ΗΛΙΑΣ ΜΑΓΚΛΙΝΗΣ
Την 1η Νοεμβρίου του 1755, η Λισαβόνα γιόρταζε την ημέρα των Αγίων Πάντων. Η πόλη, παρότι οι συνθήκες ζωής ήταν άθλιες, εξέφραζε την ισχύ και την αίγλη της πορτογαλικής αυτοκρατορίας και ειδικά το λιμάνι της ήταν ένα από τα πλέον ανθηρά σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Κατά τις εννέα και μισή το πρωί, τρεις ισχυρότατες σεισμικές δονήσεις γκρέμισαν κτίρια, ενώ ξέσπασε τεράστια πυρκαγιά. Τα πλήθη αναζήτησαν καταφύγιο στο λιμάνι. Εκεί ωστόσο αντίκρισαν ένα αλλόκοτο θέαμα: η θάλασσα είχε τραβηχτεί αποκαλύπτοντας τον βυθό του λιμανιού. Ψάρια σπαρταρούσαν, πλοία «κάθισαν» πάνω στην καρίνα τους κι έγειραν στο πλάι. Σαράντα περίπου λεπτά μετά τον τελευταίο σεισμό, ένα υπόκωφο βουητό έκανε όλα τα βλέμματα να στραφούν προς τα ανοιχτά. Η γραμμή του ορίζοντα στον ωκεανό είχε μεταβληθεί σε μια βαθιά μπλε, σχεδόν μαύρη, κινούμενη μάζα. Τσουνάμι, τρία τον αριθμό, το ένα μετά το άλλο, έπνιξαν χιλιάδες...
Σύμφωνα με τον Νίκολας Σρέιντι, συγγραφέα του εξαιρετικού «Ο μεγάλος σεισμός. Καταστροφή, δέος και ορθολογισμός στη Λισαβόνα το 1755» (μτφρ. Ξενοφών Γιαταγάνας, εκδ. Κριτική), η Λισαβόνα είχε ουσιαστικά σβήσει από τον χάρτη, με τα τρία τέταρτα της πόλης να έχουν ισοπεδωθεί. Η τεράστια φωτιά διήρκεσε σχεδόν μία ολόκληρη εβδομάδα, επικράτησε πανικός, λεηλασίες, θρησκευτική υστερία. Δημιουργήθηκαν δεκάδες προσφυγικά στρατόπεδα στα προάστια της πόλης, στα οποία επικράτησε η βαρβαρότητα, μέσα δε στην πόλη το πλιάτσικο και οι φόνοι έδωσαν τον τόνο της καθημερινότητας.
Το εξαιρετικό βιβλίο του Νίκολας Σρέιντι από τις εκδόσεις Κριτική.
Η εκπληκτική μελέτη του Σρέιντι κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2010, δύο χρόνια μετά την πρωτότυπη έκδοση στην αγγλόφωνη αγορά. Γιατί τη θυμήθηκα τώρα; Διότι με αφορμή τις φονικές φωτιές της Αττικής, στο εξαιρετικό του άρθρο «Ο Βολταίρος, ο Ρουσό και η πυρκαγιά στο Μάτι», στην «Κ» της περασμένης Κυριακής (29.7), ο Κώστας Συνολάκης, ακαδημαϊκός και καθηγητής Φυσικών Καταστροφών στο Πολυτεχνείο Κρήτης, έχει ως σημείο εκκίνησής του τον σεισμό της Λισαβόνας.
Ο σεισμός εκείνος κατέστρεψε μεν μια παγκόσμια αυτοκρατορία, αποτέλεσε ωστόσο την αφετηρία για την αναγέννηση της χώρας, καθώς και σειράς φιλοσοφικών και πολιτικών προβληματισμών στην Ευρώπη. Οπως γράφει ο κ. Συνολάκης, στη Λισαβόνα του 1755 αρχικά «αναζητήθηκαν εξιλαστήρια θύματα και πολλοί υποχρεώθηκαν σε “πράξεις πίστης” (auto-da-fe), δηλαδή τους έβαζαν φωτιά ζωντανούς, και, αν ήταν αθώοι, τότε ο Θεός θα τους έσωζε. Οι μετασεισμικές δονήσεις, όμως, συνεχίστηκαν, και έτσι δεκάδες “ένοχοι” σώθηκαν». Πράγματι, στο βιβλίο του Σρέιντι περιλαμβάνονται λεπτομερείς περιγραφές αλλά και χαλκογραφίες με απεικονίσεις τέτοιων εκτελέσεων.
Κι όμως, η φυσική εκείνη καταστροφή εκσυγχρόνισε την Πορτογαλία και την έφερε πιο κοντά στο πνεύμα του Διαφωτισμού. Κομβικό ρόλο στην ανοικοδόμηση και στην ορθή διαχείριση της κρίσης έπαιξε ο Σεμπαστιάο Χοσέ ντε Καρβάχιο, γνωστότερος ως μαρκήσιος ντε Πομπάλ, ο οποίος επέδειξε οργανωτικό πνεύμα, σιδηρά θέληση και αποφασιστικότητα και κυβέρνησε την Πορτογαλία επί τριάντα σχεδόν χρόνια. Στο άρθρο του, ο καθηγητής Κ. Συνολάκης αναφέρει το έργο «Καντίντ ή η αισιοδοξία» του Βολταίρου (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, μτφρ. Παντελή Κοντογιάννη, 2005), όπου γίνεται ιδιαίτερη μνεία στον σεισμό της Λισαβόνας.
Ο σεισμός της Λισαβόνας την 1η Νοεμβρίου του 1755. Η ισοπέδωση των τριών τετάρτων της πόλης συνοδεύθηκε από τεράστια πυρκαγιά που διήρκεσε σχεδόν μία εβδομάδα, αλλά και από τρία καταστροφικά τσουνάμι.
Το βιβλίο είχε εκδοθεί το 1759 αλλά είχε προηγηθεί, το 1756, πάλι από τον Βολταίρο, το μακροσκελές «Ποίημα για την Καταστροφή της Λισαβόνας» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση του Μίλτου Φραγκόπουλου, 2018). Ο Βολταίρος πληροφορήθηκε τα συμβάντα της Λισαβόνας τρεις εβδομάδες μετά τον σεισμό και συγκλονίστηκε. «Ποιος ο ρόλος της πίστης στον Θεό όταν επιτρέπει να συμβαίνουν τέτοιες τερατωδίες;» έγραφε ο Βολταίρος.
«Αραγε, ο κόσμος έχει τίποτα να διδαχτεί από την κληρονομιά που μας αφήνει η εμπειρία της Λισαβόνας;» αναρωτιέται ο Σρέιντι, τονίζοντας πως το 1755 «χρειάστηκαν εβδομάδες ώσπου να διαδοθούν με τις άμαξες τα νέα του σεισμού στην Ευρώπη», σε αντίθεση με τη σημερινή εποχή κατά την οποία η είδηση μεταδίδεται σχεδόν ταυτόχρονα με το γεγονός – κι ωστόσο, όπως είδαμε στη χώρα μας στις 23 Ιουλίου, αυτό δεν έσωσε ανθρώπινες ζωές. Μάλιστα, ιερωμένοι ακούστηκαν να δηλώνουν ότι οι φωτιές στην Αττική ήταν προϊόν «θείας δίκης», επειδή ο σημερινός Ελληνας πρωθυπουργός δηλώνει... άθεος.
Οι μεμονωμένες αυτές απόψεις (η Ιερά Σύνοδος, έστω και με καθυστέρηση, διαχώρισε τη θέση της) προφανώς και δεν εκφράζουν το σύνολο του κόσμου, ωστόσο βρίσκουν θιασώτες και είναι αποκαρδιωτικό να αισθάνεται κάποιος ότι η Ελλάδα του 2018 δεν απέχει και πάρα πολύ από την Πορτογαλία του 1755, στην οποία όμως, η μαζική εκείνη καταστροφή (όχι μιας μικρής περιοχής αλλά σχεδόν ολόκληρης της πρωτεύουσας) αποτέλεσε το ορόσημο για τη διάδοση του ορθολογισμού και του Διαφωτισμού.
Βολταίρος και Ρουσό
Το ποίημα του Βολταίρου εντάσσεται στη γενικευμένη φιλοσοφική συζήτηση που προκάλεσε ο σεισμός της Λισαβόνας. Οταν μάλιστα απέστειλε ένα αντίτυπο στον Ρουσό, ο τελευταίος του απάντησε μάλλον δεικτικά (στο άρθρο του ο κ. Συνολάκης αναφέρεται και στην αλληλογραφία αυτή).
Στο συνοπτικό αλλά κατατοπιστικό σημείωμα για το «Ποίημα» του Βολταίρου, στην ελληνική έκδοση, ο Μισέλ Ντελόν, ομότιμος καθηγητής της γαλλικής λογοτεχνίας του 18ου αιώνα στη Σορβόννη, γράφει ότι ο Βολταίρος, «μπροστά στα πάθη των θυμάτων απορρίπτει όποιο ερμηνευτικό σχήμα θα υποβάθμιζε την οδύνη τους». Στο στόχαστρο του Γάλλου συγγραφέα μπαίνει η πορτογαλική Εκκλησία αλλά και η αισιόδοξη οπτική των Λάιμπνιτς και Αλεξάντερ Πόουπ.
Οταν στέλνει ένα αντίτυπο στον Ρουσό, ο τελευταίος αντιδρά άσχημα και απαντά ότι το κακό συνέβη επειδή ο άνθρωπος γύρισε την πλάτη του στη φύση. «Πολλά θύματα θα είχαν σωθεί αν δεν ήσαν δέσμια του τρόπου ζωής τους και δεν ολιγωρούσαν φοβούμενα ότι θα έχαναν τις περιουσίες τους», γράφει ο Ρουσό. Ο Βολταίρος θα απαντήσει με τον «Καντίντ», όπου, σύμφωνα με τον Ντελόν, εκφράζεται η θέση ότι «δεν απομένει πια στους ανθρώπους παρά να κάνουν τη δουλειά τους και να χαίρονται το παρόν, παραμερίζοντας όλα τα δόγματα». Δυστυχώς, στην Ελλάδα του 2018, δεν κάνουμε τη δουλειά μας.
«Το μεγατσουνάμι άλλαξε την ευρωπαϊκή σκέψη», σημειώνει ο κ. Συνολάκης. «Ελπίζω», γράφει, «η εκατόμβη στο Μάτι να μας κάνει να γυρίσουμε σελίδα στην προετοιμασία και αντιμετώπιση κρίσεων, όπως πολλοί άλλοι Ευρωπαίοι έκαναν το 1755».
Πηγή: Καθημερινή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου