Συνέχεια από: Παρασκευή, 24 Νοεμβρίου 2017
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ
Ἔκδοσις ἀκριβὴς τῆς ὀρθοδόξου πίστεως
Κείμενο
Μετάφραση (Αρχιμ. Δωρόθεος Πάπαρης)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38. Περὶ ἑκουσίου καὶ ἀκουσίου
Για το εκούσιο και το ακούσιο.
᾿Επειδὴ τὸ ἑκούσιον ἐν πράξει τινί ἐστι καὶ τὸ νομιζόμενον δὲ
Επειδή σε μια πράξη υπάρχει η εκούσια και σ’ άλλη η θεωρούμενη ακούσια
ἀκούσιον ἐν πράξει τινί ἐστι, πολλοὶ δέ τινες καὶ τὸ ὄντως ἀκούσιον
συμμετοχή και πολλοί πιστεύουν ότι υπάρχει η ακούσια συμμετοχή όχι μόνον
οὐ μόνον ἐν τῷ πάσχειν ἀλλὰ καὶ ἐν τῷ πράττειν τίθενται, δεῖ
όταν υποφέρουμε αλλά και όταν ενεργούμε, πρέπει να γνωρίζουμε ότι
εἰδέναι, ὅτι πρᾶξίς ἐστιν ἐνέργεια λογική, ταῖς δὲ πράξεσιν ἕπεται
η πράξη είναι λογική ενέργεια και ότι μετά τις πράξεις ακολουθεί ή έπαινος
ἔπαινος ἢ ψόγος· καὶ αἱ μὲν αὐτῶν μεθ᾿ ἡδονῆς, αἱ δὲ μετὰ λύπης
ή κατηγορία. Και άλλες πράξεις γίνονται με ευχαρίστηση και άλλες με λύπη.
πράττονται· καὶ αἱ μὲν αὐτῶν εἰσιν αἱρεταὶ τῷ πράττοντι, αἱ δὲ
Αυτός που τίς κάμει, άλλες τις προτιμά και άλλες τις αποφεύγει· και απ’ αυτές
φευκταί· καὶ τῶν αἱρετῶν αἱ μὲν ἀεὶ αἱρεταί, αἱ δὲ κατά τινα χρόνον.
που προτιμά, άλλες τις προτιμά για πάντα, ενώ άλλες πρόσκαιρα· το ίδιο και
Ὁμοίως καὶ τῶν φευκτῶν. Καὶ πάλιν· αἱ μὲν τῶν πράξεων ἐλεοῦνται,
αυτές που αποφεύγει. Επίσης, άλλες από τις πράξεις κινούν την συμπάθεια,
αἱ δὲ συγγνώμης ἀξιοῦνται, αἱ δὲ μισοῦνται καὶ κολάζονται. Τῷ μὲν
άλλες θεωρούνται άξιες συγχωρήσεως, άλλες είναι μισητές και άλλες άξιες
οὖν ἑκουσίῳ πάντως ἐπακολουθεῖ ἔπαινος ἢ ψόγος καὶ τὸ μεθ᾿ ἡδονῆς
τιμωρίας. Στην εκούσια, λοιπόν, συμμετοχή ακολουθεί οπωσδήποτε έπαινος
πράττεσθαι καὶ τὸ αἱρετὰς εἶναι τὰς πράξεις τοῖς πράττουσιν ἢ ἀεὶ ἢ
ή κατηγορία και ότι αυτός που τις κάμει τις προτιμά ή για πάντα ή για κάποιο
τότε, ὅτε πράττονται. Τῷ δὲ ἀκουσίῳ τὸ συγγνώμης ἢ ἐλέους
χρονικό διάστημα που γίνονται. Στην ακούσια όμως συμμετοχή ακολουθεί
ἀξιοῦσθαι, καὶ τὸ μετὰ λύπης πράττεσθαι καὶ τὸ μὴ εἶναι αἱρετὰς
η συγχώρεση ή η συμπάθεια, ότι γίνονται με λύπη και ότι δεν τις επιλέγει ούτε
μηδὲ δι᾿ ἑαυτοῦ τελεῖν τὸ πραττόμενον, εἰ καὶ βιάζοιτο.
τις ενεργεί από τον εαυτό του αυτός που τις κάμει, ακόμη κι αν πιέζεται.
Τοῦ δὲ ἀκουσίου τὸ μέν ἐστι κατὰ βίαν, τὸ δὲ δι᾿ ἄγνοιαν· κατὰ βίαν
Η ακούσια συμμετοχή οφείλεται από τη μια στη βία κι από την άλλη στην
μέν, ὅταν ἡ ποιητικὴ ἀρχὴ, ἤγουν αἰτία ἔξωθέν ἐστιν, ἤγουν ὅταν
άγνοια· στη βία βέβαια οφείλεται, όταν η δημιουργική αρχή, δηλαδή η αιτία
ὑφ᾿ ἑτέρου βιαζώμεθα, μηδ᾿ ὅλως πειθόμενοι, μηδὲ συμβαλλώμεθα
της βρίσκεται έξω απο μας, όταν δηλαδή άλλος μας πιέζει, χωρίς καθόλου να
κατ᾿ οἰκείαν ὁρμὴν, μηδὲ ὅλως συμπράττωμεν ἢ δι᾿ ἑαυτῶν τὸ
μας πείθει και χωρίς να συμμετέχουμε αυθόρμητα ή να συμπράττουμε ή να
βιασθὲν ποιῶμεν· ὃ καὶ ὁριζόμενοί φαμεν· ἀκούσιόν ἐστιν οὗ ἡ ἀρχὴ
κάνουμε από μόνοι μας αυτό για το οποίο μας πιέζουν. Ο ορισμός αυτού
ἔξωθεν μηδὲν συμβαλλομένου κατ᾿ οἰκείαν ὁρμὴν τοῦ βιασθέντος.
είναι: ακούσια συμμετοχή είναι αυτή της οποίας η αρχή βρίσκεται έξω από
μας, χωρίς καθόλου να συμμετέχει με τον εαυτό του αυτός που δέχθηκε
᾿Αρχὴν δέ φαμεν τὴν ποιητικὴν αἰτίαν. Τὸ δὲ δι᾿ ἄγνοιαν ἀκούσιόν
πίεση. Αρχή πάλι ονομάζουμε τη δημιουργική αιτία. Η ακούσια όμως
ἐστιν, ὅταν μὴ αὐτοὶ παρέχωμεν αἰτίαν τῆς ἀγνοίας, ἀλλ᾿ οὕτω
συμμετοχή οφείλεται στην άγνοια, όταν οι ίδιοι δεν γινόμαστε αίτιοι της
συμβῇ. Εἰ γὰρ μεθύων τις φόνον ποιήσει, ἀγνοῶν ἐφόνευσεν, οὐ μὴν
άγνοιας, αλλά όταν έτσι συμβεί. Για παράδειγμα, αν κάποιος μεθυσμένος
ἀκουσίως· τὴν γὰρ αἰτίαν τῆς ἀγνοίας, ἤγουν τὴν μέθην, αὐτὸς
κάνει φόνο, σκότωσε από άγνοια, αλλά όχι άθελα· διότι ο ίδιος προξένησε
ἔπραξεν. Εἰ δέ τις ἐν τῷ συνήθει τόπῳ τοξεύων τὸν πατέρα
την αιτία της άγνοιας, δηλαδή τη μέθη. Αν όμως κάποιος ρίχνοντας το τόξο
παριόντα ἀπέκτεινε, δι᾿ ἄγνοιαν λέγεται ἀκουσίως τοῦτο πεποιηκέναι.
του σε συνηθισμένο τόπο, σκότωσε τον πατέρα του που περνούσε τυχαία,
τότε λέμε ότι χωρίς τη θέλησή του το έπραξε, από άγνοια.
Τοῦ οὖν ἀκουσίου διττοῦ ὄντος, τοῦ μὲν κατὰ βίαν, τοῦ δὲ δι᾿
Ενώ, λοιπόν, η ακούσια συμμετοχή είναι δύο ειδών, ένα είδος με πίεση και
ἄγνοιαν, τὸ ἑκούσιον ἀμφοτέροις ἀντίκειται· ἔστι γὰρ ἑκούσιον τὸ
άλλο από άγνοια, η εκούσια συμμετοχή είναι αντίθετη και στα δύο· διότι
μήτε κατὰ βίαν μήτε δι᾿ ἄγνοιαν γινόμενον. ῾Εκούσιον τοίνυν ἐστίν,
εκούσια συμμετοχή είναι εκείνη που γίνεται χωρίς πίεση και χωρίς άγνοια.
οὗ ἡ ἀρχὴ, τουτέστιν ἡ αἰτία, ἐν αὑτῷ εἰδότι τὰ καθ᾿ ἕκαστα, δι᾿ ὧν
Εκούσια, λοιπόν, συμμετοχή είναι αυτή που η αρχή της, δηλαδή η αιτία,
υπάρχει σ’ αυτόν τον ίδιο που γνωρίζει τις σχετικές λεπτομέρειες, με τις
καὶ ἐν οἷς ἡ πρᾶξις. "Καθ᾿ ἕκαστα" δέ ἐστιν, ἃ καλεῖται παρὰ τοῖς
οποίες συντελείται η πράξη. Σχετικές λεπτομέρειες είναι αυτές που οι ρήτορες
ῥήτορσι περιστατικὰ μόρια· οἷον τίς, ἤγουν ὁ πράξας, τίνα, ἤγουν
ονομάζουν παραμέτρους: όπως "ποιος", δηλαδή ο δράστης, "ποιο", δηλαδή
τὸν παθόντα, τί, ἤγουν αὐτὸ τὸ πραχθέν, τυχὸν ἐφόνευσε· τίνι,
το θύμα, "ποιά", δηλαδή η πράξη, αν τυχόν διέπραξε φόνο· "με τι", δηλαδή με
ἤγουν ὀργάνῳ, ποῦ, ἤγουν τόπῳ, πότε, ἤγουν ἐν ποίῳ χρόνῳ, πῶς,
ποιο όργανο, "που", δηλαδή σε ποιό τόπο, "πότε", δηλαδή σε ποιο χρόνο,
ὁ τρόπος τῆς πράξεως, διὰ τί, ἤγουν διὰ ποίαν αἰτίαν.
"πως", δηλαδή με ποιο τρόπο έγινε η πράξη, "γιατί", δηλαδή για ποια αιτία.
᾿Ιστέον, ὥς εἰσί τινα μέσα ἑκουσίων καὶ ἀκουσίων, ἅτινα ἀηδῆ καὶ
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ορισμένες ενέργειές μας ενδιάμεσες
λυπηρὰ ὄντα διὰ μεῖζον κακὸν καταδεχόμεθα, ὡς διὰ ναυάγιον
μεταξύ εκουσίων και ακουσίων, τις οποίες δεχόμαστε, αν και είναι
δυσάρεστες και λυπηρές, για ν’ αποφύγουμε μεγαλύτερο κακό, όπως στην
ἀποβάλλομεν τὰ ἐν τῷ πλοίῳ.
περίπτωση του ναυαγίου ρίχνουμε στη θάλασσα τα εμπορεύματα του πλοίου.
᾿Ιστέον, ὡς τὰ παιδία καὶ τὰ ἄλογα ἑκουσίως μὲν ποιεῖ, οὐ μὴν δὲ καὶ
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι τα παιδιά και τα άλογα ενεργούν με τη θέλησή τους,
προαιρούμενα, καὶ ὅσα διὰ θυμὸν πράττομεν μὴ προβουλευσάμενοι,
αλλά χωρίς να προαποφασίσουν· και ότι, όσα κάνουμε εξαιτίας της οργής,
ἑκουσίως ποιοῦμεν, οὐ μὴν καὶ κατὰ προαίρεσιν. Καὶ ὁ φίλος
χωρίς προηγουμένως να σκεφθούμε, το κάνουμε με τη θέλησή μας, αλλά όχι
και με προηγούμενη απόφαση. Και ο φίλος μας
αἰφνιδίως ἐπέστη ἑκουσίως μὲν ἡμῖν, οὐ μὴν καὶ προαιρούμενος. Καὶ
παρουσιάστηε ξαφνικά με τη θέλησή μας, χωρίς όμως να προαποφασίσουμε.
ὁ θησαυρῷ ἀνελπίστως περιτυχὼν ἑκουσίως περιέτυχεν, οὐ μὴν καὶ
Κι αυτός που βρήκε ανέλπιστα θησαυρό, τον βρήκε με τη θέλησή του, αλλά
προαιρούμενος. Πάντα ταῦτα ἑκούσια μὲν διὰ τὸ ἐπ᾿ αὐτοῖς ἥδεσθαι,
χωρίς να προαποφασίσει. Όλα αυτά είναι εκούσια, διότι μας προκαλούν
οὐ μὴν καὶ κατὰ προαίρεσιν, διότι οὐκ ἀπὸ βουλῆς· δεῖ δὲ πάντως
ευχαρίστηση, αλλά δεν γίνονται με προηγούμενη απόφαση, διότι δεν τα
βουλὴν προηγεῖσθαι τῆς προαιρέσεως, καθὼς εἴρηται.
έχουμε σκεφθεί. Πρέπει, επίσης, όπως είπαμε, η σκέψη να προηγείται από την
απόφαση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου