ΔΟΚΙΜΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ
ΦΥΣΕΩΣ
Pierre Hadot
«Οφείλουμε να σεβόμαστε την αιδημοσύνη με την οποία η Φύση κρύβεται πίσω από αινίγματα και προκλητικές αβεβαιότητες».
ΝΙΤΣΕ, «Η
χαρούμενη γνώση».
«Η αφαίρεση των ενδυμάτων τους από τις θεές
δεν ταιριάζει στις ερμηνευτικές αρχές μου, και δηλώνω ότι το θεωρώ αιρετικό.
Δεν
μπορούμε να αφαιρέσουμε από τις θεές τα ενδύματά τους, διότι τα γνωρίσματά τους
ανήκουν στην ουσία τους».
SANTAYANA, «Μονόλογοι στην Βρετανία», Λονδίνο, 1937.
Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ
Εδώ και σαράντα χρόνια στοχάζομαι αυτό το
βιβλίο. Το 1960 ήταν περίπου η χρονιά που άρχισα να αναζητώ τις διαφορετικές
εκδοχές της έννοιας ‘μυστήριο της φύσεως’, τόσο στην Αρχαιότητα όσο και στην
σύγχρονη εποχή. Τα χρόνια που ακολούθησαν αφιερώθηκα με ενθουσιασμό και πάθος
στην φιλοσοφία της φύσεως και συχνά αναρωτήθηκα αν θα ήταν δυνατή στην εποχή
μας μια ανανέωση και κυρίως μια μεταμόρφωση στον τομέα αυτού του είδους της
έρευνας. Αλλά απορροφημένος από την διδασκαλία και άλλες μελέτες, δεν κατόρθωσα
ποτέ να επικεντρωθώ σε αυτή την αναζήτηση. Εν τούτοις, στο πλαίσιο της
προοπτικής μιας μελέτης για τον Πλωτίνο, το 1968, συνέγραψα για τις Συναντήσεις
του Έρανος μιαν ομιλία αφιερωμένη
στην ‘Συνεισφορά του νεοπλατωνισμού στην φιλοσοφία της φύσεως στη Δύση’, κατά
την οποία μου δόθηκε η ευκαιρία να εκθέσω ορισμένες προσφιλείς μου ιδέες.
Ασχολήθηκα ιδιαίτερα με την περίπτωση του Γκαίτε, ποιητή και φιλοσόφου, ο
οποίος μου φάνηκε ότι θα μπορούσε να αποτελέσει ένα πρότυπο για την
επιστημονική, και ταυτόχρονα αισθητική προσέγγιση της φύσεως. Με αυτή την
ευκαιρία ήρθα σε επαφή με την εικόνα και το κείμενο που αποτέλεσαν σημείο
εκκίνησης της συγγραφής του παρόντος έργου.
Ας τοποθετήσουμε συνοπτικά αυτή την εικόνα
και αυτό το κείμενο στο ιστορικό τους πλαίσιο. Από τις 16 Ιουλίου 1799 ως τις 7
Μαρτίου 1804, ο γερμανός επιστήμονας Alexander von Humboldt, συνοδευόμενος από τον
βοτανολόγο Aimé Bonpland πραγματοποίησε μια σημαντική περιοδεία
επιστημονικής εξερεύνησης στη Νότια
Αμερική, όπου συνέλεξε ένα πλήθος γεωγραφικών και εθνολογικών παρατηρήσεων.
Ακολούθησε μια παρουσίαση των ανακαλύψεών του στο Γαλλικό Ινστιτούτο το 1805, η
οποία δημοσιεύτηκε το 1807 με τίτλο Δοκίμιο
περί της γεωγραφικής κατάταξης των φυτών. Η γερμανική μετάφραση αυτού του
κειμένου εκδόθηκε στο Tübingen το 1807 με τον τίτλο Απόψεις
περί της γεωγραφίας των φυτών, όπου και υπήρχε μια σελίδα αφιερωμένη στον Goethe, ως δημόσια ανταπόδοση
του Humboldt στον συγγραφέα της Μεταμόρφωσης των φυτών. Την σελίδα αυτή της αφιέρωσης κοσμούσε μια
λιθογραφία που απεικόνιζε ένα σχέδιο, που ο Δανός γλύπτης Thorvaldsen συνέλαβε σύμφωνα με την
επιθυμία του μεγάλου εξερευνητή. Παρατηρώντας αυτήν την αλληγορική εικόνα (εικ.
1) εξαιρετικής ομορφιάς, μπορούμε να αναλογιστούμε την απόσταση που μας χωρίζει
από τον πνευματικό κόσμο στον οποίο ζούσαν ακόμη επιστήμονες, καλλιτέχνες και
ποιητές στις αρχές του 19ου αιώνα.
1. Ο Απόλλων, θεός της ποίησης,
σηκώνει το πέπλο αποκαλύπτοντας το άγαλμα της Αρτέμιδος-Ίσιδος, συμβόλου της
Φύσεως. Λιθογραφία του Bertel Thorvalsen, για την αφιέρωση στον Γκαίτε του
βιβλίου του Alexander von Humbolt «Απόψεις περί της Γεωγραφίας των Φυτών»
(1807).
Η αλληγορία ήταν απόλυτα
σαφής για τους ανθρώπους εκείνης της εποχής. Και είναι απόλυτα σκοτεινή για
τους συγχρόνους μας. Ποιος είναι αυτός ο γυμνός νέος, που στο αριστερό του χέρι
κρατά τη λύρα και με το δεξί του ξεσκεπάζει το άγαλμα μιας παράξενης θεάς; Ποια
είναι αυτή η θεά με τα ανοιχτά χέρια και δάχτυλα, που έχει στο στέρνο της τρείς
σειρές μαστούς, και το κάτω μέρος του σώματός της περισφίγγεται σε έναν στενό
κορσέ, στολισμένο με διάφορες παραστάσεις ζώων; Και γιατί στα πόδια του
αγάλματος έχει αποτεθεί το βιβλίο του Γκαίτε «Η μεταμόρφωση των φυτών»;
Ο ίδιος ο Γκαίτε έδωσε μια πρώτη απάντηση
σε αυτό το ερώτημα γράφοντας: «Ο A. Von Humboldt μου έστειλε την μετάφραση του Δοκιμίου του περί της γεωγραφίας των φυτών, με μια κολακευτική απεικόνιση, που
υπονοεί ότι η Ποίηση θα μπορούσε και αυτή να ανασηκώσει το πέπλο της Φύσεως». Ο
σύγχρονος αναγνώστης όμως δεν κατανοεί ούτε το αίνιγμα, ούτε την ερμηνεία του.
Γιατί άραγε ο Γκαίτε αναγνωρίζει σ’ αυτή τη θεά τη Φύση; Γιατί αυτή η Φύση έχει
μυστικά;. Γιατί θα πρέπει να την ξεσκεπάσουμε; Και γιατί αυτό θα μπορούσε να το
επιτελέσει η Ποίηση;
Μια συνοπτική απάντηση σε αυτά τα
ερωτήματα έδωσα με τη διάλεξή μου τον Ιούνιο του 1980 στην Ακαδημία επιστημών
και λογοτεχνίας της Μαγεντίας. Η έννοια του μυστηρίου της φύσεως κατανοείται
στην προοπτική του αφορισμού (αποφθέγματος) του Ηράκλειτου: «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί». Το άγαλμα της
φύσεως που αποκαλύπτει ο Απόλλων, θεός της Ποίησης, αναπαριστά τη θεά Φύση, που
αναδύεται από την συγχώνευση της μορφής της Αρτέμιδος της Εφέσου, και της
Ίσιδος, η οποία σύμφωνα με μια αρχαία επιγραφή του Πλούταρχου φέρεται να λέγει:
«Κανένας θνητός δεν ανέσυρε ποτέ το πέπλο μου». Στη διάλεξη αυτή παρέθεσα εν
συντομία το ιστορικό του μεταφορικού νοήματος της αποκάλυψης της φύσεως. Το
ίδιο θέμα υπήρξε αντικείμενο μιας σειράς διαλέξεων στο College de France στα έτη 1982-83.
Στα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισα να ερευνώ αυτό που θεωρώ ότι αντιπροσωπεύει
τις τρείς όψεις του ίδιου φαινομένου: την ιστορία της ερμηνείας του
αποσπάσματος του Ηράκλειτου, την εξέλιξη της έννοιας μυστήριο της φύσεως, και
την μορφή της Ίσιδος στην εικονογραφία και τη λογοτεχνία.
Το παρόν βιβλίο εκθέτει τα αποτελέσματα
αυτών των ερευνών. Πρόκειται κυρίως για ένα ιστορικό έργο, που αναφέρεται στην
περίοδο που καλύπτεται από την Αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου
αιώνα, και επαναπροσδιορίζει την εξέλιξη των συμπεριφορών του ανθρώπου απέναντι
στη φύση στην προοπτική της μεταφοράς που αναπαριστά αυτή η αποκάλυψη. Σημειώνω
ότι παρέλειψα δύο ζητήματα που συνδέονται με την έννοια του μυστηρίου της
φύσεως. Το πρώτο είναι κοινωνιολογικής τάξεως και αναφέρεται στον εσωτερισμό:
δεν είναι μόνο η φύση που αρνείται να αποκαλυφθεί, αλλά και όποιος υποστηρίζει
ότι εισέδυσε στα μυστικά της αρνείται να τα κοινοποιήσει. Ο αναγνώστης που
ενδιαφέρεται γι’ αυτό το θέμα μπορεί να διαβάσει το αξιόλογο και μνημειώδες
έργο του William Eamon, Επιστήμη
και τα Μυστικά της Φύσεως. Κείμενα περί των Μυστηρίων στον Μεσαιωνικό και τον
Πρώιμο Σύγχρονο Πολιτισμό, Princeston,
1994 (2η εκ. 1996). Το βιβλίο αυτό, που θα άξιζε την μετάφραση του
στα γαλλικά, πραγματεύεται σε βάθος το φαινόμενο, αφ’ ενός της δημοσίευσης
πλειάδας βιβλίων «μυστηρίων» τόσο κατά τον Μεσαίωνα όσο και στις αρχές της
σύγχρονης Εποχής, και αφ’ ετέρου των Σχολών, οι οποίες, στην Ιταλία, τη Γαλλία
και την Αγγλία, συγκέντρωσαν επιστήμονες με αντικείμενο την αναζήτηση των
μυστικών της φύσεως. Αυτό το ιστορικό φαινόμενο υπήρξε αποφασιστικής σημασία
στην δημιουργία της σύγχρονης επιστήμης. Στην κοινωνιολογική αυτή πλευρά του
θέματος αναφέρεται επίσης το άρθρο του Carlo Ginzburg,
«Ύψος και Βάθος: Το Ζήτημα της Απαγορευμένης Γνώσης στον 16ο και 17ο
αιώνα», Past and Present, 73 (1976), σελ. 28-41.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στην ψυχολογική
και ψυχαναλυτική πλευρά που εμπλέκεται στην αποκάλυψη της θηλυκής μορφής, της
Ίσιδας, που συμβολίζει τη φύση. Ελλείψει ειδικών γνώσεων ιατρικής και
ψυχαναλυτικής επιστήμης, περιορίστηκα σε μιαν αναφορά σ’ αυτό το θέμα στο
κεφάλαιο που αφιερώνεται στον Νίτσε. Το ζήτημα αυτό έχει μελετηθεί από
φεμινιστική σκοπιά, από την Carolyn
Merchant, στο «Ο
Θάνατος της Φύσεως, Γυναίκες, Οικολογία και η Επιστημονική Επανάσταση», San Francisco, 1980 (2η εκ. 1990). Το βιβλίο αυτό είναι πολύτιμο για την
ευρύτατη πληροφόρηση και τον έντονο προβληματισμό σχετικά με το μέλλον του
δυτικού πολιτισμού. Θα αναφέρω επίσης το άρθρο της Evelyn Fox Keller, «Μυστικά του Θεού, της Φύσεως και της Ζωής», στην «Ιστορία των Ανθρωπιστικών Σπουδών»,
3, νο 2 (1990) σελ. 229-242.
Σ’ αυτό το βιβλίο επιχείρησα να αποδείξω,
ότι προκειμένου να ερμηνεύσουμε τις έννοιες και τις εικόνες που χρησίμευσαν
μέχρι σήμερα στον ορισμό της μεθόδου και των στόχων της επιστήμης της φύσεως,
θα πρέπει να ανατρέξουμε πρωταρχικά στην αρχαία, ελληνο-λατινική παράδοση. Για
παράδειγμα, ο Bertrand de Saint-Sernin σε μιαν αξιόλογη
μελέτη περί της ψυχικο-χημικής υποστάσεως, παραθέτει ένα κείμενο του Πασκάλ στο
οποίο ακριβώς περιλαμβάνεται η εξής φράση: «Τα μυστικά της φύσεως είναι
κρυμμένα·
παρότι βρίσκεται σε συνεχή δράση, οι συνέπειες δεν είναι πάντοτε εμφανείς». Και
σχολιάζοντας αυτό το κείμενο γράφει: «Το απόσπασμα αυτό αναδεικνύει την θρησκευτική
προέλευση του θετικισμού στην θεωρία της γνώσης. Ο υπαινιγμός των κρυφών
μυστικών της φύσεως μάς παραπέμπει στο βιβλίο του Ιώβ, στο οποίο ο Θεός τού
εμφανίζει όλα τα θαύματα της Δημιουργίας, χωρίς να του αποκαλύπτει τους
τρόπους». Είναι αλήθεια ότι μπορούμε να αποδώσουμε θρησκευτικά χαρακτηριστικά
στον θετικισμό ως ένα σημείο, εφ’ όσον εκπροσωπεί μια θεωρία που αρνείται να
προχωρήσει πέρα από φαινόμενα που αναγνωρίζει η παρατήρηση και η εμπειρία – και
θα αναφερθούμε σ’ αυτό εκτενέστερα στο κεφάλαιο 11. Γεγονός παραμένει ότι η
έκφραση «κρυμμένα μυστικά της φύσεως» δεν προέρχεται από τη Βίβλο, αλλά ασφαλώς
από την ελληνο-ρωμαϊκή φιλοσοφία, στην οποία εκφράσεις όπως arcana naturae (μυστηριώδης φύση), secreta naturae και απόρρητα της φύσεως, επανέρχονται συχνά. Αυτό θα είναι και το
θέμα του κεφαλαίου 3.
Ο Hans Blumenberg,
που υπήρξε φίλος μου, και η απώλειά του με έθλιψε βαθύτατα, απέδειξε περίτρανα, με το βιβλίο του Παραδείγματα για μια Μεταφορο-λογία,
Φρανκφούρτη, 1988 (1η εκ, 1960), πως η ιστορία ορισμένων
μεταφορών, εκ των οποίων αρκετές δεν μπορούν να αποδωθούν με επάρκεια μέσα από
έννοιες και προτάσεις – όπως για
παράδειγμα: η γυμνή αλήθεια, το βιβλίο της φύσεως, το ρολόι του χρόνου – μας
επιτρέπει να διακρίνουμε την εξέλιξη, μέσα στον χρόνο, των πνευματικών αναζητήσεων
και των οραματισμών μας για τον κόσμο. Οι παραδοσιακά καθιερωμένες αυτές
μεταφορές είναι στενά συνδεδεμένες με αυτό που θα ονομάζαμε σε ρητορική γλώσσα,
κοινός τόπος. Πρόκειται για εκφράσεις, εικόνες, μεταφορές, που υιοθετούν
φιλόσοφοι και συγγραφείς σαν προκατασκευασμένα πρότυπα, χρησιμοποιώντας τα κατ’ επιλογήν όπως
πιστεύουν, χωρίς να αναλογίζονται σε ποιο βαθμό επηρεάζουν τη σκέψη τους.
Παρότι με την πάροδο του χρόνου το νόημα αυτών των προτάσεων, των εικόνων, των
μεταφορών έχει βαθειά αλλοιωθεί, επιβάλλονται στην πορεία των αιώνων, μέσα από
την διαδοχή των γενεών, σαν κάποιο είδος επιβεβλημένου προγράμματος,
εγχειρήματος ή συμπεριφοράς. Αυτές οι ιδέες, οι εικόνες και τα σύμβολα είναι σε
θέση να εμπνεύσουν έργα τέχνης, ποιήματα και φιλοσοφικούς λόγους, ή και την
ίδια την πρακτική καθημερινότητα. Στα πλαίσια της ιστορίας αυτών των μεταφορών
και των κοινών τόπων εντάσσεται η παρούσα μελέτη, είτε πρόκειται για την φράση:
«Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», είτε για τις έννοιες της καλύπτρας και της
αποκάλυψης, είτε για την μορφή της Ίσιδος. Αυτές ακριβώς οι εικόνες και οι
μεταφορές εξέφρασαν και ταυτόχρονα καθόρισαν την συμπεριφορά του ανθρώπου
απέναντι στη φύση.
Ίσως ξαφνιάσει τον αναγνώστη
το γεγονός ότι η λέξη «φύση» γράφεται στο κείμενο άλλοτε με κεφαλαίο και
άλλοτε με μικρό αρχικό γράμμα. Χρησιμοποιώ το κεφαλαίο γράμμα αν έτσι
αναφέρεται στο κείμενο που παρατίθεται , ή ακόμη όταν προσδιορίζει εμφανώς μιαν
οντότητα είτε προσωποποιημένη, είτε υπερβατικού χαρακτήρα, και κατά βάση μια
θεότητα.
Ευχαριστώ από καρδίας όλους
αυτούς που βοήθησαν το έργο μου, με γραπτά κείμενα, συμβουλές, και διορθώσεις.
Ευχαριστώ ιδιαιτέρως τον Eric Vigne για την υπομονή του και τις εύστοχες
παρατηρήσεις του, και την Sylvie
Simon για την βοήθεια που μου προσέφερε. Ευχαριστώ
επίσης την Concetta Luna για την ευγενή και αποτελεσματική συνεισφορά
της σε θέματα βιβλιογραφίας και σύνταξης του κειμένου. Οφείλω ομοίως να εκφράσω
την ευγνωμοσύνη μου για την πολύτιμη βοήθεια και τις συμβουλές τους, στους Monique Alexandre, Veronique Boudon-Millot, Ilsetraut Hadot, Sandra Laugier, Jean-Francois Balaudé,René Bonnet, Louis Frank, Richard Goulet, Dieter Harlfinger, Philippe
Hoffman, Nuccio Ordine, Alain Segonds, Brian Stock και Jacques Thuiller.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΕΣΙΑ: ΕΝΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑ
Η πορεία της αφήγησής μας, όπως θα
παρατηρήσει κανείς, ακολουθεί τρείς συνυφασμένες κατευθυντήριες γραμμές: την
διάσημη ρήση του Ηράκλειτου «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί» και την εξέλιξή της στον
χρόνο, την έννοια του μυστηρίου της φύσεως, και τέλος την καλυμμένη με πέπλο εικόνα
της Φύσεως που εκπροσωπεί η Άρτεμις-Ίσις. Η ιστορία που θα αφηγηθούμε ξεκινά
λοιπόν από την Έφεσο της Μικράς Ασίας, γύρω στο έτος 500 π.Χ., την ημέρα που
ένας από τους αρχαιότερους στοχαστές της Ελλάδας, ο Ηράκλειτος, κατέθεσε, όπως
μας γνωρίζει η παράδοση, στον περίφημο ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος, το πιθανότατα
άνευ τίτλου βιβλίο του, στο οποίο είχε ενσταλάξει το σύνολο της γνώσης του.
Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνονταν ένα
αινιγματικό απόφθεγμα, τρείς ελληνικές λεξούλες: «Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί»,
– που συνήθως αποδίδεται με την
διατύπωση: «Η Φύση αγαπά να κρύβει τον εαυτό της» (ή «Η Φύση επιδιώκει εκ
φύσεως να παραμείνει ένα μυστήριο»), παρότι κατά πάσα πιθανότητα ο Ηράκλειτος
δεν συνέλαβε ποτέ ένα τέτοιο νόημα – τρείς λέξεις που οι επόμενες γενιές δεν
έπαψαν ποτέ να προσπαθούν να ερμηνεύσουν, και που μόλις μας επιτρέπουν να
διακρίνουμε κάτι που πιστεύουμε ότι σκιαγραφεί το ξημέρωμα ενός στοχασμού περί
του μυστηρίου της πραγματικότητας, αλλά που εξίσου είναι ίσως η κατάληξη μιας
μακράς πορείας διαλογισμού που αναδύεται από τα βάθη των χρόνων.
Και μέσα σ’ αυτόν τον ναό της Εφέσου ένα
άγαλμα, το άγαλμα της Αρτέμιδος, ένα είδωλο από μελανό ξύλο, σκεπασμένο από
πολύμορφα σκαλίσματα, από στολίδια που καλύπτουν τον λαιμό και το στέρνο, και
μια στενή θήκη που περισφίγγει το κάτω μέρος του σώματος: αινιγματική και
παράξενη μορφή επίσης, αναδυόμενη από την προϊστορία (εικ. 2)
2. Άγαλμα της Εφέσιας Αρτέμιδος (ρωμαϊκό
αντίγραφο). Νάπολη, Εθνικό Μουσείο.
Στην πορεία αυτής της διαδρομής θα
παρακολουθήσουμε την ιστορία του πεπρωμένου που συνέδεσε, εκείνη την ημέρα, και
για τις επόμενες χιλιετίες, αυτές τις λέξεις με αυτή τη μορφή, της Αρτέμιδος, η
οποία, όπως θα δούμε, ταυτίστηκε σταδιακά με την Ίσιδα· θα ακολουθήσουμε επομένως, βήμα προς βήμα,
τις μεταμορφώσεις του νοήματος του πέπλου που καλύπτει και αποκαλύπτει, είτε ως
πέπλο του Θανάτου, είτε ως πέπλο της Ίσιδος, άλλοτε τα μυστικά της Φύσεως, και
άλλοτε το μυστήριο του Είναι.
Οι τρείς ελληνικές λέξεις: «Φύσις
κρύπτεσθαι φιλεί» που πρόφερε και έγραψε ο Ηράκλειτος θα διατηρήσουν το
βαρύ τους νόημα, το βάρος του νοήματος που τους απέδωσε ο Ηράκλειτος, το βάρος
του νοήματος που οι επόμενοι αιώνες τούς απέδωσαν επίσης. Για πολύ μεγάλο
διάστημα, ίσως και για πάντα, θα διατηρήσουν το μυστήριό τους. Όπως και η Φύση,
προτιμούν να κρύβονται.
Τι ήθελε άραγε να πει ο Ηράκλειτος
προφέροντας ή γράφοντας αυτό το απόφθεγμα;
Ειλικρινά, είναι εξαιρετικά δύσκολο
να το γνωρίσουμε, για δύο λόγους: Από την Αρχαιότητα ήταν ήδη παροιμιώδες το
δυσνόητο των λόγων του Ηράκλειτου. Δύο αιώνες αργότερα, ο Αριστοτέλης έλεγε ότι
δεν γνωρίζουμε καν πώς να τονίσουμε το κείμενο του φιλοσόφου της Εφέσου, «διότι
είναι αδύνατον να καταλάβουμε αν μια λέξη ανήκει στο προηγούμενο ή το επόμενο
τμήμα της πρότασης». Αυτή η αδιαφάνεια του λόγου ανήκει εξ άλλου στα
χαρακτηριστικά της αρχαίας σοφίας, που χρησιμοποιεί με ευχέρεια τα αινίγματα.
Οι Επτά Σοφοί του Πλάτωνα, στον Πρωταγόρα,
αναδεικνύουν τη σοφία τους με τις «σύντομες και αξιομνημόνευτες λέξεις» που
θέτουν ως προϋποθέσεις στον Απόλλωνα, στον ναό των Δελφών. Αυτή είναι η μορφή
της αρχαίας φιλοσοφίας, λέει ο Πλάτων: «Η λακωνική συντομία». Αλλά ο Ηράκλειτος
δεν αρκείται στην αινιγματική σύνοψη· επιθυμεί επίσης να αφήσει να διαφανεί, μέσα
απ’ αυτή τη λόγια μορφή, κάτι που για τον ίδιον αποτυπώνει τον νόμο της σύνολης
πραγματικότητας: την πάλη ανάμεσα στα ενάντια, και την διαρκή μεταμόρφωση που
απορρέει από αυτή την αέναη πάλη ανάμεσα σε αντίρροπες δυνάμεις.
Δεν μπορούμε επομένως να
βασιστούμε στις ερμηνείες που απέδωσαν οι Αρχαίοι σ’ αυτό το δυσνόητο κείμενο,
και για τον επιπλέον λόγο, ότι τοποθετούμενες χρονικά μετά τον Σωκράτη, τον
Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ανταποκρίνονται σε ένα πάνθεον της σκέψης εντελώς
διαφορετικό από του Εφέσιου στοχαστή. Η γλώσσα είχε εξελιχθεί, η σκέψη είχε
ακολουθήσει διαφορετικούς δρόμους και οι συγγραφείς εκείνης της εποχής – όπως
εξ άλλου και οι σύγχρονοι – δεν αντιλήφθηκαν καθόλου τις παρανοήσεις στις
οποίες υπέπεσαν. Προσπαθώντας να τον κατανοήσουμε θα πρέπει μάλλον να
συγκρίνουμε τον Ηράκλειτο με τον Ηράκλειτο, ή τουλάχιστον με συγγραφείς που δεν
απέχουν πολύ από την εποχή του. Σε ό,τι αφορά στον ίδιο τον Ηράκλειτο, οι
δυνατότητες σύγκρισης είναι δυστυχώς πολύ περιορισμένες: διαθέτουμε μόλις
εκατόν είκοσι-έξη αποσπάσματα του έργου του, δηλαδή συνολικά καμιά δεκαριά
σελίδες. Και τα αποσπάσματα αυτά έχουν τη μορφή σύντομων προτάσεων,
αινιγματικών αφορισμών, που υιοθετούν αβίαστα αντιθετικές δομές και αντανακλούν
επίσης την ίδια τη σύσταση της πραγματικότητας, στην οποία τα ενάντια συνυπάρχουν.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου