Συνέχεια από: Δευτέρα 31 Μαίου 2021
Κριτική στην νεοπαρμενίδειο ερμηνεία της Δύσεως
Enrico Berti.
Αλλά μέχρι εδώ η θέση τού Severino προκύπτει απλώς
αναπόδεικτη, δηλαδή υποθετική, προϋπόθεση τής έρευνας, παρότι δεν είναι ακόμη
λανθασμένη. Το λάθος της εμφανίζεται όμως όταν αποφαίνεται ότι εάν το Είναι
είναι η ουσία αυτού που υπάρχει, τότε το Είναι είναι ουσιώδες, δηλαδή ένας
ακριβής καθορισμός, αναμφίβολος, μοναδικός. Για τους Έλληνες φιλοσόφους η ουσία,
δηλαδή το “Τί πράγμα είναι”, είναι ακριβώς το αντικείμενο τού ορισμού, δηλαδή
τού λόγου που λέει τί πράγμα ένα πράγμα είναι, τού λεγόμενου λόγου τής ουσίας.
Αλλά ορίζειν σημαίνει περιορίζω (διαγράφω τα όρια), καθορίζω, διακρίνω από
άλλο, απομονώνω και επομένως καταργώ κάθε διφορούμενο, κάθε πολλαπλότητα
σημασιών. Να λοιπόν γιατί, εάν το Είναι είναι μία ουσία, είναι μονοσήμαντο,
έχει δηλαδή μία μοναδική σημασία, θέλει να πει μόνον ένα πράγμα και τίποτε άλλο
από αυτό. Προϋποθέσαμε λοιπόν την μονοσημαντότητα του Είναι.
Λοιπόν αυτή η προϋπόθεση είναι
λανθασμένη, διότι έχει διαψευσθεί, όπως το είδε πρώτος ο Πλάτων και το
ξεχωρίζει στην συνέχεια ο Αριστοτέλης, από την ύπαρξη την ίδια τών διαφορών
ανάμεσα στα όντα, δηλαδή εκείνων τών διαφορών τις οποίες αρνείτο θεωρητικώς ο
Παρμενίδης (έλεγε δηλαδή ότι το Είναι είναι ένα ή τουλάχιστον το έλεγε ο
μαθητής του ο Ζήνων) παρότι αναγκαίως τό δεχόταν (στο πλαίσιο τής δόξας), όπως το
δήλωσε και ο Σεβερίνο. Διότι αυτές οι διαφορές είναι αυτονόητες καθότι όποιος
τις αρνείται, ιδρύει ήδη με την ίδια την άρνηση μία διαφορά. Εάν οι διαφορές
είναι, δηλαδή υπάρχουν, και αυτές Είναι, και σ’αυτές βεβαιώνεται το Είναι,
επομένως το Είναι δεν εκφράζει μόνο αυτό που είναι κοινό ανάμεσα σε όλα τα όντα
(κάτι που θα ήταν Ένα), αλλά εκφράζει και εκείνο που είναι διαφορετικό ανάμεσα
τους, μάλιστα πολλές διαφορές (δηλαδή πολλά διαφορετικά πράγματα όπως και αν
είναι ομαδοποιημένα, στις κατηγορίες του Αριστοτέλη, ή του Κάντ ή του Χέγκελ ή
σε οποιαδήποτε άλλη τακτοποίηση).
Το Είναι λοιπόν δεν σημαίνει ένα μόνο
πράγμα, αλλά πολλά, δεν έχει μόνον μία σημασία, αλλά πολλές, δεν είναι
μονοσήμαντο, αλλά πολυσήμαντο, πολυδιάστατο, πολυσημαίνον (το ίδιο μπορούμε να
πούμε επίσης και για το μη-είναι και για το γίγνεσθαι). Γι’αυτό είναι
λανθασμένη η προϋπόθεση ότι αυτό είναι μονοδιάστατο όπως επίσης και το ότι αυτό
ανήκει αναγκαίως σε κάθε όν. Ποια δηλαδή από τις πολλές σημασίες τού είναι
θα’πρεπε να ανήκει αναγκαίως σε κάθε όν; Σε κάποιο όν μπορεί να ανήκει
αναγκαίως ένα συγκεκριμένο νόημα, σε ένα άλλο κάποιο άλλο. Μπορούν να
υπάρχουν-δεν αποκλείεται-όντα στα οποία το Είναι ανήκει αναγκαίως, αλλά αυτά
οφείλουν να εντοπισθούν, δηλαδή να αποδειχθούν, και όντα στα οποία το Είναι δεν
ανήκει αναγκαίως. Αυτά τα τελευταία θα μπορούσαν να μην υπάρχουν, χωρίς να
δημιουργείται καμία αντίφαση και επομένως μπορούν κάλλιστα να Γίνουν. Όσο για
τα πρώτα, παραμένει το πρόβλημα-και αυτή είναι μία αντίρρηση που δεν αφορά τον
Σεβερίνο αλλά τους Θωμιστές και τους σχολαστικούς γενικώς- τού πώς το Είναι
μπορεί να συστήσει την ουσία ενός όντος, το Esse Ipsum, παρότι είναι πολυσήμαντο. Όσο για τα δεύτερα, δεν υπάρχουν προβλήματα
γύρω από την δυνατότητα, δηλαδή η μη-αντιφατικότητα τού δικού τους Γίγνεσθαι:
εάν το Είναι, δεν είναι μία ουσία, διότι δεν είναι μονοσήμαντο όπως πρέπει να
είναι οι ουσίες, αυτό μπορεί να μην συστήνει την ουσία τους και επομένως μπορεί
να μην ανήκει σ’αυτά αναγκαίως: μπορούν λοιπόν να μην-είναι!
Ιστορική σημείωση: Ο Παρμενίδης
συνέλαβε το Είναι σαν μονοσήμαντο λόγω τού “αρχαϊκού” χαρακτήρος, δηλαδή
πρωτόγονου, ανατέλλοντος, τής σκέψης του. Είναι γνωστό πράγματι ότι η πρωτόγονη
νοοτροπία χαρακτηρίζεται από την αδιακρισία και ότι μόνον στην συνέχεια
φτάνουμε στις διάφορες διακρίσεις. Η ανατέλλουσα σκέψη του Παρμενίδη
μαρτυρείται επίσης και από την ποιητική του έκφραση, δηλαδή από το ότι είναι
μία ποιητική σκέψη, στην οποία ακριβώς ποίηση και φιλοσοφία δεν διακρίνονται
ακόμη!
Ο Πλάτων όμως, ανακάλυψε την πολυσημία
τού Είναι και το εξέφρασε στον Σοφιστή, όπου απέδειξε ότι και το “διαφορετικό”
υπάρχει, δηλαδή αποτελεί μέρος του Είναι, παρ’όλα αυτά όμως εκφράστηκε ατελώς,
διότι κατέστησε το “διαφορετικό” ένα “μη-είναι”, παρότι όχι απόλυτο, αλλά
σχετικό. Πιστεύοντας ότι για να αναιρέσει τον Παρμενίδη, αρκούσε να παραβιάσει
την διάσημη απαγόρευσή του και να βεβαιώσει πέραν του Είναι, και το μη-είναι.
Γι’αυτό τον κατηγόρησε ο Αριστοτέλης στην Μετφ. N2, κατηγορώντας τον ότι θέτει το πρόβλημα με “αρχαϊκό” ακόμη τρόπο!
Ο Αριστοτέλης με την σειρά του, πέραν
τής επαναλαμβανόμενης δήλωσής του για την πολυσημαντότητα τού Είναι (και του
μη-είναι) την απέδειξε στην Μετφ. Β3, παρατηρώντας ότι το Είναι (και το Ενα)
δεν είναι ένα γένος διότι διαφορετικά από τα
γένη, περιλαμβάνει στον ορισμό του και τις διαφορές του. Το γένος, όπως
είναι γνωστό, είναι αυτό που εκφράζει μία κοινή όψη, πλευρά, σε μία
πολλαπλότητα ειδών, αλλά ακριβώς γι’αυτό δεν εκφράζει και τις διαφορές. Αυτές
εκφράζονται ακριβώς από τις λεγόμενες “ειδικές διαφορές”, οι οποίες
προστίθενται στο γένος για να σχηματίσουν, μαζί μ’αυτό, τον ορισμό της ουσίας.
Το Είναι εκφράζει, αντιθέτως, τις κοινές όψεις και τις διαφορές, όλες τις
διαφορές και επομένως αγκαλιάζει όλες τις ουσίες, όχι μόνον μία, και επομένως
είναι μία πολλαπλότης ουσιών, τουλάχιστον όσων αντιστοιχούν στα υπέρτατα γένη,
ή κατηγορίες.
Ανάμεσά τους υπάρχει βεβαίως μία
ενότης, η οποία συνίσταται από την εξάρτηση όλων από την πρώτη, δηλαδή από την
ουσία, αλλά αυτή η εξάρτηση είναι διαφορετική για κάθε μία (δηλαδή κάθε
κατηγορία εξαρτάται από την ουσία με διαφορετικό τρόπο) και δεν αποτελεί λοιπόν
ένα κοινό γένος, και ακόμη λιγότερο μία κοινή ουσία. Αποφεύγεται μ’αυτόν τον
τρόπο η απόλυτη ασάφεια, η οποία θα ήταν μη-νοητή, χωρίς να εκπίπτει σε
οποιαδήποτε μορφή μονοσημαντότητος. Αυτή είναι η λεγόμενη “αναλογία του Είναι”,
η οποία δεν είναι μία μερική μονοσημαντότητα, αλλά μία αληθινή πολυσημαντότητα,
παρότι βασίζεται σε έναν δεσμό εξάρτησης από μία μοναδική αρχή.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου