Μεταδιδακτορική έρευνα Ειρήνης Α. Αρτέμη, PhD & MA Θεολογίας Bacs. Θεολογίας & Κλασικής Φιλολογίας
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Παχυμέρης μέσα από το έργο του Παράφρασις εἰς τό Περί τῆς Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτη αναφέρεται στή Συμβολική Θεολογία, στα θεία ονόματα, τις θεολογικές υποτυπώσεις μέσα από τά οποῖα ο υιοθετών τήν χριστιανική διδασκαλία αποκτά τούς γνωσιολογικούς όρους αναγωγής για τον άπειρο Θεό. Επηρεασμένος από την πλατωνική, την αριστοτελική και την νεοπλατωνική φιλοσοφία περί Θεού, αναλαμβάνει το εγχείρημα να παραφράσει και σε ορισμένα σημεία να φωτίσει το ομώνυμο έργο τού (Ψευδού) Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου, ο οποίος προφανώς είχε ήδη υιοθετήσει ορισμένα στοιχεία τών προαναφερθεισών φιλοσοφιών. Τα στοιχεία αυτά τα είχε ενσωματώσει αρμονικά στο σύστημά του από τή μέχρι τότε διδασκαλία Πατέρων όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης κ.ά. περί της γνωσιολογίας τής αναφερόμενης στα θεία. Αναντιλέκτως, η επιρροή τού έργου του Γρηγορίου Νύσσης είναι προφανής σε αρκετά προκεχωρημένο βαθμό έναντι των υπολοίπων χριστιανών διανοητών.
Μέσα από αυτή τη μελέτη αναλάβαμε το εγχείρημα να σχολιάσουμε το συγκεκριμένο έργο τού Παχυμέρη και να επισημάνουμε τα σημεία εκείνα που δείχνουν τη χρήση των θεολογικών εννοιών υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας και, πιο ειδικά, υπό τις θεμελιώδεις αρχές του κλάδου τής Γνωσιολογίας. Βεβαίως ακολουθήσαμε και την αντίστροφη διαδρομή. Στόχος μας πάντως ήταν να μην επεκταθούμε ιδιαιτέρως στο ίδιο το έργο τού Αρεοπαγίτη, όσο αυτό ήταν εφικτό, αφού για τις πραγματείες του συμπεριλαμβανομένης και της εξεταζομένης, έχουν «χυθεί τόνοι μελάνης» για τη συγγραφή διαφόρων επιστημονικών πονημάτων, τόσο στον τομέα των θεωρητικών –φιλολογίας, φιλοσοφίας,
θεολογίας– επιστημών, όσοι και των θετικών–φυσικής, αστρονομίας, μαθηματικών κ.λπ.
Μέσα από την Παράφραση τού Παχυμέρη στρέψαμε τον στόχο μας αρχικά στο να παρουσιάσουμε μία κοσμοθεωρητική παράδοση που διαρκεί περίπου οκτώ αιώνες. Η ανάπτυξη τού βίου και τού ιστορικού γίγνεσθαι τής εποχής τού κορυφαίου αυτού διανοητή τής χριστιανικής παραδόσεως μάς εισήγαγε στο μέτρο που η φιλοσοφία αποτέλεσε το πλαίσιο επί του οποίου στηρίχθηκε λεκτικά η χριστιανική Θεολογία και το κατά πόσο αυτή η σχέση υπερέβη τα διακριτά όρια μεταξύ αυτών των δύο θεωρητικών κλάδων.
Μέσα από την Παράφραση του κειμένου τού Αρεοπαγίτου, παρουσιάζεται με κάθε προφάνεια ότι το περιεχόμενό της αποτελεί την κύρια συστηματική κατεύθυνση τής πρώιμης βυζαντινής θεολογίας-φιλοσοφίας, με τη συνάφεια τών δύο αυτών κλάδων σε ορισμένα σημεία να είναι πέραν του εμφανούς.
Γενικότερα, οι Πατέρες της Εκκλησίας επ’ουδενί δεν επεχείρησαν καί δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τη θύραθεν παιδεία και την ελληνική σκέψη. Θαύμασαν τις υψηλές στιγμές της και χρησιμοποίησαν τις δομές και την οργάνωσή της. Έδωσαν, όμως, άλλο περιεχόμενο στην ορολογία της, τη μετουσίωσαν μέσα από τη χριστιανική διδασκαλία. Με βάση την εν λόγω μεθερμηνεία, εξετάσαμε κατά πόσο αυτή η πτυχή τηρήθηκε στην περίπτωση τού Παχυμέρη. Έτσι, προέβημεν σε μία, ούτως ειπείν, θεωρητική ανακατασκευή των βασικών εννοιών τής διδασκαλίας τού Παχυμέρη υπό το φιλοσοφικό πρίσμα . Έτσι, κατορθώσαμε να επιτευχθεί π.χ. η διάκριση μεταξύ ουσίας και μορφής, και μπορέσαμε να αξιολογήσουμε στον δέοντα βαθμό τον τρόπο συγκροτήσεως και χρήσεως των θεολογικών εννοιών με βάση τις θεμελιώδεις αρχές του κλάδου της Γνωσιολογίας.
Κινηθήκαμε μέσα σε μία αντίστροφη προοπτική. Συγκεκριμένα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τό Πατερικό Πνεύμα και η Παράδοση της Χριστιανικής Ανατολής είχαν την ανάγκη για τη συνεχή επανέκφρασή τους τη γλώσσα της κάθε εποχής, για να επικαιροποιούνται αναλόγως. Υπό την οπτική αυτή, ορίστηκε η ουσιώδης διαφορά φιλοσοφίας και θεολογίας. Η χριστιανική θεολογία αναντιλέκτως συνδέεται με τα όσα υποστήριξαν οι διανοητές της, οι οποίοι πάντως σε κάθε εποχή δεν εργάζονται ερήμην του πνευματικού πλούτου τής Εκκλησίας, ο οποίος αποτελούσε το κριτήριο για τη στάση έναντι της φιλοσοφίας.
Από την άλλη πλευρά, επιχειρήσαμε να δείξουμε ότι ο φιλόσοφος γενικώς «φιλοδοξεί» να δώσει και μία προσωπική λύση σε ό,τι διαδραματίζεται στο φυσικό σύμπαν και στην κοινωνία και ότι ενδιαφέρεται να πείσει για την ορθότητα τής δικής του απόψεως, με διαλεκτικό βεβαίως τρόπο. Σκοπός μας ήταν να φανεί ότι στο πλαίσιο της Θεολογίας η Φιλοσοφία υπερβαίνει τα αυστηρά ανθρωποκεντρικά κριτήριά της και ανάγεται σε μυστικά και ενορατικά. Έτσι, μέσα από τήν κεκαλυμμένη ή την Μεταφυσική τής υπερβατικότητας γνωρίζουμε τη Μεταφυσική τής εμμένειας. Τα ανωτέρω τα εξετάσαμε διεξοδικά στην Παράφραση του Παχυμέρη, δεινού μελετητή της ελληνικής φιλοσοφίας
και εκφραστή του ανθρωπιστικού πνεύματος. Εξάλλου, τέτοια ζητήματα ετέθησαν ήδη στην νεοπλατωνική Σχολή, με προεξάρχοντα τον Πρόκλο, τον οποίο είχε μελετήσει εξαντλητικά ο Παχυμέρης.
Μέσα από τη μελέτη των σχετικών κειμένων τού Γεωργίου Παχυμέρη, αναδείξαμε το εάν, εντός του πλαισίου τού βυζαντινού ανθρωπισμού, επιχειρείται και υπό ποιούς όρους να συγκροτηθεί ένα συνεκτικό σύστημα Γνώσεως. Κατά βάση δηλαδή, αναλάβαμε να αναδείξουμε το αν ο εν λόγω χριστιανός ερευνητής μπορεί να εκληφθεί ως ο διανοητής εκείνος, ο οποίος κινείται με αυστηρές επιστημολογικές αρχές. Η διεύρυνση τής εν λόγω λεπτομέρειας έχει καίρια σημασία για την ιστορία της φιλοσοφίας και της θεολογίας, καθότι θα δοθούν
ορισμένες απαντήσεις αναφορικά με το εάν είναι εφικτή η συμπόρευση ανάμεσα στην πίστη και στον ορθό λόγο. Πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο εξακολουθεί να απασχολεί και στη σύγχρονη εποχή την έρευνα και το οποίο είχαν προσεγγίσει με αυστηρές οριογραμμίσεις οι πλείονες εκ των εκπροσώπων της Νεοπλατωνικής Σχολής. Για παράδειγμα, ο Πρόκλος και ο Δαμάσκιος, στην προοπτική ενός ολιστικού επιστημολογικού παραδείγματος προσέγγιζαν το ίδιο θέμα και επιστημονικά και φιλοσοφικά και θεολογικά, χωρίς μάλιστα να οδηγούνται σε άτοπους συμφυρμούς ανάμεσα στις τρεις αυτές θεωρήσεις.
Τέλος, στις ερευνητικές στοχεύσεις μας ήταν να εξετάσουμε, έστω ακροθιγώς, το αν στα κείμενα του Παχυμέρη συναντάμε στοιχεία της τυπικής λογικής από την Αριστοτελική Παράδοση και ιδιαίτερα από την Νεοπλατωνική εκδοχή της όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Πρόκλο και το Δαμάσκιο. Άλλωστε, ο Παχυμέρης είναι δεινός αριστοτελιστής και η επικοινωνία του με τα νεοπλατωνικά κείμενα είναι αδιαμφισβήτητη.
Μέσα από την Παράφραση αυτή του Παχυμέρη οδηγηθήκαμε στά εξής συμπεράσματα:
Α. Η θεωρία και η γνώση του Θεού δεν γίνεται με την όραση ούτε με την ακοή, διότι Εκείνος είναι απολύτως μακράν από κάθε αίσθηση και ανθρώπινη διάσταση, έξω από κάθε σχήμα και λογική προθεώρηση. Η προσπάθεια τής κατακτήσεως τής γνώσεως τού Θεού ενέχει αξιώσεις και απαιτεί από ένα σημείο και εκείθεν το να θέσουμε στο περιθώριο κάθετι υλικό και νοητικό που μας κρατά δέσμιους στις εκκοσμικευμένες αναφορές τής συνείδησης. Έτσι, ως άλλος Μωυσής, έχοντας εξάγει ακόμα και τα υποδήματά μας – το σύμβολο δηλαδή των υλικών δεσμών μας – αναλαμβάνουμε το εγχείρημα να ανέβουμε στο όρος της θεογνωσίας. Μέσα από το θείον γνόφον καθώς και από τις εκάστοτε υπερβάσεις των γνωστικών κατακτήσεων, ο άνθρωπος θα αποκτήσει συνείδηση των όρων δυνατότητάς του για συνάντηση με την αυτοϊδρυτική υπερβατικότητα. Για τον ανθρώπινο νου, η ουσία τού Θεού καλύπτεται από βαθύ σκότος έτσι, ώστε να μην μπορεί κάποιος να την διακρίνει ούτε κατ’ ελάχιστον. Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η γνώση του Θεοῦ μέσα από την αγνωσία Του.
Β. Μέσα στο πλαίσιο της θεολογίας η χρήση της πλατωνικής, της αριστοτελικής, της νεοπλατωνικής και εν γένει της μεταφυσικής φιλοσοφίας υπερβαίνει τα αυστηρά ανθρωποκεντρικά κριτήριά τους και ανάγεται σε μυστικά και ενορατικά σχήματα για τη γνώση του Θεού και τον τρόπο μέθεξης τού έλλογου ανθρώπινου δημιουργήματος στον Δημιουργό Του. Πρόκειται για μία λεπτομέρεια που είναι απαραίτητη για την υπαρξιακή πληρότητα του πρώτου, δηλαδή τη θέωσή του, την επίτευξη του σκοπού της δημιουργίας του, το «καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Γ. Στό κείμενο του Παχυμέρη συναντάμε έναν χριστιανικό αριστοτελισμό και έναν χριστιανικό νεοπλατωνισμό, χωρίς όμως να αλλοιώνεται το χριστιανικό δόγμα και η παραδοσιακή διδασκαλία του Χριστιανισμοῦ των προηγούμενων αιώνων.
Δ. Με τις διεισδυτικές παρατηρήσεις του ένας εναγκαλισμός της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, με απόρριψη όμως της αρχαίας ελληνικής παγανιστικής θεολογίας. Επιπλέον, υπάρχουν εμφανή σημεία αναφοράς για τη στενή σχέση αυτών των δύο σε επίπεδο γνωσιοθεωρητικό, χωρίς όμως να εμφανίζονται τάσεις για υιοθέτηση του γνωστικισμού.
Ε. Η συμβολική θεολογία αποτελεί ένα από τα κεφαλαιώδη σημεία στο έργο του Παχυμέρη για την αναγωγή του ανθρώπου στη γνώση του Θεού, μέσω βεβαίως των δεουσών αποκωδικοποιήσεων - κατανοήσεων.
Στ. Η γνώση του Θεοῦ γίνεται κτήμα του εκάστοτε μυημένου μέσα από την αγνωσία του θείου γνόφου.
Ζ. Τέλος να σημειώσουμε ότι σε ορισμένες θεματικές συνάφειες εξετάστηκαν υπό το πρίσμα και της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και γενικότερα της θύραθεν φιλοσοφίας της εποχής συγκεκριμένοι όροι που διαδραματίζουν κεφαλαιώδη ρόλο στην συγκρότηση της χριστιανικής διδασκαλίας, με τις μεθερμηνείες να είναι διάχυτες.
Το ταξίδι της συγγραφής αυτής της εργασίας θα αποτελέσει το εφαλτήριο να εντρυφήσουμε περαιτέρω στη φιλοσοφία των σημαντικών Ελλήνων φιλοσόφων τόσο της εποχής προ Χριστού αλλά και μετά Χριστόν. Βεβαίως, έπρεπε σε πλείστες των περιπτώσεων να κινηθούμε προσεκτικά ανάμεσα στα μεγέθη της Χριστιανικής Διδασκαλίας και της Φιλοσοφίας, για να μην παραχαράξουμε τη σχέση τους στο έργο του Παχυμέρη. Επιπλέον, ήταν απαραίτητο να αναδείξουμε το πώς προκύπτουν οι συναντήσεις των οριζόντων δύο διαφορετικών πνευματικών ρευμάτων, ώστε να κατανοήσουμε την διαλεκτική εκτύλιξη των ιδεών ιστορικά. Το βέβαιο ότι τέτοιου είδους ερευνητικά εγχειρήματα ενέχουν πλείστα διακυβεύματα καθότι οι εννοιολογικές οριογραμμίσεις αλλά και οι υπαρξιακές αναλογίες που τροφοδοτούν την ανάπτυξη των κοσμοθεωριών δεν είναι προφανείς. Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι μία τέτοια διαπίστωση θα οδηγήσει σε έναν άγονο αγνωστικισμό ή σε αναγωγή των ερευνητικών επιχειρημάτων. Τουναντίον μάλιστα.
Θα σημειώναμε, επιπλέον, ότι ήδη από την αρχή της Παράφρασής του σε όλες τις πραγματείες του Αρεοπαγίτη ο Παχυμέρης θέτει το ζήτημα περί των ορίων δυνατότητας –εμβελείας της ανθρώπινης γνώσης. Ωστόσο, η επισήμανσή του αυτή δεν τον αποτρέπει από το να προβεί σε μία επεξεργασία όσων θεμάτων κρίνει ότι μπορούν να τύχουν μίας ενδελεχούς επιμελητείας του. Και μάλιστα είναι ενδιαφέρον ότι το όλον εγχείρημά του το θεμελιώνει σε μία εδραία επιχειρηματολογία, διά της οποίας θα υποστηρίζαμε ότι προβαίνει σε μία έλλογη δόμηση της Μεταφυσικής.
Κλείνοντας ως επιμύθιο θα θέταμε το ακόλουθο απόσπασμα τού Γ. Παχυμέρη σχετικά τη σοφία του Θεού, το οποίο παράλληλα φανερώνει την περιορισμένη εμβέλεια του ανθρώπινου νου: «Πολυποίκιλον λέγει τήν σοφίαν τοῦ Θεοῦ, κατά τόν μέγαν ἀπόστολον Παῦλον. Δοκεῖ δέ τά δύο ἐναντία εἶναι, τό τε ἁπλοῦν καί τό πολυποίκιλον. Ἀλλ’ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι τό ἁπλοῦν μέν εἶπεν, ἵνα δηλώσῃ τό ἀσύνθετον τοῦ Θεοῦ, καί τό μηδεμιᾶς διπλόης ἐπιδεόμενον· οὐ γάρ ἐκ μαθήσεως σοφός ὁ Θεός, ἀλλ’ αὐτόχρημα
σοφία ἐστί. Τό δέ πολυποίκιλον, διότι εἰς πολλά γνώσεως εἴδη μετατυποῦται διά τήν τῶν ἐλλαμπομένων ἀσθένειαν· ἀρχιερεύς γάρ ἐστι μέγας συμπάσχων ταῖς ἡμῶν ἀσθενείαις· ὥστε ἁπλῆ μέν λέγεται σοφία Θεοῦ κατά τήν φύσιν, πολύτροπος δέ κατά τήν πρόνοιαν»538.
ΤΕΛΟΣ
Σημειώσεις
538 Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, ΚΕ΄, 4, PG 353A.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ο Παχυμέρης μέσα από το έργο του Παράφρασις εἰς τό Περί τῆς Μυστικῆς Θεολογίας του Διονυσίου Αρεοπαγίτη αναφέρεται στή Συμβολική Θεολογία, στα θεία ονόματα, τις θεολογικές υποτυπώσεις μέσα από τά οποῖα ο υιοθετών τήν χριστιανική διδασκαλία αποκτά τούς γνωσιολογικούς όρους αναγωγής για τον άπειρο Θεό. Επηρεασμένος από την πλατωνική, την αριστοτελική και την νεοπλατωνική φιλοσοφία περί Θεού, αναλαμβάνει το εγχείρημα να παραφράσει και σε ορισμένα σημεία να φωτίσει το ομώνυμο έργο τού (Ψευδού) Διονυσίου τού Αρεοπαγίτου, ο οποίος προφανώς είχε ήδη υιοθετήσει ορισμένα στοιχεία τών προαναφερθεισών φιλοσοφιών. Τα στοιχεία αυτά τα είχε ενσωματώσει αρμονικά στο σύστημά του από τή μέχρι τότε διδασκαλία Πατέρων όπως ο Μέγας Βασίλειος, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας, ο Ισίδωρος Πηλουσιώτης κ.ά. περί της γνωσιολογίας τής αναφερόμενης στα θεία. Αναντιλέκτως, η επιρροή τού έργου του Γρηγορίου Νύσσης είναι προφανής σε αρκετά προκεχωρημένο βαθμό έναντι των υπολοίπων χριστιανών διανοητών.
Μέσα από αυτή τη μελέτη αναλάβαμε το εγχείρημα να σχολιάσουμε το συγκεκριμένο έργο τού Παχυμέρη και να επισημάνουμε τα σημεία εκείνα που δείχνουν τη χρήση των θεολογικών εννοιών υπό το πρίσμα της φιλοσοφίας και, πιο ειδικά, υπό τις θεμελιώδεις αρχές του κλάδου τής Γνωσιολογίας. Βεβαίως ακολουθήσαμε και την αντίστροφη διαδρομή. Στόχος μας πάντως ήταν να μην επεκταθούμε ιδιαιτέρως στο ίδιο το έργο τού Αρεοπαγίτη, όσο αυτό ήταν εφικτό, αφού για τις πραγματείες του συμπεριλαμβανομένης και της εξεταζομένης, έχουν «χυθεί τόνοι μελάνης» για τη συγγραφή διαφόρων επιστημονικών πονημάτων, τόσο στον τομέα των θεωρητικών –φιλολογίας, φιλοσοφίας,
θεολογίας– επιστημών, όσοι και των θετικών–φυσικής, αστρονομίας, μαθηματικών κ.λπ.
Μέσα από την Παράφραση τού Παχυμέρη στρέψαμε τον στόχο μας αρχικά στο να παρουσιάσουμε μία κοσμοθεωρητική παράδοση που διαρκεί περίπου οκτώ αιώνες. Η ανάπτυξη τού βίου και τού ιστορικού γίγνεσθαι τής εποχής τού κορυφαίου αυτού διανοητή τής χριστιανικής παραδόσεως μάς εισήγαγε στο μέτρο που η φιλοσοφία αποτέλεσε το πλαίσιο επί του οποίου στηρίχθηκε λεκτικά η χριστιανική Θεολογία και το κατά πόσο αυτή η σχέση υπερέβη τα διακριτά όρια μεταξύ αυτών των δύο θεωρητικών κλάδων.
Μέσα από την Παράφραση του κειμένου τού Αρεοπαγίτου, παρουσιάζεται με κάθε προφάνεια ότι το περιεχόμενό της αποτελεί την κύρια συστηματική κατεύθυνση τής πρώιμης βυζαντινής θεολογίας-φιλοσοφίας, με τη συνάφεια τών δύο αυτών κλάδων σε ορισμένα σημεία να είναι πέραν του εμφανούς.
Γενικότερα, οι Πατέρες της Εκκλησίας επ’ουδενί δεν επεχείρησαν καί δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τη θύραθεν παιδεία και την ελληνική σκέψη. Θαύμασαν τις υψηλές στιγμές της και χρησιμοποίησαν τις δομές και την οργάνωσή της. Έδωσαν, όμως, άλλο περιεχόμενο στην ορολογία της, τη μετουσίωσαν μέσα από τη χριστιανική διδασκαλία. Με βάση την εν λόγω μεθερμηνεία, εξετάσαμε κατά πόσο αυτή η πτυχή τηρήθηκε στην περίπτωση τού Παχυμέρη. Έτσι, προέβημεν σε μία, ούτως ειπείν, θεωρητική ανακατασκευή των βασικών εννοιών τής διδασκαλίας τού Παχυμέρη υπό το φιλοσοφικό πρίσμα . Έτσι, κατορθώσαμε να επιτευχθεί π.χ. η διάκριση μεταξύ ουσίας και μορφής, και μπορέσαμε να αξιολογήσουμε στον δέοντα βαθμό τον τρόπο συγκροτήσεως και χρήσεως των θεολογικών εννοιών με βάση τις θεμελιώδεις αρχές του κλάδου της Γνωσιολογίας.
Κινηθήκαμε μέσα σε μία αντίστροφη προοπτική. Συγκεκριμένα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι τό Πατερικό Πνεύμα και η Παράδοση της Χριστιανικής Ανατολής είχαν την ανάγκη για τη συνεχή επανέκφρασή τους τη γλώσσα της κάθε εποχής, για να επικαιροποιούνται αναλόγως. Υπό την οπτική αυτή, ορίστηκε η ουσιώδης διαφορά φιλοσοφίας και θεολογίας. Η χριστιανική θεολογία αναντιλέκτως συνδέεται με τα όσα υποστήριξαν οι διανοητές της, οι οποίοι πάντως σε κάθε εποχή δεν εργάζονται ερήμην του πνευματικού πλούτου τής Εκκλησίας, ο οποίος αποτελούσε το κριτήριο για τη στάση έναντι της φιλοσοφίας.
Από την άλλη πλευρά, επιχειρήσαμε να δείξουμε ότι ο φιλόσοφος γενικώς «φιλοδοξεί» να δώσει και μία προσωπική λύση σε ό,τι διαδραματίζεται στο φυσικό σύμπαν και στην κοινωνία και ότι ενδιαφέρεται να πείσει για την ορθότητα τής δικής του απόψεως, με διαλεκτικό βεβαίως τρόπο. Σκοπός μας ήταν να φανεί ότι στο πλαίσιο της Θεολογίας η Φιλοσοφία υπερβαίνει τα αυστηρά ανθρωποκεντρικά κριτήριά της και ανάγεται σε μυστικά και ενορατικά. Έτσι, μέσα από τήν κεκαλυμμένη ή την Μεταφυσική τής υπερβατικότητας γνωρίζουμε τη Μεταφυσική τής εμμένειας. Τα ανωτέρω τα εξετάσαμε διεξοδικά στην Παράφραση του Παχυμέρη, δεινού μελετητή της ελληνικής φιλοσοφίας
και εκφραστή του ανθρωπιστικού πνεύματος. Εξάλλου, τέτοια ζητήματα ετέθησαν ήδη στην νεοπλατωνική Σχολή, με προεξάρχοντα τον Πρόκλο, τον οποίο είχε μελετήσει εξαντλητικά ο Παχυμέρης.
Μέσα από τη μελέτη των σχετικών κειμένων τού Γεωργίου Παχυμέρη, αναδείξαμε το εάν, εντός του πλαισίου τού βυζαντινού ανθρωπισμού, επιχειρείται και υπό ποιούς όρους να συγκροτηθεί ένα συνεκτικό σύστημα Γνώσεως. Κατά βάση δηλαδή, αναλάβαμε να αναδείξουμε το αν ο εν λόγω χριστιανός ερευνητής μπορεί να εκληφθεί ως ο διανοητής εκείνος, ο οποίος κινείται με αυστηρές επιστημολογικές αρχές. Η διεύρυνση τής εν λόγω λεπτομέρειας έχει καίρια σημασία για την ιστορία της φιλοσοφίας και της θεολογίας, καθότι θα δοθούν
ορισμένες απαντήσεις αναφορικά με το εάν είναι εφικτή η συμπόρευση ανάμεσα στην πίστη και στον ορθό λόγο. Πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο εξακολουθεί να απασχολεί και στη σύγχρονη εποχή την έρευνα και το οποίο είχαν προσεγγίσει με αυστηρές οριογραμμίσεις οι πλείονες εκ των εκπροσώπων της Νεοπλατωνικής Σχολής. Για παράδειγμα, ο Πρόκλος και ο Δαμάσκιος, στην προοπτική ενός ολιστικού επιστημολογικού παραδείγματος προσέγγιζαν το ίδιο θέμα και επιστημονικά και φιλοσοφικά και θεολογικά, χωρίς μάλιστα να οδηγούνται σε άτοπους συμφυρμούς ανάμεσα στις τρεις αυτές θεωρήσεις.
Τέλος, στις ερευνητικές στοχεύσεις μας ήταν να εξετάσουμε, έστω ακροθιγώς, το αν στα κείμενα του Παχυμέρη συναντάμε στοιχεία της τυπικής λογικής από την Αριστοτελική Παράδοση και ιδιαίτερα από την Νεοπλατωνική εκδοχή της όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον Πρόκλο και το Δαμάσκιο. Άλλωστε, ο Παχυμέρης είναι δεινός αριστοτελιστής και η επικοινωνία του με τα νεοπλατωνικά κείμενα είναι αδιαμφισβήτητη.
Μέσα από την Παράφραση αυτή του Παχυμέρη οδηγηθήκαμε στά εξής συμπεράσματα:
Α. Η θεωρία και η γνώση του Θεού δεν γίνεται με την όραση ούτε με την ακοή, διότι Εκείνος είναι απολύτως μακράν από κάθε αίσθηση και ανθρώπινη διάσταση, έξω από κάθε σχήμα και λογική προθεώρηση. Η προσπάθεια τής κατακτήσεως τής γνώσεως τού Θεού ενέχει αξιώσεις και απαιτεί από ένα σημείο και εκείθεν το να θέσουμε στο περιθώριο κάθετι υλικό και νοητικό που μας κρατά δέσμιους στις εκκοσμικευμένες αναφορές τής συνείδησης. Έτσι, ως άλλος Μωυσής, έχοντας εξάγει ακόμα και τα υποδήματά μας – το σύμβολο δηλαδή των υλικών δεσμών μας – αναλαμβάνουμε το εγχείρημα να ανέβουμε στο όρος της θεογνωσίας. Μέσα από το θείον γνόφον καθώς και από τις εκάστοτε υπερβάσεις των γνωστικών κατακτήσεων, ο άνθρωπος θα αποκτήσει συνείδηση των όρων δυνατότητάς του για συνάντηση με την αυτοϊδρυτική υπερβατικότητα. Για τον ανθρώπινο νου, η ουσία τού Θεού καλύπτεται από βαθύ σκότος έτσι, ώστε να μην μπορεί κάποιος να την διακρίνει ούτε κατ’ ελάχιστον. Το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η γνώση του Θεοῦ μέσα από την αγνωσία Του.
Β. Μέσα στο πλαίσιο της θεολογίας η χρήση της πλατωνικής, της αριστοτελικής, της νεοπλατωνικής και εν γένει της μεταφυσικής φιλοσοφίας υπερβαίνει τα αυστηρά ανθρωποκεντρικά κριτήριά τους και ανάγεται σε μυστικά και ενορατικά σχήματα για τη γνώση του Θεού και τον τρόπο μέθεξης τού έλλογου ανθρώπινου δημιουργήματος στον Δημιουργό Του. Πρόκειται για μία λεπτομέρεια που είναι απαραίτητη για την υπαρξιακή πληρότητα του πρώτου, δηλαδή τη θέωσή του, την επίτευξη του σκοπού της δημιουργίας του, το «καθ᾿ ὁμοίωσιν».
Γ. Στό κείμενο του Παχυμέρη συναντάμε έναν χριστιανικό αριστοτελισμό και έναν χριστιανικό νεοπλατωνισμό, χωρίς όμως να αλλοιώνεται το χριστιανικό δόγμα και η παραδοσιακή διδασκαλία του Χριστιανισμοῦ των προηγούμενων αιώνων.
Δ. Με τις διεισδυτικές παρατηρήσεις του ένας εναγκαλισμός της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, με απόρριψη όμως της αρχαίας ελληνικής παγανιστικής θεολογίας. Επιπλέον, υπάρχουν εμφανή σημεία αναφοράς για τη στενή σχέση αυτών των δύο σε επίπεδο γνωσιοθεωρητικό, χωρίς όμως να εμφανίζονται τάσεις για υιοθέτηση του γνωστικισμού.
Ε. Η συμβολική θεολογία αποτελεί ένα από τα κεφαλαιώδη σημεία στο έργο του Παχυμέρη για την αναγωγή του ανθρώπου στη γνώση του Θεού, μέσω βεβαίως των δεουσών αποκωδικοποιήσεων - κατανοήσεων.
Στ. Η γνώση του Θεοῦ γίνεται κτήμα του εκάστοτε μυημένου μέσα από την αγνωσία του θείου γνόφου.
Ζ. Τέλος να σημειώσουμε ότι σε ορισμένες θεματικές συνάφειες εξετάστηκαν υπό το πρίσμα και της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας και γενικότερα της θύραθεν φιλοσοφίας της εποχής συγκεκριμένοι όροι που διαδραματίζουν κεφαλαιώδη ρόλο στην συγκρότηση της χριστιανικής διδασκαλίας, με τις μεθερμηνείες να είναι διάχυτες.
Το ταξίδι της συγγραφής αυτής της εργασίας θα αποτελέσει το εφαλτήριο να εντρυφήσουμε περαιτέρω στη φιλοσοφία των σημαντικών Ελλήνων φιλοσόφων τόσο της εποχής προ Χριστού αλλά και μετά Χριστόν. Βεβαίως, έπρεπε σε πλείστες των περιπτώσεων να κινηθούμε προσεκτικά ανάμεσα στα μεγέθη της Χριστιανικής Διδασκαλίας και της Φιλοσοφίας, για να μην παραχαράξουμε τη σχέση τους στο έργο του Παχυμέρη. Επιπλέον, ήταν απαραίτητο να αναδείξουμε το πώς προκύπτουν οι συναντήσεις των οριζόντων δύο διαφορετικών πνευματικών ρευμάτων, ώστε να κατανοήσουμε την διαλεκτική εκτύλιξη των ιδεών ιστορικά. Το βέβαιο ότι τέτοιου είδους ερευνητικά εγχειρήματα ενέχουν πλείστα διακυβεύματα καθότι οι εννοιολογικές οριογραμμίσεις αλλά και οι υπαρξιακές αναλογίες που τροφοδοτούν την ανάπτυξη των κοσμοθεωριών δεν είναι προφανείς. Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι μία τέτοια διαπίστωση θα οδηγήσει σε έναν άγονο αγνωστικισμό ή σε αναγωγή των ερευνητικών επιχειρημάτων. Τουναντίον μάλιστα.
Θα σημειώναμε, επιπλέον, ότι ήδη από την αρχή της Παράφρασής του σε όλες τις πραγματείες του Αρεοπαγίτη ο Παχυμέρης θέτει το ζήτημα περί των ορίων δυνατότητας –εμβελείας της ανθρώπινης γνώσης. Ωστόσο, η επισήμανσή του αυτή δεν τον αποτρέπει από το να προβεί σε μία επεξεργασία όσων θεμάτων κρίνει ότι μπορούν να τύχουν μίας ενδελεχούς επιμελητείας του. Και μάλιστα είναι ενδιαφέρον ότι το όλον εγχείρημά του το θεμελιώνει σε μία εδραία επιχειρηματολογία, διά της οποίας θα υποστηρίζαμε ότι προβαίνει σε μία έλλογη δόμηση της Μεταφυσικής.
Κλείνοντας ως επιμύθιο θα θέταμε το ακόλουθο απόσπασμα τού Γ. Παχυμέρη σχετικά τη σοφία του Θεού, το οποίο παράλληλα φανερώνει την περιορισμένη εμβέλεια του ανθρώπινου νου: «Πολυποίκιλον λέγει τήν σοφίαν τοῦ Θεοῦ, κατά τόν μέγαν ἀπόστολον Παῦλον. Δοκεῖ δέ τά δύο ἐναντία εἶναι, τό τε ἁπλοῦν καί τό πολυποίκιλον. Ἀλλ’ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι τό ἁπλοῦν μέν εἶπεν, ἵνα δηλώσῃ τό ἀσύνθετον τοῦ Θεοῦ, καί τό μηδεμιᾶς διπλόης ἐπιδεόμενον· οὐ γάρ ἐκ μαθήσεως σοφός ὁ Θεός, ἀλλ’ αὐτόχρημα
σοφία ἐστί. Τό δέ πολυποίκιλον, διότι εἰς πολλά γνώσεως εἴδη μετατυποῦται διά τήν τῶν ἐλλαμπομένων ἀσθένειαν· ἀρχιερεύς γάρ ἐστι μέγας συμπάσχων ταῖς ἡμῶν ἀσθενείαις· ὥστε ἁπλῆ μέν λέγεται σοφία Θεοῦ κατά τήν φύσιν, πολύτροπος δέ κατά τήν πρόνοιαν»538.
ΤΕΛΟΣ
Σημειώσεις
538 Γεωργίου Παχυμέρη, Παράφρασις εἰς τό Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας, ΚΕ΄, 4, PG 353A.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου