O Doctor Angelicus συναντά
τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
225. Δεν γνωρίζω λοιπόν, τί να τον ονομάσω τέλος πάντων, που αρτύει με μέλι το δηλητήριο και παρέχει να πίνουν πρώτοι πλάνη ελληνική και αθεότητα οι απλούστατοι. « Όποιος γνωρίζει τελείως κάτι, γνωρίζει όλα όσα υπάρχουν σ’ εκείνο· αλλά γνωρίζει τελείως τον εαυτό του ο Θεός, γνωρίζει άρα όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν σύμφωνα με την ενεργητική δύναμη». Ιδού και δύναμη και άλλα πολλά στη φύση του στον Θεό, τα οποία ονομάζει « όλα » ο Θωμάς. Κι ακόμα· « υπάρχουν όλα σύμφωνα με την ενεργητική δύναμη στον Θεό, επειδή είναι αυτός ο ίδιος η αρχή του κάθε όντος ».
226. Γι’ αυτό ονομάζει κάτι το θείο το είδος το φυσικό ο φιλόσοφος· και δεν ποιούν σύνθεση, όπως λέει κι ο ίδιος· « είναι ανάγκη να έχουν προϋπάρξει από πάντοτε ( εξ αιδίου ) και αύλως και χωρίς καμμιά σύνθεση αυτά που έγιναν απ' τον Θεό στον λόγο του Θεού». Κι ακόμα· « δεν απουσιάζει καμμιά τελειότητα, που να συναντάται σε κάποιο γένος των όντων, απ' τον Θεό · και δεν συνεπάγεται βέβαια σύνθεση απ’ αυτό σ’ αυτόν, είναι δε η πιο μεγάλη απ’ τις τελειότητες κάτι το νοητικό ». Φρίττω με την τυφλότητα αυτού του φθοροποιού, πώς διακηρύττει πάλι, σαν να λησμόνησε ακριβώς τα ίδια του τα λόγια, αυτά που ονομάζει πολλά και πως ενυπάρχουν ως τελειότητα στη θεία ουσία, να ταυτίζονται με την ουσία του Θεού και να είναι ουσία του Θεού δυσσεβώς.
227. Νομίζοντας αθέμιτα, πως ταυτίζονται παντελώς το όν και το προσόν ή ενόν ( αυτό που υπάρχει κι αυτό που προσυπάρχει ή ενυπάρχει…), « είναι μεν » λέει « συμβεβηκότα η σοφία και η δικαιοσύνη στον άνθρωπο, ταυτίζονται δε με τη θεία ουσία στον Θεό ». Αυτό το ίδιο το πάθημα του Αρείου· γιατί κι εκείνος έλεγε πως ταυτίζεται κάθε θεία ενέργεια και όλα όσα ενυπάρχουν ή προσυπάρχουν σ' Αυτόν με την ουσία του Θεού και πως είναι αυτά η ουσία του, προς τον οποίον έχουν γίνει πολλές απολογίες των αγίων ( Μεγ. Αθανασίου, Κατά αρειανών ), για να φανερώσουν σαφώς πως είναι διαφορετικό η ουσία του Θεού και διαφορετικό αυτά που φυσικώς ενυπάρχουν ή προσυπάρχουν στην ουσία, τα οποία και λέγονται πως είναι περί την ουσία.
228. Και συμφωνεί βέβαια σ’ αυτά, όταν έρχεται στον εαυτό του, με τους αγίους ο Θωμάς. Και αντιλέγει πάλι, όταν στρέψη το βλέμμα προς τον Αριστοτέλη και τους Έλληνες, έχοντας παρεκτραπή στη διάνοια, στην Εκκλησία και γίνεται αντίπαλος του εαυτού του στα ίδια, όπως κάποιος που δεν πιστεύει πως εποπτεύει και ακούει τις βλασφήμιες του ο Θεός. Γιατί λέει· «υπάρχει η ενεργητική δύναμη στον Θεό ». Κι ακόμα· « είναι δυνατός, και απονέμεται αρμόδια η ενεργητική δύναμη στον Θεό· γιατί είναι αρχή τού να ποιής σε άλλο η ενεργητική δύναμη».
229. Κι ακόμα· « ανήκει στην τελειότητα του πράγματος η ενεργητική δύναμη· γιατί έχει τόσο μεγαλύτερη δύναμη, όσο είναι τελειότερο το κάθε τι. Δεν μπορεί να μην υπάρχη άρα η ενεργητική δύναμη του Θεού ». Κι ακόμα· « έχει τη δύναμη, ώστε να ποιή, κάθε τι που ποιεί· είναι δε κάτι που ενεργεί και ποιεί ο Θεός· έχει άρα τη δύναμη να ενεργή. Θα επιγραφή άρα κατάλληλα η ενεργητική δύναμη σ’ Αυτόν ». Αλλά λέει πάλι, με κουρασμένη από ύπνο βαρύ τη διάνοια και σαλεμμένες τις φρένες, ο ίδιος· « είναι η ίδια η ουσία του Θεού η θεία δύναμη ». Κι ακόμα· « είναι η ουσία του Θεού η δύναμη του Θεού » και « είναι η ουσία του η ενέργειά του ». Κι ακόμα· « δεν είναι κάτι διαφορετικό απ’ την ενέργειά του η δύναμη τού Θεού » και « δεν είναι διαφορετικό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια στον Θεό ».
230. Και λέει πάλι, λησμονώντας, αυτός που ταυτίζει τη δύναμη και την ενέργεια στον Θεό˙ « δεν υπάρχουν ως δυνάμεις ο νους και η θέληση, αλλ’ ως ενέργειες μόνο στον Θεό». Δεν είναι άραγες λόγια κάποιου μεθυσμένου αυτά; δεν βλέπετε την αναισθησία των λόγων του; γιατί αν δεν υπάρχουν ως δυνάμεις, αλλ' ως ενέργειες μόνον, ο νούς και η θέληση στον Θεό, είναι φανερό πως είναι άλλο η δύναμη κι άλλο η ενέργεια στον Θεό.
231. Κι αν είναι η ίδια η ουσία του Θεού η θεία δύναμη, την οποία και ονομάζει άλλο απ’ την ενέργεια, είναι φανερό ότι είναι άλλο απ’ την ενέργεια η ουσία · κι αν είναι η ουσία του Θεού η θεία δύναμη και είναι η ενέργειά του η ουσία του, και είναι άλλο η δύναμη, όπως λέει κι ο ίδιος, και άλλο η ενέργεια στον Θεό, ανακηρύττει ολοφάνερα σύνθετο από διάφορες (διαφορετικές...) ουσίες τον Θεό, το οποίο είναι χειρότερο ακριβώς από κάθε ασέβεια. Κι αυτός που αποφεύγει να υπάρχη λόγω της σύνθεσης, όπως νομίζει, δύναμη και ενέργεια στον Θεό, και λέει πως « είναι αναγκαίο να υπάρχη δύναμη και ενέργεια σε κάθε τι το σύνθετο » και πως « δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη, δεν υπάρχει άρα και κάποια σύνθεση στον Θεό », λέει πάλι ερχόμενος στον εαυτό του· « έχει γεννητική δύναμη για ( προς το ) να γεννά ο πατήρ ».
232. Κι ακόμα· « είναι ανάγκη να υπάρχη δύναμη για ( προς το ) να γεννά στον Θεό, όπως ακριβώς και δύναμη για ( προς το ) να νοή τον εαυτό του ». Και κυρήττει έτσι ολοφάνερα σύνθετο, ο άθλιος, τον Θεό. Γιατί αν κάνη σύνθετη η δύναμη κι η ενέργεια την ουσία, δεν έχει ούτε δύναμη για να γεννά ούτε δύναμη για να νοή ο Θεός. « Είναι η ίδια η ουσία του Θεού η θεία δύναμη ». Και πάλι μετά · « οδηγεί σε ύμνο της υψηλής δύναμης του Θεού η θεωρία των κτισμάτων »· « γιατί είναι ανάγκη να νοείται υψηλότερη απ’ τα γενόμενα έργα η δύναμη αυτού που ποιεί· γι’ αυτό και λέγεται ‘ τα αόρατα του Θεού τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης ’ στην προς Ρωμαίους» ( Ρωμ.α΄ 20 ).
233. Και δεν κατανοεί ούτε κι αυτό ο δυστυχής, ότι εκφέρεται μεν στον ενικό η ουσία του Θεού, στον δε πληθυντικό αυτά που θεωρούνται στον Θεό και μαρτυρούνται απ’ την κτίση, δηλαδή απ’ τα ποιήματα. Αλλά διακηρύσσει όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία και λέει· « υπάρχει στο νοείν τού Θεού και σε όλα τα άλλα που λέγονται πως υπάρχουν σ’ αυτόν η θεία ουσία». Και λέει μετά· « ενεργεί, όπως ακριβώς με τη δική του φύση, την οποία έλαβε απ’ τον Πατέρα, έτσι και με τη δική του δύναμη, που έλαβε απ’ τον Πατέρα, ο Υιός ».Και πάλι· « έχει την ίδια φύση, την οποία έχει και ο Πατέρας, και επομένως και την ίδια δύναμη ο Υιός ». Κι ακόμα· « δεν έχει καμμιά δύναμη, την οποία δεν έχει ο Υιός, ο Πατέρας».Και φανερώνει πως είναι πολυδύναμα τα πρόσωπα αυτό.
234. Κι ακόμα· « θα νοηθή διττώς, ή κατά τη δύναμη ή κατά την αγαθότητα ή τελειότητα της ίδιας του της φύσης, το ασώματο μέγεθος ». Δεν διακρίνει άρα ολοφάνερα τη θεία φύση απ’ τη φυσική στον Θεό θεία δύναμη αυτός που αιρετικά νομίζει όλα όσα υπάρχουν εκ φύσεως στον Θεό ουσία; « Είναι φανερό, πως δεν μπορεί να υπάρχη δύναμη και ενέργεια στον Θεό ». Και λέει πάλι· « αν είναι κάτι άλλο απ’ τη θεία ουσία η ενέργεια του Θεού, θα είναι κάτι άλλο απ’ αυτήν την ίδια τέλος σ' αυτήν ». Τα λέει με διάνοια που παραφρονεί αυτά, και λέει ερχόμενος στον εαυτό του· « φανερώνει τη θεία φύση λέγοντας ‘ Θεός ’, τη δε δύναμη λέγοντας ‘μέγας Κύριος’ ο ψαλμωδός» ( Ψαλμ. 74, 3 ) .
235. Και πάλι· « είναι ανάγκη να γνωρίζη τα άλλα, όχι και να τα θέλη ο Θεός ». Κι ακόμη· « δεν τα θέλει όλα, τα οποία μπορούν να βρίσκονται σε τάξη ( τάξιν έχειν ) ως προς την αγαθότητά του ο Θεός. Γνωρίζει όμως όλα, τα οποία βρίσκονται σε οποιαδήποτε τάξη ως προς την ουσία του, με την οποία (και...) νοεί ». Δεν διακρίνει, άρα, τώρα φανερά και διακηρύσσει πως είναι άλλο η ουσία και άλλο η θεία δύναμη και διαφορετικό η θεία γνώση και διαφορετικό η θέληση; είναι βέβαια ολοφάνερο.
236. Και λέει ακόμα, μεταφερόμενος έτσι ελεεινά , σαν να παίζη, στα θεία από ’δώ κι από ’κεί · « είναι η αγαθότητά του ο Θεός», « είναι η αγαθότητά του η θεία ουσία ». Και λέει, ερχόμενος στον εαυτό του, μετά· « παροτρύνει τις ψυχές των ανθρώπων στον έρωτα της θείας αγαθότητας η θεωρία των κτισμάτων· γιατί υπάρχει, αυτό που ακριβώς υπάρχει μερικώς διανεμημένο απ’ την αγαθότητα και τελειότητα στα διάφορα κτίσματα, καθολικά ενωμένο ολόκληρο, όπως ακριβώς σε πηγή όλης της αγαθότητας, στον Θεό ». Δεν καταργεί άρα αυτό την προηγούμενή του διακήρυξη; Και θα μπορούσες να μάθης, ότι είναι διαφορετικό οπωσδήποτε απ’ αυτά που βλέπονται και ονομάζονται σ’ αυτήν η ουσία του Θεού και πως υπάρχουν φυσικές δυνάμεις της ουσίας και διακρίνονται περί την ουσία και έχουν ονομασθή τελειότητες, και ως εξής˙ αν συγκαταλέγονταν η αγαθότητα ή η δύναμη ή η σοφία στην ουσία του Θεού, δεν θα συγκαταλέγονταν εσφαλμένα˙ αν ταυτίζονται λοιπόν αυτά με την ουσία, θα συγκαταλεχθή όπως είναι σωστό αντί για την αγαθότητα στην ουσία, η ουσία στην ουσία, κι αντί για τη δύναμη στην ουσία, η ουσία στην ουσία, κι αντί για τη σοφία στην ουσία, η ουσία στην ουσία· γιατί τα υπολογίζει όλα αυτά ως ουσία ο Θωμάς.
237. Αλλά δεν είναι μόνον αταίριαστα ( ανοίκεια ), αλλά και αδιανόητα και σκοτεινά αυτά. Και λέει ο Θωμάς· « είναι τέλος των κτισμάτων, που έχουν προέλθει ( προϊόντων ) απ’ τη θεία θέληση, η θεία αγαθότητα, που μπορεί να είναι μόνον αυτή τέλος της θείας θέλησης ». Αν ταυτίζεται λοιπόν η αγαθότητα και η θεία θέληση με τη θεία ουσία, πρέπει να συμβιβάσουμε έτσι και τον λόγο και να διακηρύξουμε, έχοντας θέσει αντί για τη θεία θέληση και αγαθότητα την ουσία, τα ίδια και να λέμε· είναι τέλος των κτισμάτων, που έχουν προέλθει απ’ τη θεία ουσία, η θεία ουσία, που μπορεί να είναι μόνη αυτή τέλος της θείας ουσίας. Αλλά πώς θα μπορούσε να γίνη τέλος της θείας ουσίας η θεία ουσία; δεν ταυτίζονται άρα η ουσία του Θεού κι όσα λέγονται πως είναι (υπάρχουν...) σ’ αυτήν.
238. Και λέει πάλι· « δεν υπάρχει άλλο τέλος της θείας θέλησης, παρά η θεία αγαθότητα ». Και το λέει μεν αυτό ο Θωμάς· και θα έλεγα εγώ· δεν υπάρχει άλλο τέλος της θείας ουσίας, παρά η θεία ουσία. Κι είναι ολοφάνερη ματαιολογία αυτό και συμβαίνει απ’ το να νομίζη πως ταυτίζεται η θεία ουσία με αυτά που θεωρούνται στην ουσία, δηλαδή τη δύναμη, την αγαθότητα, τη σοφία, τη θέληση και τα παρόμοια ο Θωμάς. « Είναι η αγαθότητά της η θεία ουσία ». Και λέει, ερχόμενος στον εαυτό του· « υπάρχει αγαθότητα και έκχυση της αγαθότητας στα άλλα στον Θεό ». Αλλίμονό σου τί κατέστρεψες, Θωμά· γιατί νομίζοντάς τα αυτά, είσαι ο πιο αχρείος απ’ τους αιρετικούς.
239. Γιατί αν είναι η αγαθότητα του Θεού η ουσία του, και την εκχέει στα άλλα, ιδού πολλά τα άτοπα· πρώτο μεν, ότι λες πως εκχέεται η ουσία, πράγμα άτοπο. Γιατί δεν εκχέεται κατά τον Χρυσορρήμονα η θεότητα ( Ίωαν. Χρυσοστόμου, Ομιλία 5 εις Πράξεις, Ομιλία 14 εις Ιωάννην, Υπόμνημα εις Ψαλμούς). Και πάλι· εκχέεται η χάρις, κι όχι αυτός που δωρίζει τη χάρι ( ο.π. ). Και λες κι εσύ· « υποδέχονται τελειότερα στον εαυτό τους την αφθονία της θείας σοφίας οι νοερές ουσίες ». Αφορά δε σε μεγαλύτερο και μικρότερο το τελειότερο, το οποίο δεν επιδέχεται ακριβώς η θεία ουσία, που είναι αδιαίρετη, όπως λες κι εσύ· και δεν ανάγεται στην ίδια την ουσία ή το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος αυτό που λέγεται « αφελώ από του πνεύματος τού επί σοί και δώσω αυτοίς » ( Αριθμ. ια΄17 ), αλλά στα αποτελέσματά της, τα οποία ονομάζεις ακριβώς αλλού τελειότητες, κι αλλού δυνάμεις, κατά τον τρόπο που κατοικούν, λένε, σε μας, και τα οποία μπορεί και να ελαττωθούν και να αυξηθούν στον άνθρωπο.
240. Αν ταυτίζεται, έπειτα, με την ουσία η αγαθότητα, που λες πως προχέεται στα άλλα και μετέχεται απ’ τα άλλα, λες πως μετέχεται απ’ τα κτίσματα η ουσία του Θεού. Και γίνονται, αν ισχύη αυτό, όλα όσα μετέχουν κατ’ ουσίαν Θεοί, που δεν υπάρχει τίποτα πιο ασεβές απ’ αυτό. Και δεν θέλεις κι εσύ να είναι αλλού, μεταχειριζόμενος σώφρονα λογισμό, μεθεκτή η ουσία του Θεού και λες˙ « διανέμει όλα τα αγαθά τού παντός ο Θεός˙ υπάρχουν άρα σε μεγαλύτερη έκταση (εκτένεια) απ' ό,τι στον άνθρωπο οι προαναφερθείσες αρετές και στον Θεό ». Κι αλλού˙ ούτε κι ο Ελισσαίος ζήτησε να αυξηθή, αφού διπλασιασθή, η ουσία ή το πρόσωπο του Θεού, αλλά ν' αποκτήση κι ο ίδιος τα δυό χαρίσματα, που υπάρχουν ( τα όντα ) στον Ηλία, την προφητεία δηλαδή και την ενέργεια των θαυμάτων.
241. Αν εκχέεται και μεταδίδεται λοιπόν η αγαθότητα, δεν εκχέεται δε ούτε και μεταδίδεται η ουσία και το πρόσωπο, δεν ταυτίζεται με την ουσία η αγαθότητα. Είναι ανόητος ( μάταιος ) άρα αυτός που λέει πως είναι ουσία η αγαθότητα του Θεού. Βλέπετε το ανακόλουθο των διακηρύξεών του και το κακόδοξο στα θεία του Θωμά; « Επειδή δεν μπορούμε » λέει « να συλλάβουμε την ουσία του Θεού για να γνωρίζουμε πως αυτός υπάρχει, αναγόμαστε όχι απ’ αυτόν αλλά απ’ τα αποτελέσματα ». Κι αν υπάρχη η αγαθότητα και έκχυση της αγαθότητας στα άλλα που μετέχουν στον Θεό, απ’ το οποίο και φανερώνεται όπως και σε μας, και δεν μπορούμε να συλλάβουμε την ουσία του Θεού, είναι προφανές, ότι δεν είναι η ουσία του η αγαθότητα του Θεού.
242. Και λέει πάλι, εξερχόμενος απ’ τον εαυτό του, ο Θωμάς˙ « αν είναι κάτι άλλο απ’ τη θεία ουσία η ενέργεια του Θεού, θα έχη τέλος κάτι διαφορετικό απ’ αυτήν και δεν θα είναι έτσι η αγαθότητά του ο Θεός, πράγμα αδύνατο »˙ « είναι η ουσία του η ενέργειά του »˙ « είναι καθαρή ενέργεια χωρίς καμμιά δύναμη ο Θεός ». Και πάλι˙ « δεν υπάρχει καμμιά δύναμη στον Θεό ». Κι αυτός που τα λέει αυτά, λέει πάλι, ερχόμενος στον εαυτό του˙ « δεν φανερώνει το αποτέλεσμα τη δύναμη της αιτίας, παρά με τον λόγο της ενέργειας, η οποία προερχόμενη απ’ τη δύναμη, σταματά ( παύεται ) στο αποτέλεσμα˙ και δεν γνωρίζεται με το αποτέλεσμα η φύση της αιτίας
, παρά καθόσον γνωρίζεται μ’ αυτό η δύναμή του, η οποία ακολουθεί τη φύση ». Κι ακόμα˙ « είναι δυνατόν να υπολογίζεται και το μέγεθος της δύναμης απ’ το μέγεθος της ενέργειας ή των έργων ».
Συνεχίζεται
τον Κάλλιστο Αγγελικούδη
Ο Κάλλιστος Αγγελικούδης αναλύει και σχολιάζει
το κατά των Ελλήνων βιβλίο του Θωμά Ακινάτη
225. Δεν γνωρίζω λοιπόν, τί να τον ονομάσω τέλος πάντων, που αρτύει με μέλι το δηλητήριο και παρέχει να πίνουν πρώτοι πλάνη ελληνική και αθεότητα οι απλούστατοι. « Όποιος γνωρίζει τελείως κάτι, γνωρίζει όλα όσα υπάρχουν σ’ εκείνο· αλλά γνωρίζει τελείως τον εαυτό του ο Θεός, γνωρίζει άρα όλα όσα υπάρχουν σ’ αυτόν σύμφωνα με την ενεργητική δύναμη». Ιδού και δύναμη και άλλα πολλά στη φύση του στον Θεό, τα οποία ονομάζει « όλα » ο Θωμάς. Κι ακόμα· « υπάρχουν όλα σύμφωνα με την ενεργητική δύναμη στον Θεό, επειδή είναι αυτός ο ίδιος η αρχή του κάθε όντος ».
226. Γι’ αυτό ονομάζει κάτι το θείο το είδος το φυσικό ο φιλόσοφος· και δεν ποιούν σύνθεση, όπως λέει κι ο ίδιος· « είναι ανάγκη να έχουν προϋπάρξει από πάντοτε ( εξ αιδίου ) και αύλως και χωρίς καμμιά σύνθεση αυτά που έγιναν απ' τον Θεό στον λόγο του Θεού». Κι ακόμα· « δεν απουσιάζει καμμιά τελειότητα, που να συναντάται σε κάποιο γένος των όντων, απ' τον Θεό · και δεν συνεπάγεται βέβαια σύνθεση απ’ αυτό σ’ αυτόν, είναι δε η πιο μεγάλη απ’ τις τελειότητες κάτι το νοητικό ». Φρίττω με την τυφλότητα αυτού του φθοροποιού, πώς διακηρύττει πάλι, σαν να λησμόνησε ακριβώς τα ίδια του τα λόγια, αυτά που ονομάζει πολλά και πως ενυπάρχουν ως τελειότητα στη θεία ουσία, να ταυτίζονται με την ουσία του Θεού και να είναι ουσία του Θεού δυσσεβώς.
227. Νομίζοντας αθέμιτα, πως ταυτίζονται παντελώς το όν και το προσόν ή ενόν ( αυτό που υπάρχει κι αυτό που προσυπάρχει ή ενυπάρχει…), « είναι μεν » λέει « συμβεβηκότα η σοφία και η δικαιοσύνη στον άνθρωπο, ταυτίζονται δε με τη θεία ουσία στον Θεό ». Αυτό το ίδιο το πάθημα του Αρείου· γιατί κι εκείνος έλεγε πως ταυτίζεται κάθε θεία ενέργεια και όλα όσα ενυπάρχουν ή προσυπάρχουν σ' Αυτόν με την ουσία του Θεού και πως είναι αυτά η ουσία του, προς τον οποίον έχουν γίνει πολλές απολογίες των αγίων ( Μεγ. Αθανασίου, Κατά αρειανών ), για να φανερώσουν σαφώς πως είναι διαφορετικό η ουσία του Θεού και διαφορετικό αυτά που φυσικώς ενυπάρχουν ή προσυπάρχουν στην ουσία, τα οποία και λέγονται πως είναι περί την ουσία.
228. Και συμφωνεί βέβαια σ’ αυτά, όταν έρχεται στον εαυτό του, με τους αγίους ο Θωμάς. Και αντιλέγει πάλι, όταν στρέψη το βλέμμα προς τον Αριστοτέλη και τους Έλληνες, έχοντας παρεκτραπή στη διάνοια, στην Εκκλησία και γίνεται αντίπαλος του εαυτού του στα ίδια, όπως κάποιος που δεν πιστεύει πως εποπτεύει και ακούει τις βλασφήμιες του ο Θεός. Γιατί λέει· «υπάρχει η ενεργητική δύναμη στον Θεό ». Κι ακόμα· « είναι δυνατός, και απονέμεται αρμόδια η ενεργητική δύναμη στον Θεό· γιατί είναι αρχή τού να ποιής σε άλλο η ενεργητική δύναμη».
229. Κι ακόμα· « ανήκει στην τελειότητα του πράγματος η ενεργητική δύναμη· γιατί έχει τόσο μεγαλύτερη δύναμη, όσο είναι τελειότερο το κάθε τι. Δεν μπορεί να μην υπάρχη άρα η ενεργητική δύναμη του Θεού ». Κι ακόμα· « έχει τη δύναμη, ώστε να ποιή, κάθε τι που ποιεί· είναι δε κάτι που ενεργεί και ποιεί ο Θεός· έχει άρα τη δύναμη να ενεργή. Θα επιγραφή άρα κατάλληλα η ενεργητική δύναμη σ’ Αυτόν ». Αλλά λέει πάλι, με κουρασμένη από ύπνο βαρύ τη διάνοια και σαλεμμένες τις φρένες, ο ίδιος· « είναι η ίδια η ουσία του Θεού η θεία δύναμη ». Κι ακόμα· « είναι η ουσία του Θεού η δύναμη του Θεού » και « είναι η ουσία του η ενέργειά του ». Κι ακόμα· « δεν είναι κάτι διαφορετικό απ’ την ενέργειά του η δύναμη τού Θεού » και « δεν είναι διαφορετικό η δύναμη και διαφορετικό η ενέργεια στον Θεό ».
230. Και λέει πάλι, λησμονώντας, αυτός που ταυτίζει τη δύναμη και την ενέργεια στον Θεό˙ « δεν υπάρχουν ως δυνάμεις ο νους και η θέληση, αλλ’ ως ενέργειες μόνο στον Θεό». Δεν είναι άραγες λόγια κάποιου μεθυσμένου αυτά; δεν βλέπετε την αναισθησία των λόγων του; γιατί αν δεν υπάρχουν ως δυνάμεις, αλλ' ως ενέργειες μόνον, ο νούς και η θέληση στον Θεό, είναι φανερό πως είναι άλλο η δύναμη κι άλλο η ενέργεια στον Θεό.
231. Κι αν είναι η ίδια η ουσία του Θεού η θεία δύναμη, την οποία και ονομάζει άλλο απ’ την ενέργεια, είναι φανερό ότι είναι άλλο απ’ την ενέργεια η ουσία · κι αν είναι η ουσία του Θεού η θεία δύναμη και είναι η ενέργειά του η ουσία του, και είναι άλλο η δύναμη, όπως λέει κι ο ίδιος, και άλλο η ενέργεια στον Θεό, ανακηρύττει ολοφάνερα σύνθετο από διάφορες (διαφορετικές...) ουσίες τον Θεό, το οποίο είναι χειρότερο ακριβώς από κάθε ασέβεια. Κι αυτός που αποφεύγει να υπάρχη λόγω της σύνθεσης, όπως νομίζει, δύναμη και ενέργεια στον Θεό, και λέει πως « είναι αναγκαίο να υπάρχη δύναμη και ενέργεια σε κάθε τι το σύνθετο » και πως « δεν υπάρχει κατά κανέναν τρόπο δύναμη, δεν υπάρχει άρα και κάποια σύνθεση στον Θεό », λέει πάλι ερχόμενος στον εαυτό του· « έχει γεννητική δύναμη για ( προς το ) να γεννά ο πατήρ ».
232. Κι ακόμα· « είναι ανάγκη να υπάρχη δύναμη για ( προς το ) να γεννά στον Θεό, όπως ακριβώς και δύναμη για ( προς το ) να νοή τον εαυτό του ». Και κυρήττει έτσι ολοφάνερα σύνθετο, ο άθλιος, τον Θεό. Γιατί αν κάνη σύνθετη η δύναμη κι η ενέργεια την ουσία, δεν έχει ούτε δύναμη για να γεννά ούτε δύναμη για να νοή ο Θεός. « Είναι η ίδια η ουσία του Θεού η θεία δύναμη ». Και πάλι μετά · « οδηγεί σε ύμνο της υψηλής δύναμης του Θεού η θεωρία των κτισμάτων »· « γιατί είναι ανάγκη να νοείται υψηλότερη απ’ τα γενόμενα έργα η δύναμη αυτού που ποιεί· γι’ αυτό και λέγεται ‘ τα αόρατα του Θεού τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αΐδιος αυτού δύναμις και θειότης ’ στην προς Ρωμαίους» ( Ρωμ.α΄ 20 ).
233. Και δεν κατανοεί ούτε κι αυτό ο δυστυχής, ότι εκφέρεται μεν στον ενικό η ουσία του Θεού, στον δε πληθυντικό αυτά που θεωρούνται στον Θεό και μαρτυρούνται απ’ την κτίση, δηλαδή απ’ τα ποιήματα. Αλλά διακηρύσσει όλα όσα υπάρχουν στον Θεό ουσία και λέει· « υπάρχει στο νοείν τού Θεού και σε όλα τα άλλα που λέγονται πως υπάρχουν σ’ αυτόν η θεία ουσία». Και λέει μετά· « ενεργεί, όπως ακριβώς με τη δική του φύση, την οποία έλαβε απ’ τον Πατέρα, έτσι και με τη δική του δύναμη, που έλαβε απ’ τον Πατέρα, ο Υιός ».Και πάλι· « έχει την ίδια φύση, την οποία έχει και ο Πατέρας, και επομένως και την ίδια δύναμη ο Υιός ». Κι ακόμα· « δεν έχει καμμιά δύναμη, την οποία δεν έχει ο Υιός, ο Πατέρας».Και φανερώνει πως είναι πολυδύναμα τα πρόσωπα αυτό.
234. Κι ακόμα· « θα νοηθή διττώς, ή κατά τη δύναμη ή κατά την αγαθότητα ή τελειότητα της ίδιας του της φύσης, το ασώματο μέγεθος ». Δεν διακρίνει άρα ολοφάνερα τη θεία φύση απ’ τη φυσική στον Θεό θεία δύναμη αυτός που αιρετικά νομίζει όλα όσα υπάρχουν εκ φύσεως στον Θεό ουσία; « Είναι φανερό, πως δεν μπορεί να υπάρχη δύναμη και ενέργεια στον Θεό ». Και λέει πάλι· « αν είναι κάτι άλλο απ’ τη θεία ουσία η ενέργεια του Θεού, θα είναι κάτι άλλο απ’ αυτήν την ίδια τέλος σ' αυτήν ». Τα λέει με διάνοια που παραφρονεί αυτά, και λέει ερχόμενος στον εαυτό του· « φανερώνει τη θεία φύση λέγοντας ‘ Θεός ’, τη δε δύναμη λέγοντας ‘μέγας Κύριος’ ο ψαλμωδός» ( Ψαλμ. 74, 3 ) .
235. Και πάλι· « είναι ανάγκη να γνωρίζη τα άλλα, όχι και να τα θέλη ο Θεός ». Κι ακόμη· « δεν τα θέλει όλα, τα οποία μπορούν να βρίσκονται σε τάξη ( τάξιν έχειν ) ως προς την αγαθότητά του ο Θεός. Γνωρίζει όμως όλα, τα οποία βρίσκονται σε οποιαδήποτε τάξη ως προς την ουσία του, με την οποία (και...) νοεί ». Δεν διακρίνει, άρα, τώρα φανερά και διακηρύσσει πως είναι άλλο η ουσία και άλλο η θεία δύναμη και διαφορετικό η θεία γνώση και διαφορετικό η θέληση; είναι βέβαια ολοφάνερο.
236. Και λέει ακόμα, μεταφερόμενος έτσι ελεεινά , σαν να παίζη, στα θεία από ’δώ κι από ’κεί · « είναι η αγαθότητά του ο Θεός», « είναι η αγαθότητά του η θεία ουσία ». Και λέει, ερχόμενος στον εαυτό του, μετά· « παροτρύνει τις ψυχές των ανθρώπων στον έρωτα της θείας αγαθότητας η θεωρία των κτισμάτων· γιατί υπάρχει, αυτό που ακριβώς υπάρχει μερικώς διανεμημένο απ’ την αγαθότητα και τελειότητα στα διάφορα κτίσματα, καθολικά ενωμένο ολόκληρο, όπως ακριβώς σε πηγή όλης της αγαθότητας, στον Θεό ». Δεν καταργεί άρα αυτό την προηγούμενή του διακήρυξη; Και θα μπορούσες να μάθης, ότι είναι διαφορετικό οπωσδήποτε απ’ αυτά που βλέπονται και ονομάζονται σ’ αυτήν η ουσία του Θεού και πως υπάρχουν φυσικές δυνάμεις της ουσίας και διακρίνονται περί την ουσία και έχουν ονομασθή τελειότητες, και ως εξής˙ αν συγκαταλέγονταν η αγαθότητα ή η δύναμη ή η σοφία στην ουσία του Θεού, δεν θα συγκαταλέγονταν εσφαλμένα˙ αν ταυτίζονται λοιπόν αυτά με την ουσία, θα συγκαταλεχθή όπως είναι σωστό αντί για την αγαθότητα στην ουσία, η ουσία στην ουσία, κι αντί για τη δύναμη στην ουσία, η ουσία στην ουσία, κι αντί για τη σοφία στην ουσία, η ουσία στην ουσία· γιατί τα υπολογίζει όλα αυτά ως ουσία ο Θωμάς.
237. Αλλά δεν είναι μόνον αταίριαστα ( ανοίκεια ), αλλά και αδιανόητα και σκοτεινά αυτά. Και λέει ο Θωμάς· « είναι τέλος των κτισμάτων, που έχουν προέλθει ( προϊόντων ) απ’ τη θεία θέληση, η θεία αγαθότητα, που μπορεί να είναι μόνον αυτή τέλος της θείας θέλησης ». Αν ταυτίζεται λοιπόν η αγαθότητα και η θεία θέληση με τη θεία ουσία, πρέπει να συμβιβάσουμε έτσι και τον λόγο και να διακηρύξουμε, έχοντας θέσει αντί για τη θεία θέληση και αγαθότητα την ουσία, τα ίδια και να λέμε· είναι τέλος των κτισμάτων, που έχουν προέλθει απ’ τη θεία ουσία, η θεία ουσία, που μπορεί να είναι μόνη αυτή τέλος της θείας ουσίας. Αλλά πώς θα μπορούσε να γίνη τέλος της θείας ουσίας η θεία ουσία; δεν ταυτίζονται άρα η ουσία του Θεού κι όσα λέγονται πως είναι (υπάρχουν...) σ’ αυτήν.
238. Και λέει πάλι· « δεν υπάρχει άλλο τέλος της θείας θέλησης, παρά η θεία αγαθότητα ». Και το λέει μεν αυτό ο Θωμάς· και θα έλεγα εγώ· δεν υπάρχει άλλο τέλος της θείας ουσίας, παρά η θεία ουσία. Κι είναι ολοφάνερη ματαιολογία αυτό και συμβαίνει απ’ το να νομίζη πως ταυτίζεται η θεία ουσία με αυτά που θεωρούνται στην ουσία, δηλαδή τη δύναμη, την αγαθότητα, τη σοφία, τη θέληση και τα παρόμοια ο Θωμάς. « Είναι η αγαθότητά της η θεία ουσία ». Και λέει, ερχόμενος στον εαυτό του· « υπάρχει αγαθότητα και έκχυση της αγαθότητας στα άλλα στον Θεό ». Αλλίμονό σου τί κατέστρεψες, Θωμά· γιατί νομίζοντάς τα αυτά, είσαι ο πιο αχρείος απ’ τους αιρετικούς.
239. Γιατί αν είναι η αγαθότητα του Θεού η ουσία του, και την εκχέει στα άλλα, ιδού πολλά τα άτοπα· πρώτο μεν, ότι λες πως εκχέεται η ουσία, πράγμα άτοπο. Γιατί δεν εκχέεται κατά τον Χρυσορρήμονα η θεότητα ( Ίωαν. Χρυσοστόμου, Ομιλία 5 εις Πράξεις, Ομιλία 14 εις Ιωάννην, Υπόμνημα εις Ψαλμούς). Και πάλι· εκχέεται η χάρις, κι όχι αυτός που δωρίζει τη χάρι ( ο.π. ). Και λες κι εσύ· « υποδέχονται τελειότερα στον εαυτό τους την αφθονία της θείας σοφίας οι νοερές ουσίες ». Αφορά δε σε μεγαλύτερο και μικρότερο το τελειότερο, το οποίο δεν επιδέχεται ακριβώς η θεία ουσία, που είναι αδιαίρετη, όπως λες κι εσύ· και δεν ανάγεται στην ίδια την ουσία ή το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος αυτό που λέγεται « αφελώ από του πνεύματος τού επί σοί και δώσω αυτοίς » ( Αριθμ. ια΄17 ), αλλά στα αποτελέσματά της, τα οποία ονομάζεις ακριβώς αλλού τελειότητες, κι αλλού δυνάμεις, κατά τον τρόπο που κατοικούν, λένε, σε μας, και τα οποία μπορεί και να ελαττωθούν και να αυξηθούν στον άνθρωπο.
240. Αν ταυτίζεται, έπειτα, με την ουσία η αγαθότητα, που λες πως προχέεται στα άλλα και μετέχεται απ’ τα άλλα, λες πως μετέχεται απ’ τα κτίσματα η ουσία του Θεού. Και γίνονται, αν ισχύη αυτό, όλα όσα μετέχουν κατ’ ουσίαν Θεοί, που δεν υπάρχει τίποτα πιο ασεβές απ’ αυτό. Και δεν θέλεις κι εσύ να είναι αλλού, μεταχειριζόμενος σώφρονα λογισμό, μεθεκτή η ουσία του Θεού και λες˙ « διανέμει όλα τα αγαθά τού παντός ο Θεός˙ υπάρχουν άρα σε μεγαλύτερη έκταση (εκτένεια) απ' ό,τι στον άνθρωπο οι προαναφερθείσες αρετές και στον Θεό ». Κι αλλού˙ ούτε κι ο Ελισσαίος ζήτησε να αυξηθή, αφού διπλασιασθή, η ουσία ή το πρόσωπο του Θεού, αλλά ν' αποκτήση κι ο ίδιος τα δυό χαρίσματα, που υπάρχουν ( τα όντα ) στον Ηλία, την προφητεία δηλαδή και την ενέργεια των θαυμάτων.
241. Αν εκχέεται και μεταδίδεται λοιπόν η αγαθότητα, δεν εκχέεται δε ούτε και μεταδίδεται η ουσία και το πρόσωπο, δεν ταυτίζεται με την ουσία η αγαθότητα. Είναι ανόητος ( μάταιος ) άρα αυτός που λέει πως είναι ουσία η αγαθότητα του Θεού. Βλέπετε το ανακόλουθο των διακηρύξεών του και το κακόδοξο στα θεία του Θωμά; « Επειδή δεν μπορούμε » λέει « να συλλάβουμε την ουσία του Θεού για να γνωρίζουμε πως αυτός υπάρχει, αναγόμαστε όχι απ’ αυτόν αλλά απ’ τα αποτελέσματα ». Κι αν υπάρχη η αγαθότητα και έκχυση της αγαθότητας στα άλλα που μετέχουν στον Θεό, απ’ το οποίο και φανερώνεται όπως και σε μας, και δεν μπορούμε να συλλάβουμε την ουσία του Θεού, είναι προφανές, ότι δεν είναι η ουσία του η αγαθότητα του Θεού.
242. Και λέει πάλι, εξερχόμενος απ’ τον εαυτό του, ο Θωμάς˙ « αν είναι κάτι άλλο απ’ τη θεία ουσία η ενέργεια του Θεού, θα έχη τέλος κάτι διαφορετικό απ’ αυτήν και δεν θα είναι έτσι η αγαθότητά του ο Θεός, πράγμα αδύνατο »˙ « είναι η ουσία του η ενέργειά του »˙ « είναι καθαρή ενέργεια χωρίς καμμιά δύναμη ο Θεός ». Και πάλι˙ « δεν υπάρχει καμμιά δύναμη στον Θεό ». Κι αυτός που τα λέει αυτά, λέει πάλι, ερχόμενος στον εαυτό του˙ « δεν φανερώνει το αποτέλεσμα τη δύναμη της αιτίας, παρά με τον λόγο της ενέργειας, η οποία προερχόμενη απ’ τη δύναμη, σταματά ( παύεται ) στο αποτέλεσμα˙ και δεν γνωρίζεται με το αποτέλεσμα η φύση της αιτίας
, παρά καθόσον γνωρίζεται μ’ αυτό η δύναμή του, η οποία ακολουθεί τη φύση ». Κι ακόμα˙ « είναι δυνατόν να υπολογίζεται και το μέγεθος της δύναμης απ’ το μέγεθος της ενέργειας ή των έργων ».
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου