυνάμεις’! … )) .
( συνεχίζεται )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου