Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΤΩΣΗ - ΚΡΙΣΗ - ΚΟΛΑΣΗ Ή Η ΔΙΚΑΝΙΚΗ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ (2)

Συνέχεια από Σάββατο, 26 Σεπτεμβρίου 2020


Κεφάλαιο 2ο
Τὸ «ἐντελῶς ἄλλο» – πρὶν τὴ γέννηση καὶ μετὰ τὸν θάνατο

Οἱ ὁμοιότητες καὶ ἀναλογίες ποὺ ὑπάρχουν ἀνάμεσα στὴ φυσικὴ γέννηση καὶ στὸν φυσικὸ θάνατο εἶναι γόνιμο πεδίο σπουδῆς τῶν «ὁρίων τῆς γλώσσας μας» — τῶν δυνατοτήτων τῆς γλωσσικῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκφραστικῆς νὰ νοηματοδοτήσει τὴν πραγματικότητα στὰ ὅρια τῆς φύσης καὶ τῆς μετα-φύσης.

Γνωρίζουμε ἢ συνάγουμε λογικὰ ἐκ τῶν ὑστέρων (δηλαδή, ὅταν ἔχουμε πιὰ συγκροτηθεῖ ὡς λογικὰ ὑποκείμενα) ὅτι τὸ ἔμβρυο ἐγκαταλείπει τὴ φυσικὴ μήτρα σὲ συνθῆκες «τραυματικές»: Δὲν ἔχει ἀκόμα τὰ γνωστικὰ αἰσθητήρια γιὰ νὰ πιστοποιήσει τὴν ἀγάπη ποὺ τὸ συνέστησε καὶ θὰ τὸ περιβάλλει ζωτικὰ ἀμέσως μετὰ τὴ γέννησή του. Δὲν μπορεῖ νὰ προβλέψει τὸν τρόπο ὕπαρξης στὸν ὁποῖο θὰ μπεῖ μὲ τὴ γέννησή του — ἡ λογικότητα καὶ ἡ ἐλευθερία εἶναι γιὰ τὸ ἔμβρυο ὅ,τι εἶναι γιὰ τὸν ἐνήλικα ἡ «ὕπαρξη» μετὰ τὸν θάνατο τοῦ σώματος: τὸ «ἐντελῶς Ἄλλο» (das ganz Andere).

Ἡ λογικὴ μπορεῖ νὰ ἐκδέχεται ὡς ἐνδεχόμενη τὴ μεταθανάτια ὕπαρξη, ἂν τὰ ἐρείσματα τῆς ἐκδοχῆς ἔχουν ἐμπειρικὸ (κοινωνούμενης ἐμπειρίας, ὄχι αὐθαίρετης ἀτομικῆς ἐπινόησης) χαρακτήρα. Βέβαια, ὁ ἐμπειρικὸς χαρακτήρας τῆς γνώσης δὲν καθιστᾶ τὴ γνώση ἀναγκαστὴ κατὰ πάντων — ἡ παρατήρηση, τὸ πείραμα καὶ ὁ μαθηματικὸς λογισμὸς δὲν εἶναι ὁδοὶ ἢ τρόποι γνώσης ποὺ ἐξασφαλίζουν τὴν ἀλάθητη, ὑποχρεωτικὴ βεβαιότητα. Σὲ κάθε παραμικρὴ πτυχὴ καὶ τῶν «θετικότατων» ἐπιστημῶν ἰσχύει, κατὰ κοινὴ παραδοχή, ἡ ἀρχὴ τῆς σχετικότητας τῆς γνώσης: σχετικότητα τῆς ἐμπειρίας-παρατήρησης (τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρατήρησης εἶναι συνάρτηση τῆς θέσης καὶ τῆς κίνησης τοῦ παρατηρητῆ), ἀλλὰ καὶ σχετικότητα τῆς «γλώσσας» (μαθηματικῆς ἢ ἐννοιῶν) γιὰ τὴ γνωστοποίηση-κοινωνία τῶν συμπερασμάτων τῆς παρατήρησης.

Ρεαλιστικότατη ἑπομένως ἀλήθεια μπορεῖ νὰ εἶναι κάθε προσωπικὴ σχέση, μὲ δεδομένη τὴν ἀπροσδιοριστία τῆς ὑποκειμενικῆς πρόσβασης στὸν κώδικα τῶν σημαινόντων ποὺ γνωστοποιοῦν τὴν ἐμπειρία τῆς σχέσης. Ὁ ἔρωτας, ἡ Τέχνη, τὸ ταξίδι, ἡ ἄθληση, ἕνας κίνδυνος, μιὰ ὀδύνη, προσπορίζουν γνώση θετική, ἐμπειρική (καθόλου φαντασιώδη), ποὺ ὅμως μόνο ὡς πληροφορία (μὲ πολλὴ σχετικότητα) μπορεῖ νὰ κοινωνηθεῖ. Ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν κατανόηση τῶν σημαινόντων καὶ στὴν ἐμπειρικὴ γνώση τῶν σημαινομένων καθιστᾶ τὸ πεδίο τῆς γνώσης καὶ τῆς ἔκφρασης, τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς Τέχνης, κυριολεκτικὰ ἀπεριόριστο, πάντοτε ἀνοιχτὸ σὲ πολλαπλότητα καὶ ἀπειρία προσβάσεων. Θὰ πρέπει, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς κατανόησης (μέσῳ τῆς γλώσσας καὶ τῶν συμβόλων) καὶ τὸ πεδίο τῆς ἐμπειρικῆς γνώσης (μέσῳ τῆς σχέσης-μετοχῆς στὰ γιγνόμενα), νὰ μιλήσουμε καὶ γιὰ ἕνα τρίτο πεδίο ὑπαρκτικῆς ἐμπειρίας, πεδίο τοῦ ὑπάρχειν, προσιτὸ στὴ συνειδητότητα ἀλλὰ ἀνεξέλεγκτο ἀπὸ τὴ βούληση: Τὸ συγκροτοῦν οἱ φυσιολογικὲς τῆς βιολογικῆς ἀτομικότητας λειτουργίες (ἀναπνοῆς, κυκλοφορίας τοῦ αἵματος, πέψης κ.λπ.), ἀλλὰ καὶ πολλὰ ἐνεργήματα συμπεριφορᾶς, ἀνεξέλεγκτα ἀπὸ τὴ σκέψη, τὴν κρίση, τὴ βούληση, ποὺ τὰ χαρακτηρίζουμε ὡς «ἀντανακλαστικά». Λέμε γι’ αὐτὰ τὰ ἀτομικὰ ἐνεργήματα «ἀντανακλαστικῆς» συμπεριφορᾶς ὅτι λειτουργοῦν χωρὶς τὴν πρόθεση τοῦ ὑποκειμένου, τὴ λογικὴ-συνειδητὴ ἀπόφαση, σχεδιασμό, σκοπιμότητα. Τὰ χαρακτηρίζουμε ὡς «αὐθόρμητα» ἐνεργήματα καὶ τὴ συμπεριφορὰ ποὺ ἐκδηλώνεται μὲ τέτοια ἀντανακλαστικὰ τὴν ὀνομάζουμε «αὐθορμητισμὸ» ἢ «αὐθορμησία».

Ἡ αὐθορμησία συμπεριφορᾶς (καὶ βιωμάτων) μπορεῖ νὰ εἶναι προϊὸν ἄλογης φυσικῆς ἐνόρμησης, ἐνστικτώδους ἀνάγκης ἢ αὐτοματισμοῦ. Μπορεῖ ὅμως καὶ νὰ γεννιέται ἡ αὐθορμησία ἐξ αἰτίας τοῦ ἔναντι «ἄλλου»: νὰ εἶναι ἡ δική του παρουσία καὶ μόνο ποὺ μᾶς δημιουργεῖ μιὰν «αἴσθηση» οἰκειότητας, ἀναίρεση τῶν ἐνστικτωδῶν ἀναστολῶν ἐγωτικῆς αὐτοάμυνας, ἑτοιμότητα αὐθυπερβατικῆς σχέσης μαζί του. Τότε μιλᾶμε γιὰ ἐμπιστοσύνη.

Αὐθορμησία καὶ ἐμπιστοσύνη ἔχουν συχνὰ κοινὴ τυπολογία συμπεριφορική, ἔχουν ὅμως καὶ οὐσιώδη καταγωγικὴ διαφορά: Ἡ λέξη αὐθορμησία δηλώνει ἀτομικὸ ἐνέργημα, δίχως τὴ μεσολάβηση τῆς σκέψης καὶ τῆς κρίσης — γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι τὸ ἐνέργημα εὐκολότερα ὑποκείμενο στὶς ἀναγκαιότητες τῶν ἐνορμήσεων. Ἐνῶ ἡ ἐμπιστοσύνη δηλώνει μὲν καὶ αὐτὴ ἀτομικὸ ἐνέργημα ποὺ προηγεῖται τῆς σκέψης καὶ τῆς κρίσης, ἀλλὰ εἶναι ἐνέργημα σχέσης, μὲ στοιχεῖα ἀτομικῆς αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς. Δηλώνει πάντοτε ἡ ἐμπιστοσύνη ἕνα γεγονὸς σχέσης — ἕνα ἄτομο-σὲ-σχέση. Ἐμπιστεύεται κάποιον τὸ ἄτομο, σημαίνει: τοῦ γνωστοποιεῖ (μοιράζεται μαζί του) ἰδιωτικά, προσωπικὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς του: ἐπιθυμίες, προθέσεις, προβληματισμούς, ἀποτυχίες, θλίψεις, χαρές, γνῶμες, ἀπόψεις, μνῆμες, ἐλπίδες. Ἐμπιστευόμαστε στὸν γιατρὸ τὴ θεραπεία μας, στὸν δάσκαλο τὴν κατάρτισή μας, στὸν ἐργοδότη μας τὸν βιοπορισμό μας, στὸν πιλότο τὴν ἀσφαλὴ πτήση μας, καὶ πάει λέγοντας.

Ἡ ἐμπιστοσύνη χτίζεται προοδευτικὰ καὶ «ἀνεπαισθήτως» μέσα ἀπὸ τὴ συνύπαρξη, τὴ συνεργασία, τὴ συγκατοίκηση, τὴ γειτονία, τὴ συμμαθητεία — κάθε μορφὴ συμβίωσης καὶ σύμπραξης δοκιμάζει (ἀξιολογεῖ) τὴν ποιότητα τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων. Καὶ γεννάει ἢ τὴν ἐμπιστοσύνη, τὴ συμπάθεια, τὴ φιλία ἢ τὴν ἐπιφύλαξη, τὴν ἀντιπάθεια, τὴ ρήξη, τὴν ἀποξένωση — καὶ μύριες ὅσες διαβαθμίσεις καὶ παραλλαγές τους.

Μπορεῖ ὅμως νὰ γεννηθεῖ ἡ ἐμπιστοσύνη καὶ μὲ τὸν «τρόπο» τῆς αὐθορμησίας: Γεννᾶνε τὴν ἐμπιστοσύνη στοιχεῖα διαισθητικά, ἐνορμητικά, ἀνυπότακτα σὲ συμπεράσματα ὀρθολογικῶν κρίσεων ἢ ἐμπειρικῶν δεδομένων. Κερδίζει τὴν ἐμπιστοσύνη, γιὰ παράδειγμα, ἡ καθαρότητα τοῦ βλέμματος, ἡ εἰλικρίνεια τοῦ χαμόγελου, ἡ ἀνεπιτήδευτη ἔκφραση, ἡ ἀπονήρευτη σκέψη κ.ἄ.ἀ.

ΠΩΣ ΕΛΕΓΕ Ο ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ; ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΕ ΤΗΝ ΛΟΓΙΚΗ ΣΟΥ. ΠΩΣ ΛΕΕΙ Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ; ΕΞΟΥΘΕΝΩΣΕ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΣΟΥ. 

ΣΧΕΔΟΝ ΛΥΠΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΤΕΛΕΤΑΙΟΥΣ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥΣ. ΕΧΟΥΝ ΤΟΣΗ ΜΙΖΕΡΙΑ.


Δεν υπάρχουν σχόλια: