Ας δούμε, με συντομία, τί διδάσκει ο πρίγκηπας της Ρωσικής θεολογίας, ο Μπουλγκάκοφ ακριβώς, ο οποίος πραγματοποίησε το μεγάλο όνειρο τής Αικατερίνης και κατέκτησε έξοδο στην Μεσόγειο. Τον Ζηζιούλα , συγκεκριμένα!
Η γνώση της Ορθοδόξου παραδόσεως, κατά τόν Μπουλγκάκοφ, περιορίζεται μέχρι τον Δαμασκηνό, όπως και όλων των σύγχρονων θεολογούντων, διότι όπως λένε, από κει και πέρα δεν την εμπιστεύονται και την αγνοούν επομένως. Μια άγνοια η οποία όπως θα δούμε επηρεάζει την θεότητα του Αγίου Πνεύματος και τις σχέσεις των Υποστάσεων της Αγίας Τριάδος.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
«Η ουσία του θεού είναι άρρητη, χωρίς πρόσβαση, άρρητη, αόριστη. Ο θεός είναι υπεράνω της ουσίας, του αγαθού, του κάλλους, ακόμη και της θεότητος. Αυτή η βεβαίωση της ολοκληρωτικής υπερβατικότητος της θεότητος, στον νεο-πλατωνισμό, διορθώνεται λογικώς από το δόγμα τής υποταγής το οποίο καθιστά εφικτό το πέρασμα από την αποφατική θεολογία στην καταφατική και στο θετικό δόγμα του θεού, δεδομένης της αυτο-αποκαλύψεως της θεότητος στον θείο κόσμο. Στην περίπτωση της απολύτου αρνήσεως του δόγματος της υποταγής του Υιού, το πέρασμα αυτό δεν πραγματοποιείται. [Καί οι άκτιστες ενέργειες;] Ο Αριστοτελισμός και ο νεο-πλατωνισμός στο σύστημα των Καππαδοκών συνυπάρχουν ο ένας δίπλα στον άλλον, χωρίς να συμφωνούν. Αυτό που είναι αδύνατον στον χώρο της αρνητικής θεολογίας, φανερώνεται αυτονόητο στην καταφατική, για την οποία η ουσία προσλαμβάνει αυτό που την ορίζει με την μορφή των υποστατικών χαρακτήρων.
Καθότι δε το συγκεκριμένο υποστατικό ον αντιπροσωπεύει την μοναδική υπαρκτή μορφή του Είναι και η γενική Φύσις (η δεύτερη ουσία) είναι μία αφαίρεση, παρουσιάζεται μια νέα δυσκολία στον δρόμο της αριστοτελικής θεολογίας. Η ουσία η τριαδικώς υποστασιοποιημένη δεν χωρίζεται σε τρία μέρη; ή -αυτό που ισχύει στην περίπτωσή μας- σε τρεις υποστάσεις; Με άλλα λόγια, δεν ορθώνεται σ' αυτή την οδό το λογικό φάντασμα του τριθεϊσμού; Από τον οποίο η θεολογία που δογμάτιζε την υποταγή του Υιού, πιεζόταν πάντοτε; [Πώς πάντοτε. Μόνον ο Ωριγένης τήν κήρυξε] Ακόμη και αν είχαν σ' αυτό το σημείο μιαν απόλυτη δογματική βεβαιότητα, οι Καππαδόκες δεν είχαν καμμία θεολογική άμυνα μέσα στον Αριστοτελισμό τους, παρότι έπρεπε ταυτοχρόνως να αντιμετωπίσουν πολλές θεολογικές επιθέσεις. Για τον Αριστοτέλη οι υποστάσεις (οι υποστατικοί χαρακτήρες) όχι μόνον συγκεκριμενοποιούσαν, αλλά γι' αυτό το ίδιο το γεγονός, συστήνουν την ουσία, διότι μόνον το συγκεκριμένο ον υπάρχει από μόνο του. Και γι' αυτό σύμφωνα με τον Αριστοτέλη πάντοτε, μπορούμε να συμπεράνουμε με κάποια συνέπεια πως οι υποστάσεις είναι τρεις, αλλά δεν μπορούμε να συμπεράνουμε την ενότητά τους καθότι τρις-ενότης. Αυτή η ερώτηση μπορεί να παρουσιαστεί και αντίστροφα: Πώς οι ξεχωριστές υποστάσεις έχουν μια μοναδική ουσία, με την ποιότητα της κοινής Φύσεως; Με άλλα λόγια, πώς και σε ποιο μέτρο είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί εδώ το ομοούσιο; (Το οποίο για τον Μ. Αθανάσιο ήταν πολύ κοντά στην ταυτότητα του όντος, στην ταυτο-ουσία; Ομοιουσιότητα; Για τον Μ. Αθανάσιο, η πληρότης ή ουσία ανήκουν στον Πατέρα, ο οποίος σαν άγνωστος και υπερβατικός, αποκαλύπτεται στον Υιό και κατόπιν στο Άγιο Πνεύμα. Γι' αυτό ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί την έκφραση που βρίσκεται ήδη στο σύμβολο της Νίκαιας: Εκ του Πατρός, τουτέστιν εκ της Ουσίας του Πατρός. Με την οποία διαφώνησαν οι Καππαδόκες, λόγω του ομοούσιου, και η έκφραση διαγράφεται από το σύμβολο της Κων/πόλεως). Στον Φυσικό κόσμο, οι υποστάσεις κατακερματίζουν την ουσία τους (όπως όλα τα χρυσά αντικείμενα περιέχουν ένα μέρος χρυσού), καθότι η ουσία είναι ένα όλον το οποίο υπάρχει μόνον για την σκέψη που κάνει αφαίρεση. Με ανάλογο τρόπο, η ουσία της θεότητος χωριζόταν και στην στωϊκή υπαγωγή.
Είναι όμως δυνατόν να εκφραστεί, στο Αριστοτελικό έδαφος το δόγμα, όχι τόσο της κοινής κτήσεως, ούτε της ξεχωριστής κτήσεως, αλλά του ομοουσίου; Οι Καππαδόκες, παρότι εξαιρετικά σταθεροί στην υπεράσπιση του Εκκλησιαστικού δόγματος, δεν είναι όμως αναλόγως σταθεροί θεολογικά στην εξασφάλιση της ενότητος της ουσίας του Θεού σε τρεις υποστάσεις και το ομοούσιό τους. Στα όρια των κατηγοριών του Αριστοτελισμού, στα οποία έκλεισαν την θεολογία τους, δεν υπάρχει θέση για την θεία τρις-ενότητα, για την τρις-υποστατική ομοουσιότητα. Αυτό το τελευταίο παραμένει ένα ιδίωμα φιλοσοφικώς αδικαιολόγητο.
Σε σχέση με την μοναδική θεία ουσία, οι τριαδικές εικόνες (τρόποι της υπάρξεως) ορίζονται, κατά τον Αριστοτέλη, από ξεχωριστούς υποστατικούς χαρακτήρες (γνωριστικόν κατά την υπόστασιν σημείον). Αυτοί οι χαρακτήρες λαμβάνονται από την πρωτογενή σχέση. Μ' αυτόν τον τρόπο, η πρώτη υπόσταση δείχνει την πατρότητα, η δεύτερη την συγγένεια, η τρίτη την πρόοδο.
Δογματικώς, ανάμεσα σ' αυτά τα γνωρίσματα, τους υποστατικούς χαρακτήρες και τις ίδιες τις υποστάσεις ετοποθετήθη ένα σημείο ισότητος, καθότι ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός γενηθείς και το Άγιο Πνεύμα η πρόοδος. Εδώ βρίσκεται ήδη χαραγμένος ο δρόμος τον οποίο θα διατρέξει αργότερα η καθολική θεολογία με απόλυτη σιγουριά, παρότι με τον δικό της τρόπο.
Καθ' εαυτή αυτή η αφομοίωση των υποστατικών χαρακτήρων στις ίδιες τις υποστάσεις δεν θεμελιούται. Πρέπει να θυμηθούμε πως η υποστασιοποίηση για τον Αριστοτέλη δεν έχει καμμία σχέση με τους προσωπικούς υποστατικούς ορισμούς. Οι Καππαδόκες, εφαρμόζουν το σχήμα του σε ένα δόγμα, ήδη δοσμένο, της Εκκλησίας, διότι αυτό το σχήμα είναι απολύτως ανεπαρκές για να στερεώσει τον προσωπικό χαρακτήρα του υποστατικού Είναι. Το Αριστοτελικό σχήμα όμως πραγματώνει έναν άλλον σκοπό, που επιτυγχάνεται από τους Καππαδόκες στην προσπάθειά τους να λύσουν τα προβλήματα: "τριτώνει" ή κάνει τριπλή την θεότητα, κάνοντάς την τρις-υποστατική.
Αυτός ο διαχωρισμός, υπερβαίνει το πρέπον. Αυτό που απαιτείται για το τριαδικό δόγμα δεν είναι απλώς τρία "Εγώ", αλλά ένα "Εγώ" τρις-μοναδικό, τριάδα στην ενότητα και ενότης στην τριάδα (αυτό που οι Καππαδόκες διδάσκουν ακούραστα). Αυτό το "Εγώ" το τρις-μοναδικό εξασφαλίζεται όμως στην παρούσα κατασκευή μόνον από την ενότητα της Ουσίας, όχι όμως από την ενότητα, παρότι τριπλή, των υποστάσεων. Και αυτό είναι ανεπαρκές, διότι η Αγιωτάτη Τριάδα είναι μοναδική όχι μόνον στην ουσία ή φύση, αλλά και στο τρις-υποστατικό υποκείμενο.
Πρέπει ακόμη να σημειώσουμε, σαν μια ιδιαιτερότητα της τριαδικής ανατολικής θεολογίας, πως αυτή δεν προέρχεται για τους Καππαδόκες από την ενότητα της Ουσίας αλλά από την τριάδα των υποστάσεων, σε αντίθεση με την Δυτική θεολογία η οποία ξεκινά από το αντίθετο σημείο, από την ενότητα της Ουσίας και ψάχνει σ' αυτήν την καταγωγή των τριών υποστάσεων. Οι τρεις υποστάσεις ενώνονται στην Αγία Τριάδα, η οποία συστήνεται από υποστάσεις εξίσου θείες. Στο δόγμα των Καππαδοκών πατέρων απωθείται απολύτως τόσο η υποταγή του Υιού, όσο και η κοσμολογία στην έννοια της Αγίας Τριάδος. Αυτή υπάρχει αιωνίως εις εαυτή, ανεξαρτήτως της αποκαλύψεώς της στον κόσμο. Αυτός ο σταθερός και ενυπάρχων χαρακτήρας της Αγίας Τριάδος διαγράφεται πολλές φορές με το πνεύμα του νεοπλατωνισμού (χωρίς την υποταγή), ακόμη δε και με τις ίδιες εκφράσεις. Τότε δε ολόκληρα χωρία του νεοπλατωνισμού ενώνονται με τον ορθολογισμό του Αριστοτέλη.
Στις τρεις υποστάσεις οφείλεται ίσος σεβασμός μέσα στην Αγία Τριάδα, παρότι ενώνονται σ' αυτή για την αρχή της "μοναρχίας" του Πατρός. "Εμείς τιμούμε την μοναδική αρχή, τον Πατέρα, γεννήτορα και εκπορευτή, ο οποίος γεννά και εκπορεύει χωρίς πάθος, έξω από τον χρόνο, ασωμάτως. Ο Υιός γεννάται, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται". "Αυτοί είναι από τον Πατέρα, παρότι δεν είναι μετά τον Πατέρα". "Είναι αλήθεια πως το Άναρχο είναι αιώνιο, ενώ το αιώνιο δεν είναι αναγκαίως χωρίς Αρχή. Έτσι ο Υιός και το Πνεύμα δεν είναι χωρίς αρχή σχετικώς με την αιτία. Είναι γνωστό πως η αιτία δεν έχει την ανάγκη να είναι πριν από αυτά των οποίων είναι αιτία... Μαζί και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα είναι χωρίς Αρχή, σχετικά με τον χρόνο" (Γρηγ. Θεολόγος, Λόγος 29). "Αυτοί δεν είναι χωρίς Αρχή και ταυτοχρόνως, κατά μία άποψη (και αυτή εδώ είναι η δυσκολία) είναι χωρίς Αρχή. Δεν είναι χωρίς Αρχή σχετικά με την αιτία... αλλά είναι χωρίς αρχή σχετικά με τον χρόνο" (Λόγος 25 και 39).
Εδώ λοιπόν, στην θέση της υποταγής εισάγεται μια καινούρια, κοινή σχέση ανάμεσα στις υποστάσεις: ανάμεσα στην αιτία χωρίς Αρχή και στις υποστάσεις χωρίς Αρχή, οι οποίες όμως είναι αιτιατές. Αυτή η ιεραρχική διάκριση, μεγίστης σπουδαιότητος, μένει χωρίς ολοκληρωμένη εξήγηση, και όσον αφορά την έννοια της αιτίας, η οποία προφανώς δεν συμπίπτει με την έννοια του απρόβλεπτου, με την έννοια της υποκινήσεως, και σχετικώς με την ιεραρχία, η οποία είναι συνέπειά της και η οποία παίρνει την θέση της υποταγής.
Η ισότης της Λατρείας και της θεότητος των υποστάσεων στις αμοιβαίες τους σχέσεις με την Αρχή, τονίζεται από τους Καππαδόκες με μία τέτοια ενεργητικότητα, η οποία δεν αφήνει καμμιά πιθανότητα αμφιβολίας».
(Συνεχίζεται)
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου