Συνέχεια από:Σάββατο 24 Ιουνίου 2017
Martin Heidegger und die Weltgeschichte des Nichts
Του Gotthard Günther
Μέρος 5o
Ο Heidegger ο ύστερος στοχαστής τής παραδοσιακής μεταφυσικής, το τελευταίο θέμα που μονοπωλεί είναι η αλήθεια τού Είναι τού υπαρκτού. Για την μεταφυσική αυτή σκέψη, το τίποτα παραμένει σε ένα άρρητο υπόβαθρο, το τίποτα για το οποίο στην φιλοσοφία του Heidegger γίνεται φαινομενικά πολύς λόγος. Η παρουσία του τίποτα είναι α-θεματική. Δεν προσφέρεται (η παρουσία)στην κλασσική έννοια προς ανάλυση. Το τίποτα δεν γίνεται πουθενά θέμα της σκέψης με μια νέα έννοια, η οποία υπερβαίνει την κλασσική μεταφυσική. Σε ότι αφορά την φιλοσοφία τού τίποτα, για τον Heidegger ισχύει η παραίτηση τού Stefan George, στον οποίο ο Heidegger συχνά αναφέρεται: “Κανένα πράγμα δεν είναι εκεί όπου λείπει(αποτυγχάνει) η λέξη.”
Η κριτική μας στον Heidegger και στην απουσία μέλλοντος εντός τής φιλοσοφίας του, δε θα είχε καμιά ουσία, εάν δεν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί, πως είναι ακριβώς το τίποτα, το οποίο κατορθώνει μέσω της γλώσσας να μεταφέρει την σκέψη δια μέσου τού φαινομενικά εξ ολοκλήρου τεχνολογικού τμήματος τής παγκόσμιας ιστορίας. Ανήκει στην θεμέλιο ουσία όλων τών γλωσσών που μέχρι σήμερα εμφανίστηκαν στην γη μας, το γεγονός ότι κινούνται στο έδαφος των αποφάνσεων(assertions). Ακόμα και εκεί όπου εντός τών(αποφάνσεων) συναντούμε εκφράσεις άρνησης, αυτές υπηρετούν με έμμεσο τρόπο την διαπίστωση τού θετικού. Λόγω του χαρακτήρα τής ισομορφίας που έχει η κλασσική λογική, δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Η άρνηση εντός ενός συστήματος δευτέρου βαθμού, επαναλαμβάνει απλώς την θετικότητα την οποία υποτίθεται αρνείται! Εδώ δεν εισέρχεται τίποτα καινούργιο. Εντελώς διαφορετικά είναι τα πράγματα με τον δεύτερο, τρίτο, κτλ. τελεστή άρνησης σε συστήματα ανώτερου βαθμού(με την προϋπόθεση πάντα πως οι περαιτέρω τιμές(βαθμοί) εγκαθίστανται πέρα από την περιοχή τής σκέψης, που βρίσκεται μεταξύ της μοναδικής θετικότητας και τής πρώτης άρνησης που ανήκει σ' αυτήν). Ανοίγουν στην σκέψη μια νέα διάσταση, που ήταν πάντα άφταστη για την κλασική μεταφυσική του Είναι.
Έχουμε ήδη επισημάνει, μιλώντας για την μετάβαση από τις κλασσικές 2^2^2 συναρτήσεις αποφάνσεων, στις αντίστοιχες 3^3^3 ακολουθίες του συστήματος τρίτου βαθμού, πως με αυτή την αριθμητική επέκταση, ανοίγεται μια νέα φιλοσοφική διάσταση. Ο Heidegger είναι ιδιαίτερα εύστοχος όταν στο έργο “Holzwege” παρατηρεί: “...σκέφτεται κανείς πολύ επιφανειακά, αν νομίζει πως το γιγάντιο(Riesige) είναι απλά το άπειρα εκτεταμένο κενό του ποσοτικού και μόνο...Το γιγάντιο είναι μάλλον εκείνο δια του οποίου το ποσοτικό γίνεται η ίδια η ποιότητα του, και έτσι γίνεται ένα εξαίρετο είδος του μεγάλου...μόλις όμως το γιγαντιαίο(Riesenhafte) του σχεδιασμού και υπολογισμού και διαρρύθμισης και εξασφάλισης μεταπηδήσει από το ποσοτικό σε μια δική του ποιότητα, γίνεται το γιγάντιο και το φαινομενικά εξολοκλήρου και σε κάθε στιγμή προβλέψιμο, ακριβώς λόγω αυτής της μεταπήδησης, απρόβλεπτο. Αυτό παραμένει ως αόρατη σκιά, που πέφτει γύρω από όλα τα πράγματα, όταν ο άνθρωπος γίνει υποκείμενο(Subjectum) και ο κόσμος εικόνα....Αυτή η σκιά όμως υποδεικνύει κάτι άλλο, που για μας τους σημερινούς η γνώση του δεν μας έχει δοθεί.”
Η τεράστια ποσοτική διαφορά μεταξύ 2^2^2 και 3^3^3(δηλ μεταξύ ενός 2ψηφιου και ενός 13ψήφιου αριθμού) φέρνει ένα φιλοσοφικό στοχαστή, για τον οποίο κάθε μια από τις αποφαντικές συναρτήσεις πρέπει να έχει μια δική της ατομική σημασία, στα πρόθυρα του χαϊντεγγεριανού τίποτα. Εδώ δεν μπορούν να γίνουν υπολογισμοί με την συνηθισμένη έννοια. Γι' αυτό όμως πλησιάζουμε προς εκείνη την “σκιά”, η γνώση του είδους και των νόμων της οποίας υποτίθεται δεν έχει δοθεί στους σημερινούς, όπως παραιτούμενος ισχυρίζεται ο Heidegger.
Αυτή η σκιά είναι το τίποτα του μηδενισμού, και εντός της δεν απορρίπτεται το υπαρκτό, αλλά η συμπεριληπτική ιδέα τού Είναι. Μια τέτοια λειτουργία απόρριψης εισέρχεται εμφανώς στο σύστημα τρίτου βαθμού, αν και στην πιο πρωτόγονη μορφή. Η ιδέα τού Heidegger περί του τίποτα ακριβώς όπως και το δεύτερο αρνητικό τού Hegel, το οποίο σύμφωνα με την διαπίστωση του Hegel δείχνει προς την “μη-πραγματικότητα”, δεν είναι τίποτε άλλο παρά συμπεριληπτική έννοια της άπειρης επαναληπτικότητας (Iterierbarkeit) της αρνητικότητας, η οποία δεν σταματά ούτε εκεί που η αλήθεια κάθε Είναι τού υπαρκτού έχει εξαφανιστεί στην άρνηση. Και οι δυο στοχαστές είδαν στο πρόβλημα αυτό μια πρόκληση, και δεν είναι τυχαίο πως και οι δυο δημιούργησαν ένα είδος φιλοσοφικής τεχνητής γλώσσας, η οποία θα έπρεπε να σπάσει τα όρια των παραδοσιακών θετικών γλωσσών. Λόγω της κοινής και για τους δυο προκατάληψης εναντίον τής φιλοσοφικής σημασίας του αριθμού, δεν ήταν δυνατόν να τους περάσει η σκέψη, πως μπορούσαν να αναπτυχθούν γλώσσες, το θέμα των οποίων δεν θα έπρεπε να είναι η αλήθεια του Είναι του υπαρκτού, αλλά η αλήθεια της αρνητικότητας του τίποτα.
Πρέπει να δειχθεί, πως βρίσκεται στις δυνατότητες τού ανθρώπου, να αναπτύξει και αρνητικές γλώσσες, που βρίσκονται σε αντίθεση με τις θετικές γλώσσες τής ιστορίας. Αποδεχόμαστε το κοινότοπο γεγονός πως μια διπλή άρνηση(με την κλασσική έννοια) αντιστοιχεί σε μια θετική δήλωση. ... p=N1-1 p όπου Ν ο τελεστής άρνησης, που όταν εφαρμόζεται στον εαυτό του αναιρεί την άρνηση..
....Γίνεται λόγος: για την διπλή σημασία του p(θετική δήλωση) σε συστήματα ανώτερου βαθμού. Για το κύκλωμα του Hamilton, και τα αντίστοιχα βήματα άρνησης(που μεσολαβούν μεταξύ της πρώτης άρνησης και της αναίρεσης της)...Χαρακτηριστικό των νέων γλωσσικών συστημάτων, που κινούνται στον χώρο της αρνητικότητας είναι ο απίστευτος πλούτος των νέων όρων και εννοιών που παράγονται... Για ένα “λεξικό” αυτής της γλώσσας, που σε σύστημα τέταρτου βαθμού, είναι μικρό, με περίπου 1000 όρους. Αυτό όμως αλλάζει πολύ γρήγορα, αν θελήσει κανείς να δημιουργήσει ένα λεξικό για την γλώσσα πέμπτου βαθμού. Ο αριθμός των όρων είναι της τάξης των δισεκατομμυρίων.
Για το θέμα μπορούμε να πούμε τα εξής φιλοσοφικά. Αν κανείς δεν κάνει την θεμελιώδη φιλοσοφική διάκριση μεταξύ της ανωτερότητας βαθμού που ισχύει για τις κλασσικές οριακές τιμές και την θετικότητα, για την (πρώτη) άρνηση αυτής της θετικότητας και που ισχύει για την επαναλαμβανόμενη αρνητικότητα, η οποία βρίσκεται πέραν του μέγιστου πλάτους του κλασσικού συστήματος δεύτερου βαθμού, αυτός λοιπόν έχει εντελώς παρεξηγήσει το πρόβλημα που αφορά την ανωτερότητα βαθμού(συστήματα ανώτερα του δεύτερου βαθμού). Η άρνηση με αυτή την νέα έννοια λείπει από την μέχρι σήμερα γλωσσική παράδοση των θετικών γλωσσών. Για τον λόγο αυτό δεν είναι θαυμαστή η διαπίστωση, που έγινε ήδη στη δεκαετία του 1940, πως οι σημαντικότερες μεταπτώσεις-ακολουθίες τιμών των συναρτήσεων ανώτερου βαθμού, δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν λογικά(I.M. Bοchenski, „Der Sowjetrussische Dialektische Materialismus“, 1956, σελ 132).
Τα ισχυρότερα, υπερκλασσικά λογικά συστήματα έχουν μόνο τότε φιλοσοφική σημασία, όταν με την μετάβαση προς αυτά και η φιλοσοφία αλλάζει το βασικό της θέμα. Δηλαδή γυρίζει την πλάτη στο Είναι και σε κάθε τι που σχετίζεται με αυτό, και στρέφεται εξολοκλήρου προς εκείνη την “δεύτερη” μεταφυσική, για την οποία γίνεται λόγος στο σύστημα της Γιόγκα, στην αρνητική (αποφατική) θεολογία του Αρεοπαγίτου, στην ιδέα του Zimzum του καββαλιστή Ισαάκ Λούρια και στον Heidegger. Στους πνευματικούς αυτούς χώρους, που επεκτείνονται στο φιλοσοφικό σκοτάδι με το ντροπιαστικό όνομα “Τίποτα”, συναντούμε τοπία συσχετίσεων που ακόμα δεν έχουν μετρηθεί, και για τα οποία ισχύει αυτό που ο Hegel στην “Φαινομενολογία του Πνεύματος” λέει για το λεγόμενο “εσωτερικό”(Innere): „δείχνεται πως πίσω από το λεγόμενο παραπέτασμα, που θα έπρεπε να κρύβει το εσωτερικό, δεν φαίνεται τίποτα, αν εμείς οι ίδιοι δεν πάμε εκεί, ώστε να ιδωθεί έτσι ως εάν να ήταν εκεί κάτι το οποίο μπορεί να ιδωθεί. Προκύπτει όμως, πως δεν είναι και τόσο ανεμπόδιστη η πορεία προς τα εκεί. Γιατί αυτή η γνώση, ποια είναι η αλήθεια της αντίληψης-αναπαράστασης του φαινομένου και του εσωτερικού του, είναι αποτέλεσμα μιας κοπιώδους κίνησης, δια της οποίας εξαφανίζονται οι τρόποι της συνείδησης, η γνώμη, η αντίληψη και η κατανόηση...”(Meiner 1928, p. 128) Τρεις σειρές πιο κάτω τελειώνει το κεφάλαιο για την συνείδηση, και αρχίζει αυτό για την αυτοσυνειδησία.
Αυτό που ο Hegel λέει για το τίποτα, που μας αντικρίζει από τα βάθη της συνείδησης, μπορεί να μας χαρίσει μια βαθύτερη ματιά για την σχέση της βούλησης και του τίποτα. Το Είναι είναι τόπος γέννησης της σκέψης. Το τίποτα όμως είναι η πατρίδα της βούλησης. Μέσα στο τίποτα, όπως μας διδάσκει το αναφερθέν σημείο από την Φαινομενολογία, δεν φαίνεται τίποτα, για όσο δεν αποφασίζουμε να μπούμε εκεί και να κτίσουμε ένα κόσμο σύμφωνα με τους νόμους της αρνητικότητας. Αυτό τον κόσμο ο Θεός δεν τον έχει δημιουργήσει ακόμα, και δεν υπάρχει και κανένα σχέδιο για τον κόσμο αυτόν, πριν η σκέψη το(σχέδιο) περιγράψει σε μια αρνητική γλώσσα.
Εδώ καραδοκεί ένας άπειρος πειρασμός(ξελόγιασμα) τον άνθρωπο. Κανείς δεν μπορεί να τον αναγκάσει να κάνει αυτό το βήμα. Μπορεί να αρκεσθεί στην εποχή του(στην οποία βρίσκεται εκείνη τη στιγμή ο κόσμος) και να συνεχίσει να περιμένει την σωτηρία και την λύτρωση.
Ο Heidegger και οι σύγχρονοι του υπέπεσαν στον πειρασμό αυτό. Οι στοχαστές αυτοί δεν κατάφεραν(και αυτό ισχύει και για τον Hegel), να ανακαλύψουν την μεταφυσική θέση σύνδεσης, όπου ο αριθμός και η έννοια είναι συγκολλημένοι. Αυτή η θέση βρίσκεται ακριβώς στο σημείο μετάβασης από το Είναι στο τίποτα. Το πρόβλημα είναι πανάρχαιο. Το συνέλαβαν οι Πυθαγόρειοι, και περιτριγυρίζει στο περίφημο έργο του γηραιού Πλάτωνος, στο “Περì τ' 'αγαθού”. Ο Αριστοτέλης απορρίπτει συνειδητά στην Μεταφυσική του τον διπλό ρόλο των αριθμών, που από την μια μετρούν εδώ στον κόσμο, και από την άλλη έχουν την λειτουργία τους στο ιδεατό επέκεινα. Και μέχρι σήμερα έχει μείνει έτσι. Και αν παραμείνει έτσι, στα μαθηματικά δεν μπορεί να αποδοθεί καμιά φιλοσοφική αξία. Τότε όμως δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί από το τίποτα ένας νέος φιλοσοφικός κόσμος εννοιών. Γιατί το λεξιλόγιο μιας αρνητικής γλώσσας μπορεί μόνο να αναπτυχθεί από την σύμπτωση αριθμού και έννοιας! Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, από το να διαβαστεί ο καινούργιος κόσμος των εννοιών από τις δομές των συσχετίσεων των αρνήσεων. Αυτός είναι ο καινούργιος “υλικός κόσμος”, πάνω στον οποίο σχηματίζονται οι ιδέες της μελλοντικής παγκόσμιας ιστορίας.
Οι εμπειρίες που έχουμε με την συνδυαστική ανάλυση, μας δυσκολεύουν να απορρίψουμε την υποψία πως και οι ιδέες του Πλάτωνος είναι σύνθετες(Composita). Και αυτό από το οποίο αποτελούνται δεν μπορεί να είναι ιδέα, σύμφωνα με τον ορισμό. Οι δομικοί λίθοι της ιδέας είναι στοιχεία του τίποτα, και μόνο με τον αριθμό, ως απρόσωπη μονάδα και ανώνυμη πολλαπλότητα, κατέχουμε ένα εργαλείο, με το οποίο μπορούμε να γίνουμε κάτοχοι του τίποτα.
Επειδή ο δρόμος προς μια ιστορική εποχή, που είναι κάτι παραπάνω από την τεχνολογία, παρόλα αυτά όμως περνά μέσα από την τεχνολογία, προκύπτει πως εκείνος που αμύνεται από την μεταφυσική ενότητα αριθμού και έννοιας, κλείνει για το πνεύμα όλες τις πόρτες του μέλλοντος. Κάποτε δε θα υπάρχει κανένα πνεύμα που να μην διαδίδεται-μεταφράζεται-κατανοείται αριθμητικά. Οπωσδήποτε δέν θα έχει κάτι καινούργιο να πει.
Παραμένει να εξηγήσουμε για ποιο πράγμα θα μιλάει η αρνητική γλώσσα, αφού πρώτα προσδιορίσουμε τον λογικό τόπο αυτών των γλωσσών. Αν ψάχνουμε όμως το περιεχόμενο τους ορθώνεται κατευθείαν μπροστά μας το πρόβλημα της ταυτότητας.
p και N1.1 p(το p είναι, και το p είναι μετά από διπλή άρνηση) μπορούν, κλασσικά μιλώντας, να ιδωθούν ως διαφορετικές εκφράσεις μιας και της αυτής πραγματικότητας. Ήδη όμως στις εκφράσεις τρίτου βαθμού, Ν1.2.1.2.1.2 p και Ν2.1.2.1.2.1 p αυτό δεν ισχύει. Αν και η ακολουθία του δείκτη αρνήσεως (1.2.1.2.1.2) εδώ είναι ακόμα ελάχιστη, παρόλα αυτά παραπέμπει στο γεγονός πως κάθε p το οποίο εμφανίζεται σε μια αρνητική γλώσσα, έχει πίσω του μια ιστορία στοχασμών, η οποία πρέπει να μπει στον ορισμό του. Από αυτό προκύπτει εκείνο το πρόβλημα ταυτότητας, το οποίο όλοι γνωρίζουμε, όταν διερωτόμαστε, με ποια σημασία είναι η ψυχή του νεογέννητου ταυτόσημη με το εγώ του ενήλικου προσώπου. Θα πρέπει να γνωρίζει κανείς κάτι γι' αυτό, όταν θέτει το παραπέρα ερώτημα: τι σημαίνει, πως η ιστορία ως ιστορία ενός σύμπαντος, στην ύπαρξη και εξέλιξη του οποίου εμπλέκεται η υποκειμενικότητα, έχει στη διάθεσή της δυνατές διαστάσεις του μέλλοντος, για τις οποίες είναι δυνατόν να συνεννοηθεί κανείς(με κάποια ακρίβεια) μόνο με τις αρνητικές γλώσσες; Ο βαθμός της ακρίβειας είναι ανάλογος του αριθμού των αρνήσεων, οι οποίες είναι δυνατόν να εισαχθούν, σε μια ελεγχόμενη ποσότητα. Αυτός ο αριθμός, που αντιστοιχεί στο επίπεδο της γνώσης, είναι σήμερα ιδιαίτερα περιορισμένος.
Συνεχίζεται
Μετάφραση Πέτρος
Martin Heidegger und die Weltgeschichte des Nichts
Του Gotthard Günther
Μέρος 5o
Ο Heidegger ο ύστερος στοχαστής τής παραδοσιακής μεταφυσικής, το τελευταίο θέμα που μονοπωλεί είναι η αλήθεια τού Είναι τού υπαρκτού. Για την μεταφυσική αυτή σκέψη, το τίποτα παραμένει σε ένα άρρητο υπόβαθρο, το τίποτα για το οποίο στην φιλοσοφία του Heidegger γίνεται φαινομενικά πολύς λόγος. Η παρουσία του τίποτα είναι α-θεματική. Δεν προσφέρεται (η παρουσία)στην κλασσική έννοια προς ανάλυση. Το τίποτα δεν γίνεται πουθενά θέμα της σκέψης με μια νέα έννοια, η οποία υπερβαίνει την κλασσική μεταφυσική. Σε ότι αφορά την φιλοσοφία τού τίποτα, για τον Heidegger ισχύει η παραίτηση τού Stefan George, στον οποίο ο Heidegger συχνά αναφέρεται: “Κανένα πράγμα δεν είναι εκεί όπου λείπει(αποτυγχάνει) η λέξη.”
Η κριτική μας στον Heidegger και στην απουσία μέλλοντος εντός τής φιλοσοφίας του, δε θα είχε καμιά ουσία, εάν δεν ήταν δυνατόν να αποδειχθεί, πως είναι ακριβώς το τίποτα, το οποίο κατορθώνει μέσω της γλώσσας να μεταφέρει την σκέψη δια μέσου τού φαινομενικά εξ ολοκλήρου τεχνολογικού τμήματος τής παγκόσμιας ιστορίας. Ανήκει στην θεμέλιο ουσία όλων τών γλωσσών που μέχρι σήμερα εμφανίστηκαν στην γη μας, το γεγονός ότι κινούνται στο έδαφος των αποφάνσεων(assertions). Ακόμα και εκεί όπου εντός τών(αποφάνσεων) συναντούμε εκφράσεις άρνησης, αυτές υπηρετούν με έμμεσο τρόπο την διαπίστωση τού θετικού. Λόγω του χαρακτήρα τής ισομορφίας που έχει η κλασσική λογική, δεν μπορεί να είναι αλλιώς. Η άρνηση εντός ενός συστήματος δευτέρου βαθμού, επαναλαμβάνει απλώς την θετικότητα την οποία υποτίθεται αρνείται! Εδώ δεν εισέρχεται τίποτα καινούργιο. Εντελώς διαφορετικά είναι τα πράγματα με τον δεύτερο, τρίτο, κτλ. τελεστή άρνησης σε συστήματα ανώτερου βαθμού(με την προϋπόθεση πάντα πως οι περαιτέρω τιμές(βαθμοί) εγκαθίστανται πέρα από την περιοχή τής σκέψης, που βρίσκεται μεταξύ της μοναδικής θετικότητας και τής πρώτης άρνησης που ανήκει σ' αυτήν). Ανοίγουν στην σκέψη μια νέα διάσταση, που ήταν πάντα άφταστη για την κλασική μεταφυσική του Είναι.
Έχουμε ήδη επισημάνει, μιλώντας για την μετάβαση από τις κλασσικές 2^2^2 συναρτήσεις αποφάνσεων, στις αντίστοιχες 3^3^3 ακολουθίες του συστήματος τρίτου βαθμού, πως με αυτή την αριθμητική επέκταση, ανοίγεται μια νέα φιλοσοφική διάσταση. Ο Heidegger είναι ιδιαίτερα εύστοχος όταν στο έργο “Holzwege” παρατηρεί: “...σκέφτεται κανείς πολύ επιφανειακά, αν νομίζει πως το γιγάντιο(Riesige) είναι απλά το άπειρα εκτεταμένο κενό του ποσοτικού και μόνο...Το γιγάντιο είναι μάλλον εκείνο δια του οποίου το ποσοτικό γίνεται η ίδια η ποιότητα του, και έτσι γίνεται ένα εξαίρετο είδος του μεγάλου...μόλις όμως το γιγαντιαίο(Riesenhafte) του σχεδιασμού και υπολογισμού και διαρρύθμισης και εξασφάλισης μεταπηδήσει από το ποσοτικό σε μια δική του ποιότητα, γίνεται το γιγάντιο και το φαινομενικά εξολοκλήρου και σε κάθε στιγμή προβλέψιμο, ακριβώς λόγω αυτής της μεταπήδησης, απρόβλεπτο. Αυτό παραμένει ως αόρατη σκιά, που πέφτει γύρω από όλα τα πράγματα, όταν ο άνθρωπος γίνει υποκείμενο(Subjectum) και ο κόσμος εικόνα....Αυτή η σκιά όμως υποδεικνύει κάτι άλλο, που για μας τους σημερινούς η γνώση του δεν μας έχει δοθεί.”
Η τεράστια ποσοτική διαφορά μεταξύ 2^2^2 και 3^3^3(δηλ μεταξύ ενός 2ψηφιου και ενός 13ψήφιου αριθμού) φέρνει ένα φιλοσοφικό στοχαστή, για τον οποίο κάθε μια από τις αποφαντικές συναρτήσεις πρέπει να έχει μια δική της ατομική σημασία, στα πρόθυρα του χαϊντεγγεριανού τίποτα. Εδώ δεν μπορούν να γίνουν υπολογισμοί με την συνηθισμένη έννοια. Γι' αυτό όμως πλησιάζουμε προς εκείνη την “σκιά”, η γνώση του είδους και των νόμων της οποίας υποτίθεται δεν έχει δοθεί στους σημερινούς, όπως παραιτούμενος ισχυρίζεται ο Heidegger.
Αυτή η σκιά είναι το τίποτα του μηδενισμού, και εντός της δεν απορρίπτεται το υπαρκτό, αλλά η συμπεριληπτική ιδέα τού Είναι. Μια τέτοια λειτουργία απόρριψης εισέρχεται εμφανώς στο σύστημα τρίτου βαθμού, αν και στην πιο πρωτόγονη μορφή. Η ιδέα τού Heidegger περί του τίποτα ακριβώς όπως και το δεύτερο αρνητικό τού Hegel, το οποίο σύμφωνα με την διαπίστωση του Hegel δείχνει προς την “μη-πραγματικότητα”, δεν είναι τίποτε άλλο παρά συμπεριληπτική έννοια της άπειρης επαναληπτικότητας (Iterierbarkeit) της αρνητικότητας, η οποία δεν σταματά ούτε εκεί που η αλήθεια κάθε Είναι τού υπαρκτού έχει εξαφανιστεί στην άρνηση. Και οι δυο στοχαστές είδαν στο πρόβλημα αυτό μια πρόκληση, και δεν είναι τυχαίο πως και οι δυο δημιούργησαν ένα είδος φιλοσοφικής τεχνητής γλώσσας, η οποία θα έπρεπε να σπάσει τα όρια των παραδοσιακών θετικών γλωσσών. Λόγω της κοινής και για τους δυο προκατάληψης εναντίον τής φιλοσοφικής σημασίας του αριθμού, δεν ήταν δυνατόν να τους περάσει η σκέψη, πως μπορούσαν να αναπτυχθούν γλώσσες, το θέμα των οποίων δεν θα έπρεπε να είναι η αλήθεια του Είναι του υπαρκτού, αλλά η αλήθεια της αρνητικότητας του τίποτα.
Πρέπει να δειχθεί, πως βρίσκεται στις δυνατότητες τού ανθρώπου, να αναπτύξει και αρνητικές γλώσσες, που βρίσκονται σε αντίθεση με τις θετικές γλώσσες τής ιστορίας. Αποδεχόμαστε το κοινότοπο γεγονός πως μια διπλή άρνηση(με την κλασσική έννοια) αντιστοιχεί σε μια θετική δήλωση. ... p=N1-1 p όπου Ν ο τελεστής άρνησης, που όταν εφαρμόζεται στον εαυτό του αναιρεί την άρνηση..
....Γίνεται λόγος: για την διπλή σημασία του p(θετική δήλωση) σε συστήματα ανώτερου βαθμού. Για το κύκλωμα του Hamilton, και τα αντίστοιχα βήματα άρνησης(που μεσολαβούν μεταξύ της πρώτης άρνησης και της αναίρεσης της)...Χαρακτηριστικό των νέων γλωσσικών συστημάτων, που κινούνται στον χώρο της αρνητικότητας είναι ο απίστευτος πλούτος των νέων όρων και εννοιών που παράγονται... Για ένα “λεξικό” αυτής της γλώσσας, που σε σύστημα τέταρτου βαθμού, είναι μικρό, με περίπου 1000 όρους. Αυτό όμως αλλάζει πολύ γρήγορα, αν θελήσει κανείς να δημιουργήσει ένα λεξικό για την γλώσσα πέμπτου βαθμού. Ο αριθμός των όρων είναι της τάξης των δισεκατομμυρίων.
Για το θέμα μπορούμε να πούμε τα εξής φιλοσοφικά. Αν κανείς δεν κάνει την θεμελιώδη φιλοσοφική διάκριση μεταξύ της ανωτερότητας βαθμού που ισχύει για τις κλασσικές οριακές τιμές και την θετικότητα, για την (πρώτη) άρνηση αυτής της θετικότητας και που ισχύει για την επαναλαμβανόμενη αρνητικότητα, η οποία βρίσκεται πέραν του μέγιστου πλάτους του κλασσικού συστήματος δεύτερου βαθμού, αυτός λοιπόν έχει εντελώς παρεξηγήσει το πρόβλημα που αφορά την ανωτερότητα βαθμού(συστήματα ανώτερα του δεύτερου βαθμού). Η άρνηση με αυτή την νέα έννοια λείπει από την μέχρι σήμερα γλωσσική παράδοση των θετικών γλωσσών. Για τον λόγο αυτό δεν είναι θαυμαστή η διαπίστωση, που έγινε ήδη στη δεκαετία του 1940, πως οι σημαντικότερες μεταπτώσεις-ακολουθίες τιμών των συναρτήσεων ανώτερου βαθμού, δεν μπορούσαν να ερμηνευθούν λογικά(I.M. Bοchenski, „Der Sowjetrussische Dialektische Materialismus“, 1956, σελ 132).
Τα ισχυρότερα, υπερκλασσικά λογικά συστήματα έχουν μόνο τότε φιλοσοφική σημασία, όταν με την μετάβαση προς αυτά και η φιλοσοφία αλλάζει το βασικό της θέμα. Δηλαδή γυρίζει την πλάτη στο Είναι και σε κάθε τι που σχετίζεται με αυτό, και στρέφεται εξολοκλήρου προς εκείνη την “δεύτερη” μεταφυσική, για την οποία γίνεται λόγος στο σύστημα της Γιόγκα, στην αρνητική (αποφατική) θεολογία του Αρεοπαγίτου, στην ιδέα του Zimzum του καββαλιστή Ισαάκ Λούρια και στον Heidegger. Στους πνευματικούς αυτούς χώρους, που επεκτείνονται στο φιλοσοφικό σκοτάδι με το ντροπιαστικό όνομα “Τίποτα”, συναντούμε τοπία συσχετίσεων που ακόμα δεν έχουν μετρηθεί, και για τα οποία ισχύει αυτό που ο Hegel στην “Φαινομενολογία του Πνεύματος” λέει για το λεγόμενο “εσωτερικό”(Innere): „δείχνεται πως πίσω από το λεγόμενο παραπέτασμα, που θα έπρεπε να κρύβει το εσωτερικό, δεν φαίνεται τίποτα, αν εμείς οι ίδιοι δεν πάμε εκεί, ώστε να ιδωθεί έτσι ως εάν να ήταν εκεί κάτι το οποίο μπορεί να ιδωθεί. Προκύπτει όμως, πως δεν είναι και τόσο ανεμπόδιστη η πορεία προς τα εκεί. Γιατί αυτή η γνώση, ποια είναι η αλήθεια της αντίληψης-αναπαράστασης του φαινομένου και του εσωτερικού του, είναι αποτέλεσμα μιας κοπιώδους κίνησης, δια της οποίας εξαφανίζονται οι τρόποι της συνείδησης, η γνώμη, η αντίληψη και η κατανόηση...”(Meiner 1928, p. 128) Τρεις σειρές πιο κάτω τελειώνει το κεφάλαιο για την συνείδηση, και αρχίζει αυτό για την αυτοσυνειδησία.
Αυτό που ο Hegel λέει για το τίποτα, που μας αντικρίζει από τα βάθη της συνείδησης, μπορεί να μας χαρίσει μια βαθύτερη ματιά για την σχέση της βούλησης και του τίποτα. Το Είναι είναι τόπος γέννησης της σκέψης. Το τίποτα όμως είναι η πατρίδα της βούλησης. Μέσα στο τίποτα, όπως μας διδάσκει το αναφερθέν σημείο από την Φαινομενολογία, δεν φαίνεται τίποτα, για όσο δεν αποφασίζουμε να μπούμε εκεί και να κτίσουμε ένα κόσμο σύμφωνα με τους νόμους της αρνητικότητας. Αυτό τον κόσμο ο Θεός δεν τον έχει δημιουργήσει ακόμα, και δεν υπάρχει και κανένα σχέδιο για τον κόσμο αυτόν, πριν η σκέψη το(σχέδιο) περιγράψει σε μια αρνητική γλώσσα.
Εδώ καραδοκεί ένας άπειρος πειρασμός(ξελόγιασμα) τον άνθρωπο. Κανείς δεν μπορεί να τον αναγκάσει να κάνει αυτό το βήμα. Μπορεί να αρκεσθεί στην εποχή του(στην οποία βρίσκεται εκείνη τη στιγμή ο κόσμος) και να συνεχίσει να περιμένει την σωτηρία και την λύτρωση.
Ο Heidegger και οι σύγχρονοι του υπέπεσαν στον πειρασμό αυτό. Οι στοχαστές αυτοί δεν κατάφεραν(και αυτό ισχύει και για τον Hegel), να ανακαλύψουν την μεταφυσική θέση σύνδεσης, όπου ο αριθμός και η έννοια είναι συγκολλημένοι. Αυτή η θέση βρίσκεται ακριβώς στο σημείο μετάβασης από το Είναι στο τίποτα. Το πρόβλημα είναι πανάρχαιο. Το συνέλαβαν οι Πυθαγόρειοι, και περιτριγυρίζει στο περίφημο έργο του γηραιού Πλάτωνος, στο “Περì τ' 'αγαθού”. Ο Αριστοτέλης απορρίπτει συνειδητά στην Μεταφυσική του τον διπλό ρόλο των αριθμών, που από την μια μετρούν εδώ στον κόσμο, και από την άλλη έχουν την λειτουργία τους στο ιδεατό επέκεινα. Και μέχρι σήμερα έχει μείνει έτσι. Και αν παραμείνει έτσι, στα μαθηματικά δεν μπορεί να αποδοθεί καμιά φιλοσοφική αξία. Τότε όμως δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθεί από το τίποτα ένας νέος φιλοσοφικός κόσμος εννοιών. Γιατί το λεξιλόγιο μιας αρνητικής γλώσσας μπορεί μόνο να αναπτυχθεί από την σύμπτωση αριθμού και έννοιας! Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, από το να διαβαστεί ο καινούργιος κόσμος των εννοιών από τις δομές των συσχετίσεων των αρνήσεων. Αυτός είναι ο καινούργιος “υλικός κόσμος”, πάνω στον οποίο σχηματίζονται οι ιδέες της μελλοντικής παγκόσμιας ιστορίας.
Οι εμπειρίες που έχουμε με την συνδυαστική ανάλυση, μας δυσκολεύουν να απορρίψουμε την υποψία πως και οι ιδέες του Πλάτωνος είναι σύνθετες(Composita). Και αυτό από το οποίο αποτελούνται δεν μπορεί να είναι ιδέα, σύμφωνα με τον ορισμό. Οι δομικοί λίθοι της ιδέας είναι στοιχεία του τίποτα, και μόνο με τον αριθμό, ως απρόσωπη μονάδα και ανώνυμη πολλαπλότητα, κατέχουμε ένα εργαλείο, με το οποίο μπορούμε να γίνουμε κάτοχοι του τίποτα.
Επειδή ο δρόμος προς μια ιστορική εποχή, που είναι κάτι παραπάνω από την τεχνολογία, παρόλα αυτά όμως περνά μέσα από την τεχνολογία, προκύπτει πως εκείνος που αμύνεται από την μεταφυσική ενότητα αριθμού και έννοιας, κλείνει για το πνεύμα όλες τις πόρτες του μέλλοντος. Κάποτε δε θα υπάρχει κανένα πνεύμα που να μην διαδίδεται-μεταφράζεται-κατανοείται αριθμητικά. Οπωσδήποτε δέν θα έχει κάτι καινούργιο να πει.
Παραμένει να εξηγήσουμε για ποιο πράγμα θα μιλάει η αρνητική γλώσσα, αφού πρώτα προσδιορίσουμε τον λογικό τόπο αυτών των γλωσσών. Αν ψάχνουμε όμως το περιεχόμενο τους ορθώνεται κατευθείαν μπροστά μας το πρόβλημα της ταυτότητας.
p και N1.1 p(το p είναι, και το p είναι μετά από διπλή άρνηση) μπορούν, κλασσικά μιλώντας, να ιδωθούν ως διαφορετικές εκφράσεις μιας και της αυτής πραγματικότητας. Ήδη όμως στις εκφράσεις τρίτου βαθμού, Ν1.2.1.2.1.2 p και Ν2.1.2.1.2.1 p αυτό δεν ισχύει. Αν και η ακολουθία του δείκτη αρνήσεως (1.2.1.2.1.2) εδώ είναι ακόμα ελάχιστη, παρόλα αυτά παραπέμπει στο γεγονός πως κάθε p το οποίο εμφανίζεται σε μια αρνητική γλώσσα, έχει πίσω του μια ιστορία στοχασμών, η οποία πρέπει να μπει στον ορισμό του. Από αυτό προκύπτει εκείνο το πρόβλημα ταυτότητας, το οποίο όλοι γνωρίζουμε, όταν διερωτόμαστε, με ποια σημασία είναι η ψυχή του νεογέννητου ταυτόσημη με το εγώ του ενήλικου προσώπου. Θα πρέπει να γνωρίζει κανείς κάτι γι' αυτό, όταν θέτει το παραπέρα ερώτημα: τι σημαίνει, πως η ιστορία ως ιστορία ενός σύμπαντος, στην ύπαρξη και εξέλιξη του οποίου εμπλέκεται η υποκειμενικότητα, έχει στη διάθεσή της δυνατές διαστάσεις του μέλλοντος, για τις οποίες είναι δυνατόν να συνεννοηθεί κανείς(με κάποια ακρίβεια) μόνο με τις αρνητικές γλώσσες; Ο βαθμός της ακρίβειας είναι ανάλογος του αριθμού των αρνήσεων, οι οποίες είναι δυνατόν να εισαχθούν, σε μια ελεγχόμενη ποσότητα. Αυτός ο αριθμός, που αντιστοιχεί στο επίπεδο της γνώσης, είναι σήμερα ιδιαίτερα περιορισμένος.
Συνεχίζεται
Μετάφραση Πέτρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου