Κυριακή 17 Απριλίου 2016

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (22)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ
ΤΜΗΜΑ: ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

π. Χρίστος Μαλάης

Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» με βάση τα συγγράμματα του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά


ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2011

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» 
στο θεολογικό έργο του αγ. Γρηγορίου Παλαμά

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ
Αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» (Α)

2.3.1. Αναλογία και διάκριση Φιλοσοφίας-Θεολογίας (Η αναίρεση του «δόγματος της αναλογίας του όντος» μέσα από τη διάκριση της ελληνικής φιλοσοφίας και της χριστιανικής θεολογίας)
Στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τα επιχειρήματα των Λατίνων σχετικά με την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος, καθώς επίσης και στον αγώνα που ανέλαβε ενάντια στην ησυχαστική παράδοση, ο καλαβρός Βαρλαάμ εξίσωνε τη φιλοσοφία με τη θεολογία, θεωρώντας ότι αποτελούν δύο ισάξια πνευματικά δώρα του Θεού προς τον άνθρωπο1. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, αντιθέτως, τονίζει τη διάκριση ανάμεσα στη φιλοσοφία και στη θεολογία, θεωρώντας τη μία δώρο φυσικό και την άλλη δώρο πνευματικό2. Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η ενασχόληση με την ελληνική φιλοσοφία πρέπει να περιορίζεται στα πλαίσια της έρευνας και της κατανόησης των πραγμάτων του κτιστού κόσμου, διότι οι δυνάμεις και οι ικανότητές της δεν είναι θείες αλλά φυσικές3. Ανάμεσα στις ιδιότητες της φιλοσοφίας ανήκει και η διδασκαλία περί αναλογίας, είτε ως συμμετρίας και αρμονίας ανάμεσα στα κτιστά όντα, είτε ως συμφωνίας ανάμεσα στις αισθητές και στις νοητές διαστάσεις των όντων. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς απορρίπτει τη χρήση της φιλοσοφικής έννοιας της αναλογίας στο χώρο της θεολογίας και της παιδείας του Πνεύματος. Ωστόσο, για την απόδειξη της απόλυτης διαφορετικότητας και της ανωτερότητας του πνευματικού δώρου της θείας σοφίας έναντι του φυσικού δώρου της φιλοσοφίας, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς χρησιμοποιεί πολλές φορές, όπως θα δούμε παρακάτω, τη μέθοδο της αναλογίας, είτε με τη μορφή του παραδείγματος, είτε με τη μορφή της εικόνας, είτε με τη μορφή του επιχειρήματος και του συλλογισμού.

2.3.1.1 Η έννοια της αναλογίας ως συμμετρίας και αρμονίας ανάμεσα στα όντα
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, μόνο εκείνος που έγινε άνθρωπος για χάρη μας μπορεί να ανακαινίσει το κατ’ εικόνα και να το επαναφέρει στο πρωτότυπο4. Γι’ αυτό δεν είπε, «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, τῆς ἔξω σοφίας ἐπιλαβοῦ, σπεῦσον πρὸς τὴν τῶν μαθημάτων ἀνάληψιν, περιποίησε σεαυτῷ τὴν ἐπιστήμην τῶν ὄντων»5, αλλά «τὰ ὑπάρχοντα πώλησον, διάδος πτωχοῖς, τὸν σταυρὸν ἄρον, ἀκολουθεῖν ἐμοῖ προθυμήθητι»6. Συνεχίζει λέγοντας, «πῶς δ’ οὐκ ἐδίδαξε ἀναλογίας και σχηματισμούς καί ποσότητας καὶ τὰς πολυπλανεῖς τῶν πλανήτων ἀποστάσεις τε καὶ συνόδους, καὶ τῶν φυσικῶν προβλημάτων τὰς ἀπορίας διέλυσεν, ὡς ἄν ἀπό τῆς ἡμετέρας ψυχῆς τό τῆς ἀγνοίας σκότος ἐξέληται;»7. Η σημασία της αναλογίας σ’ αυτή την περίπτωση είναι μαθηματική (με την πυθαγόρεια σημασία του όρου), καθώς εκφράζει τη συμμετρία και την αρμονία ανάμεσα στους σχηματισμούς και τις διατάξεις των άστρων του ουρανού8. Η γνώση των μαθηματικών αναλογιών, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, εντάσσεται στα γενικότερα πλαίσια της σοφίας του κόσμου και της επιστήμης των όντων, μαζί με τη γνώση των πολύγλωσσων διαλέκτων, τη δύναμη της ρητορείας, τη μάθηση της ιστορίας, την εύρεση των μυστηρίων της φύσεως, τις πολυειδείς μεθόδους λογικής διαπραγμάτευσης, τις πολυμερείς σκέψεις της συλλογιστικής επιστήμης, τις πολύσχημες αναμετρήσεις των αΰλων σχηματισμών9. Η αναλογία, όπως και κάθε άλλη γνώση που παρέχει η ενασχόληση με την ελληνική φιλοσοφία, δεν είναι ικανή να μας απαλλάξει από το σκότος της αγνοίας, ούτε μπορεί να μας βοηθήσει να οδηγηθούμε στο κατ’ εικόνα.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, διευκρινίζει ωστόσο, ότι δεν πρέπει να αποκλείσουμε πως διαμέσου της επιστήμης των όντων, ο άνθρωπος συνάγει ορισμένα συμπεράσματα, σχετικά με την παρουσία του Θεού μέσα στον κόσμο. Η χρήση της αναλογίας στα πλαίσια της φιλοσοφίας, μπορεί να οδηγήσει στην απλή αναγνώριση της πρόνοιας του Θεού μέσα στον κόσμο και διαμέσου αυτής στην αναγνώριση κάποιων ιδιωμάτων του Θεού, όπως το ότι είναι Προνοητής, Παντοδύναμος, Προάναρχος, Παντεπίσκοπος, Πανάγαθος, Παναίτιος και Υπερφυής10.

2.3.1.2 Η αναλογία του τεχνητού λύχνου, ως απεικόνιση της διαφοράς ανάμεσα στην ελληνική φιλοσοφία και στην παιδεία του Πνεύματος
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, ο κόσμος δε γνώρισε το Θεό διαμέσου της ελληνικής σοφίας11. Αυτή η σοφία μπορεί να παρομοιαστεί με τεχνητό φυτίλι, το οποίο δεν είναι ικανό να οδηγήσει τον άνθρωπο στη γνώση του Θεού12. Όσοι ασχολούνται με την ελληνική φιλοσοφία εγκαταλείπουν το έργο της καθάρσεως του εαυτού τους δια της προσοχής των λογισμών και της αδιαλείπτου προσευχής, και σπαταλούν το χρόνο τους σε μάταια πράγματα, καθισμένοι δίπλα από ένα λυχνάρι που κρυφοκαίει13. Αυτό που παρατηρούμε σ’ αυτή την αναλογία είναι ότι ο μέσος όρος της σύγκρισης ανάμεσα στο λυχνάρι και στον ήλιο είναι το φως, ενώ ο μέσος όρος της σύγκρισης ανάμεσα στην ελληνική φιλοσοφία και στη ζωή που είναι αφοσιωμένη στο Θεό είναι η γνώση. Η αναλογική σύγκριση ανάμεσα στο φως και στη γνώση αποτελεί έτσι τη βάση επί της οποίας ερείδεται η κατασκευή της αναλογίας του τεχνητού λύχνου: Όπως το φως του λυχναριού είναι πολύ αδύναμο σε σύγκριση με το φως του ήλιου, με ανάλογο τρόπο και η γνώση που παρέχει στον άνθρωπο η ελληνική φιλοσοφία είναι μηδαμινή μπροστά στη γνώση που του προσφέρει η αφοσίωση στο Θεό με την αδιάλειπτη προσευχή.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, παρομοιάζει με τεχνητό φυτίλι τη σοφία του κόσμου14, δηλαδή τη γνώση των πολύγλωσσων διαλέκτων, τη δύναμη της ρητορείας, τη μάθηση της ιστορίας, την εύρεση των μυστηρίων της φύσεως, τις πολυειδείς μεθόδους λογικής διαπραγμάτευσης, τις πολυμερείς σκέψεις της συλλογιστικής επιστήμης, τις πολύσχημες αναμετρήσεις των αΰλων σχηματισμών, τα οποία θεωρεί ταυτοχρόνως καλά και κακά15. Κακά, διότι όλα αυτά είναι δυνατό να μεταποιούνται από εκείνους που τα χρησιμοποιούν σύμφωνα με τη δική τους γνώμη και συμμορφώνονται εύκολα προς το σκοπό εκείνων που τα κατέχουν16. Καλά, διότι ασκούν τον οφθαλμό της ψυχής προς οξυδέρκεια17, και γυμνάζουν το νου για να κατανοεί τα μυστήρια της κτίσεως18. Επιπλέον, κακό είναι να παραμένει κανείς αφοσιωμένος σ’ αυτά μέχρι τα γεράματά του, ενώ καλό είναι, αφού γυμνασθεί μ’ αυτά ο άνθρωπος με μέτρο, να μεταφέρει τον αγώνα προς τα πολύ ανώτερα και μονιμότερα, οπότε και η περιφρόνηση των λόγων παρέχει αμοιβή εκ μέρους του Θεού19.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί ότι ο πονηρός επιθυμώντας να αποσπάσει τον άνθρωπο από τα ανώτερα, ενσπείρει μέσα στην ψυχή εκτός από τον πόθο για πλούτο, δόξα και σαρκικές ηδονές, την αγάπη επίσης για τα διάφορα είδη γνώσεως που προέρχονται από την κοσμική σοφία20. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει στο σημείο αυτό, η προσπάθεια του αγ. Γρηγορίου Παλαμά, να εντοπίσει τους ψυχολογικούς παράγοντες που οδηγούν τον άνθρωπο στην προσκόλληση στα διάφορα είδη κοσμικής γνώσεως (ένα από τα οποία, όπως έχει ήδη αναφέρει, είναι και η αναλογία). «Δεινὸν ὄντως ἄνδρα κλέψαι φιλομαθῆ καὶ ταῖς περὶ τὸ εἰδέναι λίχνως διακειμέναις ψυχαῖς ἔφεσιν ἀνέφικτον ἐντεκεῖν· αὕτη γὰρ καὶ τῷ Ἀδὰμ τῆς ἰσοθεΐας τὸν ἔρωτα τὴν ἀρχὴν ἐνεποίησεν»21. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς αναγνωρίζει τότε ότι εφόσον η παγγνωσία αυτή δεν είναι δυνατό να ανευρεθεί μέσα στα θεία λόγια και στις εντολές, οι άνθρωποι στρέφονται προς την ελληνική φιλοσοφία, διαμέσου της οποίας ελπίζουν ότι θα πετύχουν το ποθούμενο22. Θεωρούν ότι εκεί ανευρίσκουν τους λόγους των όντων, οι οποίοι τελειοποιούν την ψυχή και δεν αντιλαμβάνονται ότι η δικιά τους γνώση είναι ανωφελής για την ψυχή και παντελώς αδύνατη για τον παρόντα κόσμο23. Διότι εκείνα που αποσιωπήθηκαν από το Πνεύμα, και βρέθηκαν από άλλους, ακόμα και αν είναι αληθινά, είναι ανωφελή για τη σωτηρία της ψυχής24. Τίποτε από τα ωφέλιμα δεν παραλείπεται στη διδασκαλία του Αγίου Πνεύματος. Η κοσμική σοφία, όταν ξεφεύγει από τα πλαίσια μέσα στα οποία μπορεί να επιτελέσει καλό στην ψυχή, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα πράγματα εκείνα που απομακρύνουν τον άνθρωπο από την αληθινή παιδεία, τη μόνη ικανή να καθαρίσει την ψυχή και να την προετοιμάσει να δεχτεί μέσα της το Θεό25. Αληθινή παιδεία, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι ο φόβος του Θεού ο οποίος μεταβάλλεται σε αγάπη, και η οδύνη της προσευχής η οποία αφού μετατραπεί σε τέρψη, ανατέλλει το άνθος του φωτισμού26. Η φιλοσοφία μπροστά σ’ αυτού του είδους την παιδεία αποτελεί σκέτη ματαιοπονία27. Η αναλογία και κάθε άλλη φιλοσοφική μέθοδος που γυμνάζει το νου για να κατανοεί τα μυστήρια του Θεού μέσα στον κόσμο, αποτελεί σκέτη ματαιοπονία μπροστά στη σοφία που προσφέρει στον άνθρωπο η παιδεία του Αγίου Πνεύματος. Αντί των φιλοσοφικών μαθημάτων, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, προτείνει στους πιστούς την παιδεία του Πνεύματος, η οποία διά της προσευχής μαλακώνει την ψυχή από τη σκληρότητά της, και την καθιστά πινακίδα κατάλληλη για την καταγραφή των χαρισμάτων του Πνεύματος28.

2.3.1.3 Η αναλογία των αισθητών και των νοερών διαστάσεων
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, όταν η σοφία του κόσμου αξιώνει να πετύχει τη θεογνωσία, εξομοιώνεται με το δέντρο της γνώσεως του καλού και του κακού, από το οποίο έφαγαν οι πρωτόπλαστοι και έχασαν την τρυφή του παραδείσου29. Η σοφία του κόσμου τελειώνει εκεί όπου σταματά η γνώση των όντων  και αρχίζει η γνώση του Θεού. Το θείο είναι ανώτερο από κάθε νου και λόγο30. Οι σοφοί του κόσμου, σημειώνει, δεν κατανοούν ότι ο Θεός είναι παντελώς ακατάληπτος από τις φυσικές δυνάμεις του νου31. Όχι μόνο το να γνωρίζουμε αληθινά το Θεό είναι ασυγκρίτως ανώτερο από την ελληνική φιλοσοφία, αλλά καιμόνο το να γνωρίζουμε ποια θέση έχει ο άνθρωπος κοντά στο Θεό ξεπερνά όλη τη σύμφωνα μ’ εκείνους σοφία32. Διότι μόνο αυτός από όλα τα επίγεια και τα ουράνια έχει κτισθεί κατ’ εικόνα του πλάστη του, έτσι ώστε να βλέπει προς εκείνον, να τον αγαπά, να είναι μύστης και προσκυνητής του, και με την προς αυτόν πίστη να συντηρεί την καλλονή του, ενώ όλα τα άλλα όσα υπάρχουν στη γη και στον ουρανό να τα θεωρεί κατώτερα του εαυτού του και εντελώς άμοιρα από νου33. Οι Έλληνες σοφοί, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, μη μπορώντας να αντιληφθούν πως μόνο ο άνθρωπος ανάμεσα στα δημιουργημένα όντα έχει κτιστεί σύμφωνα με την εικόνα του πλάστη, ατίμωσαν τη φύση μας, ασέβησαν στο Θεό και ελάτρευσαν την κτίση παρά εκείνον που την έκτισε34. Απέδοσαν στα αισθητά άστρα νουν, «καὶ τούτων ἑκάστω τοῦ κατὰ σῶμα μεγέθους ἀνάλογον ἐν δυνάμει καὶ ἀξιώματι»35. Σύμφωνα με την ελληνική σοφία, υποστηρίζει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, η νοερή δύναμη και αξία που έχει κάθε άστρο είναι ανάλογη προς τον όγκο του σώματος και το ποσοτικό του μέγεθος. Προσάπτει δηλαδή στους Έλληνες σοφούς την κατηγορία ότι αποδίδουν νοερή αξία στα άστρα, με βάση την αναλογία των διαστάσεων και τους όγκου τους. Η αναλογία ανάμεσα στο σωματικό μέγεθος και στην αξία ενός άστρου, αποτελεί μία σχέση η οποία επιτρέπει τη μετατροπή της μαθηματικής ποσότητας σε νοερή ποιότητα και αξία, χωρίς να υπάρχει κάποια λογική και αληθινή θεμελίωση για κάτι τέτοιο. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, για να αποδείξει πόσο ατιμωτικό για την ανθρώπινη φύση είναι το γεγονός ότι οι Έλληνες σοφοί αποδίδουν στα αισθητά άστρα νου, αναφέρει ειρωνικά ότι με τον τρόπο που σκέφτονται θεωρούν πως η δύναμη και η αξία που έχει ο νους του κάθε άστρου είναι ανάλογη ποσοτικά προς το μέγεθος του. Απορρίπτοντας ως εντελώς παράλογη την αναλογία ανάμεσα στις ποσοτικές-σωματικές και στις ποιοτικές-νοερές διαστάσεις των άστρων, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς θεωρεί ότι γενικότερα είναι εντελώς αβάσιμο να θεωρούμε ότι τα άστρα έχουν νου. Διότι, αν τα άστρα είχαν νου, τότε θα είχαν κι αυτά δημιουργηθεί κατ’ εικόνα Θεού. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η ελληνική φιλοσοφία προσάπτει στην ανθρώπινη ψυχή πολύ μεγάλη ντροπή και ατιμία, οδηγώντας την έτσι στο νοητό και όντως κολαστήριο σκοτάδι36. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, στηριζόμενος στο δόγμα της δημιουργίας του κόσμου και της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του ανθρώπου, απορρίπτει συλλήβδην την ελληνική θεωρία περί υπάρξεως αναλογίας ανάμεσα στα αισθητά και στα νοητά όντα, θεωρώντας ότι μόνο ο άνθρωπος έχει νου37.

2.3.1.4 Η θεολογική απόδειξη και τα όρια της φιλοσοφικής αναλογίας
Η θεολογία, εν αντιθέσει προς τη φιλοσοφία, δε βασίζεται σε διαλεκτικούς συλλογισμούς αλλά μόνο σε αποδεικτικούς, οι οποίοι αναφέρονται σε εκείνα που είναι αναγκαία και αιώνια, σταθερά και αμετάβλητα38. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς προσδίδει καινούριο περιεχόμενο στον αποδεικτικό συλλογισμό, θεμελιώνοντάς τον στην αποκαλυπτική ενέργεια του Θεού39. Οι αρχές της θεολογικής αποδείξεως είναι θεοδίδακτες και αυτόπιστες40. Μας τις παρέδωσε κατευθείαν εκείνος ο οποίος συνένωσε τη θεϊκή φύση με την ανθρώπινη, γιατί αυτός είναι ο μόνος που μπορεί να γεφυρώσει τα κτιστά με τα άκτιστα41. Ο άνθρωπος μπορεί να τις γνωρίσει διαμέσου της ἐν Χριστῷ ζωής και όχι διαμέσου της φιλοσοφίας. «Πίστις γὰρ ἡγεῖται τῶν χριστιανικῶν δογμάτων, ἀλλ’ οὐκ ἀπόδειξις»42. Αρχή της θεολογικής αποδείξεως, κατά τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, δεν είναι η ανθρώπινη λογική αλλά η πίστη στον Κύριο.
Για να αποδείξει τη θεολογική σημασία του αποδεικτικού συλλογισμού ο οποίος θεμελιώνεται στην πίστη και όχι στην ανθρώπινη λογική, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς παραθέτει τρία επιχειρήματα με βάση την αναλογία:
(Α) «Πολλὰ δὲ τῶν ὄντων καὶ νῶ ληπτῶν ἐστιν ὑπὲρ ἀπόδειξιν, ὥστε τὸ θεῖον καὶ τοῦ ὑπὲρ ἀπόδειξιν ὑπερβάλλει ἀπαραβλήτοις και ἀξυμβλήτοις ὑπεροχαῖς»43. Όπως συμβαίνει πολλά από τα όντα τα οποία είναι καταληπτά από το νου να είναι υπεράνω αποδείξεων, μπορούμε κατ’ αναλογία να θεωρήσουμε ότι το θείον «υπερβάλλει» ακόμη και από αυτό το υπέρ απόδειξη44. Το ότι υπάρχουν κάποια φυσικά πράγματα τα οποία εκλαμβάνουμε ως δεδομένα χωρίς κάποια λογική επεξεργασία ή συλλογιστική απόδειξη, αποτελεί ένα γεγονός στο οποίο μπορούμε να βασιστούμε για να αποδεχθούμε κατ’ αναλογία, πως ό,τι σχετίζεται με τα θεία είναι πέρα ακόμη κι από την απόδειξη που δε στηρίζεται στην ανθρώπινη λογική.
Τέτοιου είδους απόδειξη, η οποία δε στηρίζεται στο επιχείρημα της λογικής, χρησιμοποιεί πρώτος ο Αριστοτέλης, διαπιστώνοντας ότι ο στόχος του φιλοσόφου δεν είναι να βρίσκει για όλα τα πράγματα ορισμούς, αλλά σε κάποιες περιπτώσεις να κατανοεί αυτά που συμβαίνουν με βάση την αναλογία45. Η αναλογία χρησιμοποιείται από τον Αριστοτέλη ως λογικός τρόπος σύνδεσης των πραγμάτων, εκεί όπου οι υπόλοιπες λογικές διαδικασίες αδυνατούν να εξηγήσουν τον τρόπο λειτουργίας των όντων46.
Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, θεωρεί ότι υπάρχει και μία άλλη απόδειξη, η οποία είναι ανώτερη από το υπέρ απόδειξη του Αριστοτέλη, με την οποία μπορούμε και αποδεικνύουμε μερικά πράγματα από τα θεία47. Η πατερική απόδειξη δεν μπορεί να αποτελέσει μία μέθοδο, όπως στην περίπτωση των αριστοτελικών συλλογισμών, ούτε μία πέρα από κάθε απόδειξη κατανόηση όσων δεν υπόκεινται σε ορισμούς, όπως στην περίπτωση της αριστοτελικής απόδειξης με βάση την αναλογία, διότι κάθε μέθοδος που στηρίζεται στον ανθρώπινο τρόπο σκέψης αποτελεί ένα σύστημα από νοητικές καταλήψεις, ενώ ο Θεός είναι καθ’ όλα ακατάληπτος48.
Β) Όπως στα εγκόσμία πράγματα ισχύει, σύμφωνα με την αριστοτελική λογική, ότι όπου το υποκείμενο είναι ανώτερο να θεωρείται ως ανώτερο και αυτό στο οποίο ανήκει το υποκείμενο, με ανάλογο τρόπο και ο αποδεικτικός συλλογισμός είναι ανώτερος από το διαλεκτικό, διότι το υποκείμενό του είναι ανώτερο από το υποκείμενο του διαλεκτικού συλλογισμού49. Εάν μάλιστα το υποκείμενο λάβει κάποια πολύ μεγάλη ή τη μεγαλύτερη ακόμη προσθήκη, ανάλογη θα είναι και η αύξηση της αξίας που θα έχει αυτός ο συλλογισμός50. Συγκεκριμένα, εάν θεωρήσουμε ότι τέσσερις είναι γενικότερα οι κατηγορίες του όντος οι οποίες υποπίπτουν στη διαλεκτική συλλογιστική, δηλαδή το γένος, ο όρος, το είδος και το συμβεβηκός, πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο Θεός δεν είναι υπόλογος και δεν υποπίπτει σε καμίαν από αυτές51. Η ουσία του Θεού δεν παρουσιάζει καμία ομοιότητα ή αναλογία με την ουσία των όντων, αφού Εκείνος μόνο είναι «ὂντως ὢν»52 και δε χρειάζεται καμία ουσιώδη διαφορά για την ύπαρξή του53. Όλες οι κατηγορίες του όντος ανήκουν στην πληθύν και υφίστανται διαίρεση, ενώ ο Θεός δε διαιρείται, όχι απλά επειδή είναι «ὑπέρ όν» αλλά επειδή αποτελεί «μηδαμῆ μηδαμῶς ὄν»54. Η χριστιανική απόδειξη διαφέρει άρα από τη φιλοσοφική απόδειξη, κατά το ότι στηρίζεται στις αυτόπιστες προτάσεις της θείας αποκαλύψεως, εξασφαλίζοντας έτσι τα εχέγγυα της επαληθευσιμότητας της από αυτές και μόνο, γι’ αυτό και είναι καθ’ όλα ανώτερη από την αριστοτελική υπέρ-απόδειξη55.
(Γ) Πρέπει να γνωρίζουμε, ωστόσο, σημειώνει ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, ότι από τα θεία, άλλα γνωρίζονται, άλλα αναζητούνται, μερικά αποδεικνύονται, ενώ άλλα είναι εντελώς ανεξερεύνητα και ανεξιχνίαστα56. Ο αμφίσημος χαρακτήρας των περί τα θεία αποδείξεων διαπιστώνεται με βάση την εξής αναλογία: Όπως η ενανθρώπηση του Κυρίου είναι ταυτόχρονα υπέρ φύση και κατά φύση, έτσι ώστε όταν διακηρύσσεται να παραμένει άρρητος και όταν νοείται να παραμένει άγνωστος, (αφού άλλα από αυτά είναι υπέρ φύση, όπως η κύηση της Παρθένου, ενώ άλλα κατά φύση, όπως ο όγκος της κοιλιάς μετά τη σύλληψη), με ανάλογο τρόπο και το θείο είναι ταυτοχρόνως αποδεικτό και αναπόδεικτο, έτσι ώστε όταν μερίζεται να παραμένει αμέριστο και όταν γνωρίζεται να παραμένει άγνωστο, ένεκα της διαφοράς των τρόπων57. Η αναλογία σ’ αυτή την περίπτωση αποτελεί μία σύγκριση ανάμεσα στο γεγονός της ενανθρώπησης του Κυρίου και στα θεία αυτά καθαυτά, με σκοπό να αποδειχθεί ότι όπως στο ένα έτσι και στο άλλο ισχύει η αρχή ότι άλλα είναι αποδεικτά ενώ άλλα είναι αναπόδεικτα, άλλα γνωστά ενώ άλλα άγνωστα, άλλα ρητά και άλλα άρρητα. Τον μέσο όρο της αναλογίας αποτελεί το γεγονός ότι και στους δύο όρους της σύγκρισης, κάποια πράγματα μπορούν να θεωρηθούν ως κατά-φύση (γι’ αυτό και είναι αποδεικτά), ενώ κάποια άλλα ως υπέρ-φύση (γι’ αυτό και είναι αναπόδεικτα)58.
Αυτό που μπορεί να γίνει γνωστό και να αποδειχθεί με το νου, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι ότι το θείο υπάρχει και είναι ένα. Το τι ακριβώς όμως, και ποιο είναι αυτό το ένα, παραμένουν εντελώς ακατάληπτα και απερινόητα59. Όταν ο άγιος Διονύσιος λέει ότι η θεότητα υμνουμένη ως μονάδα και τριάδα, δεν είναι ούτε μονάδα ούτε τριάδα εγνωσμένη από κάποιο από τα όντα60, δε σημαίνει, όπως νομίζει ο Βαρλαάμ, ότι δεν έχει γνωσθεί από κανέναν ότι ο Θεός είναι μονάδα61. Αυτό που λέει ο άγιος Διονύσιος62, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, είναι ότι υπάρχει μεν ως μονάδα ο Θεός, αλλά όχι από τις γνωστές μεταξύ των όντων εναρίθμους μονάδες, οι οποίες δεν είναι καν κυριολεκτικώς μονάδες63. Άρα, όταν αποδίδουμε στο Θεό τη μονάδα, εκείνο που δηλώνουμε μ’ αυτό δεν είναι ότι ο Θεός γνωρίζεται διά των αριθμών και μεταξύ των αριθμών ή με οτιδήποτε άλλο μπορεί να σημαίνει καθετί που λέγεται για τα κτιστά όντα64. Το θείον είναι υπεράνω αριθμού περισσότερο από τη μονάδα, διότι δε συναριθμείται με το πλήθος, και είναι υπεράνω της μονάδας περισσότερο από τον αριθμό, αφού ούτε διά της διαιρέσεως δεν προσλαμβάνει τίποτε άλλο από τα εκτός65. Ο Θεός είναι «μὴ ἕν κατὰ ὑπεροχήν», καθ’ όσον είναι υπεράνω του ενός και ορίζει αυτό το ίδιο το ἕν, με όποια φιλοσοφική εκδοχή κι αν αυτό εκλειφθεί66. Με άλλα λόγια, όταν λέμε ότι ο Θεός είναι Ἕν ή Μονάς, εκείνο που δηλώνουμε είναι την απόλυτη διαφορετικότητα του θείου τρόπου ζωής από το δημιουργημένο, καθώς και την παντελή έλλειψη κάθε αναλογίας προς αυτόν67.
Με αυτές τις προϋποθέσεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί ο αποδεικτικός συλλογισμός θεοπρεπώς περί τα θεία, έτσι ώστε να αποφευχθεί η εξίσωση ανάμεσα στη φιλοσοφία και στη θεολογία, στη φυσική δηλαδή και στη θεία σοφία, την οποία δωρίζει στον άνθρωπο η χάρις του Παναγίου Πνεύματος68.

2.3.1.5. Συμπεράσματα
Στο υποκεφάλαιο αυτό δείξαμε με ποιο τρόπο μπορούμε να καταλάβουμε γιατί είναι λανθασμένη η θεώρηση σύμφωνα με την οποία η αναλογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως οδός θεογνωσίας, όπως στην περίπτωση «δόγματος της αναλογίας του όντος». Όπως έχουμε δει, οι Λατίνοι χρησιμοποιώντας την αναλογία προβαίνουν σε μια διανοητική πράξη επέκτασης της συνείδησης από τα αισθητηριακά δεδομένα στο Θεό ο οποίος βρίσκεται έξω από την εμπειρία, ούτως ώστε να κατανοήσουν το είναι και την ουσία του.
Σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η αναλογική γνώση εντάσσεται στα γενικότερα πλαίσια της σοφίας του κόσμου και της επιστήμης των όντων. Η αναλογία, όπως και κάθε άλλη γνώση που παρέχει η ενασχόληση με την ελληνική φιλοσοφία, δεν είναι ικανή να μας απαλλάξει από το σκότος της αγνοίας ούτε μπορεί να μας βοηθήσει να οδηγηθούμε στο κατ’ εικόνα. Η χρήση της αναλογίας στα πλαίσια της φιλοσοφίας, μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση της πρόνοιας του Θεού μέσα στον κόσμο και διαμέσου αυτής στην αναγνώριση κάποιων ιδιωμάτων του Θεού.
Η χρήση της αναλογίας δεν οδηγεί πάντοτε στην ορθή αναγνώριση των μυστηρίων του Θεού μέσα στον κόσμο. Ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, στηριζόμενος στο δόγμα της δημιουργίας του κόσμου και της κατ’ εικόνα Θεού δημιουργίας του ανθρώπου, απορρίπτει την ελληνική θεωρία περί υπάρξεως αναλογίας ανάμεσα στα αισθητά και στα νοητά όντα, θεωρώντας ότι μόνο ο άνθρωπος έχει νου. Οι σχολαστικοί θεολόγοι αντίθετα, όπως έχουμε δει, επιχείρησαν να περιγράψουν με βάση την αναλογία όχι μόνο τη σχέση ανάμεσα στα αισθητά και στα νοητά όντα, αλλά πολύ περισσότερο την σχέση ανάμεσα στο είναι των όντων και στο είναι του Θεού. Για τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η αναλογία και κάθε άλλη φιλοσοφική μέθοδος που όταν χρησιμοποιείται σωστά γυμνάζει το νου για να κατανοεί τα μυστήρια του Θεού μέσα στον κόσμο, αποτελεί σκέτη ματαιοπονία μπροστά στη σοφία που προσφέρει στον άνθρωπο η παιδεία του Αγίου Πνεύματος.

(Συνεχίζεται)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 2,1,5, εκδ. Κυρομάνος, επιμ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1992, τομ. Α’, σελ. 469, «τὰ τῶν θεουργῶν λόγια καὶ ἡ ἐν τούτοις σοφία τῆ παρὰ τῶν ἔξω μαθημάτων φιλοσοφία πρὸς ἕνα σκοπὸν ὁρᾷ καὶ τὸ αὐτὸ κέκτηται τέλος τὴν τῆς ἀληθείας εὕρεσιν». Σύμφωνα με τον καθ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἡ Ἔννοια τῆς Διπλῆς Γνώσεως κατὰ τὸν Γρηγόριον Παλαμᾶν, ΑΠΘ, Επιστημονική Επετηρίς, Θεολογική Σχολή, τομ. 7, Θεσσαλονίκη 1962, σελ. 121, «ὅσον προήγοντο αἱ ἀνθρωπιστικαὶ σπουδαί, κατὰ τοσοῦτον μεγαλυτέρα σημασία ἐδίδετο εἰς τὸν ἀνθρώπινον παράγοντα τῆς γνώσεως τῶν θείων, καὶ συνεπῶς κατὰ τοσοῦτον περισσότερον ἐξετιμᾶτο ἡ φιλοσοφία. Ὁ Βαρλαάμ, εἷς τῶν ἱκανῶν σκαπανέων τῆς ἀναγεννήσεως ἔφθασεν εἰς σημεῖον νὰ ταὐτίζει τὰ ἀντικείμενα, τὴν μέθοδον καὶ τὰ ἐπιτεύγματα τῆς φιλοσοφίας και τῆς θεολογίας».
2. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,2, τόμ. Α’, σελ. 362. Πρώτος ο Απόστολος Παύλος διέκρινε ανάμεσα στην ελληνική σοφία και στη σοφία του ευαγγελίου (Α’ Κορ. 1,22-24). Την πρώτη ονόμαζε σοφία του κόσμου και τη δεύτερη σοφία του Θεού (Α’ Κορ. 2.6-7). Η σοφία του Θεού είναι έργον πίστεως προς το Θεό. Καμία άλλη οδός δεν υπάρχει προς απόκτησή της (πρβλ. Ιωάννη Χρυσοστόμου, Πρός τε Ἰουδαίους καί Ἕλληνας ἀπόδειξις ὅτι ἐστί Θεός ὁ Χριστός 1, PG 48, 313-14). Το θέμα της σχέσεως του Χριστιανισμού με την ελληνική φιλοσοφία απασχόλησε πολύ νωρίς τους πρώτους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και Πατέρες. Ο Κλήμης Αλεξανδρεύς, ερμηνεύοντας τα χωρία του Παύλου Προς Κολ. 2, 4.8, λέει ότι ο απόστολος δεν απορρίπτει γενικά τη φιλοσοφία, αλλά μόνο αυτήν που είναι εσφαλμένη και δεν οδηγεί τον άνθρωπο στην αληθινή γνώση. Αληθινή γνώση, για τον Κλήμη αποτελεί μόνο η χριστιανική πίστη. Ωστόσο, η ελληνική φιλοσοφία μπορεί να αποτελέσει προπαιδευτική διαδικασία εισαγωγής του ανθρώπου στο χριστιανισμό και να αποβεί έτσι παιδαγωγός προς το Χριστό (Στρωματεῖς Α΄, 11, ΒΕΠ 7, σελ. 255). Βλ. Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Θεολογικὴ Γνωσιολογία κατὰ τοὺς Νηπτικοὺς Πατέρες, Ανάλεκτα Βλατάδων 25, Θεσσαλονίκη 1977, σελ 19. Βλ. Ι. ΖΗΖΙΟΥΛΑ, Ἑλληνισμός καί Χριστιανισμός, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1976, σελ. 535.
3. Σύμφωνα με τον καθ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἡ διπλή θεολογική μεθοδολογία Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ό.π., σελ. 75, 85, κατά τη σύγκρουση ησυχαστών και αντιησυχαστών τον ιδ’ αιώνα, προβλήθηκε ολοφάνερα η διαφορά μεταξύ δυτικής και ανατολικής θεολογίας. Σε αντίθεση με την ανατολική θεολογία, η δυτική υιοθετούσε κατά βάσιν την ίδια μέθοδο που είχαν οι θύραθεν επιστήμες. Οι σχολαστικοί δέχονταν ότι το επιστητό της θεολογίας είχε τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα που είχε το επιστητό των άλλων επιστημών. Έδιναν ιδιαίτερη έμφαση στη λογική προτεραιότητα της θεολογίας, η οποία έτσι από το ένα μέρος έκανε τη φιλοσοφία υπηρέτριά της, από το άλλο η ίδια έμπαινε σε περιορισμένα και κλειστά σχήματα μίας φιλοσοφίας.
4. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,5, ό.π., σελ. 365.
5. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,5, ό.π., σελ. 365.
6. Μτ. 19,21. Μκ. 8,34. Λκ. 9,23.
7. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,5, ό.π., σελ. 365. Η αναφορά του αγ. Γρηγορίου Παλαμά στα συγκεκριμένα είδη κοσμικής σοφίας δεν είναι καθόλου τυχαία, αλλά σχετίζεται με τη περιρρέουσα πολιτιστική ατμόσφαιρα της εποχής του. Σύγχρονοι μελετητές της υστερο-βυζαντινής περιόδου, υποστηρίζουν ότι σπάνια η ιστορία του ανθρωπίνου πνεύματος έχει να επιδείξει φαινόμενα άνθησης, έξαρσης και αναγέννησης του πολιτισμού και των γραμμάτων, σε περιόδους μεγάλης πολιτικής ανασφάλειας, οικονομικής αβεβαιότητας και κοινωνικής αποσύνθεσης. Θεωρούν ότι σε μία τέτοια ακριβώς εποχή, το Βυζάντιο γνώρισε την πιο ασυνήθιστη στην ιστορία του και συνάμα αποφασιστική άνθηση των γραμμάτων και του πολιτισμού εν γένει. Το όλο φαινόμενο της άνθησης των γραμμάτων και της ακμής του πολιτισμού, μέσα σε μία καταρρέουσα για την εποχή οικονομία, πολιτική και κοινωνία, είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δυναστεία των Παλαιολόγων, οι οποίοι επωμίσθηκαν την ευθύνη της τελευταίας και πιο δραματικής περιόδου του βυζαντινού Ελληνισμού. Στο χώρο του βυζαντινού ελληνισμού, αρχίζει σταδιακά να κάνει την εμφάνισή της μία πληθώρα διανοητών, οι οποίοι πιστεύουν στη βιωσιμότητα του κλασικού πολιτισμού και των επιστημών, με σκοπό την κατάκτηση της καθολικής γνώσεως και την πλήρη μόρφωση του ανθρωπίνου πνεύματος. Ο βυζαντινός αυτός ανθρωπισμός, παρουσιάζει αναλογία με τον αντίστοιχό του ιταλικό ανθρωπισμό. Οι εκπρόσωποί του ασχολούνται πλέον πιο σοβαρά με τις επιστήμες, θεωρώντας ότι η γνώση που προκύπτει από αυτές, έχει ιδιαίτερη, ανεξάρτητη και αυτόνομη αξία, στη συγκρότηση της καθολικής γνώσης εν γένει. Οι βυζαντινοί λόγιοι της παλαιολόγειας περιόδου, αρχίζουν έτσι να διανοούνται ανεξάρτητα από τη χριστιανική πίστη, προσπαθώντας ωστόσο, η επιστημονική τους γνώση να μην έρχεται σε σύγκρουση με τις αιώνιες αλήθειες της χριστιανικής πίστεως. Βλ. Β. ΜΟΥΣΤΑΚΗ, Βυζάντιον, ΘΗΕ, 3, σελ. 1061, Βλ. Β. Ν. ΤΑΤΑΚΗ, Ἡ Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, ΕΣΝΠΓΠ, Ἀθήνα 1977, σελ. 213, Βλ. Κ. ΜΠΟΝΗ, Θεολογία (Βυζαντίου), ΘΗΕ, 3, σελ. 1061, Βλ. Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς-Βυζαντινῆς-Δυτικοευρωπαϊκῆς, εκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 2002, σελ.455-456, Bλ. D. J. GEANAKOPLOS, Emperor Michael Palaeologus and the West, Cambridge 1959, Βλ. C. CHAPMAN, Michel Paleologue, Paris 1926, σελ. 167-177.
8. Η μαθηματική χρήση της αναλογίας από τους πυθαγορείους τη μετατρέπει από μέθοδο έρευνας των φυσικών φαινομένων (όπως ίσχυε μέχρι τότε στα πλαίσια της προσωκρατικής φιλοσοφίας) σε μεταφυσική αρχή συσχετισμού και αντιστοιχίας ανάμεσα στους αριθμούς. Από τους πυθαγόρειους και μετά, παρατηρείται έτσι μία μετατόπιση στη χρήση της αναλογίας από τις φυσικές επιστήμες στα μαθηματικά και στη λογική. Βλ. C. OSBORNE, Προσωκρατική Φιλοσοφία, ό.π., σελ. 127,. Λεξικὸν τῆς Προσωκρατικῆς Φιλοσοφίας, ό.π., σελ. 31.
9. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,6, ό.π., σελ. 366, «πάντα καλά τε καὶ πονηρὰ φαίην ἂν ἒγωγε».
10. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Ἀκίνδυνον, 12, ό.π., σελ. 216, «Τί δέ, οὐ διὰ τούτων οἷα τεκμηρίων ἀψευδὴς γίνεται ἀπόδειξις ὅτι ἔστι τις προαγωγεύς καὶ προμηθεύς προάναρχον ἁπάντων, παντοδύναμος, παντεπίσκοπος, πανάγαθος, παναίτιος, ὑπερφυής;». Παρά τη σφοδρή πολεμική του ενάντια στο λανθασμένο τρόπο ενασχόλησης με τη φιλοσοφία, ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, δεν παρασύρεται στην ολοσχερή απόρριψή της από τη ζωή του ανθρώπου, αλλά περιγράφει και τα όρια μέσα στα οποία μπορεί να λειτουργήσει σωστά και δημιουργικά. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τη χρήση της αναλογίας, η οποία μπορεί να αποβεί επωφελής όταν περιορίζεται στην αναγνώριση της σοφίας που υπάρχει μόνο μέσα στα όρια του κτιστού κόσμου.
11. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,1,5, ό.π., σελ. 365, «Διατί δὲ καὶ τὴν σοφίαν αὐτῶν ἐμώρανε; Τίνος δὲ χάριν καὶ διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος εὐδόκησε σῶσαι τοὺς πιστεύοντας; Οὐκ ἐπειδὴ διὰ τῆς σοφίας ὁ κόσμος οὐκ ἔγνω τόν Θεόν;». Βλ. Α’ Κορ.1,21.
12. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,5, ό.π., σελ. 365, «αὐτοὶ τε δέονται θρυαλλίδος ἐπισκευαστῆς, τῆς ἀπὸ τῶν ἔξω φιλοσόφων γνώσεως πρὸς θεογνωσίαν ὁδηγούσης».
13. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,5, ό.π., σελ. 365, «ἀφεμένοις τοῦ καθ᾿ ἡσυχίαν διὰ τῆς τῶν λογισμῶν ἐπιστασίας καθαίρειν ἑαυτοὺς καὶ δι᾿ ἀδιαλείπτου προσευχῆς προσανέχειν τῷ Θεῷ, καταγηρᾶν μάτην, λύχνῳ τυφομένῳ παρακαθημένους».
14. Όπως σημειώνει ο Γ. ΘΕΟΔΩΡΟΥΔΗΣ, Θεία καὶ Ἀνθρώπινη Σοφία, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1998, σελ. 157, σύμφωνα με τον άγ. Γρηγόριο Παλαμά, η «κατὰ κόσμον φιλοσοφία» διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: την «περὶ τὴν πράξιν» καὶ τὴν «περὶ τοὺς λόγους» φιλοσοφία. Η πρώτη αποβλέπει στον καθορισμό των αρχών του οργανωμένου κοινωνικού βίου, ενώ η δεύτερη στην έρευνα των λόγων της φύσεως. Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Πρὸς Ἀκίνδυνον, Λόγος ἀντιρρητικός 6, 1, εκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Γ’, σελ. 379.
15. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,1,6, ό.π., σελ. 366, «πάντα καλά τε καὶ πονηρὰ φαίην ἂν ἒγωγε».
16. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,6, ό.π., σελ. 366.
17. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,6, ό.π., σελ. 367, «καλὸν μὲν ἡ πρὸς ταῦτα σχολή, γυμνάζουσα πρὸς ὀξυωπίαν τὸν τῆς ψυχῆς ὀφθαλμόν».
18. Πρβλ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, 4,23, PG 67, 516 C.
19. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,6, ό.π., σελ. 367, «πολλὴν αὐτῶ και τῆς τῶν λόγων περιφρονήσεως φερούσης την ἐκ Θεοῦ ἀμοιβήν».
20. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,7, ό.π., σελ. 368.
21. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,41, ό.π., σελ. 503.
22. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,41, ό.π., σελ. 503. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΣ, ο οποίος υπήρξε ιστορικά ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της στροφής από τη θεολογία στη φιλοσόφία κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, θεωρούσε ότι ο Πλάτων υπήρξε το μεγαλύτερο πνεύμα που γνώρισε ποτέ ο κόσμος και ότι η φιλοσοφία του είναι ασυναγώνιστη. Βλ. Κ. ΣΑΘΑ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, IV, σελ. 52. Ο Μ. ΨΕΛΛΟΣ προσπάθησε να προσδώσει καινούριο νόημα στην προσπάθεια για αφομοίωση της ελληνικής φιλοσοφίας από τη χριστιανική σκέψη, στηριζόμενος κυρίως στην πλατωνική-νεοπλατωνική φιλοσοφία και λιγότερο στη αριστοτελική. Πρβλ. F. BOISSONADE, Μ. Ψελλού, De operatione daemonum, Νυρεμβέργη 1838, σελ. 151. Σύμφωνα με τον Β. ΤΑΤΑΚΗ, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, ό.π., σελ.204-205, ο μαθητής του ΨΕΛΛΟΥ, ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΤΑΛΟΣ, βασιζόμενος σε φιλοσοφικές αρχές και σε νεοπλατωνικές διδασκαλίες, παρουσίασε ένα σύστημα σκέψεων, το οποίο σε πολλά σημεία δίνει το προβάδισμα στην εθνική φιλοσοφία και στο λόγο, γεγονός που οδήγησε στην καταδίκη του ως αιρετικού. Πρβλ. CHR. ZERVOS, Un philosophe neoplatonicien du Xie siecle, Michel Psellos, Παρίσι 1920, σελ. 425-7. Ο ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΧΟΥΜΝΟΣ (1261-1327), προσπάθησε με τις φιλοσοφικές του πραγματείες να καταρρίψει το ρεαλισμό σχετικά με την προΰπαρξη της ύλης και των ιδεών, προβάλλοντας ως απάντηση το νομιναλισμό της εκ των υστέρων υπάρξεώς τους σε σχέση με τον αισθητό κόσμο. Βλ. Ν. ΧΟΥΜΝΟΣ, Περὶ τῆς ὕλης και τῶν ἰδεῶν, κριτ. έκδ. Λ. ΜΠΕΝΑΚΗ, Φιλοσοφία 3 (1973), σελ. 373-375. Στο βάθος της επιχειρηματολογίας του υπάρχει το αριστοτελικό πνεύμα εναντίον της πλατωνικής θεωρίας των ιδεών, χωρίς ωστόσο να γίνεται δεκτή και η αριστοτελική θεωρία περί ύλης. Παρά τον αριστοτελισμό του, ο ΧΟΥΜΝΟΣ αναγνωρίζει τον Πλάτωνα ως ένα από τους μεγαλύτερους φιλοσόφους όλων των εποχών και θαυμάζει τη μεγαλοφυΐα του. Βλ. Ν. ΧΟΥΜΝΟΣ, Anecdota Graeca, εκδ. F. BOISSONADE, Παρίσι 1829-33, σελ. 46. Αλλά και για τον δάσκαλο του ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, ΘΕΟΔΩΡΟ ΜΕΤΟΧΙΤΗ, το ελληνικό πνεύμα, έτσι όπως ο ίδιος το κατανοούσε, απαιτούσε διανοητική ζωή και όχι ασκητικότητα, κατά της οποίας εκφραζόταν απαξιωτικά και περιφρονητικά. Βλ. Θ. ΜΕΤΟΧΙΤΗ, Miscellanea philosophica et historica, εκδ. CHR. MULLER-TH. KIESSLING, Leipzig 1821, σελ. 490. Κατά το Θ. ΜΕΤΟΧΙΤΗ, ο Αριστοτέλης δε δίνει καμιά καθαρή και εξακριβωμένη λύση στα μεταφυσικά θέματα που προβληματίζουν τον άνθρωπο, ενώ πολλές φορές παραμένει εκ προθέσεως σκοτεινός. Προτίμησε έτσι τον Πλάτωνα, από τον οποίο μελέτησε κυρίως ότι σχετιζόταν με τα μαθηματικά. Πρβλ. B. TATAKIS, Aristotle critique par Theodoros Metochites, Melanges offertes a O. et M. Merlier, Αθήνα 1953. Το θετικό, ωστόσο, στην περίπτωση του Θ. ΜΕΤΟΧΙΤΗ, είναι η αντίληψη του ότι η γνώση και θεώρηση της φύσης οποιουδήποτε όντος με το οποίο ασχολείται η φιλοσοφία ή η επιστήμη, δε θίγει με κανένα τρόπο τις αλήθειες της πίστεως, οι οποίες δεν έχουν καμία ανάγκη, ούτε εξαρτώνται από τις φιλοσοφικές και τις επιστημονικές μεθόδους. Βλ. Θ. ΜΕΤΟΧΙΤΗ, Πρόλογος στην Αστρονομία, εκδ. Κ. ΣΑΘΑ, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, I, σελ. 74. Ο μαθητής του ΜΕΤΟΧΙΤΗ, ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΓΡΗΓΟΡΑΣ, μέσω της κριτικής στον Αριστοτέλη, άσκησε κριτική και στους Λατίνους σχολαστικούς. Ακολουθώντας το δάσκαλό του, προτιμούσε τον Πλάτωνα περισσότερο από τον Αριστοτέλη, και δε δίστασε να ασπαστεί την πλατωνική θεωρία για τη ψυχή του κόσμου. Βλ. Ν. ΓΡΗΓΟΡΑ, Ἱστορία Δ’, 8, εκδ. Bonn, I, 1829, σελ. 108-109. Βλ. VAN DIETEN, Rhomaische Geschichte, Stuttgart 1973, σελ. 3-4. Βλ. R. GUILLAND, Essai sur Nicephore Gregoras, Παρίσι 1926, σελ. 226. Θεωρούσε πως ο αριστοτελικός συλλογισμός, ο οποίος είναι προσφιλής στους Λατίνους, αποτελεί ένα συλλογιστικό τρόπο για μέτρια μυαλά, τα οποία είναι ανίκανα να υψωθούν στην αληθινή επιστήμη. Βλ. Ν. ΓΡΗΓΟΡΑ, Λόγος εἰς Σύνοδον, εκδ. M. PAPAROZZI, Padova-Antenore 1973, σελ. 13-18. Χωρίς να το γνωρίζει, συμφωνούσε σ’ αυτό το σημείο με τον αντίπαλό του ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ, σχηματίζοντας έτσι μαζί του κοινό μέτωπο εναντίον του σχολαστικού αριστοτελισμού. Ο Ν. ΓΡΗΓΟΡΑΣ θεωρούσε πως η ανθρώπινη επιστήμη, είναι ανίκανη να προσφέρει έστω και αμυδρή ιδέα της πραγματικότητας, και ότι κάθε ανθρώπινη άποψη δεν αποτελεί παρά σύμβολο άγνοιας Βλ. Ν. ΓΡΗΓΟΡΑ, Φλωρέντιος ἤ περὶ σοφίας, εκδ. A. JAHN, Jahrbucher fur Philologie und Padagogik, Suppl. 10 (1844), σελ. 531. Ο σκεπτικισμός σχετικά με το ζήτημα της ανθρώπινης επιστήμης, σύμφωνα με το Ν. ΓΡΗΓΟΡΑ, οδηγεί στην αναγνώριση της ακριβούς μεθόδου που προσφέρει η θρησκεία, η οποία επιτρέπει στον άνθρωπο να συλλάβει την αληθινή ύπαρξη των πραγμάτων. Η ανθρώπινη επιστήμη, ωστόσο, αποτελεί ένα απαραίτητο προπαρασκευαστικό στάδιο για την τελείωση του ανθρώπου. Υπερήφανος για τη μαθηματική του επιστήμη, ο Γρηγοράς προσπάθησε να αποκαλύψει την αμάθεια του Βαρλαάμ και του λατινικού κόσμου, καθώς και την επιστημονική τους καθυστέρηση. Διατύπωσε την άποψη πως διά της αληθούς θρησκευτικής μεθόδου, ο ανθρώπινος νους έχει τη δυνατότητα να ανυψωθεί στο ύψος των αποκεκαλυμμένων αληθειών. Βλ. Ν. ΓΡΗΓΟΡΑ, Ἱστορία Δ’, 8, ό.π., σελ. 512-520. Βλ. Στ.ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Συνάντησις ὀρθοδόξου καὶ σχολαστικῆς θεολογίας, ό.π., σελ. 45.
23. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,41, ό.π., σελ. 503.
24. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 2,1,42, ό.π., σελ. 504.
25. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,7, ό.π., σελ. 368.
26. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,7, ό.π., σελ. 368.
27. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,7, ό.π., σελ. 368, Ο ισχυρισμός αυτός του ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, στηρίζεται ασφαλώς και στην προσωπική του πείρα. Εκ των λόγων του ιδίου γνωρίζουμε ότι όταν ήταν πολύ νέος (δεκαεπταετής), εκφώνησε μία σπουδαία περί Αριστοτέλους διάλεξη, την οποία θαυμάζοντας ο δάσκαλός του Θ. ΜΕΤΟΧΙΤΗΣ, είπε προς τον βασιλιά: «καὶ Ἀριστοτέλης αὐτὸς εἴ γε περιὼν παρῆν ἐπήνεσεν ἄν». Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Κατὰ Γρηγορᾶ Α’, 14, εκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Δ’, σελ. 242, πρβλ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ, Ἐγκώμιον, P.G. 151, 559d-560a. Ωστόσο, όπως ομολογεί ο ίδιος, «κἄν ἡμεῖς τῶν μὲν περὶ λόγους ἐπιστημῶν ἐπιλελήσμεθα σχεδὸν παντάπασιν, εἰ καὶ χρείας ἐπειγούσης οὐχ ἑκόντες εἶναι τινα τούτων ἀναλαμβάνειν ὡς ἐνὸν πειρώμεθα, διὸ καὶ τὰς ἀττικὰς ἐκείνας χάριτας καὶ τὸ λίαν ἔντεχνον τῆς ἐξαγγελίας ἀπειπάμεθα». Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ἐπιστολὴ Α’ πρὸς Ἀκίνδυνον, 14, εκδ. Π. Χρήστου, τόμ. Α’, σελ. 219, Ἐπιστολὴ Α’ πρὸς Βαρλαάμ 10, ό.π., τόμ. Α’, σελ. 230, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 3,1,2, ό.π., σελ. 616-617. Αλλού πάλι λέει, «ἐκεῖνό γε μὴν ἐπὶ νοῦν σε λαβεῖν, ὡς ἡμεῖς ἐκ πολλοῦ τὴν ἀνωτάτω σοφίαν ποθήσαντες, μᾶλλον δὲ πρὸς τὸν αὐτῆς πόθον παρὰ τῆς ἀνωτάτω φιλανθρωπίας ἐφελκυσθέντες, παντοίου λόγων εἴδους καὶ τῆς κατ’ αὐτὰ μελέτης ἀφέμενοι, ταύτη προσανέχομεν διὰ βίου». Βλ. Ἐπιστολὴ Α’ πρὸς Ἀκίνδυνον, 14, ό.π., σελ. 219.
28. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,1,7, ό.π., σελ. 368, «οἷον πυξίον ποιεῖ πρὸς καταγραφὴν τῶν χαρισμάτων τοῦ Πνεῦματος».
29. Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, 1,1,6, ό.π., σελ. 366.
30. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α’ πρός Βαρλαάμ, 33, ό.π., τομ. Α’, σελ. 244, «Τό γοῦν θεῖον, ὦ θαυμάσιε, κρεῖττον παντός ὑπάρχον νοῦ καί λόγου, καί ὑπέρ τήν διαλεκτικήν ἐστιν».
31. Α’ πρός Βαρλαάμ, 56, σελ. 257, «ἐκεῖνοι τοίνυν, οὐδ’ ὅτι τοῖς ἀνθρώποις ἀκατάληπτος ὁ Θεὸς ἐνενόησαν, δυσκατάληπτον εἰπόντες αύτόν». Δεν καταλαβαίνουν δηλαδή ότι τα γνωστικά κέντρα του ανθρώπου έχουν περιορισμένη εμβέλεια, και ο χώρος δράσης τους δεν είναι δυνατό να υπερβεί τα πλαίσια της κτιστής πραγματικότητας. Ας σημειωθεί ότι στους σοφούς ανήκει και ο Θωμάς Ακινάτης, ο οποίος πίστευε πως η ανθρώπινη διάνοια έχει εκ φύσεως τη δυνατότητα να βλέπει τη θεία ουσία, διαμέσου των πολλών ατελών ομοιοτήτων, δια των οποίων αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα στα δημιουργήματα, σαν πάνω σε καθρέφτη. Βλ. Θωμά Ακινάτη, De Potentia 7, 6.
32. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα, εκδ. Κυρομάνος, 26, επ. Π. Χρήστου, τομ. Ε’, σελ 49, «οὐ μόνον δὲ τὸ γινώσκειν κατὰ τὸ ἐγχωροῦν ἐν ἀληθεία θεὸν ἀσυγκρίτως κρείττον τῆς καθ’ Ἕλληνας φιλοσοφίας ἐστίν, ἀλλὰ καὶ μόνον τὸ εἰδέναι τίνα τόπον ἔχει ὁ ἄθρωπος παρὰ τῶ Θεῶ πᾶσαν ὑπερβαίνει τὴν κατ’ ἐκείνους σοφίαν».
33. Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα, 26, ό.π., σελ 49.
34. Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα, 26, ό.π., σελ 49.
35. Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα, 26, ό.π., σελ. 49, «τοῖς αἰσθητοῖς καὶ ἀναισθήτοις ἀστράσι νοῦν περιθέντες καὶ τούτων ἑκάστῷ τοῦ κατὰ σῶμα μεγέθους ἀνάλογον ἐν δυνάμει καὶ ἀξιώματι».
36. Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα, 26, ό.π., σελ. 49.
37. Απορρίπτονται συνεπώς, ως μη συμβαδίζοντα με το δόγμα της δημιουργίας του κόσμου και του ανθρώπου, τόσο η ελληνική αναλογία αισθητών και νοητών, όσο και η λατινική αναλογία όντων και Θεού, καθώς και η αναλογία των βυζαντινών ανθρωπιστών, η οποία αποτελεί μία σύνθεση των προηγούμενων δύο θεωριών.
38. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Ἀκίνδυνον, 13, εκδ. Κυρομάνος, επιμ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1992, τομ. Α΄, σελ. 217, «Ὁ μέν οὖν περί τό ἀναγκαῖον καί ἀεί ὄν καί ἀληθές ὄν καί ἀεί ὡσαύτως ἔχον, ὁ δέ διαλεκτικός περί τό ἔνδοξον καί πιθανόν». Η διαφορά ανάμεσα στον αποδεικτικό και στο διαλεκτικό συλλογισμό αποτελεί ένα από τα πιο ουσιαστικά σημεία της θεολογικής διένεξης ανάμεσα στον άγ. Γρηγόριο Παλαμά και στο Βαρλαάμ. Σύμφωνα με τον ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, Ἡ θέση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ό.π., σελ. 170, «πρόκειται γιά ἕνα ζήτημα που αντανακλᾶ ἐπί ἐπιπέδου μεθοδολογίας τήν ὀξύτατη ἀντίθεση τοῦ ἀκραιφνοῦς Χριστιανισμοῦ πρός τόν ὀρθολογίζοντα Χριστιανισμο, ὁ ὁποῖος ἐπικαλεῖται ὡς ἀναγκαία την ἐνίσχυση τῆς θύραθεν σοφίας γιά τή στήριξη τοῦ θεολογικοῦ στοχασμοῦ. Ὁ Γρ. Παλαμᾶς ἐπιδιώκει καί ἐδῶ νά καταστήσει σαφές ότι ἡ χριστιανική θεολογία τῆς Ἀνατολῆς διαθέτει γνωσιολογικό ὑλικό ἀφετηριακῆς καὶ ἀπροϋπόθετης ὑφῆς, μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχει τή δυνατότητα νά προβαίνει στή διατύπωση συλλογισμῶν ἀπόλυτα ἔγκυρης ἐφαρμογῆς».
39. Πρβλ. Α. ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ, Τό Μυστήριον τῆς Ἁγίας Τριάδος κατά τόν Ἃγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν, ό.π., σελ. 40. Η θεολογική απόδειξη δε συνάγεται διαμέσου οποιασδήποτε συλλογιστικής διαδικασίας, βασισμένης σε φιλοσοφικές προκείμενες ή θεολογικές γνώμες, διότι τότε τα όρια δράσης της δε θα ήταν δυνατό να υπερβούν τα πλαίσια του κτιστού κόσμου και της διανοητικής λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου. Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι η θεολογική απόδειξη δε χρησιμοποιεί λογικές μεθόδους και συλλογιστικές διαδικασίες. Αντίθετα τις χρησιμοποιεί ανάλογα προς την εκάστοτε περίπτωση, με σκοπό την απόδειξη των ήδη παραδεδομένων και αποκεκαλυμμένων αληθειών. Θα μπορούσαμε έτσι να συμπεράνουμε ότι και η χρήση της αναλογικής μεθόδου στη θεολογία δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε υποχρεωτική, αλλά ελεύθερη και προαιρετική, σύμφωνη προς το λόγο της αληθείας την οποία επιχειρεί να ερμηνεύσει ή να αποδείξει.
40. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 5, ό.π., τομ. Β’, σελ. 72.
41. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Α΄ πρός Ἀκίνδυνον, 10, ό.π., σελ. 214, «Τί δέ τά παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἑνός τῆς θεαρχικῆς Τριάδος θεανδρικῶς ἡμῖν ὡμιληκότος παραδεδομένα; Τί δέ τά παρ᾿ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου Πνεύματος διά τῶν αὐτῷ λαλούντων ἡμῖν ἀποκεκαλυμμένα; Ἆρ᾿ οὐχ ὡς αὐτοπίστους καί ἀναποδείκτους δεξόμεθα ἀρχάς, καί πᾶν ὅ,τι ἄν τούτοις ἔποιτο καί ἐκ τούτων συμπεραίνοιτο οὐκ ἀποδείξεις θείας προσεροῦμεν;».
42. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ θείας καὶ θεοποιοῦ Μεθέξεως, 1, εκδ Κυρομάνος, επ. Π. Χρήστου, τομ. Β’, σελ. 137.
43. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Β΄ πρός Βαρλαάμ, 15, εκδ. Κυρομάνος, επιμ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1992, τομ. Α΄, σελ. 268.
44. Κατά τη διατύπωση του ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, Ἡ θέση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ό.π., σελ. 224, «μέ τή χρήση τῆς γνωσιολογικῆς μεθόδου τῆς ἀναλογίας, μποροῦμε νά ὑποστηρίξουμε ὅτι, ὄπως ἡ σύλληψη μέ τόν αἰσθητηριακό ὁπλισμό τοῦ ἀνθρώπου δέν χρειάζεται λογική ἀπόδειξη σέ ζητήματα πού ὑπόκεινται στήν ἐμβέλειά της κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἡ πίστη δέν χρειάζεται ἀνάλογη ἀπόδειξη σέ περιοχές ὅπου ἔχει τήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα». Αυτό που προτείνεται στο σημείο αυτό, υποστηρίζει, είναι «ὁ ρεαλισμός καί ἡ αὐτονομία τῆς ἄμεσης ἐνορατικῆς ἐμπειρίας».
45. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, Μετά τα φυσικά Θ 6 1048a36-b8, «οὐ δεῖ παντὸς ὅρον ζητεῖν ἀλλὰ καὶ τὸ ἀνάλογον συνορᾶν».
46. Πρβλ. M. HESSE, Aristotle’s Logic of Analogy, PhQ, 15:61 (1965), 336.
47. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Β΄ πρός Βαρλαάμ, 15, ό.π., σελ. 268, «ἡμεῖς διὰ τῆς τῶν πατέρων ποδηγίας ἀπόδειξιν τοῦ ὑπὲρ ἀπόδειξιν εὑρόμενοι τούτου κρείττοντα, ταύτῃ τε μὴ πάνθ᾿ ἁπλῶς, ἀλλ᾿ ἔστιν τῶν θείων θηρώμενοι καὶ ὑπὲρ ταύτην τἄλλο δοξάζοντες, πολλαπλασίως τοῦ κατἈριστοτέλην ὑπὸ τῆς σῆς σοφίας λεγομένου ὑπὲρ ἀπόδειξιν τὸ θεῖον ὑπερτιθέαμεν». Σύμφωνα με τον καθ. Π. ΧΡΗΣΤΟΥ, Ἡ Ἔννοια τῆς Διπλῆς Γνώσεως κατὰ τὸν Γρηγόριον Παλαμᾶν, ό.π., σελ. 128, η θεολογική απόδειξη στηρίζεται αφ’ ενός στις κοινές έννοιες και τα αξιώματα, αφ’ ετέρου στις αποκαλυφθείσες αυτόπιστες αρχές. Κατά τη δική του διατύπωση, «εὑρίσκομεν οὕτως ἐνταῦθα μίαν σύζευξιν μεταξὺ φυσικῶν καὶ πνευματικῶν δώρων, τῶν ὁποίων συνδετικὰ στοιχεῖα εἶναι ἡ πίστις καὶ ἡ ἀγάπη. Δὲν εἶναι διπλῆ ἡ πίστις εἰς τὸν Παλαμᾶν, ὡς εἶναι εἰς τὸν Ἀριστοτέλην καὶ τὸν Κλήμεντα, ἀλλ’ ἑνιαία καὶ ἑνωτικὴ τῶν δύο ὁδῶν. Μεταμορφουμένη δι’ αὐτῆς ἡ γνωστικὴ ἱκανότης τοῦ ἀνθρώπου, καθίσταται θεοειδὴς καὶ δύναται νὰ κατανοήση ἐπαρκῶς τὰ πέραν τῶν κτισμάτων, ἤτοι τὰς ἀκτίστους ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Ἡ δευτέρα αὕτη ὁδὸς θεογνωσίας εἶναι ἡ κατεξοχὴν καλουμένη θεολογία».
48. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Β΄ πρός Βαρλαάμ, 16, ό.π., σελ. 269, «μέθοδος δὲ τῶν ἀκαταλήπτων πῶς, εἴπερ ἡ μέθοδος σύστημα ἐκ καταλήψεων;».
49. Β΄ πρός Βαρλαάμ, 17, ό.π., σελ. 270, «τοῦτο δ᾿ ὁ σὸς Ἀριστοτέλης οὐκ ἄν ποτε συγχωρήσειεν˙ οὗ γὰρ τὸ ὑποκείμενον κρεῖττον καὶ αὐτὸ κρεῖττον».
50. Β΄ πρός Βαρλαάμ, 17, ό.π., σελ. 270, «εἰ δὲ καὶ προσθήκην τοῦτ᾿ ἔχει, καί ταῦθ᾿ οὕτω μέγα καί ὑπέρ τό μέγα, καί ἡ προσθήκη τῆς βελτιώσεως ὅσον».
51. Β΄ πρός Βαρλαάμ, 17, ό.π., σελ. 270, «Οὐχ ὡς ἐν κεφαλαίῳ τέτταρα τά πάντα, γένος, ὅρον, εἶδος καί τό συμβεβηκός», πρβλ. Ἀριστοτέλους, Τοπικά, Α’, 3-5, 101β-102β, «τέτταρα τὰ πάντα συμβαίνει γίνεσθαι, ἤ ἴδιον, ἤ ὅρος ἥ γένος ἥ συμβεβηκός».
52. Κατά τη διατύπωση του Ν. ΜΑΤΣΟΥΚΑ, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία Β΄, ό.π., σελ. 46, «ἡ θεότητα εἶναι τό ὄν καί ἡ κτίση τό μή ὄν. Ἡ κτίση δηλαδή ὑπάρχει, ἐπειδή μετέχει στή θεότητα. Ἀπ’ αὐτήν παίρνει συνεχῶς τό εἶναι, τίς ἰδιότητές τῆς καί τίς δυνατότητες ἐξέλιξής της. Ἑπομένως στήν πραγματικότητα νοεῖται μονάχα ἡ αὐτοΰπαρκτη πραγματικότητα, ἡ ὁποία λέγεται καί ὄν. Τό μή ὄν δέν εἶναι αὐτοΰπαρκτο, μετέχει ὅμως συνεχῶς στό ὄν, καί ἔτσι μόνο ὑπάρχει».
53. Β΄ πρός Βαρλαάμ, 17, ό.π., σελ. 270, «ὅτι ὄντως ὤν καὶ μόνος οὐδεμιᾶς οὐσιώδους διαφορᾶς δεῖται πρὸς τὸ εἶναι».
54. Β΄ πρός Βαρλαάμ, σελ. 270, «Τῆς γαρ πληθύος διαστολῆς δεομένων ταῦθ᾿ ἅπαντά ἐστιν, ἀλλ᾿ ὡς οὐδὲν τούτων ὑπάρχον δείξει τὸ θεῖον˙ ἀλλ᾿ οὐχ ὡς ὑπέρ ὄν, ἀλλ᾿ ὡς μηδαμῇ μηδαμῶς ὄν».
55. Πρβλ. ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, Ἡ θέση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ό.π., σελ. 28.
56. Β΄ πρός Βαρλαάμ, 19, ό.π., σελ. 271, «Τῶν θείων τὰ μὲν γινώσκεται, τὰ δὲ ζητεῖται, ἔστι δ᾿ ἅ καὶ ἀποδείκνυται, ἕτερα δέ ἐστιν ἀνεξερεύνητα πάντῃ καὶ ἀνεξιχνίαστα, μηδαμῶς ἐμφαινομένου τινὸς ἴχνους τῶν ἐπὶ τὸ κρύφιον ἐκεῖνο διαβεβηκότων».
57. Β΄ πρός Βαρλαάμ, 22, ό.π., σελ. 273, «Ὡς γὰρ ἡ ἐνανθρώπησις τοῦ Κυρίου ὑπὲρ φύσιν τέ ἐστι καὶ κατὰ φύσιν, καὶ λεγομένη ἄρρητος μένει καὶ νοουμένη ἄγνωστος, ἐπεὶ τὰ μὲν ὑπὲρ φύσιν, ὡς ἡ τῆς παρθένου κύησις, τὰ δὲ κατὰ φύσιν, ὡς ὁ τῆς νηδύος ὄγκος μετὰ σύλληψιν, οὕτω καὶ τὸ θεῖον ἀποδεικτὸν τέ ἐστι καὶ οὐκ ἀποδεικτόν˙ ἀμερίστως μέντοι μεριζόμενον τῇ διαφορᾷ τῶν τρόπων, ἐπεὶ καὶ διὰγνώσεως γινώσκεται καὶ δι᾿ ἀγνωσίας».
58. Σχετικά με το μέσο όρο μίας σύγκρισης ή ενός συλλογισμού, σημειώνει ο ίδιος ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, «κατηγορουμένου δὲ χωρίς, ἀπόδειξις οὐκ ἔστιν· ἀλλ’ οὐδὲ μέσος ἔσται ὅρος· ὑποκείσεται γὰρ τῶ πρὸ τῶν ἄλλων, ἀλλὰ τοῦτ’ ἀδύνατον· μέσου δὲ χωρὶς ἀπόδειξις οὐκ ἔσται». Αυτό συμβαίνει επειδή το ενδιάμεσο συνδέει με λογικό τρόπο τα άκρα του συλλογισμού. Βλ. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Β’ πρὸς Βαρλαάμ 37, ό.π., σελ. 281, πρβλ. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ, Μετὰ τὰ φυσικά, Β3, 999α, Ἀναλυτικὰ πρότερα ΙΙ, 19, 67α25-32, «ἄνευ μέσου συλλογισμὸς οὐ γίνεται· μέσον δ’ ἐστὶ τὸ πλεονάκις λεγόμενον».
59. Β΄ πρός Βαρλαάμ, 22, ό.π., σελ. 273.
60. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΟΥ, Περί θείων ονομάτων 7, 3.
61. Β΄ πρός Βαρλαάμ, 23, ό.π., σελ. 273.
62. Για την παρουσία του Διονυσίου Αρεοπαγίτου στον άγ. Γρ. Παλαμά, Βλ. A. Golitzin, Dionysious the Areopagite in the Works of Gregory Palamas, SVTQ, 46:2-3 (2002), σελ. 163.
63. Β΄ πρός Βαρλαάμ, 23, ό.π., σελ. 273, «,τι μή δι᾿ ἀριθμοῦ τε καί ἐν ἀριθμοῖς γνωρίζεται˙ γάρ κυρίως οὐκ ἀριθμός».
64. Β΄ πρός Βαρλαάμ, 23, ό.π., σελ. 273, «μονάς οὖν θεότης, ἀλλ᾿ οὐ τῶν ἐν τοῖς οὖσι διεγνωσμένη».
65. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ ἑνώσεως καὶ διακρίσεως, 26, ό.π., σελ. 87.
66. ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, Περὶ θείων ἐνεργειῶν, 3, εκδ. Κυρομάνος, επ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1994, τομ. Β’, σελ. 97.
67. Ο λόγος για τον οποίο εξαίρεται αποδεικτικά η απόδοση της σημασίας της μονάδας επί του Θεού, αναφέρεται από το Διονύσιο Αρεοπαγίτη, Περὶ θείων ὀνομάτων, 13, 2-3, P.G. 3, 977c-980d, από τον οποίο ο άγ. Γρηγόριος Παλαμάς, κληρονόμησε τα επιχειρήματα και τον τρόπο επεξεργασίας του εν λόγω ζητήματος: «Ταύτη γοῦν ἡ θεολογία τὴν ὅλην θεαρχίαν, ὡς πάντων αἰτίαν, ὑμνεῖ τῆ τοῦ ἑνὸς ἐπωνυμία…χρὴ καὶ ἡμᾶς, ἀπὸ τῶν πολλῶν ἐπὶ τὸ ἕν τῆ δυνάμει τῆς θεϊκῆς ἐνότητος ἐπιστρεφομένους, ἑνιαίως ὑμνεῖν τὴν ὅλην καὶ μίαν Θεότητα».
68. Σύμφωνα με τον ΧΡ. ΤΕΡΕΖΗ, Ἡ θέση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ό.π., σελ. 268, «ὅταν ὑπάρχει ἀνάγκη γιά διατύπωση τῆς ἀναγωγῆς πρός τά θεῖα, τότε προσάγουμε στό συλλογισμό μας τή μέγιστη δυνατή ἀξιολογικά ὡς πρός τή θεολογική αὐθεντικότητά της ἀπόδειξη. Ὡς ἀρχή της μάλιστα, πρέπει νά θέτουμε τήν πνευματοκίνητη ἐκείνη δύναμη πού εἶχαν ὡς ἐφόδιο οἱ θεόσοφοι θεολόγοι καί διά τῆς ὁποίας ἐπικοινώνησαν μέ τίς πραγματικότητες πού ὑπερβαίνουν τήν ἀνθρώπινη διάνοια χρησιμοποιοῦντες, μέ βάση τήν ἀρχή τῆς ἀναλογίας, ὑπερνοητικές μεθόδους. Ἐδῶ γίνεται ἀναφορά στήν ὁλική μεταποίηση τῶν συλλογιστικῶν σχημάτων καί στή μετάθεση τῆς ἀνθρώπινης σκέψης σ’ ἕνα πλαίσιο ἔξω ἀπό τόν οἰκεῖο της». Αυτό που έχουμε να παρατηρήσουμε εμείς, ωστόσο, είναι ότι η «πνευματοκίνητη» αυτή δύναμη για την οποία γίνεται εδώ λόγος, δεν μπορεί να αποκτηθεί από θεολόγους οι οποίοι δεν εμφορούνται πραγματικά από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, γι’ αυτό και η θεολογική απόδειξη είναι κάτι που κυριολεκτικά μόνο οι θεοφόροι μπορούν να χρησιμοποιήσουν, με σκοπό να περιγράψουν υπερθετικά και κατ’ αναλογίαν τις θεοπτίες τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: