Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ ΜΕΣΑ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΟΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΝΤ

 Στις Πηγές της Νεωτερικής θεολογίας (ΧVΙ)

Η δύναμις του διαφωτισμού αποκαλύπτεται πλήρως στον στοχασμό του Kant. Ο φιλόσοφος τού Könisberg είχε συναίσθηση τού γεγονότος πως χρησιμοποιούσε αποκλειστικά τις αρχές τού διαφωτισμού στο πεδίο της θρησκείας. Υπάρχει επίσης ξεκάθαρη και η κληρονομιά τού Λούθηρου και η αδιαφορία του για το "εις εαυτόν" του θεού. «Σε μας δηλώνει, δεν ενδιαφέρει καθόλου να μάθουμε τι είναι ο θεός ο ίδιος (στην Φύση Του), αλλά τι είναι για μας, που είμαστε ηθικά όντα». Η θρησκεία για τον Kant δεν πρέπει να αποθησαυρίζεται σε δόγματα και κανόνες αλλά στην διάθεση τής καρδιάς να σέβεται όλες τις ανθρώπινες υποχρεώσεις σαν θείες εντολές. Η θρησκεία υπάρχει μόνον εφόσον είναι «ηθική θρησκεία». Ο φιλόσοφος τής κριτικής τής καθαρής νοήσεως, πιστός στις οικογενειακές θρησκευτικές του ρίζες, θέλει έναν θεό προϋπόθεση τής «πρακτικής νοήσεως» και μόνον. Για να συμβαδίσει δε η πίστη με την ανάγκη αυτής τής πρακτικής νοήσεως πρέπει να συμμαζευτεί σε μία minimum πίστη, καθολικά αποδεκτής σαν πίστη σ’ έναν θεό Summum ens, Summa Intelligentia, Summum Bonum! Μια λογική έννοια τού θεού, κατά την κρίση του Kant, προϋποθέτει ένα υπέρτατο μοναδικό ον (Summum ens), υπέρτατα έξυπνο (Summa Intelligentia), πηγή όλων όσων μπορούν απροϋπόθετα να αποτελέσουν ένα σκοπό ή νόημα (Summum Bonum). Ένα ιδανικό της πρακτικής νοήσεως και όλων όσων χρειάζεται η πρακτική αυτή νόηση για την επιτυχία της, αρχέτυπο και αρχιτέκτων του κόσμου. Σ’ αυτή την ελάχιστη πίστη στηρίζεται η «καθαρή ηθική θρησκεία» του Kant.

Την 1η Οκτωβρίου 1794 ο Kant κατηγορήθηκε από τις Αρχές πως εκμεταλλεύθηκε τις φιλοσοφικές του αρχές για να απορρίψει μετά βδελυγμίας μερικά βασικά δόγματα της Αγίας Γραφής και του Χριστιανισμού. Οι κατηγορίες αφορούσαν ειδικά το βιβλίο του: «Η θρησκεία εντός των ορίων της νοήσεως και μόνον» του 1793. Ο Kant υπεραμύνθηκε της κατηγορίας εξηγώντας πως το βιβλίο του δεν περιείχε ούτε την αποδοχή ούτε βεβαίως και την απόρριψη τού Χριστιανικού δόγματος. Το βιβλίο του δεχόταν μόνον την «Φυσική θρησκεία» και αυτή εκθείαζε. Μάλιστα δε τόνισε την χρησιμότητα τής αποκαλύψεως, διότι αυτή συμπλήρωνε την θεωρητική ανεπάρκεια τής καθαρής λογικής πίστεως, ανεπάρκεια η οποία φανερωνόταν στα θέματα του κακού, στις αμφιβολίες τού κάθε ανθρώπου αν βρίσκεται στην θέση τού αγαθού κ.τ.λ.
Σαν φιλόσοφος ο Kant παραμένοντας μέσα στα όρια της καθαρής νοήσεως και στοχαζόμενος την θρησκεία σαν ηθική θρησκεία θα ‘πρεπε να ασχοληθεί με την φυσική πίστη σε ένα Summum ens, σε μία Summa Intelligentia, σε ένα Summum Bonum. Παρόλα αυτά δεν ικανοποιείται ούτε ο ίδιος να μείνει μέσα στα όρια που έθεσε και προσπαθεί με όλες του τις δυνάμεις να στριμώξει ολόκληρο το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης στο θρησκευτικό του σύστημα, το οποίο κατασκεύασε με την νόηση και μόνον.
Και νά λοιπόν που ο Kant, στο τέλος κάθε κεφαλαίου τού βιβλίου του γύρω από την θρησκεία συμπληρώνει μερικές “γενικές σημειώσεις” που θα μπορούσαν να έχουν τους εξής τίτλους: 1) τα αποτελέσματα της Χάρης 2) περί θαυμάτων 3) για τα Μυστήρια 4) τα μέσα της Χάριτος. Η τρίτη του σημείωση λοιπόν αποτελεί ένα αληθινό δοκίμιο περί Αγίας Τριάδος, παρότι ασχολείται με τα ουσιώδη. Ο ίδιος ο Kant ονομάζει αυτές τις σημειώσεις πάρεργα της θρησκείας μέσα στα όρια της καθαρής νοήσεως, καθότι δεν αφορούν την ίδια αλλά συνορεύουν μαζί της. Βεβαίως δηλώνει καθησυχαστικά πως δεν επιθυμεί να κατακτήσει το έδαφος της πίστεως και μάλιστα σέβεται την αυτονομία της. Δεν επιθυμεί να εξάγει δι’ απαγωγής την θρησκεία από μόνη την νόηση, θέλει απλώς να την ελέγξει στο εσωτερικό τής νοήσεως, αλλά δυστυχώς καταργεί κάθε όριο που είχε θέσει ο ίδιος. Έτσι κρίνει την τριάδα στο φως της «αναστοχαστικής πίστεως» για την οποία είχε ήδη μιλήσει στην κριτική της κρίσεως.
Για τον Kant δεν είναι η θρησκεία που οδηγεί στην ηθική, αλλά η ηθική στην θρησκεία. Η ηθική μάς οδηγεί στην «Ιδέα ενός παντοδύναμου ηθικού Νομοθέτη, πάνω από την ανθρωπότητα, στην θέληση του οποίου ενυπάρχει ο τελευταίος σκοπός (της δημιουργίας του κόσμου) ο οποίος μπορεί και πρέπει να είναι ο τελευταίος σκοπός του ανθρώπου. Ο θεός, όπως απαιτεί η καθαρή νόηση, πρέπει να είναι αναγκαίως άγιος, αγαθός, δίκαιος. Αυτή είναι και η τριάδα για την οποία μιλά το εκκλησιαστικό δόγμα σαν τρία θεία πρόσωπα. Αυτά τα ιδιώματα δεν εκφράζουν τίποτε άλλο παρά την ηθική διάθεση του θεού προς την ανθρωπότητα. Αυτή η τριπλή ποιότητα του θεού συναντάται εξάλλου σε πάμπολλες θρησκείες όπως αυτή του Ζωροάστρου, των Αιγυπτίων, των Γότθων. Ακόμη και οι Εβραίοι δεν διαφώνησαν στο γεγονός πως ο θεός έχει ένα υιό, αλλά στο ότι αυτός ο υιός ήταν ο Ιησούς Χριστός».
Ο Χριστός για τον Kant δεν είναι τίποτε παραπάνω από έναν «θεϊκό άνθρωπο», το υπέρτατο ιδεώδες της αρετής, «προσωποποιημένη ιδέα της Αγαθής αρχής»Μπορούμε να κάνουμε και χωρίς το ιστορικό του γεγονός. «Τα πρόσωπο του Χριστού διαλύεται στην ιδέα: ο Χριστός της Βίβλου εκκοσμικεύεται σαν ιδέα της ανθρωπότητος».
Υπάρχει μόνον ένα πρόσωπο θεού, Persona Dei. Έτσι ο Kant ερμηνεύει το τριαδικό δόγμα με τους όρους μιας τριπλής ηθικής ποιότητος τού μοναδικού υπέρτατου Είναι, που η πρακτική νόηση τού επιτρέπει να δεχθεί. Ταυτόχρονα όμως ισχυρίζεται πως μπορούμε να λατρέψουμε τον πατέρα σαν εκείνο το ον που αγαπά τους ανθρώπους οι οποίοι τηρούν τον Νόμο του, πως μπορούμε να λατρέψουμε τον υιό σαν μοντέλο της ανθρωπότητος και πως μπορούμε να λατρέψουμε και το Άγιο πνεύμα διότι καθώς μας διδάσκει, ταυτοχρόνως μας ζωοποιεί με Αρχές για τις πράξεις μας!
Σύμφωνα με τον Kant, ο θεός σαν Άγιο πνεύμα είναι αυτός που κατορθώνει να χωρέσει όλη την αποκάλυψη σε εκείνη την καθαρή ηθική πίστη, την οποία ο ίδιος επεξεργάστηκε σαν φιλόσοφος και σε εκείνη την αυθεντική θρησκεία, την οποία πρέπει να αφαιρέσουμε από την Εκκλησιαστική πίστη, ακριβώς όπως κάνει και ο ίδιος. Ο Kant δηλαδή ομολογεί πως είναι αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος του Αγίου πνεύματος. Όχι το νεκρό γράμμα τού εκκλησιαστικού δόγματος, αλλά το ζωοποιό πνεύμα που φτερουγίζει μέσα στα όρια τής νοήσεως. «Αυτή είναι στ’ αλήθεια μια πραγματική θρησκεία», αναφωνεί υπερήφανα, ο ταπεινός Kant.
Η Persona Dei, το πρόσωπο θεού, δεν ανήκει στην τάξη των όντων, αλλά στην ηθική πράξη. Δεν είναι παρά η προσωποποίηση της ιδέας του θεού. «Η έννοια του θεού είναι εκείνη μιας Persona, ενός όντος το οποίο έχει δικαιώματα και προς το οποίο κανείς άλλος δεν διαθέτει δικαιώματα». Διότι η «προσωπικότης είναι η ιδιότης ενός όντος που έχει δικαιώματα, δηλαδή ηθική ποιότητα». Ο Kant διαθέτει μόνον στην κατηγορία της ελπίδος αυτό που αρνείται στην ύπαρξη του θεού.

Ο Δυτικός άνθρωπος καταλήγει μέτρο της θρησκείας και θέλει πλέον να δώσει στον θεό μόνον αυτό που η Νόηση κρίνει απαραίτητο.

Ο Kant φοβήθηκε μέχρι αγωνίας ότι θα μπορούσε να αναγνωρισθεί στον θεό η δυνατότης να είναι και να πράττει ελεύθερα και αυτόνομα, διότι ήθελε με αληθινό πάθος να τα δωρίσει στον άνθρωπο.

«Μια θρησκεία που κηρύττει απερίσκεπτα τον πόλεμο στην νοημοσύνη δεν θα αντέξει για πολύ», έγραφε ο Kant.

Αλλά και μια νοημοσύνη που κηρύττει απερίσκεπτα τον πόλεμο στην θρησκεία, μπορεί να επιβιώσει για πολύ και η ίδια; Ο Μηδενισμός της σύγχρονης σκέψης μάς δίνει την θλιβερή επιβεβαίωση της αποτυχίας τών συλλογισμών του κυρίου Kant.

Αμέθυστος

TΟ ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΟ COGITO  ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ, ΤΟΝ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΣ ΧΩΡΙΣ ΑΠΑΝΤΗΣΗ, Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ. ΚΑΙ Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΓΕΝΝΗΣΕ ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΕ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΛΟΓΙΚΌ ΝΑ ΣΥΜΒΑΊΝΕΙ ΑΥΤΌ ΚΑΙ ΝΑ ΟΔΗΓΕΊ ΣΤΗΝ ΑΘΕΙΑ ΑΠ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΉ ΠΟΥ ΛΥΠΕΊ ΤΟ ΟΡΘΌΔΟΞΟ ΚΡΙΤΉΡΙΟ ΑΝ ΟΚΑΝΤ ΓΝΩΡΙΖΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΊΑ ΘΑ ΉΤΑΝ ΑΛΛΙΩΣ.

Ανώνυμος είπε...

Δύο είναι τα κατεξοχήν κοινά χαρακτηριστικά των απόψεων των νεώτερων φιλοσόφων για τον Χριστιανισμό: αφενός, η υποβάθμιση της χριστιανικής πίστης σε ηθικολογία, προσδεδεμένη μάλιστα στις "αξίες" του νεωτερικού ανθρωποκεντρικού πολιτισμού, αφετέρου η άρνηση της θεότητος του Χριστού, ο οποίος θεωρήθηκε ως ένας χαρισματικός φιλόσοφος ή δάσκαλος. Αν και εκ πρώτης όψεως αυτά τα δύο φαίνονται άσχετα μεταξύ τους, στην πραγματικότητα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Ας θυμηθούμε ότι όλες οι αρχαίες αιρέσεις που απέρριπταν την θεότητα του Χριστού (αρειανισμός, υιοθετισμός κ.λπ.) απέρριπταν την θέωση και προέβαλλαν μία μοραλιστική σωτηριολογία.