Συνέχεια από: Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021
Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΑΙ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ
ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ;
Τού ENRICO BERTI.
Αυτό λοιπόν είναι το πρόβλημα που
τίθεται στο βιβλίο Βήτα, (πώς μπορεί μία επιστήμη, η ίδια επιστήμη, να
ασχοληθεί με τέσσερα γένη αιτιών τόσο διαφορετικών όπως είναι το ουσιαστικό
αίτιο, το ποιητικό-όθεν η κίνησις, το τελικόν και το υλικόν) και το βιβλίο
Γάμα, κατ’εμέ προσπαθεί ήδη να δώσει μία λύση σ’αυτό το πρόβλημα. Επομένως η
αναφορά του Είναι σαν Είναι υπηρετεί την λύση τής πρώτης απορίας τού βιβλίου
Βήτα, να δείξει δηλαδή ότι παρά την διαφορά γένους ανάμεσα στις αιτίες, επειδή
αυτές είναι όλες αιτίες τού Είναι σαν Είναι, καθαυτού, μπορούν να σχηματίσουν
το αντικείμενο μίας ίδιας επιστήμης. Η αναφορά στο Είναι σαν Είναι (στο όν σαν
όν) δικαιολογείται μοναδικώς από την ανάγκη να αναδειχθεί ένα αντικείμενο στο
οποίο μπορούν να αναφερθούν και οι τέσσερις τύποι αιτίας.
Στην συνέχεια τού έργου βεβαίως ο Αριστοτέλης
δεν πολυασχολείται με το θέμα τού καθαυτό Είναι: το επαναλαμβάνει στην αρχή
τού βιβλίου Έψιλον, αλλά ξεκινώντας από το βιβλίο Ζήτα, δηλαδή στο ποιό δημιουργικό μέρος τής Μεταφυσικής, το θέμα τού Είναι σαν Είναι δεν
επανεμφανίζεται πλέον. Αντικαθίσταται από ένα άλλο πρόβλημα, που θα
περιγράψουμε τώρα, διαβάζοντας τήν αρχή τού βιβλίου Ζήτα! Ο Αριστοτέλης αρχίζει
λέγοντας: “Το Είναι λέγεται με πολλές σημασίες (εν τοίς περί τού ποσαχώς- 1028
α 10-11) “Αυτή μοιάζει να είναι μία αναφορά από το βιβλίο Δέλτα, το οποίο στους
αρχαίους καταλόγους σημειώνεται σαν “πραγματεία πάνω σε όσες σημασίες (περί του
ποσαχώς), ενώ συνήθως το βιβλίο Δέλτα υπολογίζεται σαν ένα βιβλίο ξένο προς
την Μεταφυσική. Και όμως εδώ υπάρχει ακριβώς μία αναφορά στο Δέλτα, διότι το
βιβλίο αυτό αφιερώνει το κεφάλαιο 7, στον καθορισμό πόσων σημασιών λέγεται το
Είναι. Είναι ένα κεφάλαιο στά τριάντα, αλλά η έκφραση εν τοίς περί τού ποσαχώς
δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σ’αυτό.
Έτσι λοιπόν στην αρχή τού Ζήτα ο
Αριστοτέλης επαναλαμβάνει εκείνο που είχε πει στο Γάμα και στο Δέλτα περί τών
πολλών σημασιών τού Είναι και θυμίζει ότι η πρώτη ανάμεσά τους είναι η ουσία.
Στην συνέχεια τού κεφαλαίου 1 εξηγεί με πόσες σημασίες η ουσία είναι η πρώτη
ανάμεσα στις σημασίες τού Είναι: είναι δηλαδή από την οπτική γωνία τού χρόνου,
τής γνώσεως και τού Είναι. Αποδεχόμαστε σαν επαρκή αυτή την απόδειξη. Το
αποτέλεσμα που επιτυγχάνει ο Αριστοτέλης είναι ότι λέγοντας το Είναι με πολλές
σημασίες και για διαφορετικούς λόγους, είναι στα σίγουρα η ουσία. Αφού απέκτησε
αυτό το αποτέλεσμα στο τέλος τού κεφαλαίου 1 γράφει αυτό που μεταφέραμε στο
δεύτερο χωρίο [1028 b 2-7].
Όλοι οι μελετητές, όπως βλέπουμε από
τα αποσπάσματα μερικών συγγραφέων ερμήνευσαν αυτό το χωρίο πιστεύοντας ότι εδώ
ο Αριστοτέλης αναφέρεται σ’εκείνο που κατά την κρίση του είναι ένα αιώνιο
πρόβλημα, δηλαδή το πρόβλημα: “τί είναι το Είναι;” (τί το όν; ) “ Τόσο για τον Bonitz όσο για τον Ross το πρόβλημα τού Είναι είναι ένα πρόβλημα το οποίο όχι μόνον αντιμετωπίστηκε από τους αρχαίους,
από τους προσωκρατικούς και όχι μόνον συνεχίζει να συζητείται στους χρόνους του
Αριστοτέλη, πιθανότατα στην Ακαδημία του Πλάτωνος, αλλά είναι ένα πρόβλημα το
οποίο θα συνεχίσει να συζητιέται για πάντα, και στο μέλλον. Αυτό φυσικά
ευχαριστεί τον Χάιντεγκερ, για τον οποίο η μοναδική αληθινή φιλοσοφία είναι η
ερώτηση για την σημασία τού Είναι! Αυτό το πρόβλημα-σύμφωνα με μία παραδοσιακή
ερμηνεία-τοποθετημένο από τους προσωκρατικούς, δεν λύθηκε ποτέ, ξαναπροτάθηκε
σε όλες τις εποχές μέχρις ότου φθάσει στον Χάιντεγκερ, ο οποίος το
επαναπροσλαμβάνει και το καθιστά το δικό του πρόβλημα. Ο Χάιντεγκερ πράγματι
αναφέρει πολλές φορές αυτό το χωρίο τού Αριστοτέλη: ας δούμε μία αναφορά από το
βιβλίο “Ο Κάντ και το πρόβλημα τής μεταφυσικής” με τά οποία ολοκληρώνει το
έργο.
Αναφέρει το χωρίο τού κεφαλαίου 1 του
Ζ αφαιρώντας τό τελευταίο μέρος, το οποίο όμως είναι ο σκοπός όλης τής
συζητήσεως, δηλαδή όχι μόνον μεταφράζει “και στους αρχαίους και τώρα και πάντα”
υπογραμμίζοντας αυτόν τον χαρακτήρα, τον αιώνιο, τού προβλήματος τού Είναι, όπως
είχαν κάνει και ο Bonitz και ο Ross, αλλά προσθέτει: “και πάντοτε είναι σε ερώτηση τί είναι το όν” και
διακόπτει το χωρίο. Όμως ο Αριστοτέλης λέει: αυτή η ερώτηση “τί πράγμα είναι το
όν”, στην πραγματικότητα εξισούται με την ερώτηση “τί πράγμα είναι η ουσία;”
Έτσι ώστε η σημασία τού χωρίου όπως το παρουσιάζει ο Χάιντεγκερ καταλήγει να
είναι ακριβώς η αντίθετη εκείνης που εννοούσε ο Αριστοτέλης. Ο οποίος ήθελε να
πει ότι το πρόβλημα τού Είναι λύνεται ή αντικαθίσταται από το πρόβλημα “τί
είναι η ουσία;” Ενώ για τον Χάιντεγκερ το πρόβλημα παραμένει το πρόβλημα του
Είναι.
Παρομοίως και οι επόμενοι μεταφραστές:
ο Reale μάλιστα προσθέτει δύο φορές “αιώνιο” και ο Russo προσθέτει την λέξη “μελλοντική” που δεν υπάρχει
στο κείμενο τού Αριστοτέλη.
Εδώ όμως προτείνω μία διαφορετική
μετάφραση: το επίρρημα αεί, το οποίο επαναλαμβάνεται δύο φορές, δεν σημαίνει
αιωνίως ή για πάντα, δηλαδή στο παρελθόν και στο μέλλον, αλλά σημαίνει “κάθε
φορά”, δηλαδή κάθε μία από τις φορές που το αναφέραμε, έτσι ώστε το χωρίο μεταφράζεται
έτσι: “αυτό που είτε στο παρελθόν όσο και τώρα είναι πάντοτε αντικείμενο
ερεύνης και πάντοτε αντικείμενο συζήτησης-αλλά “πάντοτε” με την σημασία “τόσο
αρχαία όσο και σήμερα”, δηλαδή και στις δύο περιπτώσεις, όλες τις φορές που
έλαβε θέση αυτό το πρόβλημα λοιπόν ισούται με την ερώτηση τί πράγμα είναι η
ουσία; Γι’αυτό ο Αριστοτέλης ολοκληρώνει μετά την παρένθεση, “γι’αυτό και εμείς
πάνω απ’όλα, πρωταρχικώς και ας πούμε αποκλειστικώς, οφείλουμε να ερευνήσουμε
σχετικά μ’αυτό που είναι μ’αυτόν τον τρόπο, τί πράγμα είναι”(1028 b 6-7). Επομένως και εμείς-λέει ο Αριστοτέλης- πρέπει μάλιστα και πρώτον, και
μόνον, πρέπει να ερευνήσουμε τί πράγμα είναι περί τού αυτού τού όντος, σχετικά
με το όν, αλλά εννοημένο έτσι σαν ουσία.
Μ’αυτές τις λέξεις, κατ’εμέ η οντολογική
συζήτηση κλείνει: το πρόβλημα, στο παρελθόν αλλά και σήμερα, τί πράγμα είναι το
όν (το είναι), πρέπει να επαναδιατυπωθεί, όχι να επαναπροταθεί στην ίδια
διατύπωση, αλλά να αντικατασταθεί από την ερώτηση τί πράγμα είναι η ουσία. Και
εμείς-ολοκληρώνει-σ’αυτό το σημείο πρέπει να ασχοληθούμε κυρίως, πάνω απ’όλα
και μόνον μ’αυτό, δηλαδή τί πράγμα είναι η ουσία, και όχι πλέον με το τί είναι
γενικώς το Είναι.
Σε πολλούς βεβαίως δεν αρέσει αυτή η
διαβεβαίωση, διότι μοιάζει να είναι μία μείωση του Είναι στο όν, όπως έλεγε ο
Χάιντεγκερ. Η οντολογία σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ σ’αυτό το σημείο εμπίπτει και
παρακμάζει σε μία οντική επιστήμη, διότι η ουσία είναι ένα όν και επομένως
ακόμη και αν αφορούσε το υπέρτατο όν, δηλαδή τον Θεό, θα ήταν πάντοτε ένα
ιδιαίτερο όν. Επομένως, να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας σ’αυτό θα σήμαινε να
ξεχάσουμε την διαφορά ανάμεσα στο Είναι και στο όν, δηλαδή να πέσουμε στην λήθη
τού Είναι και αυτό είναι εκείνο που, κατά τον Χάιντεγκερ, έκανε ολόκληρη η
δυτική μεταφυσική.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου