Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Δ. Κουτρουμπής: 'Μήτηρ υπάρχουσα της Ζωής'

 Δημήτρης Κουτρουμπής
Ένα από τα ωραιότερα τροπάρια της Εκκλησίας μας, είναι και το τροπάριο που ψάλλεται κατά την εορτήν της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. «Εν τη γεννήσει την Παρθενίαν εφύλαξας, εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε…». Είναι ωραίον, όχι μόνον διότι περιέχει επιτυχέστατα συμπλέγματα ιδεών, λέξεων και φθόγγων που γεννούν γνησίαν ποιητικήν συγκίνησιν, αλλά και διότι κατορθώνει εις ολίγας φράσεις να συνοψίση την πίστιν και την πείραν της Εκκλησίας περί του προσώπου και του έργου της Παναγίας εις την οικονομίαν της σωτηρίας και την ζωήν του Σώματος του Χριστού. Το τροπάριον αυτό ονομάζει την Παναγίαν «Μητέρα της Ζωής». Ή, ακριβέστερον, διακυρήττει ότι η Θεοτόκος, μετά την κοίμησίν της, δεν «κατέλιπε τον κόσμον» – δεν έπαυσε να εργάζεται και να είναι παρούσα εις τον κόσμον˙ αλλά μετέβη με όλην την ύπαρξίν της, ψυχή τε και σώματι, προς την ζωήν, πλησίον του Θεού – διότι ήτο, είναι και θα είναι Μήτηρ της Ζωής, «Μήτηρ υπάρχουσα της Ζωής»1.
Τί σημαίνει όμως ότι η Παναγία ήτο, είναι και θα είναι «Μήτηρ της Ζωής»;
Α΄. Σημαίνει, ότι είναι Μήτηρ Εκείνου, τον οποίον ο απόστολος Πέτρος, εις την στοάν του ιερού, την καλουμένην του Σολομώντος, ωνόμασεν «αρχηγόν της ζωής»2.
Ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της πίστεως της Εκκλησίας είναι ότι τα πάντα εγένετο δια του Υιού και «χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ο γέγονεν»3.
Ο Λόγος του Θεού, το δεύτερον Πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, είναι η υποστατική εκδήλωσις του δημιουργικού θελήματος του Πατρός. Αυτός έδωσεν ύπαρξιν και ζωήν εις παν ότι ζει και υπάρχει. Αυτός έπλασε τον άνθρωπον ικανόν να ζη αιωνίως και ατελευτήτως μετά του Θεού. Και όταν ο άνθρωπος, παρασυρθείς υπό του Πονηρού και απομακρυνθείς από τον Θεόν, κατέστη υπόδουλος του θανάτου και συνεπώς ανίκανος να πραγματοποιήση τον προορισμόν του.
Αυτός «εισέβαλεν» εις τον κόσμον, και έσωσε το έργον του Θεού από τον αφανισμόν, χορηγήσας εις αυτό και πάλιν την δυνατότητα της αθανασίας και της ζωής. Ο Λόγος του Θεού είναι λοιπόν ο αρχηγός – ο δημιουργός και χορηγός της ζωής. Κατά τους Πατέρας, είναι «Αυτοζωή»4 – η ιδία η Ζωή, εις την οποίαν πρέπει να μετέχη και να κοινωνή, όποιος θέλει να αποσείση τον ζυγόν του θανάτου και να πράξη το θέλημα του εν ουρανοίς Πατρός, να ζήση δηλαδή αιωνίως και ατελευτήτως μετ΄ Αυτού.
Πώς όμως εισήλθεν η Ζωή εις τον υπό του θανάτου κυριαρχούμενον κόσμον; Ακριβώς όπως είχεν εισέλθει η Αμαρτία και ο Θάνατος – δι΄ενός ανθρώπου˙ τη συνεργεία μιας γυναικός. Η παρακοή της Εύας ήτο το ρήγμα δια του οποίου εισέδυσεν ο Θάνατος˙ η υπακοή της Μαρίας υπήρξεν η πύλη την οποίαν διώδευσεν η Ζωή. «Ιδού η δούλη Κυρίου˙ γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»5. Χάρις εις την πρόθυμον και πιστήν αυτήν συμμόρφωσιν της Παρθένου εις το θέλημα του Θεού, ο προαιώνιος Λόγος «επί της γης ώφθη και τοις ανθρώποις συνανεστράφη»6. Η πίστις και η αγάπη της ταπεινής αυτής κόρης απέβη το μέσον , δια του οποίου «ο αόρατος ορατόν εαυτόν παρεσκεύασεν και ο ποιητής και δεσπότης των όλων εις των ανθρώπων εγεννήθη»7. Πράγματι, ο Λόγος του Θεού δεν επεφάνη εις τον κόσμον, φέρων προσωπείονανθρώπου, όπως οι θεοί των Ελλήνων, οι οποίοι, κατά την μυθολογίαν, μετημφιέζοντο εις ανθρώπους, οσάκις ήθελαν να επικοινωνήσουν με τους βροτούς˙ ούτε ήλθεν, περιβεβλημένος φαινομενικόν και αψηλάφητον σώμα, όπως ισχυρίζοντο κατά τον πρώτον ήδη μετά Χριστόν αιώνα διάφοροι αιρετικοί, «οι πλάνοι, οι μη ομολογούντεςΙησούν Χριστόν ερχόμενον εν σαρκί»8.
Αλλ΄ εις μίαν συγκεκριμένην στιγμήν της ιστορίας, επί Καίσαρος Αυγούστου, «ατρέπτως και αναλλοιώτως» – χωρίς δηλαδή την παραμικράν αλλαγήν ή αλλοίωσιντης θεότητός του – «εγένετο σαρξ»9, και δια της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος, προσέλαβεν, εις την μήτραν μιας απλής και αφωσιωμένης εις τον Θεόν γυναικός, φύσινανθρώπου, αληθινού, πραγματικού, καθ΄όλα ομοίου με ημάς. «Εν ακεραία και τελεία φύσει αληθούς ανθρώπου», γράφει ο Πάπας Λέων ο Μέγας προς Φλαβιανόν τον Κωνσταντινουπόλεως. «Θεός αληθής ετέχθη˙ όλος εν τοις εαυτοίς και όλος εν τοις ημών», με μόνην διαφοράν ότι εγεννήθη «δίχα ρύπου τινός αμαρτήματος»10.
Ως τέλειος άνθρωπος, ο Λόγος του Θεού επάτησε δια του θανάτου του τον Θάνατον και απηλευθέρωσεν τον άνθρωπον από την εξουσίαν του Πονηρού. Και όχι μόνον τον απελύτρωσεν από την τυραννίδα του Διαβόλου, αλλά τον ανήγαγεν και εις τους ουρανούς. Διότι, κατά την ημέραν της Αναλήψεως, ο Λόγος δεν επέστρεψεν εις τον Πατέρα μόνος, αλλά συναποκομίζων και την ανθρωπίνην φύσιν, την οποίαν είχε προσλάβει εις τον κόλπον της Μαρίας, της μητρός αυτού. Τώρα, εκ δεξιών του Πατρός, δεν κάθηται απλώς ο προαιώνιος Λόγος˙ κάθηται ο σαρκωθείς και εκ γυναικός γενόμενος Υιός του Θεού, ο «άνθρωπος Χριστός Ιησούς», ο «μεσίτης» Θεού και ανθρώπων11, ο οποίος εις εν και το αυτό πρόσωπον ενώνει την θείαν και την ανθρωπίνην φύσιν. Χάρις εις την άφραστον και υπέρλογον ένωσιν του Θεού με τον άνθρωπον, η οποία επραγματοποιήθη εις την μήτραν της Παρθένου, ο άνθρωπος, όχι μόνον απηλλάγη από τον ζυγόν του θανάτου και κατέστη εκ νέου ικανός προς ζωήν, αλλά κυριολεκτικώς έγινε «μέτοχος της θείας φύσεως»12, εισήχθη εις την «αιώνιον ζωήν».
Αποτελών, εν τω προσώπω του αναστάντος και αναληφθέντος Κυρίου, μίαν σάρκα με τον Λόγον του Θεού, μετέχει εις την ζωήν της Αγάπης, η οποία αιωνίως συνδέει τα Πρόσωπα της μακαρίας και παναγίας Τριάδος.
Η Παναγία, λοιπόν, ως μήτηρ του «ανθρώπου Χριστού Ιησού», είναι Μήτηρ της Ζωής. Και, υπό την έποψιν αυτήν, είναι μεταξύ ημών ο διαρκής και αψευδής μάρτυς του μυστηρίου της σωτηρίας μας, του μυστηρίου της ενανθρωπήσεως του Θεού. Διότι η παρουσία της Παναγίας, συνεχώς και αδιακόπως, μας υπενθυμίζει και μας αποδεικνύει, ότι ο Θεός έγινε άνθρωπος, ότι «κεκοινώνηκε της σαρκός και του αίματος των παιδίων»13, ότι ωμοιώθη «κατά πάντα τοις αδελφοίς»14, ίνα και ο άνθρωπος γίνη Θεός, κοινωνήση της θείας Ζωής και γίνη σύμμορφος της δόξης του Θεού. Την σημασίαν αυτήν της παρουσίας της Θεοτόκου μας φανερώνει καθαρώτατα η ιστορία. Πράγματι, όσα τμήματα του χριστιανικού κόσμου παρενόησαν ή εκ προθέσεως υπετίμησαν την θέσιν της Παναγίας εις την ζωήν και την λατρείαν της Εκκλησίας, υπέπεσαν πάντοτε εις δύο σοβαρωτάτας πλάνας: ή παρέβλεψαν την ανθρωπότητα του Λόγου˙ ή ελησμόνησαν την θεότητα του Ιησού. Εννοείται, ότι και εις τας δύο περιπτώσεις, το μυστήριον της σωτηρίας έχασε το περιεχόμενόν του και κατέστη αδύνατος η εν Χριστώ ζωή. Ακριβώς δε δια να αποφευχθούν παρόμοιοι κίνδυνοι, η Εκκλησία καθιέρωσε εις πάσαν σχεδόν ευχήν και προσευχήν της να μνημονεύεται η Μαρία, η Παναγία Μήτηρ του Θεού. Διότι, όπως ενωρίτατα αντελήφθη η χριστιανική συνείδησις, εκείνη, την οποίαν η Ελισάβετ, πλησθείσα Πνεύματος Αγίου, απεκάλεσεν «ευλογημένην εν γυναιξί», είναι «ο θεόπεμπτος φύλαξ του χριστιανικού Μυστηρίου και η ασφαλεστέρα εγγύησις μιας αληθώς χριστοκεντρικής ευσεβείας και ζωής»15.
Β΄. Σημαίνει ότι η Παναγία είναι μήτηρ του μυστηριακού σώματος του Χριστού – της Εκκλησίας – εκτός του οποίου δεν υπάρχει σωτηρία και ζωή.
Μετά την εις ουρανούς ένδοξον ανάβασίν του, ο ενανθρωπήσας Λόγος δεν έπαυσε να ζη, να εργάζεται, να διδάσκη, να θεραπεύη, να σώζη και να ζωοποιή εν μέσω των ανθρώπων. Είναι βέβαια τώρα ο «άνω τω Πατρί συγκαθήμενος», αλλ΄είναι επίσης και ο «ώδε ημίν συνών». Είναι Εκείνος, ο οποίος «εσκήνωσεν εν ημίν»16 – ο οποίος έστησε την σκηνήν του ανάμεσά μας. Η ενσάρκωσις αυτή του Λόγου, η «σκήνωσίς» του εν μέσω ημών, δεν ετελείωσε την ημέραν της Αναλήψεως˙ συνεχίζεται και θα συνεχίζεται μέχρι τέλους του παρόντος κόσμου. «Και ιδού, εγώ μεθ΄υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος»17. Διότι, ο Υιός του Θεού έγινενάνθρωπος όχι απλώς δια να προσαγάγη εις τον Πατέρα ένα τέλειον δείγμα του ανθρωπίνου γένους, τον Ιησούν της Ναζαρέτ˙ αλλά δια να πραγματοποιήση το θέλημα του Θεού, ο οποίος «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν»18. Το φιλάνθρωπον και σωτήριον τούτο θέλημα του Πατρός το επραγματοποίησεν ο Κύριος «εφ΄ άπαξ» επί του Σταυρού, επειδή όμως ο άνθρωπος ζη εν χρόνω και χώρω, συνεστήθη η Εκκλησία δια να μεταδίδη το «χαρμόσυνον άγγελμα» και τους καρπούς της σωτηρίας εις τους ανθρώπους κάθε τόπου και κάθε εποχής. Η Εκκλησία, εννοείται, δεν είναι «οργανισμός διαχειρίσεως και διαθέσεως των αγαθών της σωτηρίας», είναι ένα ζωντανόν σώμα, η ανθρωπίνη φύσις του Κυρίου, η Σάρξ του Χριστού. Κανείς δεν δύναται να σωθή από τον νόμον του Θανάτου, κανείς δεν ημπορεί να έχει ζωήν, εάν δεν ενσωματωθή εις την Εκκλησίαν, εάν δηλαδή δεν γίνει Σαρξ Κυρίου, Σώμα Χριστού. Η Εκκλησία είναι «μεσίτρια» Θεού και ανθρώπων, το μέσον δια του οποίου ο απρόσιτος και υπερούσιος Θεός γίνεται καταληπτός και προσιτός εις τον άνθρωπον και ο πεπερασμένος και αμαρτωλός άνθρωπος ενούται με τον υπεράγιον και άπειρον Θεόν˙ είναι η κλίμαξ, «η εστηριγμένη εν τη γη», ης η κεφαλή αφικνείται εις τον ουρανόν «και επί της οποίας οι άγγελοι του Θεού αναβαίνουν και καταβαίνουν», ˙ είναι ο «φοβερός τόπος»20 της κοινωνίας Θεού και ανθρώπων, της ενανθρωπήσεως του Θεού και της θεώσεως του ανθρώπου. Πράγματι, όσοι πιστεύουν εις το «ευαγγέλιον» του Θεού, βαπτίζονται εν ύδατι και «πνεύματι αγίω» και κάθε Κυριακήν συνέρχονται ομοθυμαδόν επί το αυτό δια την κλάσιν του άρτου, προσλαμβάνονται, αφομοιούνται και μετατρέπονται εις ζώντα κύτταρα του σώματος του αναστάντος και δοξασθέντος Ιησού. Το σώμα τούτο λέγεται «μυστηριακόν», διότι οικοδομείται, συντηρείται και καθίσταται ορατόν δια των μυστηρίων21. Τα μυστήρια της Εκκλησίας φανερώνουν την σκήνωσιν του Λόγου «εν ημίν», καθιστούν ορατήν την αληθή και διαρκή παρουσίαν του Σωτήρος Χριστού εν τω κόσμω. Το επιτυγχάνουν δε δια της μεταβολής των πιστών εις σάρκα Χριστού, δια της μετατροπής των «αμαρτωλών και αχρείων δούλων του Θεού» εις σώμα Κυρίου. Αλλά το σώμα αυτό δεν είναι άλλο από το σώμα εκείνο που εγεννήθη εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Διαφέρει κατά την εκδήλωσιν, αλλ΄είναι όμοιον κατά την ουσίαν με το σώμα που έλαβεν ο Λόγος του Θεού εις την Πανάχραντον μήτραν της Παρθένου.
Απ΄ αρχαιοτάτων χρόνων, η Εκκλησία παρομοιάζει την ίδρυσίν της προς την «οικοδομήν» της Εύας εκ της πλευράς του κοιμισμένου Αδάμ. «Όπως ο Αδάμ είναι ο τύπος του Χριστού», γράφει ο Τερτυλλιανός, «έτσι και ο ύπνος του Αδάμ είναι προτύπωσις του σταυρικού θανάτου του Κυρίου. Εκ της πλευράς του κοιμισμένου Αδάμ ο Θεός ωκοδόμησε την γυναίκα˙ εκ της ηνεωγμένης πλευράς του Χριστού, του κοιμισμένου τον θανάσιμον ύπνον του σταυρού, εδημιούργησε την εκκλησίαν, την αληθή μητέρα των ζώντων». 22
Αλλ΄ απ΄ αρχαιοτάτων επίσης χρόνων, η Εκκλησία πιστεύει, ότι «ωκοδομήθη» δια τριών διαδοχικών εκχύσεων του Πνεύματος του Θεού: την ώραν καθ΄ην ο εσταυρωμένος Ιησούς, κλίνας την κεφαλήν, «παρέδωκεν» εις την μητέρα αυτού και τον μαθητήν, ον ηγάπα, το πνεύμα23˙  το πρωί της ημέρας της μιας των Σαββάτων κατά την οποίαν ο αναστάς Κύριος ενεφύσησεν εις τους μαθητάς Πνεύμα Άγιον24˙  και κατά την ημέραν της Πεντηκοστής25.
Και εις δύο τουλάχιστον από τας τρεις αυτάς περιπτώσεις, κατά σαφή μαρτυρίαν της Αγίας Γραφής, Μαρία η μήτηρ του Ιησού ήτο παρούσα.
Την παρουσίαν αυτήν της Μητρός του Κυρίου «παρά τω σταυρώ του Ιησού»26 και εις το υπερώον της Ιερουσαλήμ, όπου οι μαθηταί «ήσαν προσκαρτερούντεςομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει»27, η Εκκλησία δεν την εθεώρησε ποτέ τυχαίαν, αλλά την είδε πάντοτε ως απόδειξιν της μυστηριακής μητρότητος της Παναγίας. Δια τον λόγον αυτόν, ώρισε, εις πάσαν εκκλησιαστικήν σύναξιν και ιδιαιτέρως κατά την τέλεσιν της Ευχαριστίας, κατά την οποίαν το Πνεύμα το Άγιον καταπέμπεται και πάλιν εφ΄ημάς και επί τα προκείμενα δώρα ημών, να μνημονεύεται «εξαιρέτως» η Παναγία, άχραντος, υπερευλογημένη, ένδοξος, δέσποινα ημών, Θεοτόκος και αειπάρθενος Μαρία. Την εξαίρετον αυτήν ευλάβειαν προς το πρόσωπον της Παναγίας εκφράζει με τον ιδικόν της τρόπον και η αγιογραφία, η οποία όχι μόνον ζωγραφίζει εις τας αψίδας των ναών την Πλατυτέραν των Ουρανών δια να δείξη ότι η Παναγία σκέπει και προστατεύει την λατρεύουσαν και εν αγάπη ζώσαν εκκλησιαστικήνκοινότητα, αλλά και οσάκις θέλει να ιστορήση τους Αγίους Πάντας, το εν ουρανοίς θριαμβεύον τμήμα της Εκκλησίας, τας απαρχάς της καινής εν Χριστώ φύσεως, τοποθετεί πάντοτε εις το κέντρον της εικόνος την Παναγίαν, την μητέρα της Εκκλησίας.
Γ΄. Σημαίνει ότι η Παναγία είναι μήτηρ κάθε Χριστιανού, κάθε ανθρώπου γεννηθέντος άνωθεν και ζώντος μετά του Θεού την «αιώνιον ζωήν». 
Τί είναι, αλήθεια, ο Χριστιανός; Κατά τον συγγραφέα της Αποκαλύψεως, είναι ο «τηρών τας εντολάς του Θεού και έχων την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού»28, εκείνος ο οποίος δια της τηρήσεως των θείων εντολών είναι μάρτυς του Χριστού εν τω κόσμω, φανερώνει δηλαδή και καθιστά ορατόν και γνωστόν τον Χριστόν εις τον κόσμον. Όλοι όμως «οι τηρούντες τας εντολάς του Θεού και έχοντες την μαρτυρίαν του Ιησού Χριστού» είναι «σπέρμα», ή μάλλον «οι λοιποί του σπέρματος της γυναικός»29, η οποία «ώφθη εν τω ουρανώ», «περιβεβλημένη τον ήλιον, και η σελήνη υποκάτω των ποδών αυτής, και επί της κεφαλής αυτής στέφανος αστέρων δώδεκα»30, και της οποίας το πρώτον τέκνον, «υιός άρρην, ος μέλλει ποιμαίνειν πάντα τα έθνη εν ράβδω σιδηρά»31, «ηρπάσθη προς τον Θεόν και τον θρόνον αυτού»32. Εναντίον του σπέρματος της γυναικός αυτής διεξάγει φοβερόν και αμείλικτον πόλεμον ο «δράκων ο μέγας, ο όφις ο αρχαίος, ο καλούμενος Διάβολος και Σατανάς, ο πλανών την οικουμένην όλην»33. Εν αντιθέσει όμως προς τους υιούς της Εύας, οι οποίοι παρεδόθησαν υπό της ιδίας αυτών μητρός εις την οργήν του «όφεως», οι υιοί της Μαρίας, καίτοι ζουν εις την «έρημον», εις τον υπό του θανάτου και του Διαβόλου κυριαρχούμενον τούτον κόσμον, δύνανται να διαφύγουν τον κίνδυνον και να σωθούν, επειδή έχουν μητέρα ικανήν να τους προστατεύση και να τους σώση από τον «θυμόν τον μέγαν» του Διαβόλου34. Η μήτηρ αυτών, η «γυνή», γεννώσα ένα έκαστον εξ αυτών εις «ζωήν αιώνιον», τον καθιστά άτρωτον και απρόσβλητον από τας επιθέσεις του Σατανά. Η πεποίθησις, λοιπόν, του χριστιανικού λαού, ότι η Παναγία, η Μήτηρ του Κυρίου, είναι και μήτηρ όλων των Χριστιανών, δεν αποτελεί καθόλου λαϊκήν πρόληψιν και δεισιδαιμονίαν. Είναι θεολογικωτάτη και στηρίζεται εις το κήρυγμα των Αποστόλων, την διδασκαλίαν των Πατέρων και την πείραν της προσευχομένης και λατρευούσης χριστιανικής κοινότητος. Όσα ωραιότατα λέγονται και ιστορούνται περί της Θεοτόκου εις την εκκλησιαστικήν υμνογραφίαν και αγιογραφίαν, δεν είναι «ποιητικαί εξάρσεις και υπερβολαί και δραματικαί απεικονίσεις», που λέγονται και άδονται εν τη καθόλου Λατρεία «μεταφορικώς και ποιητική αδεία», και τα οποία συνεπώς «δεν πρέπει να εκλαμβάνωνται κατά γράμμα, ως μη ανήκοντα εις την ουσίαν των ορθοδόξων δογμάτων». Αντιθέτως, είναι πλουσιώτατοι θησαυροί, οι οποίοι εκφράζουν την αρχαιοτάτην πίστιν της Εκκλησίας και περιέχουν την πνευματικήν πείραν αιώνων χριστιανικής ζωής, όπως άλλωστε δύναται να πιστοποιήση κάθε άνθρωπος ειλικρινώς αγωνιζόμενος να ζήση εν Χριστώ. Διότι – όπως επιτυχέστατα παρατηρεί ο σεβ. Έντουϋν Χόσκυνς, ο κορυφαίος των συγχρόνων ερμηνευτών της Γραφής, ερμηνεύων τους λόγους του Κυρίου εις τον Γάμον της Κανά: «Τι εμοί και σοι, γύναι; ούπω ήκει η ώρα μου» – «η Μαρία, επειδή είναι μήτηρ του Ιησού, πρόκειται να γίνει μήτηρ όλων όσων θα πιστεύσουν εις αυτόν.
Το επεισόδιον τούτο (η στιχομυθία μεταξύ Ιησού και της μητρός του) είναι μια προαγγελία της δευτέρας αυτής μητρότητος της Μαρίας, η ώρα της οποίας θα έλθηόταν ο πρωτότοκος αυτής θα προσφερθή θυσία επί του σταυρού. Η χρήσις της λέξεως «γύναι» είναι χαρακτηριστική, διότι η λέξις αυτή είναι στενώτατα συνυφασμένη με την ιδέαν της μητρότητος. Όταν, λοιπόν, οι Πατέρες κηρύττουν ότι η Μαρία είναι η νέα Εύα, αποδεικνύουν ότι έχουν αντιληφθή το νόημα ορθότερον και πληρέστερον από τους συγχρόνους ερμηνευτάς. Διότι, ενώ η Εύα υπήρξε μήτηρ ενός αμαρτωλού γένους το οποίον έπαυσε να έχη οιανδήποτε πραγματικήν σχέσιν με τον Θεόν, η Μαρία είναι η μήτηρ των πιστών, οι οποίοι, απολυτρωμένοι από την αμαρτίαν, γεννώνται άνωθεν και μένουν εν τω Θεώ»35.

1. Την ιδέαν αυτήν διακηρύττει με μεγαλυτέραν σαφήνειαν το κοντάκιον της εορτής, το οποίον λέγει ότι «τάφος και νέκρωσις ουκ εκράτησεν (την Θεοτόκον), ως γαρ Ζωής Μητέρα προς την Ζωήν μετέστησεν – μετέφερεν με όλην την ύπαρξίν της –ο μήτραν οικήσας αειπάρθενον».
2. Πράξ. 3, 15.
3. Ιωάν. 1, 3.
4. Ιουστίνου, Διάλ. 6. Ειρηναίου, Έλεγχος, Γ, ΧVIII, 7 XIX1XX1. Μ. Αθανασίου, Migne, P.G., 26, 584.
5. Λουκ. 1, 38.
6. Λειτουργία Μ. Βασιλείου.
7. Απόφασις Οικ. Συνόδου Χαλκηδόνος. Mansi, S.C.A.L. VII, 115 B.
8. Β΄ Ιωάν. 7.
9. Ιωάν. 1, 14.
10. Λέοντος Μεγάλου, Επιστολή προς Φλαβιανόν, Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως (13 Ιουνίου 449), P.LIV, 763.
11. Α΄Τιμ. 2, 5.
12. Β΄Πέτρ. 1, 4.
13. Εβρ. 3, 14.
14. Αυτόθι, 17.
15. Καρδιναλίου Suhard, Αρχιεπισκόπου Παρισίων, Ποιμαντορική Επιστολή, 1949.
16. Ιωάν. 1, 14.
17. Ματ. 28, 20.
18. Α΄Τιμ. 2, 4.
19. Γεν. 28, 12.
20. Αυτόθι, 17.
21. Βλ. το μοναδικόν πλέον βιβλίον του H. de Lubac, Corpus Mysticum, L’ Eucharistie et l’ Eglise au Moyen Age, Paris, Aubier, 1944.
22. De Anima 43.
23. Ιωάν. 19, 30.
24. Ιωάν. 10, 19-23.
25. Πράξ. 2, 1-4.
26. Ιωάν. 19, 25.
27. Πράξ. 1, 14.
28. Αποκ. 12, 17.
29. Αυτόθι, 17.
30. Αυτόθι, 1.
31. Αυτόθι, 5.
32. Αυτόθι, 5.
33. Αυτόθι, 9.
34. Αυτόθι, 10-17.
Το κείμενο αναδημοσιεύεται από το βιβλίο του Δ. ΚΟΥΤΡΟΥΜΠΗ, «Η Χάρις της Θεολογίας», Αθήνα: εκδόσεις Δόμος, 1995, με την άδεια του εκδότη Δημήτρη Μαυρόπουλου. Επιλέχτηκε γιατί ξεχώρισε. Τηρείται η ιστορική ορθογραφία. Από το περιοδικό ¨ΒΗΜΟΘΥΡΟ¨, Τεύχος 1ο (σελ. 54 – 71). Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.
Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: