ΛΟΓΟΣ ΚΑΤΗΧΗΤΙΚΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ
1. Αλλά επειδή και ο ευσεβής λόγος αναγνωρίζει διάκριση τριών
υποστάσεων στην ενότητα της φύσεως, για να μη καταντήσει η κατά των Ελλήνων (ειδωλολατρών)
μάχης μας σε συνηγορία προς του Ιουδαϊσμό, είναι πρέπον να γίνει πάλι κάποια
λογική διάκρισις, ώστε η πλάνη να διαλυθεί και ως προς το σημείο τούτο.
2. Και πράγματι ούτε οι εκτός του χριστιανικού δόγματος δεν
δέχονται άλογον το θείον· αυτό δε το πράγμα ομολογούμενο από εκείνους θα στηρίξει
ικανώς τον ημέτερο λόγο. Διότι εκείνος ο οποίος ομολογεί ότι ο Θεός δεν είναι άλογος,
πάντως θα συμφωνήσει ότι ο μη άλογος έχει λόγον. Αλλά βεβαίως ομωνύμως λέγεται
και ο ανθρώπινος λόγος. Λοιπόν εάν λέγει ότι υπονοούμε κατά την ομοιότητα των σε
εμάς ισχυόντων και τον λόγον του Θεού, τότε θα μεταφερθεί προς την υψηλοτέρα αντίληψη.
Είναι ανάγκη να πιστεύει ότι ο λόγος είναι κατάλληλος προς την φύσιν, όπως και πάντα
τα άλλα. Πράγματι φαίνεται υπάρχουσα στην ανθρωπίνη φύσιν κάποια δύναμις και ζωή
και σοφία, αλλ’ εκ της ομωνυμίας δεν είναι δυνατόν να υπονοήσει κάποιος ότι και
επί του Θεού η ζωή και η δύναμις ή και η σοφία είναι τοιαύτη· αλλά οι εμφάσεις
(έννοιες) των ονομάτων τούτων συνταπεινούνται προς το μέτρον της δικής μας
φύσεως. Επειδή δηλαδή είναι φθαρτή και ασθενής η φύσις ἡμῶν, δια τούτο η ζωή είναι
βραχεία, η δύναμις ανυπόστατος, ο λόγος ασταθής (απαγής). Επί δε της υπερκειμένης
θείας φύσεως πάσα αποδιδομένη σε αυτήν ιδιότης συνυψώνεται με το μεγαλείον του
θεωρουμένου.
3. Επομένως και αν λέγεται Λόγος Θεού δεν πρέπει να νομισθεί
ότι έχει και την υπόστασιν στην ορμήν του φθεγγομένου, μεταβαίνοντας στην ανυπαρξία
όπως ο δικός μας λόγος. Αλλά όπως η δική μας φύσις, που είναι πρόσκαιρος, έχει
και τον λόγον πρόσκαιρον, έτσι η άφθαρτος και αιωνία φύσις, έχει αΐδιον και αιώνιον
τον λόγον· Εάν λοιπόν κατά λογική συνέπεια ομολογηθεί τούτο, το ότι υφίσταται αιδίως
ο Λόγος του Θεού, είναι απόλυτος ανάγκη να δεχθούμε την υπόστασιν εις την ζωήν
του Λόγου. Διότι δεν είναι ορθόν να νομίζουμε ότι ο Λόγος υφίσταται αψύχως, όπως
οι λίθοι. Αλλ’ εάν υφίσταται, ων πράγμα νοερόν και ασώματον, πάντως ζει. Εάν δε
έχει χωρισθεί της ζωής, πάντως δεν υπάρχει ούτε εις υπόστασιν. Αλλά βεβαίως απεδείχθει
ότι είναι ασεβὲς το να λέγουμε ότι ο Λόγος του Θεού είναι ανυπόστατος. Επομένως
συναπεδείχθη κατά λογική ακολουθία ότι ο Λόγος αυτός υπάρχει ἐν τῇ ζωῇ.
4. Εφ’ όσον δε πιστεύεται ότι η φύσις του Λόγου, όπως είναι
εύλογο, είναι απλή και δεν δεικνύει ἐν ἑαυτῇ καμμία διπλότητα και σύνθεσιν, δεν
πρέπει πλέον κανείς να θεωρεί τον Λόγον υπάρχοντα κατά μετουσίαν (δια μεθέξεως)
ζωής (διότι η τοιαύτη αντίληψη δεν θα ήταν εκτός συνθέσεως, δηλαδή το να λέγουμε
ότι το εν είναι εντός του άλλου, το έτερον εν ετέρω), αλλ’ είναι ανάγκη, αφού έγινε
δεκτή η απλότης, να νομίζουμε ότι ο Λόγος είναι αυτοζωή, όχι μετουσία ζωής. Αν
λοιπόν ζῇ ο Λόγος, ο οποίος είναι ζωή, πάντως έχει και προαιρετικήν δύναμιν·
διότι κανένα από τα ζώντα δεν είναι απροαίρετον. Είναι δε ευσεβές να θεωρούμε
κατ’ ακολουθία και δυνατήν την προαίρεσιν ταύτην. Καθ’ όσον, εάν δεν δεχθεί
κανείς το δυνατόν, πάντως θα κατοχυρώσει το αδύνατον. Αλλά βεβαίως το αδύνατον
είναι μακράν της περί Θεού ιδέας· διότι κανένα από τα προσόντα της θείας φύσεως
έχει τοιαύτην έλλειψιν. Είναι δε αναγκαίο να ομολογούμε ότι η δύναμις του Λόγου
είναι τόση, όση είναι και η πρόθεσις, δια να μη παρατηρείται μίξη των αντιθέτων
και συνδρομή γύρω από το ἁπλοῦν αυτού, με την εις την αυτήν πρόθεσιν ύπαρξη αδυναμίας
και δυνάμεως, εάν αυτός άλλο μεν ηδύνατο να πράξει, άλλο δε δεν ηδύνατο. Αν και
δύναται δε τα πάντα η προαίρεσις του Λόγου, δεν έχει ροπήν προς κανένα κακόν
(διότι η ορμή προς την κακία είναι ξένη δια την θείαν φύσιν), αλλά παν ό,τι είναι
αγαθόν τούτο και θέλει. Θέλουσα δε, και δύναται, δυναμένη δε, δεν μένει ανενέργητος,
αλλά φέρει εις ενέργειαν πάσαν προαίρεσιν αγαθού. Αγαθόν είναι ο κόσμος και όλα
τα ἐν αὐτῷ σοφώς και τεχνικώς τοποθετημένα. Άρα τα πάντα είναι έργα του Λόγου,
του ζώντος και υπάρχοντος, διότι είναι Λόγος Θεού, έχοντος δε προαίρεσιν, διότι
ζει, δυναμένου δε πάν ό,τι προαιρείται, προαιρουμένου δε πάντως το αγαθόν και
σοφόν και ό,τι άλλο έχει μεγαλύτερη σημασία.
5. Επειδή λοιπόν ο κόσμος ομολογείται ότι είναι κάτι αγαθόν,
απεδείχθη δε δια των λεχθέντων ότι ο κόσμος είναι έργον του Λόγου, του και
θέλοντος και δυναμένου το αγαθόν, ο δε Λόγος αυτός είναι διάφορος (έτερος) από εκείνον
του οποίου Λόγος είναι (διότι και τούτο είναι τρόπον τινά από τα προς τι
λεγόμενα, καθ’ όσον πρέπει οπωσδήποτε με τον Λόγον να συνυπακούεται και ο Πατήρ
του Λόγου, αφού δεν δύναται να υπάρχει Λόγος αν δεν είναι τινος Λόγος)· εάν
λοιπόν η διάνοια των ακουόντων βάσει της σημασίας των όρων διακρίνει τον Λόγον και
τον εξ ου προέρχεται αυτός, τότε δεν κινδυνεύει η διδασκαλία λόγω της κατά των ελληνικών
αντιλήψεων επιχειρηματολογίας να συνδεθεί με τους αποδεχομένους τις δοξασίες των
᾽Ιουδαίων, αλλ’ εξ ίσου αποφεύγει την ατοπία και των δύο, δια της αποδοχής του
Λόγου ως ζώντος και ενεργού και ποιητικού, πράγμα το οποίον ο Ιουδαίος δεν
δέχεται, και δια της διατηρήσεως ακεραίων κατά την φύσιν αυτού του Λόγου και εκείνου
εκ του οποίου προέρχεται αυτός. Ακριβώς όπως στη δική μας περίπτωση λέγουμε ότι
ο λόγος είναι εκ του νου, αλλ’ όχι ότι είναι εντελώς ο αυτός με τον νουν ή καθ’ ολοκληρίαν έτερος (καθ’ όσον δια το ότι
μεν είναι εξ εκείνου, είναι κάτι άλλο και όχι εκείνο· δια το ότι δε γεννά αυτόν
ο νους δεν είναι δυνατόν να θεωρείται κάτι έτερον από εκείνον, αλλά να θεωρείται
ότι κατά την φύσιν είναι εν με εκείνον, κατά το υποκείμενον δε έτερον)· έτσι και
ο Λόγος του Θεού με το ότι υπάρχει καθ’ εαυτόν διακρίνεται από εκείνον παρά του
οποίου έχει την υπόστασιν· με το ότι δε δεικνύει εις εαυτόν, αυτά τα οποία
παρατηρούνται περί τον Θεόν, είναι ο αυτός με εκείνον ο οποίος έχει τα ίδια γνωρίσματα.
Διότι ο,τιδήποτε θεωρείται ως σημείον (προσόν) του Πατρός, η αγαθότης, η
δύναμις, η σοφία, η αϊδιότης, το ανεπίδεκτον κακίας και θανάτου και φθοράς, η
παντελειότης και ο,τιδήποτε άλλο, θα εύρεις ότι χαρακτηρίζουν και τον εξ εκείνου
υφεστώτα Λόγον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου