Συνέχεια από
Τετάρτη, 15 Μαρτίου 2017
Μια νέα
ερμηνεία του πλατωνισμού
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1Ο :ΟΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΠΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ
Γ. ΟΙ
ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥΣ
Ι. Η
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ (2η
συνέχεια)
3. Οι
σχολιαστές του Αριστοτέλη
α) Αλέξανδρος Αφροδισιεύς
Στην επιβλητική χορεία των ελλήνων ερμηνευτών, εξέχουσα θέση κατέχει ο
Αλέξανδρος από την Αφροδισιάδα. Οι σχολιασμοί του, όχι μόνο επεκτάθηκαν στο σύνολο
των αριστοτελικών έργων, αλλά επιπλέον διακρίθηκαν για την εξαιρετική
επιστημονική τους εγκυρότητα και για την λιτότητά τους.
Η εξηγητική πρακτική του Αλέξανδρου
εμπνέεται από την αρχή ότι ο Αριστοτέλης θα πρέπει να ερμηνεύεται δια του
Αριστοτέλη. Ο Αλέξανδρος αναζητά αυτό που ο Αριστοτέλης ήθελε να πει και όχι
αυτό που θα έπρεπε να πει· και προσπαθεί
να τον κατανοήσει ανατρέχοντας σε παράλληλα αποσπάσματα του έργου του ή και σε
άλλες πηγές. Όταν δεν το κατορθώνει, υποδεικνύει τις διάφορες πιθανές ερμηνείες
και προτείνει αυτήν που θεωρεί την καταλληλότερη. Στα σημεία που το νόημα είναι
ευκρινές, ο Αλέξανδρος αρκείται σε σύντομες παρατηρήσεις. Είναι προφανές ότι
κάθε φορά που μας παραδίδει τις πιο ακριβείς και έγκυρες δυνατές ερμηνείες πάνω
σε ένα κείμενο, το οποίο χωρίς την συνεισφορά του θα μας ήταν ακατανόητο, δεν
πρόκειται για ερμηνείες που εφευρίσκει ο ίδιος αλλά που προέρχονται από πηγές
που είχε στη διάθεσή του. Συνοψίζοντας ο Αλέξανδρος είναι ο εξέχων ερμηνευτής
των αριστοτελικών κειμένων. Έτσι έχουμε κάθε λόγο να εμπιστευόμαστε τις
παραφράσεις του στην πραγματεία Περί του
Αγαθού.
Κατά τα λοιπά η μαρτυρία του συμφωνεί ως
προς την μορφή και το περιεχόμενο με αυτήν του Σέξτου Εμπειρικού: αναγνωρίζουμε
δηλαδή σ’ αυτήν την διπλή κίνησης της μείωσης στις αρχές και της επαγωγής δια
των αρχών. Το πρώτο συμπέρασμα βρίσκεται στο σχόλιο στα Μεταφυσικά, και το δεύτερο μας μεταφέρεται από το σχόλιο του
Σιμπλίκιου στα Φυσικά. Σημειώνουμε
ότι οι ενδείξεις των υπόλοιπων ερμηνευτών του απολεσθέντος έργου του Αριστοτέλη
βασίζονται στην αυθεντία του Αλέξανδρου, του μόνου που είχε άμεση πρόσβαση στο
κείμενο. Είναι τελικά σημαντικό το ότι ο Αλέξανδρος, προκειμένου να εμπλουτίσει
το σχόλιό του τού 9ου κεφαλαίου του πρώτου βιβλίου των Μεταφυσικών, επικαλείται την πραγματεία των Ιδεών, της οποίας είχε επίσης άμεση
γνώση. Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε απόλυτη την εγκυρότητα της μαρτυρίας του
Αλέξανδρου, αν δεν την είχε θεωρήσει αμφισβητήσιμη ο H. Cherniss.
Αναδεικνύοντας μιαν αντίφαση ανάμεσα στους
ισχυρισμούς του Αλέξανδρου και του Αριστοτέλη, ο H. Cherniss δηλώνει ότι η μαρτυρία του ερμηνευτή διαπνέεται από πυθαγορισμό:
διότι ενώ, κατά τον Αριστοτέλη, ο Πλάτων αρνείται την ύπαρξη της τελείας
(στιγμής), ο Αλέξανδρος βεβαιώνει ότι ο Πλάτων είχε θεσπίσει μιαν αντιστοιχία
ανάμεσα στην στιγμή και ο Έν. Να προσθέσουμε ότι στην σχετική αναφορά του
Σέξτου Εμπειρικού – την οποία ο H. Cherniss παραβλέπει εντελώς – η τελεία (στιγμή) εμφανίζεται επίσης ως αρχή της
γραμμής. Είναι όμως η αντινομία ανάμεσα στην τοποθέτηση του Αριστοτέλη και αυτή
των ερμηνευτών αποφασιστική; Οι εσωτεριστές
θεωρούν πως δεν είναι. Για παράδειγμα κατά τον H.J.
Krämer ο Πλάτων διέκρινε μια
διαφορά ανάμεσα στην γραμμή και το στοιχείο που την αποτελεί, την συνεχή
(άτμητη) γραμμή, η οποία αντικαθιστά την γεωμετρική τελεία. Η συνεχής γραμμή
αντιπροσωπεύει επομένως την ενότητα, ενώ η γραμμή αντιστοιχεί στην Δυάδα:
(…) Τα Μεγέθη (…) είναι πρώτα η ενότητα, η άτμητη γραμμή, και έπειτα η
γραμμική Δυάδα, και κατόπιν τα υπόλοιπα Μεγέθη μέχρι την Δεκάδα. (Μετ., Μ 8 1084a 7κ.επ.)
Οι σχολιαστές διατήρησαν την μαθηματική
ορολογία για χάρη της ευκρίνειας. Επομένως δεν υπάρχει πραγματική ασυνέπεια
ανάμεσα στην έννοια τις στιγμής, «ενότητα εκ θέσεως» και την έννοια της άτμητης
γραμμής. Οπωσδήποτε ο Πλάτων βεβαιώνει απολύτως την κατά την διάσταση ακολουθία
στερεό, επιφάνεια, γραμμή, που ανάγεται στην αριθμητική ακολουθία
τέσσερα-τρία-δύο.
Μια δεύτερη αντίρρηση του H.
Cherniss σχετικά
με την μαρτυρία του Αλέξανδρου, αφορά στην έλλειψη ακρίβειας σχετικά με το
ζήτημα της σχέσης ανάμεσα στους μαθηματικού αριθμούς και τις Ιδέες.
Διατρέχοντας βιαστικά το ζήτημα της μείωσης του αισθητού κόσμου στις διαστάσεις
και στους αριθμούς, δεν διαχωρίζει σαφώς τους μαθηματικούς αριθμούς από τους
ιδανικούς Αριθμούς. Εκτός όμως από το ότι αυτός ο διαχωρισμός δεν παρουσιάζει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ζήτημα που εξετάζεται εδώ, δηλαδή την γέννηση δύο
ειδών αριθμών προερχόμενη από τις αρχές, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι, σε ένα
άλλο απόσπασμα ο Αλέξανδρος παραθέτει μια σαφέστερη διάκριση:
«Ο Πλάτων λοιπόν, έλεγε ότι οι Ιδέες είναι αριθμοί. Ορθώς επομένως
θεωρούσε τις αρχές των αριθμών ως αρχές επίσης και των Ιδεών.»
Τέλος ο H. Cherniss κατηγορεί τον σχολιαστή για σύγχυση ανάμεσα στην αόριστη Δυάδα και την αριθμητική δυάδα. Κατά τον H.J.
Krämer όμως, αποκαλώντας τον
αριθμό «Δυο» αόριστη Δυάδα, ο Αλέξανδρος προσδιορίζει την προέλευσή της από την
αόριστη Δυάδα: (…) όταν προσδιοριστεί δια του Ενός, η αόριστη Δυάδα γίνεται η
αριθμητική Δυάδα, χάρη στην οποία εξακολουθεί να μετέχει δυνάμει στο άπειρο,
και να αποτελεί κατά κάποιο τρόπο αόριστη Δυάδα:
Ο πρώτος άρτιος αριθμός είναι η δυάδα· παρότι όμως είναι καθαυτή
αόριστη, ορίζεται δια της συμμετοχής της στο Έν.
Πριν καταλήξουμε ως προς την αξία του
συνόλου της μαρτυρίας του Αλέξανδρου, μένει να εξετάσουμε ένα κείμενο του
οποίου ορισμένοι ερευνητές αποδέχονται την αυθεντικότητα και κάποιοι άλλοι την
αμφισβητούν. Πρόκειται για το απόσπασμα στο οποίο ο ερμηνευτής περιγράφει τον
τρόπο γενέσεως των ιδανικών Αριθμών:
«Οι
άρτιοι αριθμοί παράγονται από την προσθήκη μιας μονάδας σε κάθε περιττό αριθμό
– μιας μονάδας που δεν είναι το Έν ως αρχή (διότι αυτό είναι μια αρχή ειδική
και όχι μια αρχή υλική), αλλά όπως και το Μέγιστο και το Ελάχιστο
προσδιορίζονται από το Έν, λέγεται ότι και αυτή αποτελεί επίσης μιαν ενότητα».
Ο P. Wilpert εκτιμά ότι το κείμενο αυτό
παραπέμπει χωρίς αμφιβολία στην πραγματεία Περί
του Αγαθού. Αλλά η μέθοδος προσθήκης που εισάγει ο Αλέξανδρος για να
εξηγήσει την γένεση των περιττών ιδανικών Αριθμών δεν συμβιβάζεται με την άποψη
που έχει ο Αριστοτέλης για τα χαρακτηριστικά των ιδανικών Αριθμών, και
ιδιαίτερα τον μη επιδεκτικό σε προσθήκη χαρακτήρα τους.
Οι L. Rodin, W.D. Ross και K. Gaiser απορρίπτουν
επίσης την ερμηνεία του σχολιαστή του οποίο το σφάλμα μπορεί να οφείλεται σε
δύο αιτίες: είτε ο Αριστοτέλης δεν εκφράζεται στην πραγματεία του με ακρίβεια
σχετικά με την γένεση των αριθμών, είτε ο Αλέξανδρος είχε υπόψη του μόνο ένα
απόσπασμα.
Όποια απάντηση όμως και αν δώσουμε στο συγκεκριμένο ερώτημα, εάν οι
προηγούμενες αναλύσεις αποδειχθούν ορθές, νομιμοποιούμαστε απολύτως να
ανατρέξουμε στην μαρτυρία του ερμηνευτή προκειμένου να πλουτίσουμε τις γνώσεις
μας για τα άγραφα δόγματα.
β) Πορφύριος
Με τον Πορφύριο αρχίζει μια μακροσκελής
σειρά νεο-πλατωνικών σχολιαστών του έργου του Αριστοτέλη.
Η εξηγητική μέθοδος του Πορφύριου
χαρακτηρίζεται από σχηματοποίηση. Εν τούτοις, ο μαθητής του Πλωτίνου δεν
αποφεύγει τις ιστορικές και φιλοσοφικές επεξηγήσεις. Η αξία του συνίσταται
ακριβώς στην επεξεργασία των γραπτών των δασκάλων του. Στο σχόλιό του στα Φυσικά ο Σιμπλίκιος αναφέρει τον
Πορφύριο περί τις πενήντα φορές. Απ’ αυτές, δύο μας ενδιαφέρουν άμεσα. Η πρώτη
προέρχεται μέσω του Πορφυρίου, από το έργο του Δερκυλλίδα περί της φιλοσοφίας
του Πλάτωνα, και διά μέσω αυτού του πλατωνικού με πυθαγόρειες τάσεις φιλοσόφου,
του έργου με τίτλο η Ζωή του Πλάτωνα,
του Ερμόδωρου. Τη δεύτερη ο Σιμπλίκιος την αφιερώνει στο σχόλιο του Πορφυρίου
για τον Φίληβο.
Το ερώτημα είναι αν αυτή η παράθεση ανατρέχει επίσης στον Ερμόδωρο, όπως
υπονοεί ο W. Theiler. Σύμφωνα με τον W.
Theiler, εάν ο Πορφύριος είχε αντλήσει τις πληροφορίες
του από το απολεσθέν σχόλιο του Αλέξανδρου περί των Φυσικών, ο Σιπλίκιος δεν θα χρειαζόταν να συντάξει μελέτη μετάβασης από τον Αλέξανδρο
στον Πορφύριο. Πώς αλλιώς όμως θα
μπορούσε να δικαιολογηθεί η διαφορά ανάμεσα στα δύο παραθέματα, σε ένα
τόσο σημαντικό θέμα όπως οι αρχές; Σύμφωνα με το δεύτερο κείμενο, δηλαδή του
Πορφυρίου, ο Πλάτων πράγματι τοποθετούσε την αόριστη Δυάδα ως δεύτερη αρχή,
διπλά στο Έν, ενώ κατά τα λεγόμενα του Ερμόδωρου ο Πλάτων αποδέχονταν ως αρχή
μόνο το Έν. Κατά συνέπεια θα υιοθετήσουμε μάλλον την άποψη του K.
Gaiser, σύμφωνα με την οποία η μαρτυρία του Πορφυρίου
πηγάζει από το σχόλιο του Αλέξανδρου περί των Φυσικών. Επιπλέον, η θέση αυτή ενισχύεται από τις ομοιότητες
ορολογίας και νoήματος στα κείμενα των δύο ερμηνευτών. Τέλος, το
γεγονός ότι ο Πορφύριος αναφέρει δύο ερμηνείες, σαφώς αντιφατικές περί της
δεύτερης αρχής, πιστεύουμε ότι εκφράζει την απόλυτη πιστότητα των πηγών στις
οποίες ανέτρεξε.
γ) Ιάμβλιχος
Θα προσεγγίσουμε τώρα την μαρτυρία του
Ιάμβλιχου, μαθητή του Πορφύριου. Αυτός, παρότι έδειξε ιδιαίτερο ζήλο στη μελέτη
των πλατωνικών και αριστοτελικών έργων – προσπαθώντας μάλιστα να συμβιβάσει τις
εμφανείς αντιθέσεις – το πραγματικό ενδιαφέρον του στρέφεται σε μεταγενέστερα
κείμενα, που διακρίνονται από φιλοσοφικό και θρησκευτικό συγκρητισμό. Τα έργα
του Ιάμβλιχου καθιστούν πληκτικά οι παρεκβάσεις, οι επαναλήψεις και το βαρύ
ύφος.
Παρά ταύτα μας προσφέρει δύο εξαιρετικά
πολύτιμες μαρτυρίες. Την πρώτη την συναντάμε στο βιβλίο του με τίτλο Προτρεπτικός. Στον I.
Bywater οφείλουμε
την ανακάλυψη ότι μια παράγραφος αυτού του έργου περιέχει παραπομπές από τον Προτρεπτικό του Αριστοτέλη. Πολλοί
επιστήμονες μελέτησαν έκτοτε αυτά τα αποσπάσματα. Παρότι κατέληξαν σε
αποκλίνουσες ερμηνείες, κανένας δεν αμφισβήτησε την αριστοτελική προέλευση των
αποσπασμάτων που μας μεταβίβασε αυτός ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Σύμφωνα με τον
I. Düring, όχι μόνο το
ύφος είναι με κάθε λεπτομέρεια αριστοτελικό, αλλά και η χρήση ορισμένων
εκφράσεων αποδεικνύει ότι ο συγγραφέας του
Προτρεπτικού είχε αντιγράψει αυτούσια ολόκληρα τμήματα: όπως για παράδειγμα
η χρήση του πρώτου πληθυντικού («Εμείς, οι πλατωνικοί»). Επιπλέον υπάρχουν
αποσπάσματα στα οποία αναγνωρίζεται από την πρώτη στιγμή η μέθοδος της
αριστοτελικής επιχειρηματολογίας. Είναι επομένως προφανές ότι ο Προτρεπτικός του Ιάμβλιχου περιλαμβάνει κυριολεκτικές
αναφορές σε ένα ή και περισσότερα εξωτερικά έργα του Αριστοτέλη.
Όσο για την δεύτερη μαρτυρία, προέρχεται από την πραγματεία του Περί Ψυχής, και περιλαμβάνεται, μαζί με
άλλα σημαντικά αποσπάσματα, στο ανθολόγιο του Ιωάννη Στοβαίου (αρχές του 5ου
αιώνα). Στο έργο αυτό ο Ιάμβλιχος πραγματεύθηκε τις κλασσικές απόψεις του
δόγματος της ψυχής. Δεν γνωρίζουμε αν κατέληξε σε συμπεράσματα που θα οδηγούσαν
σε νέες θεωρίες, αλλά το θεωρούμε ελάχιστα πιθανό δεδομένου ότι η πραγματεία
του ήταν κυρίως δοξογραφική.
δ) Θεμίστιος
Ο φιλόσοφος και ρήτορας Θεμίστιος ίδρυσε
περί το 345 μία Σχολή στην Κωνσταντινούπολη. Οι παραφράσεις του των Φυσικών και ης πραγματείας Περί Ψυχής, οι οποίες κυρίως μας
ενδιαφέρουν, ανήκουν πιθανότατα σ’ αυτή την περίοδο και μας παραδόθηκαν στο
πρωτότυπο.
Οι πηγές που χρησιμοποίησε ο σχολιαστής προέρχονται από τον Αλέξανδρο,
τον Ανδρόνικο και τον Πορφύριο. Η μέθοδος που τον χαρακτηρίζει είναι η
παράφραση: σε ότι αφορά στην παράφραση της πραγματείας Περί του Αγαθού ο Θεμίστιος ακολουθεί πιστά την σκέψη του
Αριστοτέλη αποφεύγοντας συστηματικά να προσθέσει δικές του απόψεις. Παρότι στο
σχόλιό του στα Φυσικά υιοθετεί συχνά
μια κριτική στάση απέναντι στον Αριστοτέλη, το μέλημά του να αποδώσει ακέραιες
τις ιδέες του Αριστοτέλη είναι αυτό που κυριαρχεί, και επομένως μπορούμε να
συμπεράνουμε την εγκυρότητα των ισχυρισμών του.
ε) Συριανός
Ο Ερμείας, ο Μαρίνος, ο Δαμάσκιος, ο
Ολυμπιόδωρος, ο Ασκληπιός και κυρίως ο Πρόκλος, χαρακτηρίζουν την ερμηνεία του
Συριανού, σε αντίθεση με αυτήν του Πορφυρίου, ως μια ερμηνεία που πέρα από την
πρόσδεση στις λέξεις «ακολουθεί τον συγγραφέα και το κείμενό του» σύμφωνα με
τον καθαυτό «στόχο» του συγγραφέα.
Ο Συριανός, που ανέλαβε την Σχολή των
Αθηνών περί το 380, έχει σχολιάσει μεγάλο αριθμό έργων του Αριστοτέλη. Αλλά
κατά την γνώμη του πραγματική φιλοσοφία είναι μόνο η πλατωνική.
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, στο σχόλιο των Μεταφυσικών αγωνίζεται να υπερασπιστεί
την πλατωνική θεωρία των ιδανικών Αριθμών από τις επιθέσεις του Αριστοτέλη. Στο
σχόλιό του που αφορά στα δύο τελευταία βιβλία των Μεταφυσικών, ο Συριανός ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με αυτό το
ζήτημα, το οποίο προσεγγίζει επίσης και στα προηγούμενα βιβλία, παραμένοντας
πιστός στην άποψη ότι ο Αριστοτέλης δεν κατανόησε την βαθύτερη σκέψη του
Πλάτωνα.
Εν τούτοις, ο Συριανός, μας παρέδωσε πολύτιμες
πληροφορίες για την θεωρία των ιδανικών Αριθμών και για την γέννηση των
ιδανικών Μεγεθών.
Σε ένα από τα σχόλιά του ο Συριανός, δηλώνοντας ότι αναφέρεται σε έγκυρη
πηγή, μας παραπέμπει στον διάλογο Περί
της Φιλοσοφίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι εμπνέεται άμεσα από αυτό το έργο,
επιθυμεί όμως να υποδείξει ότι σε ένα προγενέστερο σχόλιο, πιθανότατα του
Αλέξανδρου, ανακάλυψε μια απόλυτα βεβαιωμένη «δόξα». Μπορούμε επομένως να εμπιστευθούμε την αυθεντικότητα των
μαρτυριών του.
ζ) Πρόκλος
Ο διάδοχος του Συριανού νεοπλατωνικός
Πρόκλος, είχε ευρεία γνώση των πλατωνικών και αριστοτελικών κειμένων, των
οποίων η επισταμένη μελέτη υπήρξε αντικείμενο της διδασκαλίας του δασκάλου του.
Οι επεξηγήσεις που μας προσφέρει στο σχόλιό του στον Παρμενίδη σχετικά με το ερώτημα κατά
πόσον στον Πλάτωνα το Έν βρίσκεται πέρα από το Είναι, και οι οποίες σύμφωνα με
μερικούς ερευνητές προέρχονται εμμέσως από τον Σπεύσιππο, μαρτυρούν τις
προθέσεις του να αποδώσει κατά το δυνατόν πιστότερα την σκέψη του Πλάτωνα.
η) Μιχαήλ ο Εφέσιος
Ο Μιχαήλ από την Έφεσο είναι ο συγγραφέας
του αποδοθέντος στον Αλέξανδρο σχολίου των τελευταίων βιβλίων των Μεταφυσικών (IV-XIV). Η εποχή που έζησε δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα: σύμφωνα με
τον F. Ravaisson, το γεγονός ότι αναφέρεται σε ένα απόσπασμα του
Ι. Φιλόπονου, μας επιτρέπει να την τοποθετήσουμε πριν από αυτόν τον σχολιαστή,
ενώ κατ’ άλλους σύγχρονους ιστορικούς έζησε τον 11ο αιώνα. Η άποψη
κατά την οποία ο Μιχαήλ ο Εφέστιος και ο ψευδό-Αλέξανδρος είναι το ίδιο πρόσωπο
δεν είναι ευρύτερα αποδεκτή.
Ο Μιχαήλ ο Εφέσιος ανέδειξε από τον
Συριανό, αυθεντικά αποσπάσματα του Αλέξανδρου, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται
και το σχόλιο στο 1085a 7 στο βιβλίο Μ των Μεταφυσικών. Σύμφωνα λοιπόν με τον H.D.
Saffrey, όταν ο ερμηνευτής παρεμβάλλει στην παραπομπή
του Συριανού αυτή την παρατήρηση: «Το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης είχε την
ευχέρεια να διατρέξει στα Μεταφυσικά τόσο
σύντομα και περιληπτικά σημαντικές θεωρίες, οφείλεται στο ότι τις είχε εκθέσει
αλλού, και μάλιστα κατά κύριο λόγο στην πραγματεία του Περί της Φιλοσοφίας», αποδεικνύει ότι είχε αντιληφθεί πλήρως την
εξηγητική αρχή του υποδείγματος του Αλέξανδρου, και ότι αναγνώρισε στην
παραπομπή του Συριανού πιθανά ίχνη αυτού του συγγραφέα.
Παρόλη την μόνιμη φροντίδα του να παραπέμπει στο έργο του Αλέξανδρου,
αναμειγνύοντας ορισμένα μέρη του με προσωπικά σχόλια, του συνέβη να πλανηθεί,
όπως μόλις διαπιστώσαμε. Υπενθυμίζουμε ότι ταυτίζοντας το Περί Εναντίων με την πραγματεία
Περί Ταγαθού ο ερμηνευτής έσφαλε διότι στην πραγματικότητα πρόκειται για
δύο διαφορετικά έργα. Αιτία αυτής της σύγχυσης είναι πιθανότατα το γεγονός ότι
ο Αριστοτέλης είχε προσεγγίσει το ζήτημα των Εναντίων στο δεύτερο μέρος της
πραγματείας Περί Ταγαθού. Το
περιεχόμενο αυτού του μέρους επικάλυπτε όντως το αντικείμενο της άλλη
πραγματείας. Με την επιφύλαξη αυτή,
μπορούμε να δεχτούμε ότι όλη η υπόλοιπη μαρτυρία του αξίζει το
ενδιαφέρον μας.
θ) Ιωάννης ο Αλεξανδρινός
Αποκαλούμενος συχνότερα Ιωάννης ο
Φιλόπονος, εξ αίτιας της εργατικότητάς του, ο χριστιανός Ιωάννης εξ
Αλεξανδρείας, κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία της ελληνικής φιλοσοφίας του 6ου
αιώνα. Η επιρροή του επεκτάθηκε από την Αλεξάνδρεια μέχρι του Βυζάντιο, την
Βαγδάτη και την λατινική Δύση. Τα έργα του κατατάσσονται σε τρείς κατηγορίες:
φιλοσοφική, γραμματειακή και θεολογική.
Τα φιλοσοφικά του έργα είναι αφιερωμένα
αποκλειστικά την αριστοτελική εξηγητική. Ανάμεσα στα σχόλια που αποδίδονται
στον μαθητή του Αμμώνιου καταγράφονται τα αναφερόμενα στα Φυσικά, και στις πραγματείες Περί
Ψυχής και Περί Γενέσεως και Φθοράς των
οποίων ορισμένα αποσπάσματα είναι άξια μελέτης. Οι τίτλοι των σχολίων του
δείχνουν σαφώς ότι αναπαρήγαγε την διδασκαλία του διδασκάλου, συνοδεύοντάς την
με μερικές προσωπικές παρατηρήσεις. Ο Σιμπλίκιος, του οποίου η εχθρότητα
απέναντι στον Φιλόπονο είναι γνωστή, τον κατηγορεί ότι καταχράστηκε τα σχόλια
του Αλέξανδρου και του Θεμίστιου. Η αλήθεια είναι ότι ο Φιλόπονος παραπέμπει
πολύ συχνά τους προκατόχους του. Αλλά για μας αυτό είναι ένα στοιχείο που
προσδίδει αξία στα σχόλιά του.
Να σημειώσουμε επίσης ότι η σύγχυση από τον Φιλόπονο της πραγματείας Περί Ταγαθού με τον διάλογο Περί φιλοσοφίας δεν συνεπάγεται την
απόρριψη της μαρτυρίας του ως μη αυθεντικής: η πλάνη του εξηγητή μας
επιβεβαιώνει το γεγονός ότι ο Αριστοτέλης προσεγγίζει συγγενή θέματα στα δύο
αυτά έργα.
ι) Σιμπλίκιος
Ο Σικελός Σιμπλίκιος είναι μαζί με τον
Αλέξανδρο ένας από τους διαπρεπέστερους σχολιαστές της Αρχαιότητας. Οι
ερμηνείες του είναι προϊόν της προσήλωσης και του ζήλου του για τη μάθηση· περιέχουν
σημαντικά και πολυάριθμα αποσπάσματα από τους προσωκρατικούς καθώς και γόνιμο
προβληματισμό. Έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον Πλάτωνα, ενώ η εκτίμησή του για
τον Αριστοτέλη δεν του επέτρεπε να αποδεχθεί την ύπαρξη μιας βαθειάς
διαφοροποίησης στην φιλοσοφική τους προσέγγιση. Ο σεβασμός του για τον
Αριστοτέλη ήταν τέτοιος ώστε να αφιερώσει ισάριθμα σχόλια επί των κειμένων του
μαθητή και του διδασκάλου.
Από τα πρώτα του έργα σημαντικότερα είναι
τα αναφερόμενα στα Φυσικά, Περί Ψυχής και Περί Ουρανού, διότι ορισμένα
αποσπάσματα καταγράφουν τις αναφορές του Αριστοτέλη, του Ξενοκράτη, του Ερμόδωρου,
του Εύδημου, του Αλέξανδρου και του Πορφύριου στο προφορικό πλατωνικό δόγμα,
και μερικά άλλα προσφέρουν πληροφορίες για τις δραστηριότητες του Πλάτωνα στην
Ακαδημία.
Σημειώνουμε ότι ο σχολιαστής, παρά την έντονη προσήλωσή του στο έργο του
Αριστοτέλη, δεν διστάζει να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς του όταν δεν
συμβιβάζονται με την διδασκαλία των Διαλόγων,
και ότι αναζητεί με επιμονή τις αυθεντικές πηγές. Οι διαπιστώσει αυτές
δικαιώνουν την εμπιστοσύνη μας στην εγκυρότητα της εξηγητικής του.
κ) Ασκληπιός
εκ Τραλλέων
Ο σύγχρονος του Σιμπλίκιου, Ασκληπιός από
τις Τράλλεις, είναι συγγραφέας ενός σχολίου των Μεταφυσικών, του οποίου διασώζονται μερικά αποσπάσματα. Η αξία του
έργου του συνίσταται κυρίως στην αντιγραφή πολλών αποσπασμάτων από τα σχόλια
του Αλέξανδρου. Μπορούμε επομένως να θεωρήσουμε ότι οι αναφορές του προέρχονται
από μια αρχαία παράδοση, η οποία αντιπροσωπεύει γενικά το πνεύμα των Σχολών.
Προσθέτουμε μια παρατήρηση σχετικά με το
σχόλιο του Ασκληπιού που αναφέρεται στο απόσπασμα Α 9, 990b
15 των Μεταφυσικών, που έχει ως εξής:
«Αναγνωρίζουμε
όμως ότι δεν υπάρχουν άσχημα πράγματα· διότι τα άσχημα πράγματα είναι
συμβεβηκότα και δεν έχουν πραγματική ύπαρξη, όπως λέγεται στις πλατωνικές
παραδόσεις»
Ο K. Gaiser είχε περιλάβει αυτό το κείμενο
στις «Πλατωνικές Μαρτυρίες». Στον
επίλογο όμως της δεύτερης έκδοσης του έργου του, υιοθετώντας την άποψη ενός
ακόμη μέλους της Σχολής του Τύμπινγκεν, του W Haase, σημειώνει ότι αυτή η μαρτυρία πρέπει να απορριφθεί.
Εδώ τερματίζεται η παρουσίαση της αριστοτελικής παράδοσης
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου