Η αδιαμφισβήτητη πρόοδος έχει συμπέσει με την αυξανόμενη ανισότητα και την απώλεια θέσεων εργασίας στα μεσαία επίπεδα δεξιοτήτων στη Δύση. Οι λάθος συμβουλές των «γερακιών» και ο κίνδυνος του ίδιου λάθους
Του Martin Wolf
Financial Times
Η Διεθνής Τράπεζα Διακανονισμών (BIS) είναι το σταματημένο ρολόι των διεθνών οικονομικών θεσμών. Έχει επιχειρηματολογήσει υπέρ της νομισματικής και δημοσιονομικής σύσφιξης, είτε αυτό έχει λογική, είτε όχι.
Ευτυχώς, οι φορείς χάραξης πολιτικής -ή τουλάχιστον οι κεντρικοί τραπεζίτες που είναι μέλη στην BIS- έχουν αγνοήσει την προφανή πεποίθησή της πως ο κόσμος χρειάζεται μια ακόμη βαθύτερη και πιο παρατεταμένη ύφεση. Και να που τώρα, ακριβώς επειδή οι κεντρικές τράπεζες σοφά αγνόησαν τις συμβουλές της, μια συντονισμένη ανάκαμψη έχει επιτέλους έρθει. Άρα, η πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση της BIS λέει για άλλη μια φορά σωστά την ώρα, όπως συνέβη και κατά τα χρόνια πριν την κρίση;
Αξίζει να θυμηθούμε πόσο λάθος έχει κάνει η BIS στο παρελθόν. Τον Ιούνιο του 2010, όταν, όπως τώρα ξέρουμε, η ζημιά από την κρίση ήταν ακόμη παρούσα, η BIS ήδη διαβεβαίωνε ότι «έχει έρθει η ώρα να αναρωτηθούμε πότε και πώς θα καταργηθούν σταδιακά αυτά τα ισχυρά μέτρα». Αλλά όχι, η ώρα δεν είχε έρθει.
Η ώρα που είχε έρθει ήταν για πιο επιθετική δράση για να επιταχυνθεί η ανάκαμψη και έτσι να περιοριστεί η μακροπρόθεσμη ζημιά από την κρίση. Τότε δεν υπήρχε η ανάγκη να καταργηθεί σταδιακά η νομισματική και η δημοσιονομική τόνωση, αλλά να ισχυροποιηθεί. Η αδύναμη ανάκαμψη είναι κατά μεγάλο μέρος, μια συνέπεια αυτής της αποτυχίας.
Κι όμως, τώρα τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά. Όπως έχει δηλώσει η Catherine Mann, ανώτατη οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ, τα πράγματα είναι «καλύτερα, αλλά όχι αρκετά καλά».
Ο Οργανισμός με έδρα στο Παρίσι, όπως και οι περισσότεροι forecasters, αναμένουν μέτρια άνοδο στην παγκόσμια ανάπτυξη φέτος και του χρόνου. Η ελπίδα είναι ότι αυτή θα είναι η αρχή μιας παρατεταμένης ανοδικής πορείας, στη διάρκεια της οποίας οι περισσότερες επενδύσεις και η πιο γρήγορη ανάπτυξη της παραγωγικότητας θα χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό. Αλλά αυτό παραμένει μια ελπίδα. Επομένως ποιους κινδύνους ενέχει η αναμονή της ανάκαμψης;
Ένας προφανής είναι πως η νομισματική σύσφιξη θα είναι πολύ γρήγορη, ακόμη και στις ΗΠΑ, πόσο μάλλον στην ευρωζώνη. Οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν αξιοσημείωτα υποτονικές. Ακόμη και η BIS, που είναι πιο τσιτωμένη κι απ’ την τσίτα, συμφωνεί πως η αναθέρμανση του πληθωρισμού δεν αποτελεί μεγάλο κίνδυνο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην παγκοσμιοποίηση, που έχει ενισχύσει σε τεράστιο βαθμό τις πιέσεις από τον ανταγωνισμό.
Άλλος ένας κίνδυνος είναι οικονομικός. Όπως σημειώνει ο επικεφαλής στην BIS, Jaime Caruana, «σε μια σειρά μικρότερων ανεπτυγμένων οικονομιών και οικονομιών αναδυόμενων αγορών, μακροχρόνιες οικονομικές άνοδοι έχουν μετριαστεί ή έχουν μετατραπεί σε πτώσεις. Και παγκοσμίως, το χρέος βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ: το 2016, η συσσώρευση χρέους του ιδιωτικού τομέα εξαιρώντας τις χρηματοοικονομικές εταιρίες, στις οικονομίες των χωρών της G20, διαμορφώθηκε περίπου στο 220% του ΑΕΠ, σχεδόν 40 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σχέση με το 2007». Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό είναι η αξιοσημείωτα ραγδαία αύξηση της πίστωσης και του χρέους στην Κίνα.
Ο Γουόρεν Μπάφετ έχει επισημάνει ότι «μόνο όταν φεύγει η παλίρροια ανακαλύπτεις ποιος κολυμπούσε γυμνός». Καθώς αυξάνονται τα επιτόκια, οι οικονομικοί κίνδυνοι παγιώνονται. Κι όμως υπάρχουν και λόγοι αισιοδοξίας ως προς αυτό: το βασικό χρηματοπιστωτικό σύστημα της Δύσης είναι πολύ καλύτερα ρυθμισμένο και κεφαλαιοποιημένο απ’ ότι ήταν το 2007. Οι κινεζικές αρχές μπορούν να σταθεροποιήσουν το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα, αν χρειαστεί. Καμία σημαντική άνθηση που οδηγείται από την πίστωση δεν αναμένεται παγκοσμίως, εκτός από της Κίνας. Και, τέλος, παρ’ όλο που οι τιμές των υψηλά αποτιμημένων μετοχών μπορεί να υποχωρήσουν, αυτό από μόνο του δεν θα προκαλέσει κρίση στο σύστημα πίστωσης. Αν υπάρχει κάποιο οικονομικό ρίσκο, πιθανότατα είναι το δημόσιο χρέος, μάλλον στην ευρωζώνη.
Ακόμη ένας κίνδυνος είναι η ανανεωμένη αδυναμία της συνολικής ζήτησης. Αυτό είναι ένα ρίσκο στο οποίο -κάτι απροσδόκητο- η BIS δεν εστιάζει. Αλλά, όσο ο πληθωρισμός παραμένει υποτονικός, τόσο περισσότερο μένει χώρος για νομισματικούς και δημοσιονομικούς ελιγμούς. Φυσικά, αυτό ταυτόχρονα επιχειρηματολογεί ενάντια σε πρόωρη νομισματική σύσφιξη. Ας παγιώσουμε πρώτα ένα ισχυρό momentum για από εδώ και πέρα.
Ο τελευταίος και πιθανός μεγαλύτερος κίνδυνος είναι μια κατάρρευση της διεθνούς συνεργασίας, ίσως ακόμη κι ένα ξέσπασμα συρράξεων. Αυτό θα κατέστρεφε τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας από την οποία εξαρτώνται όλοι –περιλαμβανομένων, αν και δεν το ξέρουν- και των ανόητων εθνικιστών και υπέρμαχων του προστατευτισμού. Πραγματικά, θα μπορούσε να καταστρέψει τη σταθερότητα ολόκληρης της παγκόσμιας τάξης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως σημειώνει η BIS, «επίσημες στατιστικές αποδείξεις, ανεπίσημη παρατήρηση και η απλή λογική, δείχνουν ότι η παγκοσμιοποίηση έχει σταθεί μεγάλη δύναμη για τη στήριξη της παγκόσμιας ανάπτυξης και του υψηλότερου βιοτικού επιπέδου».
Κι όμως, όπως ορθά επισημαίνει η κ. Mann, αυτή η αδιαμφισβήτητη πρόοδος έχει συμπέσει με την αυξανόμενη ανισότητα, την εντεινόμενη απώλεια θέσεων εργασίας στα μεσαία επίπεδα δεξιοτήτων και με απότομες πτώσεις θέσεων εργασίας στο μεταποιητικό τομέα των οικονομικών υψηλού εισοδήματος. Αυτό, με τη σειρά του, έχει μεταξύ άλλων οδηγήσει στον προστατευτισμό που παρατηρούμε, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Μια κατάρρευση στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική τάξη θα μπορούσε να επιφέρει τεράστια ζημιά. Το συμπέρασμα, που φαίνεται και στις αγορές, ότι τέτοιες ενέργειες θα ήταν «πολύ κακό για το τίποτα» φαίνεται εντυπωσιακά χαλαρό. Είναι κάλλιστα πιθανό να μην συμβεί και τίποτα. Αλλά είναι επίσης πιθανό το εύθραυστο πνεύμα συνεργασίας που διέπεται από κανόνες, να εξαφανιστεί μέσα σε μια νύχτα.
Εμείς στις χώρες υψηλών εισοδημάτων, επιτρέψαμε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα να αποσταθεροποιήσει τις οικονομίες μας. Μετά αρνηθήκαμε να χρησιμοποιούμε αρκετά ισχυρή δημοσιονομική και νομισματική τόνωση για να βγούμε γρήγορα από την οικονομική ταλαιπωρία μετά την κρίση. Αποτύχαμε να αντιδράσουμε στις αποκλίσεις των οικονομικών περιουσιών των επιτυχημένων και των λιγότερο επιτυχημένων. Αυτά ήταν τεράστια λάθη. Τώρα, ενώ οι οικονομίες ανακάμπτουν, αντιμετωπίζουμε νέες προκλήσεις: να αποφύγουμε να ανατινάξουμε την παγκόσμια οικονομία, ενώ θα διασφαλίζουμε βιώσιμη ανάπτυξη που κατανέμεται ευρέως.
Αλίμονο, φαίνεται πιθανό να αποτύχουμε σε αυτές τις προκλήσεις. Η BIS μιλά -και εύλογα- για οικοδόμηση ανθεκτικότητας. Ένα μέρος αυτού έγκειται στη διασφάλιση πως η ανάπτυξη γίνεται λιγότερο εξαρτημένη από το χρέος. Ωστόσο αυτός είναι μόνο ένας τρόπος με τον οποίο χρειάζεται να κάνουμε τις οικονομίες μας πιο αποδοτικές και πολιτικά νομιμοποιημένες. Αν αποτύχουμε να αντιδράσουμε σε αυτές τις δομικές αλλαγές, η ανάκαμψη είναι απίθανο να αποδειχθεί ισχυρή ή διαρκής.
Η φάση μετά τη διάσωση επιτέλους είναι αρκετά κοντά. Είναι ώρα να ενισχύσουμε οτιδήποτε ήταν καλό και να μεταρρυθμίσουμε οτιδήποτε δεν ήταν.
Ευτυχώς, οι φορείς χάραξης πολιτικής -ή τουλάχιστον οι κεντρικοί τραπεζίτες που είναι μέλη στην BIS- έχουν αγνοήσει την προφανή πεποίθησή της πως ο κόσμος χρειάζεται μια ακόμη βαθύτερη και πιο παρατεταμένη ύφεση. Και να που τώρα, ακριβώς επειδή οι κεντρικές τράπεζες σοφά αγνόησαν τις συμβουλές της, μια συντονισμένη ανάκαμψη έχει επιτέλους έρθει. Άρα, η πιο πρόσφατη ετήσια έκθεση της BIS λέει για άλλη μια φορά σωστά την ώρα, όπως συνέβη και κατά τα χρόνια πριν την κρίση;
Αξίζει να θυμηθούμε πόσο λάθος έχει κάνει η BIS στο παρελθόν. Τον Ιούνιο του 2010, όταν, όπως τώρα ξέρουμε, η ζημιά από την κρίση ήταν ακόμη παρούσα, η BIS ήδη διαβεβαίωνε ότι «έχει έρθει η ώρα να αναρωτηθούμε πότε και πώς θα καταργηθούν σταδιακά αυτά τα ισχυρά μέτρα». Αλλά όχι, η ώρα δεν είχε έρθει.
Η ώρα που είχε έρθει ήταν για πιο επιθετική δράση για να επιταχυνθεί η ανάκαμψη και έτσι να περιοριστεί η μακροπρόθεσμη ζημιά από την κρίση. Τότε δεν υπήρχε η ανάγκη να καταργηθεί σταδιακά η νομισματική και η δημοσιονομική τόνωση, αλλά να ισχυροποιηθεί. Η αδύναμη ανάκαμψη είναι κατά μεγάλο μέρος, μια συνέπεια αυτής της αποτυχίας.
Κι όμως, τώρα τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά. Όπως έχει δηλώσει η Catherine Mann, ανώτατη οικονομολόγος στον ΟΟΣΑ, τα πράγματα είναι «καλύτερα, αλλά όχι αρκετά καλά».
Ο Οργανισμός με έδρα στο Παρίσι, όπως και οι περισσότεροι forecasters, αναμένουν μέτρια άνοδο στην παγκόσμια ανάπτυξη φέτος και του χρόνου. Η ελπίδα είναι ότι αυτή θα είναι η αρχή μιας παρατεταμένης ανοδικής πορείας, στη διάρκεια της οποίας οι περισσότερες επενδύσεις και η πιο γρήγορη ανάπτυξη της παραγωγικότητας θα χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό. Αλλά αυτό παραμένει μια ελπίδα. Επομένως ποιους κινδύνους ενέχει η αναμονή της ανάκαμψης;
Ένας προφανής είναι πως η νομισματική σύσφιξη θα είναι πολύ γρήγορη, ακόμη και στις ΗΠΑ, πόσο μάλλον στην ευρωζώνη. Οι πληθωριστικές πιέσεις παραμένουν αξιοσημείωτα υποτονικές. Ακόμη και η BIS, που είναι πιο τσιτωμένη κι απ’ την τσίτα, συμφωνεί πως η αναθέρμανση του πληθωρισμού δεν αποτελεί μεγάλο κίνδυνο. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην παγκοσμιοποίηση, που έχει ενισχύσει σε τεράστιο βαθμό τις πιέσεις από τον ανταγωνισμό.
Άλλος ένας κίνδυνος είναι οικονομικός. Όπως σημειώνει ο επικεφαλής στην BIS, Jaime Caruana, «σε μια σειρά μικρότερων ανεπτυγμένων οικονομιών και οικονομιών αναδυόμενων αγορών, μακροχρόνιες οικονομικές άνοδοι έχουν μετριαστεί ή έχουν μετατραπεί σε πτώσεις. Και παγκοσμίως, το χρέος βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ: το 2016, η συσσώρευση χρέους του ιδιωτικού τομέα εξαιρώντας τις χρηματοοικονομικές εταιρίες, στις οικονομίες των χωρών της G20, διαμορφώθηκε περίπου στο 220% του ΑΕΠ, σχεδόν 40 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα σε σχέση με το 2007». Εντυπωσιακό χαρακτηριστικό είναι η αξιοσημείωτα ραγδαία αύξηση της πίστωσης και του χρέους στην Κίνα.
Ο Γουόρεν Μπάφετ έχει επισημάνει ότι «μόνο όταν φεύγει η παλίρροια ανακαλύπτεις ποιος κολυμπούσε γυμνός». Καθώς αυξάνονται τα επιτόκια, οι οικονομικοί κίνδυνοι παγιώνονται. Κι όμως υπάρχουν και λόγοι αισιοδοξίας ως προς αυτό: το βασικό χρηματοπιστωτικό σύστημα της Δύσης είναι πολύ καλύτερα ρυθμισμένο και κεφαλαιοποιημένο απ’ ότι ήταν το 2007. Οι κινεζικές αρχές μπορούν να σταθεροποιήσουν το χρηματοπιστωτικό τους σύστημα, αν χρειαστεί. Καμία σημαντική άνθηση που οδηγείται από την πίστωση δεν αναμένεται παγκοσμίως, εκτός από της Κίνας. Και, τέλος, παρ’ όλο που οι τιμές των υψηλά αποτιμημένων μετοχών μπορεί να υποχωρήσουν, αυτό από μόνο του δεν θα προκαλέσει κρίση στο σύστημα πίστωσης. Αν υπάρχει κάποιο οικονομικό ρίσκο, πιθανότατα είναι το δημόσιο χρέος, μάλλον στην ευρωζώνη.
Ακόμη ένας κίνδυνος είναι η ανανεωμένη αδυναμία της συνολικής ζήτησης. Αυτό είναι ένα ρίσκο στο οποίο -κάτι απροσδόκητο- η BIS δεν εστιάζει. Αλλά, όσο ο πληθωρισμός παραμένει υποτονικός, τόσο περισσότερο μένει χώρος για νομισματικούς και δημοσιονομικούς ελιγμούς. Φυσικά, αυτό ταυτόχρονα επιχειρηματολογεί ενάντια σε πρόωρη νομισματική σύσφιξη. Ας παγιώσουμε πρώτα ένα ισχυρό momentum για από εδώ και πέρα.
Ο τελευταίος και πιθανός μεγαλύτερος κίνδυνος είναι μια κατάρρευση της διεθνούς συνεργασίας, ίσως ακόμη κι ένα ξέσπασμα συρράξεων. Αυτό θα κατέστρεφε τη σταθερότητα της παγκόσμιας οικονομίας από την οποία εξαρτώνται όλοι –περιλαμβανομένων, αν και δεν το ξέρουν- και των ανόητων εθνικιστών και υπέρμαχων του προστατευτισμού. Πραγματικά, θα μπορούσε να καταστρέψει τη σταθερότητα ολόκληρης της παγκόσμιας τάξης. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, όπως σημειώνει η BIS, «επίσημες στατιστικές αποδείξεις, ανεπίσημη παρατήρηση και η απλή λογική, δείχνουν ότι η παγκοσμιοποίηση έχει σταθεί μεγάλη δύναμη για τη στήριξη της παγκόσμιας ανάπτυξης και του υψηλότερου βιοτικού επιπέδου».
Κι όμως, όπως ορθά επισημαίνει η κ. Mann, αυτή η αδιαμφισβήτητη πρόοδος έχει συμπέσει με την αυξανόμενη ανισότητα, την εντεινόμενη απώλεια θέσεων εργασίας στα μεσαία επίπεδα δεξιοτήτων και με απότομες πτώσεις θέσεων εργασίας στο μεταποιητικό τομέα των οικονομικών υψηλού εισοδήματος. Αυτό, με τη σειρά του, έχει μεταξύ άλλων οδηγήσει στον προστατευτισμό που παρατηρούμε, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Μια κατάρρευση στην παγκόσμια πολιτική και οικονομική τάξη θα μπορούσε να επιφέρει τεράστια ζημιά. Το συμπέρασμα, που φαίνεται και στις αγορές, ότι τέτοιες ενέργειες θα ήταν «πολύ κακό για το τίποτα» φαίνεται εντυπωσιακά χαλαρό. Είναι κάλλιστα πιθανό να μην συμβεί και τίποτα. Αλλά είναι επίσης πιθανό το εύθραυστο πνεύμα συνεργασίας που διέπεται από κανόνες, να εξαφανιστεί μέσα σε μια νύχτα.
Εμείς στις χώρες υψηλών εισοδημάτων, επιτρέψαμε στο χρηματοπιστωτικό σύστημα να αποσταθεροποιήσει τις οικονομίες μας. Μετά αρνηθήκαμε να χρησιμοποιούμε αρκετά ισχυρή δημοσιονομική και νομισματική τόνωση για να βγούμε γρήγορα από την οικονομική ταλαιπωρία μετά την κρίση. Αποτύχαμε να αντιδράσουμε στις αποκλίσεις των οικονομικών περιουσιών των επιτυχημένων και των λιγότερο επιτυχημένων. Αυτά ήταν τεράστια λάθη. Τώρα, ενώ οι οικονομίες ανακάμπτουν, αντιμετωπίζουμε νέες προκλήσεις: να αποφύγουμε να ανατινάξουμε την παγκόσμια οικονομία, ενώ θα διασφαλίζουμε βιώσιμη ανάπτυξη που κατανέμεται ευρέως.
Αλίμονο, φαίνεται πιθανό να αποτύχουμε σε αυτές τις προκλήσεις. Η BIS μιλά -και εύλογα- για οικοδόμηση ανθεκτικότητας. Ένα μέρος αυτού έγκειται στη διασφάλιση πως η ανάπτυξη γίνεται λιγότερο εξαρτημένη από το χρέος. Ωστόσο αυτός είναι μόνο ένας τρόπος με τον οποίο χρειάζεται να κάνουμε τις οικονομίες μας πιο αποδοτικές και πολιτικά νομιμοποιημένες. Αν αποτύχουμε να αντιδράσουμε σε αυτές τις δομικές αλλαγές, η ανάκαμψη είναι απίθανο να αποδειχθεί ισχυρή ή διαρκής.
Η φάση μετά τη διάσωση επιτέλους είναι αρκετά κοντά. Είναι ώρα να ενισχύσουμε οτιδήποτε ήταν καλό και να μεταρρυθμίσουμε οτιδήποτε δεν ήταν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου