Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής:
Ὅταν κοινωνοῦμε τό Σῶμα τοῦ Κυρίου, θηλάζουμε συνεχῶς τό γάλα τῆς Παναγίας, ὅποτε τί γίνεται σέ μας; Γινόμαστε γνήσια τέκνα τῆς Παναγίας καί ἀδελφοί του Χριστοῦ καί κατά Χάριν υἱοί καί τέκνα Θεοῦ.
Ὅταν κοινωνοῦμε τό Σῶμα τοῦ Κυρίου, θηλάζουμε συνεχῶς τό γάλα τῆς Παναγίας, ὅποτε τί γίνεται σέ μας; Γινόμαστε γνήσια τέκνα τῆς Παναγίας καί ἀδελφοί του Χριστοῦ καί κατά Χάριν υἱοί καί τέκνα Θεοῦ.
ΤΙ ΛΕΝΕ ΟΜΩΣ ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ; ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΟΝ ΗΜΕΡΑΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΛΥΣΜΕΝΟ
ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΕΙΤΑΙ ΕΙΣ ΚΡΙΜΑ Ή ΕΙΣ ΚΑΤΑΚΡΙΜΑ.
Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΜΙΑ ΠΑΛΑΙΑ ΣΥΝΟΔΙΚΗ ΔΙΑΘΗΚΗ ΟΠΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΤΟ ΑΛΑΘΗΤΟ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ ΥΠΕΡΒΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΤΗΝ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΗ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ, ΟΤΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ ΑΚΤΙΣΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ ΚΑΤ' ΑΝΑΛΟΓΙΑΝ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΤΥΠΟΝ ΜΕΛΧΙΣΕΔΕΚ.
(Ματθ. 19.16-26)
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον;»
Ἕναν ἄνθρωπο μᾶς παρουσιάζει τό σημερινό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ἕναν ἄνθρωπο, πού πλησιάζει τόν Χριστό καί τοῦ ἀπευθύνει μιά εὐλαβή κατά τά φαινόμενα ἐρώτηση: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθόν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωήν αἰώνιον;». Τί νά κάνω, δηλαδή, προκειμένου νά κερδίσω τήν οὐράνια ζωή;
Ὁ Χριστός ὅμως δέν φαίνεται νά ἐντυπωσιάζεται ἀπό αὐτήν τήν ἐξωτερική του εὐσέβεια, γιατί στήν ἐρώτησή του ἤδη ἔχει διακρίνει, ὅτι δέν τόν πλησιάζει ὡς Θεάνθρωπο ἀλλά ὡς ἕναν ἁπλό διδάσκαλο τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου.
Γι᾿ αὐτό καί ἀρχίζει τήν ἀπάντησή του μέ μιά ἐρώτηση: «γιατί μέ ὀνομάζεις ἀγαθό; κανένας ἄνθρωπος δέν εἶναι ἀγαθός παρά μόνον ὁ Θεός». Ἄν, δηλαδή, δέν μέ ἀναγνωρίζεις ὡς Θεό, μή μοῦ ἀποδίδεις ἕναν χαρακτηρισμό πού ἀνήκει στόν Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ μόνος καί πραγματικά ἀγαθός, ἀφοῦ σ᾿ αὐτόν συγκεντρώνονται σέ ἀπόλυτο βαθμό ὅλες οἱ ἀρετές.
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει σχολαστικό χαρακτήρα, θέλει νά δείξει στόν ἄνθρωπο ὅτι πρέπει νά εἶναι ταπεινός καί νά μήν ἀρέσκεται στούς ἐπαίνους καί τίς κολακεῖες τῶν ἄλλων. Αὐτή εἶναι ἡ πρώτη συμβουλή πού ἔμμεσα προσφέρει ὁ Χριστός στόν συνομιλητή του, προκειμένου νά ἐπιτύχει τόν σκοπό του, νά κερδίσει τήν οὐράνια ζωή.
Καί συνεχίζει ὁ Χριστός τήν ἀπάντησή του. Γνωρίζεις, τοῦ λέει, ὡς Ἰουδαῖος, τίς ἐντολές πού ἔδωσε ὁ Θεός στόν Μωυσῆ: νά μήν φονεύσεις, νά μήν μοιχεύσεις, νά μήν ψευδομαρτυρήσεις, νά τιμᾶς τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου. Ἁπλά καί καθημερινά πράγματα ζητᾶ ὁ Χριστός ἀπό τόν ἄνθρωπο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Δέν τοῦ ζητᾶ τίποτε δύσκολο καί ἐπίπονο. Μέ φιλάνθρωπο τρόπο ἐπιμένει πρῶτα στά εὐκολότερα, γιατί γνωρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσθενής καί δέν ἀντέχει μεγάλα βάρη. Ἐντολές εἶναι καί αὐτές τοῦ Θεοῦ καί θά ἐξασφάλιζαν στόν ἄνθρωπο τοῦ εὐαγγελίου τήν αἰώνια ζωή πού ποθοῦσε.
Ὁ συνομιλητής του ὅμως τόν βεβαιώνει πώς ὅλα αὐτά τά ἔχει τηρήσει ἀπό τή νεανική του ἡλικία καί γι᾿ αὐτό ἐπιθυμεῖ τώρα κάποια δυσκολότερα καθήκοντα καί κάποιες βαρύτερες ἐντολές νά τηρήσει.
Κι ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἄκουσε ὅτι τήρησε τόν μωσαϊκό νόμο καί ἐπιδιώκει κάτι τελειότερο, τοῦ ὑποδεικνύει τή μία ἐντολή πού τοῦ ἀπομένει νά ἐκπληρώσει: «ὕπαγε πώλησόν σου τά ὑπάρχοντα καί δός πτωχοῖς καί δεῦρο ἀκολούθει μοι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου