Αφιερωμένο σε όλους αυτούς που έχουν εικονίτσες στα προφίλ τους,ανεβάζουν συχνά φωτογραφίες αγίων,ανάβουν τα καντήλια στα ξωκλήσια ,κάνουν μεγάλους σταυρούς,αλλά την ίδια στιγμή στάζουν δηλητήριο για τους πρόσφυγες και μετανάστες...
"Γιατί, πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και μ’ επισκεφθήκατε, φυλακισμένος κι ήρθατε να με δείτε”. Τότε θα του απαντήσουν οι άνθρωποι του Θεού: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; Πότε σε είδαμε ξένον και σε περιμαζέψαμε ή γυμνόν και σε ντύσαμε; Πότε σε είδαμε άρρωστον ή φυλακισμένον κι ήρθαμε να σε επισκεφθούμε;” Τότε θα τους απαντήσει ο βασιλιάς: “σας βεβαιώνω πως αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδερφούς μου, τα κάνατε για μένα”.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 25:35-40
Το μεταναστευτικό δεν είναι σαπουνόπερα
Τάκης Θεοδωρόπουλος13.09.2020 • 21:02 μμ
Η οικογένεια των μεταναστών έχει περάσει τα πάνδεινα, έχει διασχίσει ούτε κι εγώ ξέρω πόσα σύνορα, είδε για πρώτη φορά στη ζωή της θάλασσα όταν επιτέλους βρέθηκε στις ακτές της Τουρκίας, ξόδεψε ό,τι είχε και δεν είχε για να τη διασχίσει, κατέστρεψε ό,τι πιστοποιητικό είχε και με μόνο εφόδιο το κινητό πάτησε το χώμα της Ευρώπης. Τα πράγματα εκεί δεν ήσαν όπως της τα είχαν υποσχεθεί. Βρέθηκε σ’ ένα στρατόπεδο, αν ήταν τυχερή εγκαταστάθηκε σε κοντέινερ, αν όχι σε κάποια σκηνή και της προσέφεραν τα απαραίτητα για την επιβίωσή της. Τροφή, νερό και στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη. Δεν ήταν αυτή η Ευρώπη που είχε ονειρευτεί, η Ευρώπη που με ανοιχτή αγκαλιά περίμενε τη δυστυχία της για να την περιθάλψει. Αφού πέρασε κάποια χρόνια στο στρατόπεδο, ας πούμε πως το λένε Μόρια, κάποιος εμφανίστηκε για να της πει ότι η χώρα της παραχώρησε δικαίωμα ασύλου και ως εκ τούτου δικαιούται να εγκαταλείψει το στρατόπεδο και να κυκλοφορεί ελεύθερα στην επικράτεια.
Η οικογένεια εγκαταλείπει το στρατόπεδο, κουβαλάει μαζί της τα υπάρχοντά της, μπαίνει στο πλοίο, αποβιβάζεται στον Πειραιά, παίρνει τον ηλεκτρικό και βγαίνει στον σταθμό της πλατείας Βικτωρίας. Εκεί συναντάει άλλες οικογένειες που είναι στην ίδια μοίρα και όλοι μαζί περιμένουν το τέλος της περιπέτειάς τους. Υπάρχουν προγράμματα τα οποία φροντίζουν για τη στέγαση όλων των οικογενειών που αντιμετωπίζουν την ίδια κατάσταση. Λέγονται «Ηλιος» και «Εστία», αν δεν κάνω λάθος. Βρίσκουν διαμερίσματα και φροντίζουν να πληρώνουν το ενοίκιο στους ιδιοκτήτες τους. Το κόστος το έχει αναλάβει η Ευρώπη ως αφηρημένη ιδέα με συγκεκριμένο προϋπολογισμό η οποία ευεργετεί την οικογένεια με ένα χρηματικό επίδομα που θα καλύψει τις ανάγκες της για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Το όριο, δε, του διαστήματος εμφανίζεται στο σημείο όπου ο αρχηγός της θα βρει κάποια δουλειά για να μπορέσει επιτέλους να ζήσει ως πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος. Τα παιδιά θα πάνε σχολείο και η σύζυγος θα φροντίζει το σπίτι, υποθέτω με τη βοήθεια αλληλέγγυων φεμινιστριών που θα της εξηγούν ότι τη μαντίλα δεν τη φοράει επειδή την υποχρεώνουν αλλά επειδή είναι στοιχείο της ταυτότητάς της, κοινώς στοιχείο της προσωπικότητάς της.
Ως το σημείο αυτό η υπόθεση έχει τα χαρακτηριστικά σαπουνόπερας, ή, για να χρησιμοποιήσω μια κλασικότερη αναφορά, χαρακτηριστικά «Μελωδίας της Ευτυχίας» χωρίς την υπέροχη φωνή της Τζούλι Αντριους. Οπως το δράμα της οικογένειας Τραπ τελειώνει όταν περνούν τα σύνορα της Ελβετίας για να γλιτώσουν από τους ναζί, έτσι και το δράμα της οικογένειας των μεταναστών τελειώνει όταν επιτέλους, μετά τόσες περιπέτειες, εγκατασταθεί σε ένα διαμέρισμα του κέντρου της Αθήνας. Το ερώτημα είναι τι γίνεται στη συνέχεια.
Και στο σημείο αυτό η σαπουνόπερα γκριζάρει, παίρνει τις αποχρώσεις του ασπρόμαυρου νεορεαλισμού. Η οικογένεια περνάει τις μέρες της στο διαμέρισμα, δεν υποφέρει απ’ τις λάσπες, αισθάνεται κάποια ασφάλεια, όμως εξακολουθεί να είναι απομονωμένη από την υπόλοιπη κοινωνία γύρω της όσο ήταν όταν ζούσε στο στρατόπεδο. Συναντάει μόνον άλλες οικογένειες που είναι σαν κι αυτήν, και εξακολουθεί να φοβάται την κοινωνία που βλέπει γύρω της και να τραυματίζεται από τις ενδυματολογικές συνήθειες των γυναικών. Ευτυχώς γι’ αυτήν στην περιοχή λειτουργούν αρκετά τζαμιά σε διαμερίσματα στα οποία μπορεί να αναζητήσει καταφύγιο την Παρασκευή.
Η ανασφάλεια δεν την έχει εγκαταλείψει. Ο πατέρας δεν ξέρει τι θα γίνει όταν εξαντληθεί το χρονικό όριο που του έχουν δώσει μέχρι να βρει δουλειά.
Ποια δουλειά να βρει και πού να την ψάξει; Το μόνο που ελπίζει είναι η επιδοτούμενη ύπαρξή του να κρατήσει για πάντα. Στο κάτω κάτω αυτό δεν του υποσχέθηκε η Ευρώπη, η επικράτεια των δικαιωμάτων; Η Ευρώπη είναι ο κόσμος των απίστων όπως του υπενθυμίζει ο ιμάμης του όμως, αν αναγνωρίσει τα δικαιώματά του, μπορεί και να σωθεί από την οργή του θεού.
Θα μπορούσα να συνεχίσω. Εκτός από την οικογένεια υπάρχει και ένας ολόκληρος πληθυσμός μοναχικών καβαλάρηδων. Τους βλέπω και τους ζω καθημερινά. Οντως όταν βλέπεις παιδάκια ξαπλωμένα στα πλακάκια της πλατείας Βικτωρίας για να βγάλουν τη νύχτα αντιλαμβάνεσαι την ανωμαλία. Δεν χρειαζόμουν τις φωτογραφίες με τα παιδάκια ξαπλωμένα στο νεκροταφείο κάπου έξω απ’ τη Μόρια για να συνειδητοποιήσω ότι υπάρχει πρόβλημα. Τα χαρίζω στις ψυχούλες που συγκινούνται από τη σαπουνόπερα του μεταναστευτικού.
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι το μεταναστευτικό δεν τελειώνει όπως συνήθως τελειώνουν οι σαπουνόπερες. Η τελευταία του σκηνή είναι στην πραγματικότητα η πρώτη. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή κατά την οποία αυτοί οι άνθρωποι αποκτήσουν το δικαίωμα ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία. Κι αν αυτή τη σκηνή την οργανώσεις με ύφος σαπουνόπερας, «αλληλεγγύης» και «ανθρωπισμού», έχεις αποτύχει. Ο νεορεαλισμός μόνον μπορεί να τη συλλάβει.
"Γιατί, πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και με περιμαζέψατε, γυμνός και με ντύσατε, άρρωστος και μ’ επισκεφθήκατε, φυλακισμένος κι ήρθατε να με δείτε”. Τότε θα του απαντήσουν οι άνθρωποι του Θεού: “Κύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς και σε θρέψαμε ή να διψάς και σου δώσαμε να πιεις; Πότε σε είδαμε ξένον και σε περιμαζέψαμε ή γυμνόν και σε ντύσαμε; Πότε σε είδαμε άρρωστον ή φυλακισμένον κι ήρθαμε να σε επισκεφθούμε;” Τότε θα τους απαντήσει ο βασιλιάς: “σας βεβαιώνω πως αφού τα κάνατε αυτά για έναν από τους άσημους αδερφούς μου, τα κάνατε για μένα”.
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 25:35-40
Το μεταναστευτικό δεν είναι σαπουνόπερα
Τάκης Θεοδωρόπουλος13.09.2020 • 21:02 μμ
Η οικογένεια των μεταναστών έχει περάσει τα πάνδεινα, έχει διασχίσει ούτε κι εγώ ξέρω πόσα σύνορα, είδε για πρώτη φορά στη ζωή της θάλασσα όταν επιτέλους βρέθηκε στις ακτές της Τουρκίας, ξόδεψε ό,τι είχε και δεν είχε για να τη διασχίσει, κατέστρεψε ό,τι πιστοποιητικό είχε και με μόνο εφόδιο το κινητό πάτησε το χώμα της Ευρώπης. Τα πράγματα εκεί δεν ήσαν όπως της τα είχαν υποσχεθεί. Βρέθηκε σ’ ένα στρατόπεδο, αν ήταν τυχερή εγκαταστάθηκε σε κοντέινερ, αν όχι σε κάποια σκηνή και της προσέφεραν τα απαραίτητα για την επιβίωσή της. Τροφή, νερό και στοιχειώδη ιατρική περίθαλψη. Δεν ήταν αυτή η Ευρώπη που είχε ονειρευτεί, η Ευρώπη που με ανοιχτή αγκαλιά περίμενε τη δυστυχία της για να την περιθάλψει. Αφού πέρασε κάποια χρόνια στο στρατόπεδο, ας πούμε πως το λένε Μόρια, κάποιος εμφανίστηκε για να της πει ότι η χώρα της παραχώρησε δικαίωμα ασύλου και ως εκ τούτου δικαιούται να εγκαταλείψει το στρατόπεδο και να κυκλοφορεί ελεύθερα στην επικράτεια.
Η οικογένεια εγκαταλείπει το στρατόπεδο, κουβαλάει μαζί της τα υπάρχοντά της, μπαίνει στο πλοίο, αποβιβάζεται στον Πειραιά, παίρνει τον ηλεκτρικό και βγαίνει στον σταθμό της πλατείας Βικτωρίας. Εκεί συναντάει άλλες οικογένειες που είναι στην ίδια μοίρα και όλοι μαζί περιμένουν το τέλος της περιπέτειάς τους. Υπάρχουν προγράμματα τα οποία φροντίζουν για τη στέγαση όλων των οικογενειών που αντιμετωπίζουν την ίδια κατάσταση. Λέγονται «Ηλιος» και «Εστία», αν δεν κάνω λάθος. Βρίσκουν διαμερίσματα και φροντίζουν να πληρώνουν το ενοίκιο στους ιδιοκτήτες τους. Το κόστος το έχει αναλάβει η Ευρώπη ως αφηρημένη ιδέα με συγκεκριμένο προϋπολογισμό η οποία ευεργετεί την οικογένεια με ένα χρηματικό επίδομα που θα καλύψει τις ανάγκες της για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Το όριο, δε, του διαστήματος εμφανίζεται στο σημείο όπου ο αρχηγός της θα βρει κάποια δουλειά για να μπορέσει επιτέλους να ζήσει ως πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος. Τα παιδιά θα πάνε σχολείο και η σύζυγος θα φροντίζει το σπίτι, υποθέτω με τη βοήθεια αλληλέγγυων φεμινιστριών που θα της εξηγούν ότι τη μαντίλα δεν τη φοράει επειδή την υποχρεώνουν αλλά επειδή είναι στοιχείο της ταυτότητάς της, κοινώς στοιχείο της προσωπικότητάς της.
Ως το σημείο αυτό η υπόθεση έχει τα χαρακτηριστικά σαπουνόπερας, ή, για να χρησιμοποιήσω μια κλασικότερη αναφορά, χαρακτηριστικά «Μελωδίας της Ευτυχίας» χωρίς την υπέροχη φωνή της Τζούλι Αντριους. Οπως το δράμα της οικογένειας Τραπ τελειώνει όταν περνούν τα σύνορα της Ελβετίας για να γλιτώσουν από τους ναζί, έτσι και το δράμα της οικογένειας των μεταναστών τελειώνει όταν επιτέλους, μετά τόσες περιπέτειες, εγκατασταθεί σε ένα διαμέρισμα του κέντρου της Αθήνας. Το ερώτημα είναι τι γίνεται στη συνέχεια.
Και στο σημείο αυτό η σαπουνόπερα γκριζάρει, παίρνει τις αποχρώσεις του ασπρόμαυρου νεορεαλισμού. Η οικογένεια περνάει τις μέρες της στο διαμέρισμα, δεν υποφέρει απ’ τις λάσπες, αισθάνεται κάποια ασφάλεια, όμως εξακολουθεί να είναι απομονωμένη από την υπόλοιπη κοινωνία γύρω της όσο ήταν όταν ζούσε στο στρατόπεδο. Συναντάει μόνον άλλες οικογένειες που είναι σαν κι αυτήν, και εξακολουθεί να φοβάται την κοινωνία που βλέπει γύρω της και να τραυματίζεται από τις ενδυματολογικές συνήθειες των γυναικών. Ευτυχώς γι’ αυτήν στην περιοχή λειτουργούν αρκετά τζαμιά σε διαμερίσματα στα οποία μπορεί να αναζητήσει καταφύγιο την Παρασκευή.
Η ανασφάλεια δεν την έχει εγκαταλείψει. Ο πατέρας δεν ξέρει τι θα γίνει όταν εξαντληθεί το χρονικό όριο που του έχουν δώσει μέχρι να βρει δουλειά.
Ποια δουλειά να βρει και πού να την ψάξει; Το μόνο που ελπίζει είναι η επιδοτούμενη ύπαρξή του να κρατήσει για πάντα. Στο κάτω κάτω αυτό δεν του υποσχέθηκε η Ευρώπη, η επικράτεια των δικαιωμάτων; Η Ευρώπη είναι ο κόσμος των απίστων όπως του υπενθυμίζει ο ιμάμης του όμως, αν αναγνωρίσει τα δικαιώματά του, μπορεί και να σωθεί από την οργή του θεού.
Θα μπορούσα να συνεχίσω. Εκτός από την οικογένεια υπάρχει και ένας ολόκληρος πληθυσμός μοναχικών καβαλάρηδων. Τους βλέπω και τους ζω καθημερινά. Οντως όταν βλέπεις παιδάκια ξαπλωμένα στα πλακάκια της πλατείας Βικτωρίας για να βγάλουν τη νύχτα αντιλαμβάνεσαι την ανωμαλία. Δεν χρειαζόμουν τις φωτογραφίες με τα παιδάκια ξαπλωμένα στο νεκροταφείο κάπου έξω απ’ τη Μόρια για να συνειδητοποιήσω ότι υπάρχει πρόβλημα. Τα χαρίζω στις ψυχούλες που συγκινούνται από τη σαπουνόπερα του μεταναστευτικού.
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι το μεταναστευτικό δεν τελειώνει όπως συνήθως τελειώνουν οι σαπουνόπερες. Η τελευταία του σκηνή είναι στην πραγματικότητα η πρώτη. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή κατά την οποία αυτοί οι άνθρωποι αποκτήσουν το δικαίωμα ένταξής τους στην ελληνική κοινωνία. Κι αν αυτή τη σκηνή την οργανώσεις με ύφος σαπουνόπερας, «αλληλεγγύης» και «ανθρωπισμού», έχεις αποτύχει. Ο νεορεαλισμός μόνον μπορεί να τη συλλάβει.
Η κυρά Γωγώ δέν είναι χριστιανή αλλά θέλει νά διδάξει τούς χριστιανούς. Σάν ευαίσθητη ψυχή. Σάν μετανάστρια καί η ίδια από τήν αληθινή της πατρίδα πού ονειρεύεται ρομαντικούς παραδείσους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου