Αλήθειες που πονάνε από έναν Αγιορείτη Ηγούμενο για το Περιβόλι της Παναγίας
Άρθρο του Καθηγουμένου της Ι.Μ Δοχειαρίου Γέροντα Γρηγορίου
Ὅταν ἐλευθερώθηκε ἡ πολυθρύλητη Μακεδονία ἀπὸ τὸν ὀθωμανικὸ ζυγό, οἱ Ἁγιορεῖτες, Ἕλληνες ἀληθινοί, ἔβγαλαν ἀπὸ τὰ μπαοῦλα τους τὶς σκοροφαγωμένες σημαῖες τῆς πονεμένης Ἑλλάδος καὶ τὶς ὕψωσαν παντοῦ. Τὸ ἅγιο βουνὸ εἶναι τὸ μόνο κομμάτι τῆς ἁγιασμένης αὐτῆς χώρας γιὰ τὸ ὁποῖο ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος ἔδειξε εὐαισθησία καὶ συνέστησε στοὺς Ἁγιορεῖτες νὰ κάνουν δικό τους κρατίδιο καὶ νὰ μὴν εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, γιατὶ θὰ τὸ μετανοιώσουν.
Οἱ θερμοὶ Ἕλληνες καλόγεροι τὸ ἀρνήθηκαν καὶ δέχθηκαν τὴν ἑλληνικὴ ἐπικράτεια σὰν εὐλογία τῆς Παναγίας. Ὅλα αὐτὰ τὰ λησμόνησαν οἱ ἑκάστοτε κρατοῦντες καὶ τὸ ἅγιο αὐτὸ βουνὸ βρίσκεται σήμερα σὲ μιὰ πλήρη ἐγκατάλειψη. Ὅ,τι καὶ νὰ ζητήσουμε, οἱ ἐπιτροπές, σὰν τοὺς παλιοὺς ταχυδρόμους, μέρες γυρίζουν ἀπὸ γραφεῖο σὲ γραφεῖο, ἀπὸ ὑπουργὸ σὲ ὑπουργό, καὶ δρέπουν στάχυς ἄκαρπους, ποὺ τοὺς ἔχει καταστρέψει τὸ συρίκι, ὁ λίβας. Γι᾽ αὐτὸ τὸ ψηλὸ βουνὸ ψιχία μόνον δίνουν ἀπὸ τὰ τραπέζια ποὺ ἔχουν συνδαιτυμόνες τοὺς μουσουλμάνους. Μὲ πιὸ πολλὴ χαρὰ ἀνεγείρουν τὰ τζαμιά, ἀπ᾽ ὅ,τι τὰ μνημεῖα τοῦ Γένους καὶ τῆς πίστεως.
Τὸ Ὄρος εἶναι ἀφύλακτο, εἶναι στὴν διάθεση τοῦ κάθε ληστοπεράτη. Τὰ τελωνεῖα καταργήθηκαν, ἔλεγχος δὲν γίνεται. Μπᾶτε, σκύλοι, ἀλέστε κι ἀλεστικὰ μὴ δῶστε. Βγαίνοντας προχθὲς ἀπὸ τὸ Ὄρος, βλέπω ἀπ᾽ τὸν ἀρσανᾶ τῆς Χιλανδαρίου νὰ μπαίνη στὸ πλοῖο ἕνα ἀγροτικὸ μὲ σκεπασμένη τὴν καρότσα. Δὲν συγκρατήθηκα. Ἢ μᾶλλον κακῶς συγκρατήθηκα. Ἔστειλα ἕνα μοναχό, νὰ σηκώση τὴν κουβέρτα νὰ δῆ τί κουβαλάει. Κι ἔβγαζε ἔξω τοῦ Ὄρους ἕνα ἀγροτικὸ ρίγανη! Τὸ νὰ κόψη κανεὶς ἕνα ματσάκι γιὰ τὸ σπίτι του κανεὶς δὲν τὸ ἀρνεῖται, ἀλλὰ ἕνα ὁλόκληρο ἀγροτικό; Πόσο συνειδητὰ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος σύναξε ἀπὸ τὶς νάπες τοῦ Ὄρους αὐτὴν τὴν ρίγανη καὶ δὲν τὴν ξεπάτωσε; Περίμενα νὰ συναντήσω λιμενικὸ στὴν Οὐρανούπολη. Εἶμαι Ἀρχιπελαγίτης. Ταξιδεύω ἀπὸ τὸ 1955. Πρώτη φορὰ εἶδα νὰ πιάνη πλοῖο σὲ λιμάνι καὶ νὰ μὴν ὑπάρχη οὔτε τελώνης οὔτε λιμενάρχης. Μὰ ἂν γίνη ἕνα δυστύχημα, ποιός θὰ τὸ πιστοποιήση; Ὁ ξυλοκόπος τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἢ ὁ ἐργάτης ἢ οἱ ἀλλοδαποὶ προσκυνητές; Μᾶς πῆρε τὰ τελωνεῖα τὸ κράτος καὶ μᾶς τοποθέτησε ἀραιὰ καὶ ποῦ λιμεναρχεῖα. Καὶ σ᾽ αὐτά, ὁσάκις προσφύγης, ἢ τὸ σκάφος τους εἶναι χαλασμένο ἢ δὲν ἔχουν πετρέλαιο νὰ τὸ κυκλοφορήσουν. (Ὡστόσο, μεγάλος ἡγούμενος, εἰσερχόμενος μὲ 12θέσιο ταχύπλοο, πολλὲς φορὲς συνοδεύεται ἀπὸ τὸ λιμενικό. Κλάψε με, μάννα, κλάψε με.) Ναί, ἀφύλακτο τὸ ἅγιο αὐτὸ βουνό, εἶναι στὴν διάθεση κάθε ἀρχαιοκάπηλου καὶ κάθε ἅρπαγα. Δὲν θέλουμε λιμεναρχεῖα, θέλουμε τελωνεῖα, τὰ ὁποῖα θὰ εἶναι ἐπανδρωμένα ὄχι μὲ προτεστάντες καὶ ἰεχωβάδες, ἀλλὰ μὲ συνειδητοὺς καὶ σοβαροὺς χριστιανοὺς καὶ Ἕλληνες.
Βγαίνει κανεὶς στὴν Οὐρανούπολη, εἴτε νέος μοναχὸς εἶναι εἴτε γηραιὸς εἴτε εὐλαβὴς προσκυνητής, καὶ ἀντικρύζει τὸ θέαμα τῆς πορνείας στὸ ἀποκορύφωμά της. Ἐκεῖ κυκλοφοροῦν ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι μήτε στοχάζονται μήτε ντρέπονται. Λέγει ὁ ἀββᾶ Ἰσαάκ: «Αὐτὸς ποὺ δὲν σέβεται τὸν ἑαυτό του δὲν σέβεται καὶ τοὺς ἄλλους».
Ἕνας νέος ἀπὸ τὴν Πάτρα, ἐπιστρέφοντας στὸν κόσμο, μοῦ λέγει: «Δὲν φοβᾶμαι τὴν διαδρομὴ μέχρι τὴν Πάτρα, ἀλλὰ τὴν διαδρομὴ ποὺ θὰ κάνω ἀπὸ τὸ καράβι μέχρι νὰ πάω στὸ αὐτοκίνητό μου στὴν Οὐρανούπολη».
Ἡ φιλεύσπλαγχνη ἑλληνικὴ ἐπικράτεια, ποὺ θάλπει καὶ ὑποθάλπει κάθε ἐχθρὸ καὶ πολέμιο τῆς πατρίδας μας καὶ τῆς πίστης μας, ἀδυνατεῖ νὰ φτιάξη πιὸ κεῖ μιὰ προκυμαία, νὰ σταματάη τὸ καράβι τοῦ Ὄρους, μόνον πρέπει νὰ μᾶς πετᾶ κυριολεκτικὰ μὲ ἀνατροπή, ὅπως τὰ αὐτοκίνητα, μέσα στὸν κόσμο, ποὺ μόνον βοῦρκος ἐκπέμπεται καὶ δυσοσμία δυσώδης; Λίγο σεβασμὸ νὰ εἶχε γιὰ αὐτοὺς τοὺς διὰ ζωῆς ἀκρίτες τῆς πίστεως, αὐτοὺς τοὺς ἄμισθους ἐργάτες, θὰ ἔφτιαχνε ἕνα μουράγιο μακριὰ ἀπὸ τὴν ταραχὴ τοῦ κόσμου καὶ τὴν ξεδιαντροπιά. Ὅλα γίνονται σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ σοβαρὸ καὶ τὸ σεμνό.
Ποιός ἀπὸ τοὺς κρατοῦντες ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια στοχάστηκε τὶ εἶναι αὐτὸ τὸ Ὄρος καὶ τὶ φυλάει καὶ τὶ περικρατεῖ, γιὰ νὰ προσφέρη κάτι γιὰ τὴν ἀναστήλωση αὐτῶν τῶν μνημείων, παρὰ ἔπιασαν τοὺς μοναχοὺς ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τοὺς ἔσφιγξαν νὰ δεχθοῦνε βοήθεια γιὰ τὴν ἀναπαλαίωση τῶν μνημείων τοῦ ἔθνους μας ἀπὸ τὴν ἄθεη καὶ βδελυκτὴ Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση. Γιὰ ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνες, γιὰ τζαμιά, γιὰ διάφορους συλλόγους ὑπάρχουν χρήματα, ἀλλὰ γι᾽ αὐτὸν τὸν τόπο πεντάρα. Πότε κρατικὸς ὑπάλληλος περιώδευσε τὸν τόπο αὐτὸν νὰ ρωτήση αὐτοὺς τοὺς στρατευμένους μοναχούς: «Τί ἀνάγκες ἔχετε;»; Καὶ σήμερα, σὰν νὰ βρισκώμαστε στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ζητοῦμε βοήθεια ἀπὸ τοὺς φιλεύσπλαγχνους ὁμοδόξους, γιὰ νὰ φτιάξουμε μία σκεπή, ἕνα παράθυρο, ἕνα τειχίο ἀντιστήριξης, νὰ βάλουμε ἕνα κομμάτι μολύβι στὴν σκεπὴ τοῦ καθολικοῦ ποὺ τρέχει. Εὐτυχῶς, οἱ μοναχοὶ αὐτῆς τῆς νέας γενιᾶς φέρθηκαν φιλότιμα καὶ στερήθηκαν καὶ τὴν μπουκιὰ τὸ ψωμί, γιὰ νὰ ἀναπαλαιώσουν τὰ μοναστήρια τους. Οἱ πολιτικοὶ ποὺ ἐπισκέπτονται τὸ Ὄρος ἔρχονται κατευθυνόμενοι σὰν τὰ βλήματα τῶν πυραύλων καὶ δυστυχῶς θὰ πέσουνε στὰ μοναστήρια ποὺ περισσεύουν ἄρτων καὶ ὄχι ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχουν πραγματικὲς ἀνάγκες. Κι ἔτσι, οἱ ἑκάστοτε κρατοῦντες, παρὰ τὰ πολλὰ φῶτα, παραμένουνε τυφλοὶ ὅπως καὶ πρῶτα. Ποιός ὑπουργὸς πῆρε ποτὲ τὴν μάτσα του, τὸ μπαστούνι του, νὰ περιδιαβῆ τὸ Ὄρος, νὰ δῆ ἀπὸ μόνος του ποῦ ἀνατέλλει ὁ ἥλιος καὶ ποῦ δύει; Κανένας, κανένας, κανεὶς ποτέ! Ἀκόμη καὶ ὁ πολὺς ἀρχιεπίσκοπος Τιράνων Ἀναστάσιος, πραγματοποίησε τὴν ἐπίσκεψή του, ἢ ἂς τὸ πῶ τὸ προσκύνημά του, κατευθυνόμενος ἀπὸ τὸν πολιτικὸ διοικητὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δὲν πιστεύω ὁ γηραιὸς διοικητὴς νὰ θυμᾶται ὅτι ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δύο-τρία μοναστήρια ποὺ κλώθει, ὑπάρχουν καὶ ἄλλα μοναστήρια στὸ Ἅγιον Ὄρος. Βέβαια, ἐμεῖς δὲν διαθέτουμε πανσιὸν μὲ ψυγεῖα καὶ μπάνια καὶ σαμπουάν…
Μετὰ ἀπὸ πολλοὺς ἀγῶνες, μελέτες, ἐπιμετρήσεις, ἐρευνήσεις, φτιάξαμε μιὰ μελέτη γιὰ τὸ καθολικὸ τῶν Ἀρχαγγέλων στὴν Μονὴ Δοχειαρίου. Τὴν ψαλίδισαν τόσο πολύ, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ στάβλο καὶ γιὰ μάντρα. Τόσο, ποὺ ἐγὼ προσωπικὰ ὡς ἡγούμενος, δὲν τολμῶ μὲ αὐτὰ τὰ χρήματα νὰ ξεκινήσω τὸ ἔργο αὐτό. Ἐδῶ θὰ δείξουν τὴν οἰκονομία; Δυστυχῶς, παρασυρμένοι ἀπὸ τὰ ρεύματα τῆς κακοποιοῦ αὐτῆς ἐποχῆς, οἱ κρατοῦντες ἔχουν τὶς τσέπες τους πάντα τρύπιες γι᾽ αὐτὰ ποὺ δοξάζουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ τὴν ἑλληνικὴ πατρίδα.
Κάποτε σ᾽ ἕνα λιμάνι εἶδα ἕνα παλιὸ ἀραγμένο καράβι. Τὸ μόνο ποὺ εἶχε ἀπομείνει ἦταν ἕνας γάτος ποὺ θρηνοῦσε τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ παλιοῦ καραβιοῦ. Ἔτσι κι ἐγὼ σὰν γάτος θρηνῶ τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Καημένε γάτε, ποιός νὰ σὲ ἀκούση καὶ ποιός νὰ σοῦ φέρη προσφάι, γιὰ νὰ συνεχίσης τὸν θρῆνο τοῦ ἐγκαταλελειμμένου καραβιοῦ; Κι ἐμένα ποιός θὰ μοῦ κρατήση τὴν καρδιά μου; Ποιά Παναγία παυσολύπιος θὰ μὲ βοηθήση νὰ σταματήση ὁ πόνος μου κι ὁ ὀδυρμός μου;
Ἐδῶ θὰ σταματήσω γι᾽ αὐτὴν τὴν φορά.
Ἐπιτρέψατέ μου μιὰ μικρὴ παρένθεση γιὰ τὸ προηγούμενο ἄρθρο. Ὅταν κανεὶς ὁμιλῆ στὸν ἄλλο καὶ φοράη πετραχήλι, αὐτὴν τὴν ὥρα εἶναι ὁ κατ᾽ ἐξοχὴν παπᾶς καὶ οἱ κουβέντες ποὺ λέει πρέπει νὰ εἶναι ὑπεύθυνες καὶ σοβαρές· πρέπει νὰ εἶναι μόνον ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου καὶ νὰ μὴ χρησιμοποιῆ τὰ δικά του κάλπικα «νομίσματα» καὶ τὰ δικά του ταραγμένα πιστεύω. Ὅταν μιλῶ χωρὶς πετραχήλι, μπορεῖ νὰ λέγω ὅ,τι θέλω, ἀλλὰ μὲ τὸ πετραχήλι μόνον τὴν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μπορῶ νὰ χρησιμοποιῶ. Ἄλλως, δὲν εἶμαι παπᾶς· εἶμαι ὁ μανάβης τῆς γειτονιᾶς, ποὺ διαφημίζω τὰ προϊόντα ποὺ ἔχω πρὸς πώληση.
Ἐσεῖς βέβαια ὅλοι ποὺ σχολιάσατε αὐτὸ τὸ ἄρθρο καὶ μάλιστα ἀνυπόγραφα, ἂν φορᾶτε πετραχήλι σᾶς καθιστῶ ὑπευθύνους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἂν δὲν φορᾶτε, σ᾽χωρεμένοι νὰ εἶστε κι ὁ καθένας ἂς πορευθῆ ἐκεῖ ποὺ ἑτοίμασε τόπο ἀναπαύσεως.
Ἡμέρες δύσκολες καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὸ ἔθνος. Ὁ διάβολος βγῆκε ἀπὸ τὸ καυκί του καὶ περιέρχεται τὴν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα σὰν λιοντάρι βρυχώμενο νὰ καταπιῆ ὅποιον βρῆ μπροστά του. Κύριος ὁ Θεὸς οἰκτιρήσαι καὶ ἐλεήσαι ἡμᾶς. Ἀμήν.
Γρηγόριος ὁ Ἀρχιπελαγίτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου