Κεφάλαιο 4
«Κατὰ λόγον» ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία μόνο ἡ ἀγάπη
Τὸ ἱστορικὸ πρόσωπο Ἰησοῦ τοῦ ἀπὸ Ναζαρέτ, ἔστω καὶ μόνο μὲ πρόσβαση τὴν ἀτομικὴ κατανόηση, συνιστᾶ ἀποκάλυψη. Ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο τῆς Αἰτιώδους Ἀρχῆς τοῦ ὑπάρχειν, ὁ ὁποῖος τρόπος εἶναι ἡ ἐλευθερία. Ὄχι ἡ ἐλευθερία ὡς βουλητικὸ ἁπλῶς γεγονὸς (δυνατότητα ἐπιλογῶν), ἀλλὰ ἡ ἐλευθερία ὡς ὑπαρκτικὸ γεγονός, ὡς τρόπος τῆς ὕπαρξης: νὰ εἶναι ἡ ὕπαρξη ἀδέσμευτη (ἀνυπότακτη) σὲ ὑπαρκτικοὺς προκαθορισμοὺς (ἀναγκαιότητες) — νὰ μὴν καθορίζεται ἡ κάθε ὑποστατικὴ πραγμάτωση τοῦ ὑπάρχειν ἀπὸ δεδομένο (a priori καὶ ἀνερμήνευτα) τρόπο (οὐσία ἢ φύση).
Ὅταν μιλᾶμε γιὰ ὑπαρκτικὴ ἐλευθερία δὲν παραπέμπουμε σὲ μιὰ ἀφηρημένη νοητικὴ σύλληψη. Ἀναφερόμαστε σὲ πραγματικότητα ἐμπειρικὰ προσιτή (ἐνδεχομένως, καὶ ἐν μέρει προσιτὴ): στὴν ἐνεργούμενη ἀγάπη. Καὶ «ἀγάπη», στὴ γλώσσα τῆς ἀνθρώπινης κοινῆς ἐμπειρίας, ὀνομάζουμε ὄχι ψυχολογικοῦ χαρακτήρα «αἰσθηματικὲς» καταστάσεις (συμπάθειας, εὐαρέσκειας, ἀλληλεγγύης, φιλαλληλίας, ἐκτίμησης, στοργῆς, τρυφερότητας, ἀφοσίωσης, γοητευτικῆς ἕλξης, ἐρωτικοῦ πόθου) — ὄχι. Ὡς ἀγάπη ὁρίζουμε τὸ ἐμπειρικὰ βιούμενο καὶ πιστοποιούμενο γεγονὸς τῆς ἀτομικῆς αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς.[ Τί ρεαλιστική αξία μπορεί νά έχει η υποκειμενική αυθυπέρβαση; Τήν βαβαιώνουν τά παιδιά μας;]
Ἀτομικὴ αὐθυπέρβαση χαρακτηρίζουμε τὴν ἀποδέσμευση-ἐλευθερία τοῦ λογικοῦ ὑποκειμένου ἀπὸ τὶς αὐτόνομες (μὴ συνειδητὲς) ἀτομοκεντρικὲς (ἐγωιστικὲς) ἐνορμήσεις (ὁ Φρόυντ τὶς συνόψισε σὲ τρεῖς: αὐτοσυντήρησης, ἐπιβολῆς-κυριαρχίας, ἡδονῆς) ποὺ ὡς ἀδήριτες ἀναγκαιότητες διέπουν κάθε βιολογικὴ ὕπαρξη. Ὁ λογικὸς καὶ βουλητικὸς ἔλεγχος αὐτῶν τῶν ἐνορμήσεων, ἡ ἐλευθερία ἀπὸ τὴ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα ποὺ τὶς χαρακτηρίζει, μᾶς ἐπιτρέπει νὰ μιλᾶμε γιὰ ὑπαρκτικὴ «αὐθυπέρβαση» τοῦ βιολογικοῦ-φυσικοῦ ἀτόμου — ἐλευθερία τῆς λογικῆς καὶ τῆς θέλησης ἔναντι τῆς τυφλῆς ὁρμῆς.[ Τό λογικό υποκείμενο επιτρέπει τήν έκτρωση διότι τό έμβρυο δέν έχει κάν ζωή. Καί πόσο λογική είναι η έκσταση, η αθυπέρβαση;]
Καὶ ἀγάπη ὀνομάζουμε τὴν ἐλευθερία τῆς ἀτομικῆς ὑπαρκτικῆς αὐθυπέρβασης, ὅταν συνιστᾶ πρόθεση καὶ ἐνέργημα αὐτοπροσφορᾶς. Ἡ λογικὴ καὶ βουλητικὴ αὐτοκυριαρχία ἀπὸ μόνη της μπορεῖ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς συνεποῦς γυμναστικῆς μὲ στόχο τὸ ἀτομικὸ κατόρθωμα καὶ τὴν ἀξιομισθία του, ἕνας ναρκισσιστικὸς πρωταθλητισμός. Μόνη (ὡς αὐτοσκοπὸς) ἡ ἀσκητικὴ αὐτοκυριαρχία ὁρίζει τοὺς ἀντίποδες τῆς ἀγάπης: τὴν ὕπαρξη ἐγκυστωμένη στὴν ἀτομοκεντρικὴ-ἐγωτικὴ αὐτάρκεια, τὴν προϋποθετικὴ καὶ τῶν ἐνστικτωδῶν ἐνορμήσεων δουλεία στὴν ἰδιο-τέλεια.
Ἡ ἀγάπη ἔχει ἐκ-στατικὸ χαρακτήρα — ἡ λέξη ἔκ-σταση εἶναι παράγωγο τοῦ ρήματος ἐξίσταμαι (ἔξω-ἵσταμαι). Δηλώνει ἡ ἀγάπη τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὶς θωρακίσεις αὐτοάμυνας καὶ αὐτάρκειας τοῦ ἐγώ, τὴ μετάθεση τοῦ σκοποῦ καὶ τοῦ τρόπου τῆς ὕπαρξης ἀπὸ τὴ δεδομένη στὶς κτιστὲς (αἰτιατὲς) ὑπάρξεις ὁρμὴ αὐθυπαρξίας στὴν ἐλευθερία τῆς σχέσης-κοινωνίας, ἐλευθερία τῆς Αὐτοαιτίας. Τὰ φυσικὰ ἐνεργήματα μὲ τὰ ὁποῖα ἐνεργεῖται ἡ ἀγάπη εἶναι ἐνορμητικὲς ἀναγκαιότητες (αἰσθήματα, ἕλξη, πόθος), ἀλλά, ἂν καὶ δεδομένες ἀναγκαιότητες τῆς φύσης, λειτουργοῦν ταυτόχρονα καὶ ὡς πεδίο ἢ δυνατότητα ἐνδεχόμενης (καὶ ἀντικειμενικὰ ἀπροσδιόριστης) ἐλευθερίας ἀπὸ τὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα — πεδίο ἐκ-στατικῆς αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς.
Ὁ ἔνσαρκος Υἱὸς-Λόγος τοῦ Πατρός, Ἰησοῦς ὁ ἀπὸ Ναζαρέτ, ἀποκάλυψε μὲ τὴν ἐπίγεια βιοτή του τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὑπάρχει ἡ Αἰτιώδης τοῦ ὑπάρχειν Ἀρχή. Ὁ τρόπος αὐτὸς δὲν εἶναι ἀσύμβατος μὲ τὴ λογικὴ (τοῦ νοεῖν) ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπινου ὑποκειμένου. Μπορεῖ νὰ τὸν κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος — μὲ δεδομένη πάντοτε τὴ διαφορὰ τῆς κατανόησης ἀπὸ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση.
Ἡ ἔννοια «Πρώτη Αἰτία» τοῦ ὑπάρχειν συνεπάγεται γιὰ τὴν ἀνθρώπινη λογικὴ ὅτι ἡ ἴδια, ὡς «πρώτη», εἶναι ἀναίτια. Ὡς ἀναίτια ἀλλὰ ὑπαρκτή, νοεῖται αὐθύπαρκτη — ἡ ἴδια συνιστᾶ τὴν ὕπαρξή της: δὲν ὑπάρχουν προδιαγραφὲς (αἰτιώδεις προκαθορισμοὶ) τῆς ὕπαρξής της. Μὲ τὴ λογικὴ τῆς ἀνθρώπινης γλώσσας (ποὺ ὅριά της εἶναι τὰ ὅρια τοῦ κτιστοῦ κόσμου) ἡ Αἰτιώδης Ἀρχὴ τοῦ ὑπάρχειν ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἐλεύθερα θέλει νὰ ὑπάρχει καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ αὐτὴ θέλει. Μέσα στὰ ὅρια τῆς ἐμπειρίας (καὶ τῆς γλώσσας) τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐλευθερία δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ βουλητικὴ δυνατότητα ἀπεριόριστων ἐπιλογῶν, ἀλλὰ κάτι πολὺ πληρέστερο: εἶναι τρόπος ὕπαρξης, τρόπος ἀδέσμευτος καὶ ἀνυπότακτος σὲ προδιαγραφὲς-ἀναγκαιότητες τοῦ ὑπάρχειν — σὲ ἀνερμήνευτης καταγωγῆς δεδομένα ποὺ προ-καθορίζουν τὴν ὑπαρκτικὴ ἑτερότητα (μορφικὴ καὶ ὄχι μόνο) κάθε μονάδας (ὑποκειμένου) τοῦ ὑπάρχειν.[ Εκστατική καί η αγάπη τής Πρώτης Αιτίας. Νά δούμε τί θά γίνει φίλε μου μέ μάς όταν τελειώσει η έκσταση. Διότι ο Πατήρ, ο Υιός καί τό Αγιο Πνεύμα είναι μιά τελειότης. Φυσικά εμείς δέν χωράμε. Καί μάλλον κάποια στιγμή ο Υιός μπήκε σε έκταση καί έγινε τό αναπόφευκτο, τό Αυθύπαρκτο. Οταν τό ανάφερε στόν Πατέρα του, εκεινος θυμωμένος καί ζηλιάρης τόν έστειλε στό αυθύπαρκτο γιά διορθώσει καί νά σώσει ό,τι μπορούσε. Γι' αυτό στό τέλος Τόν πΑρακάλεσε λέγοντας. Νά αυτούς τούς μάζεψα καί τούς είπα όσα μέ συμβούλεψες. Βοήθησέ τους νά μαζέψουν κι' άλλους. Καί έσι καλά μου παιδιά φτάσαμε στόν Γιαναρά, τόν Ράμφο, τόν Ζηζιούλα, τόν Αγουρίδη. Μήν ανησυχείτς αυτοί συνεχίζουν νά μαζεύουν άτακτα παιδάκια απελευθερωμένα από τούς γονείς τους]
Ἂν αὐτὴ εἶναι ἡ ἐλευθερία τῆς ἀναίτιας Πρώτης Αἰτίας τοῦ ὑπάρχειν, τότε ἡ τῶν πάντων Αἰτία ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἐλεύθερα θέλει νὰ ὑπάρχει. Ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ θέληση, ὅπως ἀναφέρθηκε, εἶναι βουλητικὴ ἁπλῶς δυνατότητα: εἶναι ὁ τρόπος τῆς ὕπαρξης ὡς ἐλευθερίας, δηλαδὴ αὐθυπέρβασης τῆς ὕπαρξης — καὶ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο αὐθυπερβατικῆς ἐλευθερίας τὸν ὀνομάζουμε ἀγάπη.
Ὁ Θεὸς ὑπάρχει μὲ τὸν τρόπο αὐθυπέρβασης τῆς μοναδιαίας (ἀτόμου) ἐκδοχῆς τοῦ ὑπάρχειν (δὲν εἶναι ὁ Δίας, ὁ Οὐρανὸς — μιὰ ὀντότητα παντοδύναμη, πάνσοφη, ἀθάνατη), εἶναι ὁ Πατήρ. Δὲν μπορεῖ νὰ σημανθεῖ ὡς ἀτομικότητα, διότι ὑπάρχει ὡς σχέση, ὡς ἀγάπη. Ὑπάρχει ἐπειδὴ ἀγαπάει («γεννᾶ» τὸν Υἱὸ καὶ «ἐκπορεύει» τὸ Πνεῦμα). Δὲν ὑπάρχει καταρχάς, καὶ στὴ συνέχεια ἀγαπάει («γεννᾶ» καὶ «ἐκπορεύει»), ἀλλὰ ὑπάρχει ἐπειδὴ «γεννᾶ» καὶ «ἐκπορεύει» — ὑπάρχει ὡς ὑπαρκτικὴ αὐθυπέρβαση καὶ αὐτοπροσφορά: «ἀγάπη ἐστί» (1 Ἰωάν. 4, 16).
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ Υἱός, τὸ ἴδιο καὶ τὸ Πνεῦμα: Ὑπάρχει ὁ Υἱὸς ἐπειδὴ γεννᾶται καὶ τὸ Πνεῦμα ἐπειδὴ ἐκπορεύεται, ἡ σχέση-ἀγάπη τους μὲ τὸν Πατέρα συνιστᾶ τὴν ὑπαρκτικὴ (προσωπικὴ-ἐνεργούμενη) ἑτερότητά τους. Καὶ ὁ ἔνσαρκος Υἱός, Ἰησοῦς ὁ Χριστός, συμπεριέλαβε τὴν ἀνθρώπινη (κτιστὴ) σάρκα (τὸν τρόπο τῆς κτιστότητας) στὴν ὑπαρκτική του σχέση μὲ τὸν Πατέρα, σχέση ἐλεύθερη ἀπὸ κάθε νομοτέλεια-ἀναγκαιότητα τοῦ κτιστοῦ. Προκάλεσε τὴν υἱοθεσία τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, τὴ θέωσή του. Μὲ μοναδικὸ ὅρο-προϋπόθεση: τὴν ἐλεύθερη συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου, τὴν ἀγαπητικὴ αὐθυπέρβαση καὶ αὐτοπροσφορὰ τῆς κτιστῆς ἀτομικότητας.
ΤΕΛΙΚΑ Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΠΗΡΕ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου