IX
Η εκπλήρωση μιας προφητείας. Ο καισαροπαπισμός σε δράση.
Ο Yury Samarin, ένας φίλος του Aksakov και σαν κι αυτόν ένα εξέχον μέλος του κόμματος ή της ομάδος των Σλαβόφιλων, σε μια επιστολή για το θέμα του Συμβουλίου του Βατικανού έγραψε τα εξής: «η παπική απολυταρχία δεν έχει σκοτώσει τη ζωτικότητα του Καθολικού κλήρου· αυτό θα πρέπει να μας δώσει τροφή για σκέψη, για την ημέρα που θα ακούσουμε ότι ψηφίστηκε το αλάθητο του Τσάρου ή μάλλον του Επιτρόπου της Ιεράς Συνόδου, διότι για τον Τσάρο, το ζήτημα, είναι συγκριτικά χωρίς καμία σημασία. . . Όταν έρθει αυτή η μέρα, θα μπορέσουμε να βρούμε ένα μοναδικό επίσκοπο, ένα μοναδικό μοναχό ή ένα μοναδικό ιερέα ο οποίος θα διαμαρτυρηθεί; Αμφιβάλλω. Αν κάποιος διαμαρτυρηθεί, θα είναι κάποιος απλός λαϊκός, ο υπάκουος υπάλληλός σας ή ο Ivan Sergeyevich (Aksakov), εάν είμαστε ακόμα σε αυτόν τον κόσμο. Όσο για το ατυχές ιερατείο μας, το οποίο νομίζετε ότι αξίζει τον οίκτο παρά την κατηγορία (και ίσως έχετε δίκιο), θα είναι άλαλο».
Ήταν μια ευτυχής συγκυρία που έφερε αυτά τα λόγια στην αντίληψή μου, γιατί γνωρίζω λίγες προφητείες του είδους που έχουν εκπληρωθεί έτσι όπως ακριβώς περιγράφονται στην επιστολή. Η διακήρυξη του απολυταρχικού Καισαροπαπισμού στη Ρωσία, η βαθιά σιωπή και απόλυτη υποταγή του κλήρου, και, τέλος, η μοναχική διαμαρτυρία ενός απλού λαϊκού - έχει όλες αυτές τις περιπτώσεις ακριβώς όπως τις προέβλεπε ο Samarin.
Το 1885 ένα επίσημο έγγραφο που προερχόταν από τη Ρωσική κυβέρνηση δήλωσε ότι η Ανατολική Εκκλησία είχε παραιτηθεί της εξουσία της και την απόθεσε στα χέρια του Τσάρου. Λίγοι άνθρωποι παρατήρησαν αυτή τη σημαντική έκφραση. Ο Samarin ήταν ήδη νεκρός, εδώ και μερικά χρόνια. Ο Aksakov είχε μόνο μερικούς μήνες ζωής μπροστά του· παρόλα αυτά, έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό του, (το περιοδικό ονομάζεται Russ), η διαμαρτυρία του λαϊκού συγγραφέα ο οποίος παρεμπιπτόντως δεν ανήκει στην ομάδα των Σλαβόφιλων. Αυτή η μοναχική διαμαρτυρία, ούτε εγκρίνεται ούτε υποστηρίζεται από έναν ενιαίο φορέα-αντιπρόσωπο της Εκκλησίας, εξυπηρετείται μόνο από την απομόνωση της (η διαμαρτυρία), για να ανακουφίσει καταυτόν τον τρόπο, την αξιοθρήνητη κατάσταση της θρησκείας στη Ρωσία. Πράγματι, το Καισαροπαπικό μανιφέστο των υπάλληλων της Αγίας Πετρούπολης ήταν απλώς η ρητή αποδοχή ενός αδιαμφισβήτητου γεγονότος. Είναι αναντίρρητο γεγονός ότι η Ανατολική Εκκλησία έχει παραιτηθεί υπέρ της κοσμικής εξουσίας· το μόνο ερώτημα είναι αν είχε το δικαίωμα να το πράξει, και αν, έχοντας κάνει έτσι, θα μπορούσε να εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει Αυτόν στον Οποίο έχει δοθεί όλη η εξουσία στον Ουρανό και την Γη. Οποιαδήποτε, ακόμη και βίαιη επέμβαση κι αν γίνει στα εδάφια του Ευαγγελίου, τα σχετικά με τις αιώνιες εξουσίες που παραχωρήθηκαν από τον Ιησού Χριστό στην Εκκλησία Του, ποτέ δεν θα δικαιολογήσουν οποιαδήποτε αναφορά στο δικαίωμα της παράδοσης αυτών των εξουσιών στα χέρια της προσωρινής κοσμικής εξουσίας. Η αρχή που επιθυμεί να αναλάβει την αποστολή της Εκκλησίας στη Γη πρέπει να έχει λάβει τουλάχιστον την ίδια υπόσχεση της σταθερότητας.
Εμείς δεν πιστεύουμε ότι οι ιεράρχες μας έχουν ηθελημένα ή εσκεμμένα παραδώσει την εκκλησιαστική εξουσία τους. Αλλά αν η Ανατολική Εκκλησία έχει, κατά τη διάρκεια των γεγονότων, χάσει αυτό που κάποτε ανήκε σε αυτήν ελέω Θεού, είναι σαφές ότι οι πύλες της κόλασης έχουν επικρατήσει σε βάρος της και άρα επομένως, δεν είναι η απόρθητη Εκκλησία που ίδρυσε ο Χριστός.
Ούτε επιθυμούμε να θεωρήσουμε την κοσμική κυβέρνηση υπεύθυνη για την ανώμαλη σχέση της Εκκλησίας με το κράτος. Το κράτος έχει δικαιολογηθεί για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας και της υπεροχής του όσον αφορά σε μια πνευματική αρχή η οποία αντιπροσωπεύει μόνο μια ιδιαίτερη εθνική εκκλησία, χωρισμένη από τη μεγάλη χριστιανική κοινότητα. Η δήλωση ότι το κράτος θα πρέπει να υπόκειται στην Εκκλησία μπορεί να αναφέρεται μόνο στη μία, αδιαίρετη και Παγκόσμια Εκκλησία που ιδρύθηκε από τον Θεό.
Η κυβέρνηση μίας διαχωρισμένης εθνικής Εκκλησίας είναι μόνο ένας ιστορικός και καθαρά ανθρώπινος θεσμός. Όμως, ο αρχηγός του κράτους είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του έθνους, και ένα σώμα κληρικών το οποίο αποσκοπεί στο να είναι εθνικό και τίποτα περισσότερο πρέπει, είτε του αρέσει είτε όχι, να αναγνωρίσει την απόλυτη κυριαρχία της κοσμικής κυβέρνησης. Η σφαίρα της εθνικής ύπαρξης μπορεί να περιλαμβάνει μέσα της μόνο ένα ενιαίο κέντρο, τον Αρχηγό του Κράτους. Η ιεραρχία μιας συγκεκριμένης Εκκλησίας μπορεί μόνο να ισχυριστεί ότι ασκεί πάνω από το κράτος την κυριαρχία της Αποστολικής Εξουσίας, στο μέτρο που στην πραγματικότητα αποτελεί το σύνδεσμο μεταξύ του έθνους και του παγκόσμιου, που είναι το διεθνές, Βασίλειο του Χριστού. Μια εθνική Εκκλησία που δεν επιθυμεί να είναι υποτελής στην απόλυτη εξουσία του κράτους, δηλαδή, να παραδώσει την ύπαρξή της ως Εκκλησία και να γίνει ένα τμήμα της δημόσιας διοίκησης, πρέπει απαραίτητα να κατέχει ένα πραγματικά σημείο υποστήριξης (d'appui: sic) εκτός των ορίων του κράτους και του έθνους. Με αυτό συνδέεται με φυσικούς και ιστορικούς δεσμούς· αλλά ως Εκκλησία θα πρέπει να ανήκει σε μια ευρύτερη κοινωνική ομάδα με ένα ανεξάρτητο κέντρο και μια παγκόσμια οργάνωση της οποίας η τοπική Εκκλησία μπορεί να αποτελέσει μόνο ένα μεμονωμένο μέλος.
Οι ηγέτες της Ρωσικής Εκκλησίας δεν μπορούν να βασιστούν στις θρησκευτικές τους μητροπόλεις στον αγώνα ενάντια στον ακατανίκητο δεσποτισμό του κράτους· για το λόγο ότι και η Μητέρα Εκκλησία δεν ήταν η ίδια τίποτε περισσότερο παρά μία εθνική Εκκλησία, η οποία ήταν από καιρό υποταγμένη στην κοσμική εξουσία. Δεν είναι η εκκλησιαστική ελευθερία, αλλά ο Καισαροπαπισμός, που έχουμε κληρονομήσει από το Βυζάντιο, στο οποίο αυτή η αντι-χριστιανική αρχή είχε αναπτυχθεί απρόσκοπτα ήδη από τον ένατο αιώνα (ΣτΜ: περίοδος έντονης δράσης του Αγίου Θεοδώρου Στουδίτη). Η ελληνική ιεραρχία, έχοντας αποκηρύξει την ισχυρή υποστήριξη, την οποία είχε μέχρι τότε από το ανεξάρτητο κέντρο της Παγκόσμιας Εκκλησίας, βρέθηκε εντελώς εγκαταλειμμένη στο έλεος του κράτους και του δεσπότη της. Πριν από το σχίσμα, κάθε φορά που οι Έλληνες Αυτοκράτορες, σφετεριζόταν την πνευματική δικαιοδοσία και απειλούσαν την ελευθερία της Εκκλησίας, οι εκπρόσωποι της - όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ή ο Άγιος Φλαβιανός, ή ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ή ο Άγιος Θεόδωρος του Στουδίου, ή ο πατριάρχης Άγιος Ιγνάτιος - στράφηκαν προς το διεθνές κέντρο της Χριστιανοσύνης και επικαλέστηκαν την κρίση του κυρίαρχου ποντίφικα·;;; και αν αυτοί οι ίδιοι έπεσαν θύματα της ωμής βίας, ωστόσο η αιτία για την οποία ασκήθηκε βία στους Αγίους, η αιτία της αλήθειας και της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, ποτέ δεν απέτυχε να βρει στη Ρώμη έναν αποφασιστικό πρωτοπόρο ο οποίος εξασφάλισε τον απόλυτο θρίαμβο της. Σε εκείνες τις ημέρες η Ελληνική Εκκλησία ήταν, και ήξερε τον εαυτό της τι ήταν, ένα ζωντανό κομμάτι της Παγκόσμιας Εκκλησίας, στενά συνδεδεμένο με το σύνολο από το κοινό κέντρο της ενότητας, τον Αποστολικό Θρόνο του Πέτρου. Αυτή η σχέση της σωτήριας εξάρτησης από το διάδοχο των ανώτατων Αποστόλων, ποντίφικα του Θεού, αυτή η καθαρά πνευματική, νόμιμη και έντιμη σχέση, έδωσε τη θέση της σε μια κοσμική, παράνομη και ταπεινωτική υποταγή στη δύναμη των απλών λαϊκών και των απίστων.
Αυτό δεν είναι απλά ένα ατύχημα της ιστορίας· είναι ένα παράδειγμα της λογικής των γεγονότων, η οποία απλά στερεί αναπόφευκτα από κάθε εθνική Εκκλησία την ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια της και το φέρνει κάτω από το ζυγό της κοσμικής εξουσίας, έναν ζυγό που μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο καταπιεστικός, αλλά είναι πάντα ατιμωτικός. Σε κάθε χώρα, στην οποία αναπτύχθηκε μια εθνική Εκκλησία, η κοσμική κυβέρνηση, είτε πρόκειται για αυταρχική ή συνταγματική, απολαμβάνει την απόλυτη εξουσία· το εκκλησιαστικό όργανο λογαριάζεται ως ειδικό Υπουργείο και εξαρτάται από τη γενική διοίκηση του κράτους. Σε μια τέτοια περίπτωση είναι το εθνικό κράτος που είναι η πραγματική πλήρης οντότητα, αυθύπαρκτο και για τον εαυτό του· η Εκκλησία είναι μόνο ένα τμήμα, ή μάλλον μια συγκεκριμένη πτυχή, αυτού του κοινωνικού οργανισμού του πολιτικού σώματος, η οποία αφηρημένα υπάρχει μόνο για τον εαυτό της.
Τέτοιου είδους υποδούλωση της Εκκλησίας είναι ασυμβίβαστη με την πνευματική αξιοπρέπεια της, τη θεϊκή καταγωγή της και την παγκόσμια αποστολή της. Από την άλλη πλευρά, ο λόγος αποδεικνύει και η ιστορία επιβεβαιώνει το συμπέρασμα, ότι είναι απολύτως αδύνατο για δύο εξουσίες και δύο κυβερνήσεις, εξίσου κυρίαρχες και ανεξάρτητες να περιοριστούν στο ίδιο έδαφος, να υπάρχουν για πολύ η μία δίπλα στην άλλη μέσα στα όρια ενός ενιαίου εθνικού κράτους. Μια τέτοια διαρχία παράγει αναπόφευκτα ένα ανταγωνισμό που μπορεί να καταλήξει μόνο σε ένα πλήρη θρίαμβο για την κοσμική κυβέρνηση, δεδομένου ότι είναι αυτή που αντιπροσωπεύει πραγματικά το έθνος, ενώ η Εκκλησία, ως εκ της φύσεώς της, δεν είναι ένα εθνικό όργανο και δεν μπορεί να γίνει ένα (ΣτΜ: με την κοσμική εξουσία) χωρίς να στερηθεί τον πραγματικό λόγο της ύπαρξής της.
Μας έχουν πει ότι ο Αυτοκράτορας της Ρωσίας είναι γιος της Εκκλησίας. Αυτό όμως είναι μόνο αυτό που πρέπει να είναι· δηλαδή τίποτε περισσότερο από την κεφαλή ενός χριστιανικού κράτους. Αλλά αν είναι να είναι έτσι στην πραγματικότητα, τότε η Εκκλησία πρέπει να ασκεί εξουσία πάνω του· αυτή πρέπει να διαθέτει μια δύναμη που είναι ανεξάρτητη και ανώτερη από εκείνη του κράτους. Ακόμη και ο κοσμικός μονάρχης, με τις καλύτερες προθέσεις στον κόσμο, δεν μπορεί να είναι πραγματικά ο γιος της Εκκλησίας της οποίας είναι την ίδια στιγμή το κεφάλι και την οποία κυβερνά μέσω των υπαλλήλων του.
Η Εκκλησία στη Ρωσία, στερημένη από κάθε σημείο υποστήριξης ή μη έχοντας το κέντρο της ενότητας εκτός του εθνικού κράτους, έχει αναπόφευκτα υποταχθεί στην κοσμική εξουσία· και η τελευταία, μη αναγνωρίζοντας καμία εξουσία πάνω στη Γη ανώτερη από την ίδια, μη αναγνωρίζοντας κανέναν από τον οποίο οφείλει να λαμβάνει θρησκευτική επικύρωση, δηλαδή, μια μερική εκχώρηση της αρχής του Χριστού, προκάλεσε αναπόφευκτα έναν εξίσου αντι-χριστιανικό δεσποτισμό.
Αν το ίδιο το εθνικό κράτος αυτοπροσδιορίζεται ως πλήρης και αυτάρκης κοινωνικός οργανισμός, δεν μπορεί να ανήκει ως ένα ζωντανό μέλος στο καθολικό σώμα του Χριστού. Και αν είναι έξω από τον εν λόγω οργανισμό, τότε δεν είναι ένα χριστιανικό κράτος και μόνο αναβιώνει τον αρχαίο Καισαρισμό (Caesarism: sic) ο οποίος καταργήθηκε με το Χριστιανισμό.
Ο Θεός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του εβραϊκού Μεσσία τη στιγμή που ο Άνθρωπος είχε επωμισθεί την Θεότητα στο πρόσωπο του Ρωμαίου Καίσαρα. Ο Ιησούς Χριστός δεν επιτέθηκε στον Καίσαρα ούτε αμφισβήτησε την εξουσία του· ο Ιησούς είπε την αλήθεια γι 'αυτόν. Είπε ότι Καίσαρος δεν ήταν Θεός και ότι η εξουσία του Καίσαρος είχε εξωτερική προέλευση: το Βασίλειο του Θεού. Η απόδοση στον Καίσαρα των χρημάτων που ο ίδιος έχει κόψει και στον Θεό όλων των υπολοίπων, είναι αυτό το οποίο στην εποχή μας καλείται ως ο διαχωρισμός Κράτους και Εκκλησίας, ο διαχωρισμός αυτός είναι απαραίτητος όσο ο Καίσαρας παραμένει ειδωλολάτρης, αλλά αδύνατος μόλις γίνεται χριστιανός. Ένας χριστιανός, είτε είναι ο ίδιος ο βασιλιάς ή ο αυτοκράτορας, δεν μπορεί να μείνει έξω από τη Βασιλεία του Θεού και να δημιουργήσει τη δική του εξουσία εναντίον του Θεού. Η υπέρτατη εντολή: "Αποδώστε στον Θεό τα πράγματα που είναι του Θεού" είναι κατ' ανάγκη δεσμευτική και για τον ίδιο τον Καίσαρα, εάν αυτός θα ήθελε να είναι Χριστιανός. Αυτός επίσης πρέπει να αποδίδει στο Θεό τα του Θεού, και τα οποία ανήκουν στο Θεό, πάνω απ' όλα, την υπέρτατη και απόλυτη εξουσία επάνω στη Γη. Αν θα θέλαμε να καταλάβουμε τα λόγια του Κυρίου για τον Καίσαρα, τα οποία ο Κύριός μας απευθύνει στους εχθρούς του προ του Πάθους του, τότε θα πρέπει να τα συμπληρώσουμε με την άλλη πιο επίσημη έκφραση μετά την Ανάστασή Του. Είπε ο Κύριος στους μαθητές Του, τους εκπρόσωπους της Εκκλησίας Του: "Όλες οι εξουσίες δοθήκαν σε μένα στον Ουρανό και στη Γη". Πρόκειται για ένα σαφές και αποφασιστικό εδάφιο που δεν μπορεί ειλικρινά να ερμηνευθεί με περισσότερους από έναν τρόπους. Εκείνοι που πραγματικά πιστεύουν στα λόγια του Χριστού δεν πρόκειται ποτέ να αναγνωρίσουν ένα κράτος ως μία απόλυτη, ανεξάρτητη και κυρίαρχη κοσμική εξουσία, χωρισμένη από τη Βασιλεία του Θεού. Υπάρχει μόνο μία δύναμη πάνω στη Γη και αυτή δεν ανήκει στον Καίσαρα, αλλά στον Ιησού Χριστό. Τα λόγια για τα χρήματα με τη μορφή του Καίσαρα, έχουν ήδη αφαιρέσει από τον Καίσαρα την θεότητα του· αυτή η νέα έκφραση του αφαίρεσε την δεσποτική του αρχή. Εάν επιθυμεί να βασιλεύσει πάνω στη Γη, δεν μπορεί πλέον να το κάνει βασιζόμενος στη δική του δύναμη· θα πρέπει να λάβει το αξίωμά του από Αυτόν στον οποίο έχει δοθεί όλη η εξουσία πάνω στη Γη. Πώς, λοιπόν, αυτός θα αποκτήσει αυτό το αξίωμα;
Ο Ιησούς Χριστός, αποκαλύπτοντας στους Αποστόλους το Βασίλειο του Θεού, το οποίο δεν είναι από αυτόν τον κόσμο, τους έδωσε όλα τα απαραίτητα μέσα για την υλοποίηση αυτού του Βασιλείου στον κόσμο. Αφού επιβεβαίωσε στην αρχιερατική προσευχή του ότι ο τελικός στόχος του έργου του ήταν η τέλεια ενότητα όλων, ο Κύριος μας επιθύμησε να παρέχει μια πραγματική οργανική βάση για το έργο αυτό, ιδρύοντας την ορατή Εκκλησία Του και δίνοντας σε αυτή μια μοναδική κεφαλή στο πρόσωπο του Αγίου Πέτρου ως εγγύηση της ενότητας της. Αν υπάρχει στα Ευαγγέλια οποιαδήποτε μεταβίβαση εξουσίας, τότε είναι αυτή. Ο Ιησούς Χριστός δεν έδωσε καμία κύρωση ή την υπόσχεση προς οποιοδήποτε προσωρινή κοσμική αρχή. Ίδρυσε μόνο την Εκκλησία, και Αυτός ίδρυσε την μοναρχική εξουσία του Πέτρου: "Εσύ είσαι ο Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου."
Το χριστιανικό κράτος, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εξαρτάται από την Εκκλησία που ιδρύθηκε από τον Χριστό, και η ίδια η Εκκλησία εξαρτάται από την κεφαλή που ο Χριστός έδωσε. Με μια λέξη, μέσω του Πέτρου, ο χριστιανός Καίσαρας πρέπει να μοιραστεί την βασιλεία του Χριστού. Δεν μπορεί να έχει καμία αρχή, εκτός από εκείνη που λαμβάνει από Αυτόν, που έχει λάβει την πληρότητα της εξουσίας· δεν μπορεί να βασιλεύει, εκτός αν λάβει τη βασιλεία από αυτόν, που κρατά τα κλειδιά της Βασιλείας. Το κράτος, εάν θέλει να είναι Χριστιανικό, πρέπει να υπόκειται στην Εκκλησία του Χριστού· αλλά αν αυτή η υποταγή είναι να είναι γνήσια, η Εκκλησία πρέπει να είναι ανεξάρτητη από το κράτος, θα πρέπει να διαθέτει ένα κέντρο ενότητας έξω και πάνω από το κράτος, θα πρέπει να είναι στην πραγματικότητα η Παγκόσμια (ΣτΜ: εννοεί όπως προείπαμε την Καθολική) Εκκλησία.
Έχει αρχίσει πρόσφατα να συνειδητοποιείται στη Ρωσία ότι μια απλή εθνική Εκκλησία, η οποία έχει αφήσει τις δικές της πηγές, είναι βέβαιο ότι θα γίνει ένα παθητικό και άχρηστο όργανο του κράτους, και ότι η εκκλησιαστική ανεξαρτησία μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με ένα διεθνές κέντρο πνευματικής εξουσίας. Όμως, ενώ η αναγκαιότητα ενός τέτοιου κέντρου είναι αποδεκτή, έχουν γίνει προσπάθειες για να ιδρυθεί ένα τέτοιο κέντρο εντός των ορίων της Ανατολικής Χριστιανοσύνης. Αυτό το σχέδιο, η δημιουργία δηλαδή ενός Ανατολικού οιονεί Πάπα, είναι η τελευταία αντι-Καθολική φιλοδοξία μας και οφείλουμε να την εξετάσουμε.
Συνεχίζεται
ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΣΕ ΜΙΑ ΧΑΟΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. ΜΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου