Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

PAUL FRIEDLȀNDER ΠΛΑΤΩΝ (38)

Συνέχεια από Πέμπτη, 14 Απριλίου 2016
                  PAUL   FRIEDLȀNDER
                                                       ΠΛΑΤΩΝ

        ( 1ος τόμος:  Η αλήθεια της ύπαρξης και η πραγματικότητα της ζωής )
                      ( Τρίτη, αναθεωρημένη και συμπληρωμένη έκδοση -
                                Walter de Gruyteru.Co, Berlin1964 )

                                                 ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
                                                   ΚΕΦΑΛΑΙΟ  XV
                       Ο ΠΛΑΤΩΝ ΩΣ ΓΕΩΦΥΣΙΚΟΣ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΟΣ

                                                            IV.
      
    H αρχαία ιστορία τής επιστήμης μοιάζει μ’ ένα υπόγειο ρεύμα, που προβάλλει εδώ κι εκεί, σε μικρότερη ή μεγαλύτερην έκταση στο φως. Όταν συναντήσαμε το πρόβλημα της γεωγραφίας τής γήινης σφαίρας στον «Φαίδωνα», βρισκόμασταν προφανώς λίγα μόνο βήματα απ’ την αρχή του. Πρέπει να εξελίχθηκε ωστόσο με μεγάλην ενέργεια περαιτέρω. Καθώς το βρίσκουμε ισχυρά ‘προχωρημένο’ λίγες δεκαετίες αργότερα στον «Τίμαιο», ενώ μάς διδάσκει, εκπροσωπώντας μιαν εντελώς καινούργια ήδη άποψη ο Αριστοτέλης, ότι απ’ τη στιγμή που τέθηκε, δεν έπαψε πλέον και να απασχολή.
         Συνεχίζει λοιπόν, αφού παρέθεσε τις αποδείξεις για τη σφαιρική μορφή τής γης στο κείμενό του «Περί ουρανού», ο Αριστοτέλης (ΙΙ 14, 297 b 30): Συνεπάγεται απ’ τα ουράνια φαινόμενα, ότι δεν είναι μόνο μια σφαίρα, αλλά ότι δεν είναι και κάποια μεγάλη σφαίρα η γη. Γιατί αλλάζουν και με μια μικρή μεταβολή τής διαμονής μας προς βορά ή προς νότο τα μεσημβρινά ύψη τών άστρων. Αστέρια που τα βλέπει κανείς στην Αίγυπτο ή την Κύπρο, δεν φαίνονται βορειότερα (δηλ. στην Ελλάδα), και άλλα, που είναι περί τον πολικόν αστέρα στον βορά, ανατέλλουν και δύουν πιο νότια. Το συμπέρασμα αυτό για το μικρό σχετικά μέγεθος της γης μοιάζει να διορθώνη, με την έμφαση που διατυπώνεται, την παλαιότερη άποψη που συναντάμε στον Πλάτωνα. Καθώς αντιλαμβανόταν κανείς ως σφαίρα κατ’ αρχάς τη γη, και προσπαθούσε να τοποθετήση τα γνωστά σε μας μέρη επάνω της, έπρεπε και να εμφανίζεται, εξ ανάγκης όπως διαισθανόμαστε, απίστευτα μεγάλη, και ως ένα ελάχιστο σημάδι η Οικουμένη μας, που δεν γνωρίζαμε και πού ακριβώς να την τοποθετήσουμε στην απέραντην αυτήν έκταση. Και αντιλαμβανόμαστε, το πώς κινήθηκε προς την άλλη κατόπιν πλευρά το εκκρεμές. Η δε πρόοδος συνίσταται προφανώς στο ότι, ενώ δεν επιτρεπόταν να αποτολμηθή, έτσι όπως είχαν κατ’ αρχάς τα πράγματα, σοβαρά το ερώτημα για τη θέση τών κατοικημένων μας χωρών και τη σχέση τους προς το μέγεθος του όλου, κατέστη αυτό δυνατό όταν σιγουρεύτηκαν για μια συνολική επισκόπηση της γήινης σφαίρας.
      Το σχετικά  μικρό μέγεθος της γης μας είναι αποδεδειγμένο για τον Αριστοτέλη. Όχι τόσο σίγουρο, αλλά πάντως άξιο να σταθμισθή, του φαίνεται το συμπέρασμα κάποιων, ότι πλησιάζουν αναμεταξύ τους η περιοχή τών Ηρακλείων Στυλών, το δυτικό δηλ. πέρας τής Οικουμένης απ’ τη μια, και η Ινδία, το ανατολικό δηλ. πέρας απ’ την άλλη, κι ότι αποτελούν μια κατά συνέπεια θάλασσα ο Ατλαντικός κι ο Ινδικός Ωκεανός. Η ‘παράσταση’ αυτή είναι εντελώς γενικά σαφής και μπορεί και να απεικονισθή. Αμφίβολη και πολυσυζητημένη παραμένει ωστόσο, αν και μικρότερης σημασίας για όσα ‘συζητούμε’ εδώ, η ακριβής αντίληψη εκείνου τού ‘πλησιάσματος’ (συνάπτειν), αν μιλούσε δηλ. για μια διαχωρίζουσα θάλασσα η θεωρία στον Αριστοτέλη, ή για μια ‘συνάντηση’ ή ‘επαφή’, μια δηλ. ή και περισσότερες γέφυρες στεριάς απ’ την ανατολική Ασία προς την Ευρώπη και τη Λιβύη. Είναι βέβαια γλωσσικά και τα δυό πιθανά, ενώ δεν μπορεί να αξιολογηθή υπέρ τής μιας ή τής άλλης ανεπιφύλακτα άποψης ούτε η φράση που αναφέρει την ύπαρξη ελεφάντων και στα δυό εκείνα «απώτατα σημεία». Θα είχε δε εκφρασθή χωρίς αμφισημία και ο Αριστοτέλης, αν ήταν σημαντική για το πρόβλημά του η απόφαση για μιαν απ’ τις δυό απόψεις.
     Mια μοναδική έκταση στεριάς στην εύκρατη ζώνη, και το υπόλοιπο αυτής τής ζώνης θάλασσα: αυτή είναι η αριστοτελική θεώρηση, όπως προκύπτει και από δυό σημεία τής «Μετεωρολογίας». Όπου και διαβάζουμε την εξής (λογική…) απαγωγή στο ένα (ΙΙ 1, 354 a 1): Πρέπει να αποδειχθή, ότι δεν έχουν, σε αντίθεση προς τους ποταμούς, καμμιάν πηγή οι θάλασσες. Και μας το διδάσκει αυτό η εμπειρία μας των εσωτερικών (μεσόγειων…) θαλασσών, που γνωρίζουμε βέβαια ολόγυρα τις ακτές τους. Aπ’ αυτές τις θάλασσες, ‘συναρτάται’ σ’ ένα σημείο η «Ερυθρά Θάλασσα» με τη «Θάλασσα έξω απ’ τις Στήλες», ενώ χωρίζονται αντίθετα εντελώς απ’ τις προηγούμενες και περιβάλλονται από στεριά η Υρκανική και η Κασπία θάλασσα. Δεν κατατάσσεται εδώ εντελώς αυστηρά στις μεσόγειες θάλασσες η Ερυθρά. Επειδή είναι κι αυτή όμως μια μεσόγειος «σχεδόν», αν εξαιρέσουμε ένα στενό σημείο συνένωσης, θάλασσα, μπορούμε και να τη θεωρήσουμε για τον παρόντα σκοπό ως τέτοια. Ενώ ταιριάζει θαυμάσια και σ’ αυτήν που ονομάζουμε και μεις (σήμερα…) «Ερυθρά Θάλασσα» αυτός ο χαρακτηρισμός, στην οποίαν και μόνο μπορεί να αναφερθή, καθώς απαιτεί ένα εμπειρικά γνωστό αντικείμενο η όλη (περί τού θέματος…) συζήτηση, και δεν είχε βέβαια εξερευνηθή τότε στο σύνολό του και δεν θα μπορούσε και να περιγραφή με παρόμοιον τρόπο ο Ινδικός Ωκεανός ή η θάλασσα ανάμεσα στην Αραβία και την Ινδία, που θα μπορούσε επίσης να εννοείται με την ονομασία Ερυθρά. Για να συνδέση λοιπόν την «Ερυθρά Θάλασσα» με τη «Θάλασσα έξω απ’ τις Στήλες (τού Ηρακλέους…)» ο Αριστοτέλης, προϋποτίθεται απαραίτητα αυτό που διατυπώθηκε στο «Περί ουρανού», ότι συμπίπτουν δηλ. ο Ατλαντικός Ωκεανός με τη θάλασσα ανατολικά τής Ινδίας.
      Εξηγείται σ’ ένα μεταγενέστερο σημείο τής «Μετεωρολογίας» (ΙΙ 6, 362 b 21), ότι περιορίζεται στις εύκρατες ζώνες το κατοικημένο μέρος τής γης. Υπάρχουν δύο λοιπόν, διαχωρισμένες απ’ την κεκαυμένη ζώνη Οικουμένες, που συνορεύουν με ακατοίκητες περιοχές προς βορράν και προς νότον. Ενώ δεν υπάρχει κανένα βασικά όριο από την ανατολή προς τη δύση και αντίστροφα, και είναι μόνον το μέγεθος της θάλασσας που εμποδίζει ένα ταξίδι γύρω απ’ τη γη σ’ αυτήν τη διεύθυνση (ώστε ει μή που κωλύει θαλάττης πλήθος άπαν είναι πορεύσιμον) – (( Μέγα το της θαλάσσης κράτος… )) . Μοιάζει δε να μην είναι συνεχόμενη η θάλασσα ανάμεσα στην ανατολική Ασία και τις Στήλες τού Ηρακλέους. Γιατί θα σχημάτιζε αλλιώς μια συνεχόμενη, κατοικήσιμη ζώνη στεριάς η εύκρατή μας ζώνη (τά δέ τής Ινδικής έξω καί τών Ηρακλείων στηλών δά τήν θάλατταν ου φαίνονται συνείρειν τώ ξυνεχώς είναι πάσαν οικουμένην). Μπορεί να ‘υποκρύπτονται’ διάφορες πιθανότητες στον συλλογισμό που ακροθιγώς μόνον αναφέρει εδώ ο Αριστοτέλης. Και μπορεί εύκολα να υπήρξε και η θεωρία μιας μεταξύ τής Ανατολικής Ασίας και της Δυτικής Ευρώπης ηπείρου, μιας «Αμερικής», ανάμεσά τους. Φαίνεται όμως να προκρίνη κι εδώ ο Αριστοτέλης, ότι υπάρχει μια μοναδική ‘μάζα’ στεριάς στη δική μας ζώνη. Κι έχουμε κατ’ αρχάς την εντύπωση, ότι συμφωνεί το θεώρημα (Theorem) της «Μετεωρολογίας» με την άποψη που επιφυλακτικά εκφράζεται στο «Περί ουρανού». Αναγνωρίζοντας ωστόσο εδώ μιαν ουσιαστική, παρατηρώντας πιο προσεχτικά, διαφορά: Για να εξηγήση την αναστροφή τού κυκλικού χάρτη τής γης, αναπτύσσει λεπτομερώς ο Αριστοτέλης, πως μας έχει διδάξει η εμπειρία τών ταξιδιών μας σε στεριά και θάλασσα, ότι δεν είναι ίδια το μήκος και το πλάτος, αλλά ότι αναλογούν «περισσότερο από 5 προς 3» αναμεταξύ τους.
       Δεν γνωρίζουμε το εύρος τής εύκρατης ζώνης κατά τον Αριστοτέλη. Αν πάρουμε στην τύχη τον συνηθισμένο σε μας 43ο μεσημβρινό, και υπολογίσουμε στις 36 τις μοίρες πλάτους (ο παράλληλος της νήσου Ρόδου), προκύπτει ότι ανέρχεται στο ένα τέταρτο ή και κάτι παραπάνω τού συνολικού κύκλου το μήκος τής στεριάς. Κι ακόμα κι αν περιέχη μερικές εντελώς αβέβαιες ‘θέσεις’ αυτός ο υπολογισμός, είναι σίγουρο σε κάθε περίπτωση μ’ αυτήν τη σχέση μήκους και πλάτους, ότι καταλαμβάνει πολύ λιγότερο απ’ το ήμισυ η στεριά, και πολύ περισσότερο απ’ το ήμισυ το ύδωρ σ’ αυτήν την (εύκρατη…) ζώνη. Όπου μπορεί να μείνη βέβαια εδώ αμφίβολο, το πόσο αποσαφήνισε ‘αριθμητικά’ τις συνέπειες, και κατά πόσον θεωρούσε ως τελικούς αυτούς τούς αριθμούς ο Αριστοτέλης.
      Ενώ υπάρχει μια αναντίρρητη λοιπόν εδώ αντίφαση, καθώς πρέπει να περιλαμβάνη πολύ περισσότερο απ’ τη μισή γήινη σφαίρα κατά τη μια θεωρία, και πολύ λιγότερο κατά την άλλη η έκταση της στεριάς, ‘συμπίπτουν’ ωστόσο, συγκρινόμενες με τη γεωγραφία τού «Τίμαιου» π.χ., ως παραλλαγές τής ίδιας βασικής θέσης οι δυό αντίθετες αυτές απόψεις: είναι μικρή η γήινη σφαίρα, και καταλαμβάνει ένα πολύ σημαντικό μέρος στην εύκρατη ζώνη η γνωστή σε μας στεριά τής Ευρώπης, της Ασίας και της Λιβύης. Το ότι θά ’πρεπε να υπάρχουν δε κι άλλες εκτάσεις στεριάς ανάμεσα στη δυτική Ευρώπη και την ανατολική Ασία   (( πέρα απ’ τον Ατλαντικό, και πριν τον άγνωστο τότε Ειρηνικό… )) , είναι απίθανο με βάση αυτά που αναφέρονται στο «Περί ουρανού», και πιθανό μεν, ασύμφωνο όμως με την αριστοτελική άποψη, κατά τη «Μετεωρολογία».
      Πώς ‘φανταζόταν’ όμως διαμορφωμένη προς νότον τη στεριά, που ένα μέρος της είναι και η δική μας Οικουμένη, ο Αριστοτέλης; Γιατί θεωρούσε πως υπήρχε μια αντίστοιχη προς τη δική μας Οικουμένη στη νότια εύκρατη ζώνη. Συνέδεε άραγες η θεωρία του σε μια μεγάλη, ενιαία ήπειρο, όπως αντιστοιχεί κατά κάποιον τρόπο και στην πραγματικότητα, τις δυό ‘Οικουμένες’, ή υπήρχε ένας ωκεανός ολόγυρα στην κεκαυμένη ζώνη, ‘προλαβαίνοντας’ έτσι κατά μιαν έννοια τη θεωρία τού Κλεάνθη και του Κράτη; 
       Θα μπορούσε να αναφέρεται σ’ ένα σημείο τής «Μετεωρολογίας» (ΙΙ 5, 363 a 5) αυτή η δεύτερη άποψη, όπου και διαβάζουμε για τους ανατολικούς και δυτικούς ανέμους «στη νότια θάλασσα έξω απ’ τη Λιβύη» (περί τήν έξω Λιβύης θάλατταν τήν νοτίαν). Μια πιο προσεχτική παρατήρηση μας οδηγεί να καταλάβουμε ωστόσο εντελώς διαφορετικά τα χαρακτηριστικά αυτά λόγια. Εξηγεί ο Αριστοτέλης, ότι δεν προέρχεται απ’ τον νότιο π.χ. πόλο ο νότιος άνεμος. Γιατί θά ’πρεπε να φτάνη τότε, καθώς είναι αντίστοιχα στις ουσιαστικές φυσικές του ιδιότητες το νότιο και το βόρειο ημισφαίριο, στο νότιο ημισφαίριο ο βόρειος άνεμος. Κάτι που δεν συμβαίνει βέβαια επ’ ουδενί. Καθώς ‘σταματά’ εδώ ήδη μάλλον (στη δική μας εύκρατη ζώνη), μη μπορώντας να ‘εισχωρήση’ νοτιώτερα, εφ’ όσον κυριαρχούν «στη νότια θάλασσα έξω απ’ τη Λιβύη» ανατολικοί και δυτικοί, όπως σε μας βόρειοι και νότιοι άνεμοι. (Σαν ένας εγκάρσιος φραγμός ή ‘σύρτις’ στην τροχιά τού βορινού ανέμου). Πρόκειται για ένα εμπειρικό προφανώς δεδομένο σ’ αυτό το σημείο τής επιχειρηματολογίας. Δεν μπορεί άρα να εννοείται σε καμμιάν περίπτωση ένας ‘ισημερινός’ ωκεανός. Γιατί αν προϋποθέσουμε, πως το απαιτούσε αυτό για έναν οποιονδήποτε λόγο η θεωρία, θα ήταν αδύνατη ωστόσο η παραμικρή γι’ αυτόν, μέσα στην κεκαυμένη ζώνη, εμπειρία, και δεν θα μπορούσε να μιλάη αυτονόητα κανείς, για το τί άνεμοι πνέουν σ’ αυτόν. Το μόνο που μπορεί λοιπόν να εννοείται είναι «η νότια θάλασσα στην ανατολική και δυτική ακτή τής Αφρικής» (μέσα ακόμα στη δική μας ζώνη), και σ’ αυτό πρέπει να παραπέμπη το ίδιο το κείμενο.
         Φαίνεται πως δεν μπορούμε να ‘εξαναγκάσουμε’ με το μέχρι τώρα χρησιμοποιημένο υλικό μιαν απάντηση στο ερώτημα, αν πρότεινε ή όχι έναν Ισημερινό Ωκεανό ο Αριστοτέλης. Μας βοηθάει ωστόσο εδώ το ανεκμετάλλευτο μέχρι τώρα κείμενο «Για την πλημμυρίδα τού Νείλου». Απέδειξε λοιπόν σε μιαν εξαιρετική πραγματεία ο Partsch, «ότι φέρει δίκαια το όνομα του Αριστοτέλη στην προμετωπίδα του το μεταφρασμένο κατά τον Μεσαίωνα “Liber de inundacione Nili”, που συνιστά ένα γνήσιο, και γνωστό και στον Ερατοσθένη έργο τού μεγάλου φιλοσόφου». Κι όποιος θέλει να το σκεφθή (Skepsis) πράγματι παραπέρα, θα πρέπη και να παραδεχτή πως δημιουργήθηκε υπό το βλέμμα του δασκάλου αυτό το κείμενο, βλέποντας παντού σ’ αυτό τη δική του ‘παρουσία’. Παρατίθεται λοιπόν εδώ, ανάμεσα στις υπόλοιπες θεωρίες, και η θεωρία τού Νικαγόρα απ’ την Κύπρο: ανεβαίνουν τα νερά τού Νείλου το καλοκαίρι, γιατί πηγάζει σ’ ένα μέρος τής γης όπου υπάρχει χειμώνας, όταν έχουμε εμείς καλοκαίρι. Και συμπεραίνουμε, για να το αντιληφθούμε καλύτερα, λέει ο Αριστοτέλης, πως τοποθετούνται στη νότια εύκρατη ζώνη αυτές οι πηγές. Δεν αναιρείται δε με μιαν αναφορά σ’ έναν περιμετρικό π.χ. ωκεανό αυτή η θεωρία, ο οποίος και θα διέκοπτε το ρεύμα τού ποταμού απ’ το νότιο προς το βόρειο ημισφαίριο, αλλά υπολογίζοντας ότι θά ’πρεπε να διατρέχη μια ζώνη διπλάσιου πλάτους απ’ την εύκρατη ζώνη ο ποταμός ανάμεσα στις μεταβολές του (κάτι που είχε ήδη όμως αποκλειστή ως αταίριαστο προς τα φαινόμενα) , κι ότι θα επρόκειτο (τότε…) για την «κεκαυμένη ζώνη» (στην οποίαν και θα εξατμίζονταν προφανώς το νερό, αντί να φτάνη ως τέτοια πλημμυρίδα σε μας). Αναιρείται λοιπόν μ’ αυτό το διπλό επιχείρημα η (εν λόγω…) θεωρία. Στηρίζονται ωστόσο και η θεωρία και η αναίρεσή της στην ίδια γεωγραφική άποψη. Καθώς γνωρίζουμε τώρα, ότι εκτείνεται αδιάσπαστη μια στεριά απ’ τη βόρεια πολική ζώνη μέχρι τουλάχιστον τη νότια εύκρατη ζώνη στην εικόνα τής γης στον Αριστοτέλη.
       Δεν πληροφορούμαστε, σε ποιους πρόσκειται ως προς τις γεωγραφικές του θεωρίες ο Αριστοτέλης. Υπάρχει όμως κάτι περισσότερο από ένα ‘ίχνος’ που θα μας οδηγούσε στον μεγάλο μαθηματικό και φυσικό ερευνητή Εύδοξο. Γι’ αυτό και μπορούμε να συγκρίνουμε (τα όσα λέγονται εδώ…) με τα λιγοστά που απέμειναν απ’ τις δικές του γεωγραφικές διδασκαλίες.
         Δίδαξε τη σφαιρική μορφή τής γης ο Εύδοξος. Κι είναι απαραίτητο να το δεχτούμε αυτό, εξετάζοντας γενικά τα γραπτά του. Μας έχει όμως παραδοθή και σ’ ένα σημείο τού Αέτιου (Δοξογρ. 386), όπου και μεταφέρεται η άποψη του Εύδοξου για την πλημμυρίδα τού Νείλου. Την οποίαν και εξηγεί, αναφερόμενος μάλιστα «στους ιερείς», από μεγάλες βροχοπτώσεις, κι αυτές με τη σειρά τους απ’ την «αντίθεση των εποχών» (κατά τήν αντιπερίστασιν τών ωρών). Όταν έχουμε εμείς κάτω απ’ τον βόρειο τροπικό (και εννοείται: στη βόρεια εύκρατη ζώνη) καλοκαίρι, τότε έχουν οι «άντοικοι» κάτω απ’ τον νότιο τροπικό (και εννοείται: στη νότια εύκρατη ζώνη) χειμώνα, κι απ’ αυτό προέρχεται το πλημμυρισμένο ρεύμα τού ποταμού. Μια υπόθεση (Hypothese), που προϋποθέτει προφανώς μια διαμορφωμένη – και που τη συναντήσαμε ήδη στο βιβλίο τού Αριστοτέλη για την πλημμυρίδα τού Νείλου – θεωρία για τη σφαιρική μορφή και τις γεωγραφικές ζώνες τής γης.
        Όταν πιστοποιή περαιτέρω, αναδεικνύοντας το μικρό μέγεθος της γήινης σφαίρας ο Αριστοτέλης, ότι ‘χάνονται’ βορειότερα αστέρια που είναι ορατά στην Αίγυπτο και την Κύπρο, στα πλάτη π.χ. τής Ελλάδας, πρέπει να θυμηθούμε ότι οι πιο διάσημες παρατηρήσεις που αφορούν στον αστέρα Κάνωβο (ο δεύτερος πιο φωτεινός αστέρας στον ουράνιο θόλο…), προέρχονται ακριβώς απ’ τον Εύδοξο στην αρχαιότητα. Ο οποίος και γνώρισε ως γνωστόν στην Αίγυπτο αυτόν τον φωτεινόν αστέρα, και τον ξαναβρήκε κατόπιν απ’ το ‘παρατηρητήριό’ του πάνω απ’ την πόλη τής Κνίδου (πόλη στη δυτική Μικρά Ασία, μεταξύ Σύμης και Κω…) στον ορίζοντα. Θυμήθηκε δε και ο Ποσειδώνιος, όταν ήταν στην Ισπανία, αυτήν την ανακάλυψη (Στράβων ΙΙ 119). Και θα πρέπη ν’ αναρωτηθούμε κι εμείς, μήπως τη γνώριζε επίσης κι ο Αριστοτέλης. Δεν μας έχει παραδοθή απ’ την άλλη, είναι όμως πάρα πολύ πιθανό, να είχε συμπεράνει απ’ το ίδιο δεδομένο κι ο Εύδοξος το μικρό μέγεθος της γήινης σφαίρας όπως κι ο Αριστοτέλης. Ενώ θα καταστήση σαφές κι η ακόλουθη ‘συζήτηση’, ότι δεν την είχε πράγματι φανταστή ιδιαίτερα μεγάλη. 
       Συμπεράναμε προηγουμένως, πως δεν ‘θεωρούσε’ να διασχίζη ένας ‘περιμετρικός’ ωκεανός την κεκαυμένη ζώνη, αλλ’ ότι ‘έβλεπε’, και σωστά κατ’ ουσίαν, ως μιαν επεκτεινόμενη και στο νότιο ημισφαίριο (ενιαία…) στεριά τον «παλαιόν κόσμο» ο Αριστοτέλης. Και το ίδιο μπορούμε να αποδείξουμε και για τον Εύδοξο. Γνωρίζουμε την άποψή του, ότι πηγάζει απ’ τη νότια εύκρατη ζώνη ο Νείλος. Έπρεπε να διασχίζη λοιπόν την κεκαυμένη ζώνη, καθώς εκτείνονταν απ’ τη βόρεια εύκρατη μέχρι τουλάχιστον τη νότια εύκρατη ζώνη για τον Εύδοξο η Αφρική. Ταιριάζει δε αυτή η ‘κατανομή’ τής στεριάς με κείνην τού Αριστοτέλη, αποδεικνύοντας εκτός αυτού και το σχετικά μικρό μέγεθος, όπως ήδη επισημάναμε, της γήινης σφαίρας στον Εύδοξο.
         Βρίσκουμε δυό απόψεις για την κατανομή στεριάς και θάλασσας, τη μια δίπλα στην άλλη, στον Αριστοτέλη. Η πρώτη έθετε μιαν ήπειρο τέτοιου «μήκους» πάνω στη σφαίρα, ώστε να χωρίζεται από μια στενή και μόνο θάλασσα η δυτική Ευρώπη απ’ την ανατολική Ασία. Η δεύτερη, που την ‘υποστήριζε’ και περισσότερο ο Αριστοτέλης, περιόριζε σημαντικά την ανατολικο-δυτική προέκταση της στεριάς, ‘επιτρέποντάς’ της να καταλάβη λιγότερο ίσως κι απ’ το ένα τέταρτο του συνολικού μήκους τής γνωστής μόνο σ’ εμάς ζώνης. Οπότε υπήρχε κι ένας ‘καθ’ εαυτός’ χώρος για μιαν «Αμερική». Χωρίς να φαίνεται όμως και πιθανή μια τέτοια θεωρία στον Αριστοτέλη. Μιαν εντελώς παρόμοια αναλογία μάς δίνει και ο Εύδοξος, και βλέπουμε να επενεργή, παραλληλίζοντας τις δυό αναλογίες, σχεδόν σαν μια διόρθωση της άποψης του Εύδοξου η άποψη του Αριστοτέλη, μη μπορώντας να παραγνωρίσουμε ακόμα και στη μεταξύ τους απόκλιση τη συγγένεια. 
      Δεν γνωρίζουμε, αν θεωρούσε να καταλαμβάνεται το υπόλοιπο μέρος τής επιφάνειας της γης από θάλασσα, ή αν αποδεχόταν κι άλλες εκτάσεις στεριάς ο Εύδοξος.  Ας τονίσουμε άλλη μιαν ωστόσο φορά εδώ, τα σημεία στα οποία και συμφωνούσε με τον Αριστοτέλη. Θεωρούν κι οι δύο, πως είναι σχετικά μικρή η γήινη σφαίρα. Και χρησιμοποιεί ως απόδειξη την αλλαγή στα ύψη τού μεσημβρινού ο Αριστοτέλης, την οποίαν και είχε ανακαλύψει, ως την πιο διάσημη ανακάλυψη σ’ όλην την αρχαιότητα, ακριβώς ο Εύδοξος. Σ’ αυτήν τη γήινη σφαίρα εκτείνεται και στους δυό η ενιαία στεριά τής Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, απ’ τη βόρεια ψυχρή μέχρι τουλάχιστον τη νότια εύκρατη ζώνη. Δεν συμφωνούν βέβαια για τη σχέση μήκους προς πλάτος τής Οικουμένης μας οι δυό ‘αυθεντίες’, αλλά συνηγορεί περισσότερο για μια συνάφεια παρά την αποκλείει αυτή η διαφορά.
       Το ότι δεν πρέπει να είχε συζητήσει με κανέναν για τη γεωγραφία τής γήινης σφαίρας όταν δίδασκε και μαθήτευε στην Ακαδημία ο Εύδοξος, αυτό είναι εξαιρετικά απίθανο. Δεν διαθέτουμε βέβαια κάποιες ‘ειδήσεις’ πάνω σ’ αυτό, και πρέπει έτσι να αρκεστούμε στις ‘διαβεβαιώσεις’ τής ιστορίας τής επιστήμης: ότι βρίσκουμε δηλ. στον Εύδοξο και σε κείνους που εγγυώνται για τον Αριστοτέλη, τα πιο αποφασιστικά, πέρα απ’ τον Πλάτωνα, βήματα για τη γνώση τής επιφάνειας της γης. Είναι η ίδια ‘γραμμή’, την οποία και συνεχίζουν ο Ερατοσθένης, ο Ποσειδώνιος, κι απ’ τους Αντωνίνους ο Μαρίνος κι ο Πτολεμαίος… Το γνωστό μήκος τής ενιαίας στεριάς ήταν 225ο κατά τον Μαρίνο, ενώ τις ελάττωνε σε 180ο ο Πτολεμαίος. Όσο για το πόσο μακριά εκτείνονταν προς ανατολάς, πέρα ακόμα κι απ’ τη Sera και την Kattigara, αυτή η στεριά, γι’ αυτό απέφευγαν εκείνοι οι προχωρημένοι τόσο σε γνώσεις όσο και σε ‘παραιτήσεις’ ερευνητές, κάθε υπόθεση.

      Oι δυό εικόνες τής γήινης σφαίρας, που παρέδωσε η αρχαιότητα στην Αναγέννηση, είχαν ύψιστη ιστορική σημασία. Η αριστοτελική κατέστη η βάση, όπως γνωρίζουμε, για τα ταξίδια του Κολόμβου· έπλεε προς δυσμάς, για να φτάση απ’ τον συντομώτερον δρόμο στην ανατολική Ασία. Δεν χρειάστηκαν όμως παρά λίγες ακόμα δεκαετίες, για να μας διδάξουν οι ανακαλύψεις τού Μαγγελάνου, του Μπαλμπόα και του Κορτέζ, πως δεν μπορούσε να συμβαίνη αυτό, και κατέστη τότε σημαντική για τους Cronistas (χρονογράφους;…) του 16ου αιώνα η γήινη εικόνα τού «Τίμαιου» και του «Κριτία». Οι Αντίλλες εμφανίστηκαν τώρα ως κατάλοιπα της Ατλαντίδας, η αμερικανική ήπειρος είτε ως μέρος τής Ατλαντίδας είτε ως η «αληθινή στεριά», κι ο Ειρηνικός Ωκεανός ως η «αληθινή θάλασσα».  Αποδόθηκαν μάλιστα, ενάντια στην ιστορική πραγματικότητα, στον ίδιον τον Κολόμβο τα κείμενα του «Τίμαιου» και του «Κριτία». Έτσι προσπαθούσαν να κατανοήσουν, με τους πιο διαφορετικούς τρόπους, μέσα απ’ τον Πλάτωνα τις νέες ανακαλύψεις, μέχρι που επέμενε προς τα τέλη τού 16ου αιώνα (1589) ο Ιησουίτης Jose de Acosta, πως δεν έπρεπε να νοηθή ως πραγματική, αλλά ως «συμβολική» η εικόνα τής γης στον Πλάτωνα.                                   

( τέλος κεφαλαίου – συνεχίζεται με το κεφάλαιο «Ο Πλάτων ως σχεδιαστής πόλης» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: