Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΕΓΩ (5) -επανάληψη.

Ο ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ COGITO (α)
Enrico Berti
Η διάσημη Καρτεσιανή μέθοδος είναι χωρίς αμφιβολία μία μέθοδος που στηρίζεται στην έμπνευση και την απαγωγή. Στην έμπνευση και τα συμπεράσματα που απορρέουν (Λογική που γεννιέται απο την έμπνευση). Αποτελείται δηλ. από ένα ξεκίνημα από εμπνεύσεις απολύτως σίγουρες, οι οποίες παίζουν τον ρόλο αρχών, και την εξαγωγή συμπερασμάτων και αποτελεσμάτων που αναγκαίως απορρέουν. Αυτή ακριβώς είναι και η μέθοδος των μαθηματικών και πιο συγκεκριμένα της γεωμετρίας. Αντιθέτως ο τρόπος που ακολουθησε ο Καρτέσιος για να καθορίσει τις αρχές, τουλάχιστον όσον αφορά το Cogito (την αμφιβολία και κατά συνέπεια αυτό που σήμερα ονομάζεται σκέψη και είναι υποτίθεται το περιεχόμενο του Εγώ, η ταυτότητά μας), είναι παντελώς διαφορετικός και μπορεί να ορισθεί σαν διαλεκτικός, εάν δέν κατανοήσουμε μ' αυτόν τον όρο την τέχνη της έριδας των σχολαστικών, όπως σκεπτόταν μάλιστα ο ίδιος ο Καρτέσιος, αλλά την απόδειξη μέσω ανασκευής, η οποία χρησιμοποιήθηκε απο τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη στην υπεράσπιση της αρχής της μή-αντιφάσεως.
Αυτό συμπεραίνεται καθαρά δε από τρείς τάξεις εκτιμήσεων : 1) Ο Καρτέσιος, για να καθορίσει ποιές είναι οι αρχές οι απολύτως βέβαιες, αποφασίζει να θεωρήσει ψεύτικο καθετί το οποίο μπορεί να τεθεί σε αμφιβολία, εφαρμόζει δηλ. μία ανάπτυξη τύπου αρνήσεως, η οποία συνίσταται στην άρνηση της αλήθειας μίας σειράς ολόκληρων γνωμών. Αυτό αντιστοιχεί στην πρώτη πράξη της αρχαίας διαλεκτικής, που είναι η προσπάθεια ανασκευής οποιασδήποτε λύσεως προτείνεται από τον συνομιλητή στον καθορισμό του προβλήματος, ή ενός προβλήματος.

2)Η αμφιβολία για τα πάντα φανερώνει πως η δική μας ύπαρξη είναι αναμφίβoλη, δηλ. το Cogitο, διότι αυτό είναι η αμφιβολία η ίδια. Αυτό αντιστοιχεί στην δεύτερη πράξη τής αρχαίας διαλεκτικής, που συνίσταται στην απόδειξη πως είναι αναμφίβολο αυτό μέσω του οποίου γίνεται η ανασκευή, ιδιαιτέρως δε η αρχή της μή-αντιφάσεως, μέσα απο την ανασκευή κάθε προσπάθειας αμφισβητήσεώς του.
3)Ο Καρτέσιος αρνείται κατ’ επανάληψιν πως η διαδικασία που ακολουθήθηκε για να φτάσει στο Cogito είναι ένας συλλογισμός,  η εξαγωγή δηλ. ενός ιδιαιτέρου συμπεράσματος (απαγωγή) από μία καθολική προϋπόθεση, και βεβαιώνει πως είναι μία πρώτη έννοια, ιδιαιτέρου χαρακτήρος, αντικείμενο εσωτερικής γνώσεως. Αυτό αντιστοιχεί στην θέση πως οι αρχές είναι αναπόδεικτες και πως η μόνη δυνατότης προσεγγίσεώς των είναι η επαγωγή, μέσω δηλ. της διαλεκτικής, κάτι που υπερασπίζεται ο Αριστοτέλης στα Αναλυτικά και κατόπιν και στους Τοπικούς.

1. Η καθολική αμφιβολία.
Τα χωρία στα οποία ο Καρτέσιος προτείνει την καθολική αμφιβολία στην μορφή μίας αρνητικής αναπτύξεως, η οποία αποτελείται απο την άρνηση της αλήθειας των γνωμών οι οποίες έγιναν δεκτές προηγουμένως, είναι πολύ γνωστά. Το πρώτο είναι εκείνο που περιέχεται στο IV μέρος του Λόγου για την μέθοδο, όπου ο συγγραφεύς δηλώνει: «θεώρησε αναγκαίο...να απορρίψεις σαν ολοκληρωτικά ψεύτικο όλο αυτό για το οποίο θα μπορούσες να φανταστείς την παραμικρή αμφιβολία, για να δεις εάν, κάνοντας έτσι, στο τέλος παρέμενε κάτι, το οποίο σύμφωνα με την δική μου πίστη θα μπορούσε να είναι αναμφίβολο» και υποβάλλει σ’αυτή την διαδικασία και τις πληροφορίες των αισθητηρίων και τα συμπεράσματα των συλλογισμών, και όλες τις σκέψεις γενικώς που έχουμε όταν είμαστε ξύπνιοι.
Σ’αυτό αντιστοιχεί ο πρώτος απο τους Μεταφυσικούς διαλογισμούς, στους οποίους ο συγγραφεύς βεβαιώνει επίσης: « θα επιδοθώ σοβαρά και ελεύθερα στην γενική καταστροφή όλων των αρχαίων γνωμών μου. Και δέν είναι αναγκαίο, για να φτάσω σ’αυτό, να αποδείξω πως είναι όλες λανθασμένες...αλλά η παραμικρή αιτία αμφιβολίας που θα βρώ θα αρκεί για να με πείσει να τις απορρίψω όλες». Αλλά και στις απαντήσεις στις Δεύτερες αντιρρήσεις επίσης , που προστέθηκαν στους Διαλογισμούς, ο Καρτέσιος δηλώνει πως δέν γνωρίζει «τίποτε πιό ωφέλιμο για να φτάσει σε μία σίγουρη και σταθερή γνώση των πραγμάτων, πρίν αποδεχθεί οτιδήποτε, απ' το να συνηθίσει να αμφιβάλλει για όλα». Και στις Απαντήσεις στις εβδομάδες αντιρρήσεων προτείνει το διάσημο παράδειγμα με το καλάθι τα μήλα, το οποίο πρέπει να αδειάσει ολόκληρο για να μπορέσουμε να διακρίνουμε πόσα απο αυτά τα μήλα είναι γερά και να τα χωρίσουμε απο τα χαλασμένα.
«Έτσι εκριβώς—σχολιάζει—και όσοι δέν έχουν φιλοσοφήσει καλά έχουν διάφορες γνώμες στο πνεύμα τους, τις οποίες άρχισαν να συγκεντρώνουν απο την παιδική τους ακόμη ηλικία και πιστεύοντας, και με το δικαιό τους, πως το μεγαλύτερο μέρος τους δέν είναι αληθινό, προσπαθούν να τις χωρίσουν απο τις άλλες, φοβούμενοι πως η ανάμειξή τους θα καταλήξει να τις κάνει όλες αμφίβολες. Και για να μήν πλανηθούν, δέν ξέρουν να κάνουν τίποτε καλύτερο από το να τις απωθήσουν όλες με την μία, σαν να ήταν όλες ψεύτικες και αμφίβολες. Έτσι ώστε εξετάζοντάς τες με τάξη την μία μετά την άλλη, να ξαναδεχθούν μόνον εκείνες που θα αναγνωρίσουν σαν αληθινές  και αναμφίβολες».

Αυτή η αρνητική διαδικασία, εκτός τού ότι είναι ένα σημάδι μίας στάσεως ριζικώς κριτικής, όπως ακριβώς αξίζει σε μία σύλληψη συνεπή της φιλοσοφίας, σαν αυτή που ερωτά τα πάντα διότι τα πάντα είναι ερώτηση, αντιστοιχεί απολύτως σε εκείνη που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε σαν πρώτη απο τις λειτουργίες τής αρχαίας διαλεκτικής, δηλ. την ανασκευή, τον έλεγχο. Αυτός ο έλεγχος χρησιμοποιήθηκε με μεγάλη επιτυχία από τον Σωκράτη, ο οποίος, όπως προκύπτει και από τους πρώτους Πλατωνικούς διαλόγους, γενικώς έθετε στους συνομιλητές του μία ερώτηση, και όταν έπαιρνε την απάντηση, προσπαθούσε να την ανασκευάσει, συμπεραίνοντας από άλλες απαντήσεις τών ερωτηθέντων κάτι που ήταν σε αντίφαση με την απάντηση που δέχθηκε. (Ένα παράδειγμα μπορεί να είναι του Ευθύφρονος 7 Α-8 Α: Ο Σωκράτης τον ερωτά, τί είναι άγιο; Και παίρνει την απάντηση: άγιο είναι αυτό που αρέσει στους Θεούς, και συνεχίζει με την ερώτηση: οι Θεοί είναι πολλοί ή λίγοι; Και ο Ευθύφρων απαντά, πολλοί. Εάν συμφωνούν μεταξύ τους, και παίρνει την απάντηση πως διαφωνούν, και τότε συμπεραίνει πως  η ίδια πράξη σε μερικούς Θεούς αρέσει, σε μερικούς δέν αρέσει, οπότε θα είναι αγία και μαζί όχι αγία.) Αυτός ο έλεγχος υιοθετήθηκε επιπλέον θεωρητικώς απο τον Πλάτωνα, ο οποίος στην ΠΟΛΙΤΕΙΑ (VII 534 B-C) δηλώνει πως για να φθάσουμε στην γνώση της ιδέας τού Αγαθού, είναι απαραίτητο να περάσουμε μέσω όλων των ανασκευών (δια πάντων ελέγχων) όπως στη μάχη, και να ελέγχουμε όχι μέσω της γνώμης, αλλά μέσω της πραγματικότητος.  

Αλλά καί ο Αριστοτέλης, στην Μεταφυσική, δηλώνει πως η πρώτη πράξη που πρέπει να πραγματοποιηθεί για να προχωρήσουμε στην επιστήμη που ερευνούμε είναι να θέσουμε τις «απορίες»(απορείσαι), αντιπαραβάλλοντας μεταξύ τους τις λύσεις που προσφέρουν οι γνώμες, και να αναπτύξουμε τις αντίθετες λύσεις συμπεραίνοντας απο καθεμία από αυτές όλες τις συνέπειες που απορρέουν, για να δούμε εάν φτάνουμε σε κάποια αντίφαση με την μία ή με την άλλη απο αυτές. (Μεταφ ΙΙΙ 1, 995 α 24-36). Και στα Τοπικά δηλώνει επίσης πως αυτή είναι η φιλοσοφική χρήση της διαλεκτικής, διότι μόνον αφού αναπτύξουμε τις απορίες και στις δύο διευθύνσεις για να δούμε άν πίπτουν σε κάποια αντίφαση, μπορούμε να καταλήξουμε να διακρίνουμε με ευκολία το αληθινό και το ψεύτικο. (Αριστ. Τοπ Ι 2, 101 α 34-b4). Ο Αριστοτέλης αναλύει μάλιστα από την άποψη της λογικής την δομή του ελέγχου, βεβαιώνοντας πως αυτή είναι ο συλλογισμός της αντιφάσεως, η απαγωγή δηλ. αντιφατικών συμπερασμάτων ώς προς μία συγκεκριμένη θέση (Αναλυτ πρ. ΙΙ 20, 66 b 6-11) και φτάνει έτσι στην θεωρία τής αντιφάσεως σαν σημάδι ψεύδους, στην διάσημη διατύπωση της αρχής τής μή-αντιφάσεως στην Μεταφ. IV 3 1005 b 19-22. 

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: