Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2017

Ουφολογία ως σωτηριολογική θρησκεία (5)


 Ουφολογία ως σωτηριολογική θρησκεία ε 
 .
Του Ernst Benz, από το βιβλίο: Ausserirdische Welten, Von Kopernikus zu den Ufos.
.
 (Εξωγήϊνοι κόσμοι, από τον Κοπέρνικο μέχρι τα ούφο), Aurum Verlag, Edition 2000
Το σοκ που προκάλεσε η επανάσταση του Κοπέρνικου

Κοπέρνικος.jpgΗ κοπερνίκεια αντίληψη για τον κόσμο, όπου η γη είναι απλά ένας πλανήτης ανάμεσα στους αναρίθμητους άλλους, έχει καταστεί γενικευμένο θεμελιώδες συστατικό της κοσμικής συνείδησης, μόνο από την εποχή που τα διαστημικά ταξίδια έδωσαν την δυνατότητα να φωτογραφηθεί από το φεγγάρι, ή και από την πορεία προς αυτό, η γυαλιστερή γήινη σφαίρα. Είναι η ολοκλήρωση μιας διαδικασίας αιώνων, που ξεκίνησε στο τέλος του 15ου αιώνα, και επέφερε μια από τις μεγαλύτερες πνευματικές επαναστάσεις της ανθρωπότητας. Γιατί η ανακάλυψη του Κοπέρνικου (που την εκλέπτυναν και επέκτειναν ο Γαλιλαίος, ο Κέπλερ και ο Νεύτων), είχε προκαλέσει ένα τέτοιο σοκ, που την πρώτη του δημόσια έκφραση βρήκε στην καταδίκη του  Γαλιλαίου από την Εκκλησία, το 1633;

Οι άνθρωποι βέβαια, λόγω μιας εσώτατης καταβολής μέσα στην ανθρώπινη φύση, θέλουν να ζουν σε ένα κόσμο με νόημα, σε ένα πλαίσιο με τάξη, το περιεχόμενο τού οποίου καθορίζει το αίσθημα μας περί κόσμου, ζωής και φύσης. Αυτή η γη ήταν για τον αρχαίο και μεσαιωνικό Χριστιανισμό το κεντρικό έργο τής θεϊκής δημιουργίας. Ο άνθρωπος ήταν το κύριο πλάσμα αυτής της γης, δημιουργημένος βάσει της εικόνας του Θεού, η κύρια ασχολία τού Θεού ήταν η διατήρηση αυτού του κόσμου και η πραγμάτωση τού σχεδίου σωτηρίας τής ανθρωπότητας. Με τους εκλεκτούς αυτής της γης θέλει να εγκαθιδρύσει την βασιλεία του. Ο ήλιος, η σελήνη και τα άστρα φωτίζουν αυτή τήν σκηνή τής θεϊκής δραστηριότητας, με ένα από τον Θεό καθορισμένο ρυθμό. Αυτό ήταν το θεμέλιο τής αντίληψης τού κόσμου στον αρχαίο Χριστιανισμό, που το επιβεβαίωνε ένα γεγονός τής στον Πτολεμαίο βασισμένης αντίληψης τού κόσμου: το πρωί βγαίνει ο ήλιος, το βράδυ φεύγει, και η σελήνη και οι πλανήτες εμφανίζονται με συγκεκριμένο ρυθμό εντός του φωτεινού στερεώματος που σχηματίζουν οι απλανείς αστέρες.

Η δημοσιοποίηση τής αντίληψης του Κοπέρνικου περί του κόσμου, πρέπει να προκάλεσε βαθιά αναταραχή: η γη, μέχρι τότε η μοναδική σκηνή τής επιβεβαίωσης του Θεού, εμφανιζόταν ως ένας κόκκος σκόνης εν μέσω τής τρομακτικής στρατιάς ήλιων, που πιθανόν να έχουν παρόμοιους δορυφόρους  όπως είναι οι πλανήτες του δικού μας ηλιακού συστήματος. Και ο άνθρωπος φαινόταν σαν σκόνη πάνω σε αυτών τον κόκκο σκόνης. Η ενσάρκωση τού Θεού στον Ιησού Χριστό, το κύριο γεγονός όλης της ιστορίας τής σωτηρίας, υποβιβαζόταν σε ένα επεισόδιο πάνω σε ένα παράπλευρο σκηνικό του κόσμου, ή γινόταν μάλιστα αμφίβολο. Όλες οι αντιλήψεις πάνω στό νοηματικό οικοδόμημα της ανθρωπότητας στό οποίο βασιζόταν, και που ήταν το θεμέλιο της συνείδησης του εαυτού και του κόσμου, είχε καταρρεύσει. Αυτή την διαδικασία ονομάζουμε κοπερνίκειο σοκ. Η ανθρωπότητα η οποία είχε ξεριζωθεί από το παλιό της αξιακό πλαίσιο, έπρεπε να αντιμετωπίσει στο πνευματικό, ψυχικό και συναισθηματικό επίπεδο την νέα κοσμοθεωρία, η οποία αμφισβητούσε το μέχρι τότε αυτονόητο. Μια τρομακτική εργασία.

Οι συνέπειες και η διάδοση του σοκ

Το σοκ αυτό βέβαια δεν ενήργησε εν μιά νυκτί. Το αντίθετο. Προχώρησε πολύ αργά. Η νέα κοσμοθεωρία ήταν για αιώνες μια μυστική διδασκαλία λίγων μορφωμένων αστρονόμων. Αλλά ακόμα και όταν οι διδασκαλίες του Κοπέρνικου είχαν αποκτήσει μεγαλύτερη δημοσιότητα, και είχε φτάσει ακόμα και στα αυτιά μερικών θεολόγων, οι οποίοι ήταν σε θέση να εκτιμήσουν τις συνέπειες τής νέας σκέψης για την βιβλική σκέψη, προσωπικότητες τής καθολικής Εκκλησίας κατέβαλαν προσπάθειες ώστε να μην απαγορευθεί η νέα κοσμοθεωρία, αλλά να επιτραπεί η διάδοσή της ως μια υπόθεση των αστρονόμων, η οποία είναι σε θέση να εξηγήσει καλύτερα μερικά αινιγματικά αστρονομικά φαινόμενα. Η αντίσταση από πλευράς τής Εκκλησίας ξεκίνησε, όταν αστρονόμοι σαν τον Γαλιλαίο επέμειναν, πως η νέα κοσμοθεωρία δεν είναι υπόθεση, αλλά πως το σύμπαν είναι δομημένο έτσι όπως αυτοί το παρουσιάζουν, και πως η παλιά κοσμοθεωρία ήταν αντικειμενικά εσφαλμένη και πως έχει επιστημονικώς ανατραπεί.

Η αντίσταση αυτή, πρέπει να το παραδεχθούμε, ήταν αυτονόητη. Η Εκκλησία δεν ήταν φορέας τής αντίστασης, επειδή μερικοί ξεροκέφαλοι θεολόγοι δεν ήταν σε θέση πνευματικά και επιστημονικά, να παρακολουθήσουν τις νέες αστρονομικές γνώσεις και του μαθηματικούς υπολογισμούς. Η Εκκλησία έπρεπε να υπερασπιστεί το θεμελιώδες νόημα του κόσμου, πάνω στο οποίο βασιζόταν η αντίληψη της περί Θεού και ανθρώπου, περί δημιουργίας και σωτηρίας, ζωής και θανάτου, σωτηρίας και απώλειας, παραδείσου και κόλασης. Με τους θεολόγους που καταπολεμούσαν την κοπερνίκειο κοσμοθεωρία, αντιδρούσε ο Χριστιανισμός στο σοκ που προκάλεσε η ανακάλυψη της νέας κοσμοθεωρίας.

Το σοκ αυτό κατέλαβε αργά το πλατύ κοινό. Ο Ortega y Gasset, επισημαίνει ιδιαιτέρως αυτό το γεγονός στο βιβλίο του «Οι παγκόσμιες ιστορικές κρίσεις».

Πρώτος ο Giordano Bruno, τον οποίο έκαψαν το 1600 στο Campo de Fiore στην Ρώμη, «που ήταν ο σχεδόν μεθυσμένος ομολογητής του απείρου, κατακερμάτισε πραγματικά τον παλιό οίκο του κόσμου, και απέδειξε πως κάθε απλανής αστέρας είναι πυρήνας ηλιακών συστημάτων που χάνονται στο άπειρο»3.

Αλλά και μετά την δίκη του Γαλιλαίου, που έλαβε χώρα 60 χρόνια μετά την εμφάνιση του έργου του Κοπέρνικου, η νέα κοσμοθεωρία ήταν αποκλειστικό προνόμιο μερικών ειδικών.

Αυτή η αργή διείσδυση της κοπερνίκειας κοσμοθεωρίας, δεν έλαβε χώρα μόνο στο πεδίο της καθολικής επιστήμης (που είχε ως έμβλημα την αναθεματιστική καταδίκη του Γαλιλαίου). Διείσδυσε και στην προτεσταντική επιστήμη, τόσο στην Γερμανία όσο και στην Ελβετία. Ο PaulWernle το έδειξε αυτό πολύ παραστατικά στο έργο του «Ελβετικός Προτεσταντισμός κατά του 18οαιώνα». Το 1675 στην Βασιλεία, (όπου ο Syllabus controversarium του 1662 καθόριζε ως άρθρο πίστεως την ακινησία τής γης και την κίνηση του ήλιου και των αστέρων περί την γην), είχε απαγορευθεί στον καθηγητή μαθηματικών Peter Megerlin, από τον πρύτανη του πανεπιστημίου, να δίνει διαλέξεις που περιείχαν τις διδασκαλίες του Κοπέρνικου. Το 1681 του είχε απαγορευθεί να εκδώσει στην Βασιλεία ή αλλού, το βιβλίο του «Systema mundi copernicanum argumentis invictisdemonstratum». Όταν το επόμενο έτος το τύπωσε στο Amsterdam, την γλύτωσε τιμωρούμενος απλώς με μια επίπληξη.

Στην Ζυρίχη, ο ερευνητής Johann Jakob Scheuchzer, στο έργο του «Physica oderNaturwissenschaft», στις εκδόσεις από το 1701 και μετά, δεν εξέφραζε την γνώμη του περί του ερωτήματος που προκαλούσε την έριδα. Περιοριζόταν στο να εκθέτει απλώς τα επιχειρήματα του Πτολεμαίου και οπαδών του Κοπέρνικου. Όταν ο ίδιος ερευνητής, που στο μεταξύ είχε προαχθεί σε καθηγητή μαθηματικών, το 1721 ήθελε να τυπώσει το έργο του «Jobi physica sacra», έλαβε από τους λογοκριτές την οδηγία να «παραλείψει το σύστημα του Κοπέρνικου, γιατί οι κύριοι προϊστάμενοι το απεχθάνονται.» Στην καθυστέρηση του θριάμβου του Κοπέρνικου και του Νεύτωνα, συνέβαλε αποφασιστικά και η ασθενής προσπάθεια διαμεσολάβησης τού Descartes. Αυτός για λόγους συμβιβασμού με την Εκκλησία, προσπάθησε να σώσει την ακινησία της γης εντός του ηλιακού συστήματος, και φαίνεται πως τα επιχειρήματά του είχαν κάτι γοητευτικό για τους σύγχρονους του. Ακόμα και και Johannes IBernoulli, ο μεγάλος μαθηματικός, είχε μείνει καρτεσιανός σε όλη του τη ζωή. Ο De Crousaz στην Λοζάνη, ο Leonard Euler στην Αγία Πετρούπολη και το Βερολίνο, αποδέχτηκαν την διδασκαλία του Νεύτωνα. Μόνο αφότου οι Daniel BernoulliGabriel Cramer και ο φίλος του Calandrini, έσπασαν την αντίσταση κατά της διδασκαλίας του Νεύτωνα, είχε ολοκληρωθεί η νίκη της διδασκαλίας του Κοπέρνικου στο ελβετικό έδαφος. ΟAlbrecht von Haller μπορούσε πια πανηγυρίσει: «Επιτέλους ήρθε η μέρα, που ο κρυστάλλινος ουρανός, η υπεροπτική θέση τής γης στο κέντρο του κόσμου, η αχρείαστη ταχύτητα του ήλιου και των απλανών αστέρων, και τα άλλα λάθη αυτού του οικοδομήματος ξεχώρισαν από την αληθινή διδασκαλία».

Είχε αφεθεί στον Pope η τιμή να ντύσει την νέα αυτή γνώση με θριαμβευτικούς τοίχους:

Nature und Nature’s Laws lay hid in night.

God said: «Let Newton be», und all was light.

Αν πραγματικά θέλουμε να κατανοήσουμε το φαινόμενο που ονομάζουμε κοπερνίκειο σοκ, πρέπει να περιοριστούμε σε μαρτυρίες, όπου η επίγνωση των συνεπειών αυτής της νέας κοσμοθεωρίας διεισδύει στις θρησκευτικές εμπειρίες ευσεβών ανθρώπων του 17ου και 18ου αιώνα. Ανθρώπων που ανησύχησαν βαθιά από την ματιά στην άπειρη άβυσσο τού νέου κόσμου.

Στην πνευματική ποίηση, η οποία βρίσκεται και στα ψαλτήρια των διαφόρων ενοριών, εμφανίζονται νέοι τόνοι. Ο Johann Rist, ιερέας από την πόλη Wedel (περιοχή Holstein), την εποχή του διάσημος και από τον αυτοκράτορα τιμημένος ποιητής, γράφει το 1660:

Ω αιωνιότης, λόγε της βροντής,

Ω σπαθί, που την ψυχή τρυπάς,

Ω αρχή, αλλά και τέλος,

Ω αιωνιότης, χρόνε χωρίς χρόνο,

Από την μεγάλη μου λύπη

Δεν ξέρω σε ποιον να στραφώ.

Ένας λαϊκός, όπως ο Jakob Böhme, περιγράφει την κατάσταση του, πριν του ανοιχθεί η «θέα προς το όν των όντων» ως εξής: «φρίκη της ψυχής μπρος στην σκοτεινή άβυσσο», και περιγράφει πως «περιέπεσα σε μια σκληρή μελαγχολία και θλίψη, όταν αντίκρισα το βάθος αυτού του κόσμου...ήμουν εξαιτίας του εντελώς μελαγχολικός και πολύ θλιμμένος, καμιά γραφή δεν μπορούσε να με παρηγορήσει, την οποία γνώριζα καλά: και ο διάβολος σίγουρα δε θα πανηγύρισε, που μου επέβαλε ειδωλολατρικούς λογισμούς, τους οποίους θα αποσιωπήσω». Ένας τόσο ευσεβής άνθρωπος, όπως παπουτσής Böhme, αισθάνεται φρίκη για την άνοδο ειδωλολατρικών, δηλαδή άθεων, μηδενιστικών λογισμών, που προκαλούσε το βλέμμα στο τρομακτικό βάθος  του νέου κόσμου.

Αυτά που ο Böhme θέλει να αποσιωπήσει, τους «ειδωλολατρικούς λογισμούς», ο διάβολος τού τους «επέβαλε», τους βρίσκουμε εκφρασμένους σε ένα κείμενο, που αποτελεί την γλωσσικά ισχυρότερη προσπάθεια έκφρασης της μηδενιστικής πτυχής του κοπερνίκειου σοκ. Είναι το κείμενο του Jean Paul:  «Ομιλία του νεκρού Χριστού, απευθυνόμενος από το κοσμικό οικοδόμημα προς τα κάτω, ότι δεν υπάρχει Θεός»6. Ο νεκρός Χριστός λέει: «Περπάτησα ανάμεσα στους κόσμους, ανέβηκα στους ήλιους και πέταξα μαζί με τους γαλαξίες δια μέσου των ερήμων του ουρανού. Αλλά δεν υπάρχει κανένας Θεός. Κατέβηκα, μέχρι εκεί που η πέτρα ρίχνει την σκιά της, και κοίταξα μέσα στην άβυσσο και φώναξα: πατέρα, που είσαι; Αλλά άκουσα μόνο την αιώνια καταιγίδα, την οποία κανείς δεν εξουσιάζει, και το ουράνιο τόξο από τα πλάσματα, ήταν εκεί χωρίς τον ήλιο που το δημιούργησε. Το ουράνιο τόξο ήταν πάνω από την άβυσσο και έσταζε. Και όταν κοίταξα προς τα πάνω, προς τον άμετρο κόσμο, ψάχνοντας το θεϊκό μάτι, ο κόσμος με κοίταξε με μια κενή, χωρίς πάτο κόγχη οφθαλμού, και η αιωνιότητα ήταν πάνω από το χάος, και μασούσε και μηρύκαζε τον εαυτό της-φωνάξτε παράφωνα, διώξτε τις σκιές με τις φωνές. Γιατί αυτός δεν είναι. Οι παραφωνίες ούρλιαξαν πιο δυνατά, αποχωρίστηκαν οι τοίχοι του ναού τρέμοντας, και ο ναός και τα παιδιά βυθίστηκαν-και ολόκληρη η γη και ο ήλιος βυθίστηκαν-όλο το κοσμικό οικοδόμημα βυθίστηκε μπροστά μας με την απεραντοσύνη του- και πάνω στην κορυφή της άμετρης φύσης στεκόταν ο Χριστός και κοίταζε το κοσμικό οικοδόμημα, διάτρητο από χιλιάδες ήλιους, να κοίταζε μέσα στην αιώνια νύχτα ένα σκαμμένο ορυχείο, όπου οι ήλιοι είναι σαν τα φωτιστικά των υπόγειων διαδρόμων, και οι γαλαξίες σαν τις φλέβες αργύρου.

Και όταν ο Χριστός είδε τους κόσμους να συνωστίζονται, το παιχνίδισμα των κοσμικών πλανόμενων φώτων, και τους κοραλλιογενείς υφάλους από παλλόμενες καρδιές, και όταν είδε πως η μια κοσμική σφαίρα μετά την άλλη ρίχνει τις ψυχές της στη θάλασσα των νεκρών, και όταν είδε μια υδρόγειο να διασκορπίζει τα φώτα πάνω στα κύματα της: τότε σήκωσε τα μάτια, σαν ο μεγαλύτερος των πεπερασμένων, και κοίταξε το τίποτα και την κενή απεραντοσύνη και είπε: άκαμπτο, αμβλύ τίποτα! Ψυχρή αιώνια ανάγκη! Παρανοϊκή τυχαιότητα! Γνωρίζεστε μεταξύ σας; Πότε θα θρυμματίσετε το οικοδόμημα και εμένα; Τυχαιότητα, μήπως γνωρίζεις πότε προχωράς με τις καταιγίδες διά μέσου του χιονιού των αστεριών, και στροβιλίζεις τον ένα ήλιο γύρω από τον άλλο, και όταν η δρόσος των αστεριών σβήνει όταν περνάς; Πως είναι ο καθένας τόσο μόνος στο κελλάρι των νεκρών του σύμπαντος!»

Αυτός ο βαθύς τρόμος αντικατοπτρίζεται περιστασιακά στην φυσική φιλοσοφία του ρομαντισμού.

Στον διάλογο του Schelling «Κλάρα, περί της σχέσης της φύσεως με τον κόσμο των πνευμάτων», λέει η Κλάρα, που εδώ έχει την θέση της μακαρίτισσας Καρολίνας: «Στην νεότητά μου είχα την συνήθεια να τά καταλαβαίνω όλα κυριολεκτικά. Έτσι πίστευα, όταν γινόταν λόγος για τον ήλιο και άλλα αυτόφωτα άστρα, πως αυτά είναι από πάνω μας, πως βρίσκονται σε ένα πραγματικά ανώτερο και πολύ πιο λαμπρό χώρο από την γη μας. Το ίδιο και όταν γινόταν λόγος για τον Θεό, πως είναι ψηλά, ή για τις ψυχές των ευσεβών, πως είναι μαζί με τον Θεό στον ουρανό, το έπαιρνα κυριολεκτικά. Αργότερα, καθώς μεγάλωνα, με δίδαξαν καλύτερα. Μου είπαν πως πάνω και κάτω είναι απλώς έννοιες σχέσης, και πως είναι πιο σωστό να λέμε πως ήλιος είναι από κάτω μας, αφού στην πραγματικότητα πέφτουμε πάνω του, και διαρκώς μας ελκύει,όπως η γη. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για τα άλλα αστέρια, ότι είναι κάτω από μας.  Παντού είναι απλώς ένα απέραντο βάθος και ένα σκέτο κάτω. Ένας ουρανός, ως ένα ανώτερο και καλύτερο μέρος, δεν υφίσταται, αλλά παντού κάτι σαν την γη, που έχει το κάτω της σε ένα ήλιο παρόμοιο με τον δικό μας, και αυτοί οι ήλιοι έχουν ίσως άλλα πιο μεγάλα σώματα από κάτω, και έτσι προχωράει ασταμάτητα προς το βάθος και στην  άμετρη άβυσσο, πάντα προς τα κάτω. Τώρα ζαλίστηκα από τους άμετρους αριθμούς και τις απίστευτες μάζες».

Συνεχίζεται
Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: